Δουλεύοντας σε στριπτιτζάδικο
Επί τρία χρόνια ήμουν υποχρεωμένος να γυρίζω κάθε εβδομάδα σε όλα τα στριπτιτζάδικα της Αθήνας. Να τι έμαθα.
- 21 ΦΕΒ 2013
Η πρώτη φορά που πήγα σε στριπτιτζάδικο ήταν στο αείμνηστο Diamonds and Pearls στην παραλιακή. Εκεί που ένας κολλητός ερωτεύτηκε μια Γαλλίδα «φοιτήτρια ιατρικής» και κατέληξε να πηγαίνει να την βλέπει κάθε βράδυ επί 4 μήνες. Τότε γέλουσα με τα χάλια του. Που να φανταστώ ότι, μερικά χρόνια μετά, θα κατέληγα να μπαίνω σε όλα τα στριπτιτζάδικα της Αθήνας και να με χαιρετάνε με το μικρό μου όνομα. Ναι, ακριβώς όπως τον Norm του Cheers.
«ΟΚ, πήγαινε και κάντο. Αν και δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις άκρη». Αυτό μου είπε, γελώντας, ο τότε διευθυντής μου σε αντρικό περιοδικό, όταν του πρότεινα μια στήλη όπου θα φωτογραφίζαμε σέξι μια στρίπερ σε κάθε τεύχος.
Γνωρίζοντας ότι το να καταφέρεις να συνεννοηθείς με στρίπερ -σε κάτι που δεν περιλαμβάνει ανταλλαγή χαρτονομισμάτων- είναι δυσκολότερο και από το να προσπαθείς να λύσεις τριτοβάθμια εξίσωση με χαρτί και μολύβι ενώ κάνεις base jumping από τον Πύργο Αθηνών.
Και, έτσι απλά, ξεκίνησε το «μακρύ ταξίδι μου μέσα στην νύχτα».
Μια ιδιαιτέρως γελοία κατάσταση αφού εγώ ήμουν τότε φρεσκοπαντρεμένος (βλέπε φουλ ερωτευμένος) και κατουρημένος από τον φόβο του να μην κάνω κάτι που θα μπορούσε να διαλύσει το σπίτι που μόλις είχα φτιάξει.
Επίσης απεχθανόμουν το να κυκλοφορώ νύχτα. Ιδιαίτερα δε μόνος μου, αφού κανείς -φίλος ή συνάδελφος- δεν εκδήλωσε ποτέ πρόθεση να έρθει μαζί μου.
Όμως, κοιτάζοντας πίσω, το όλο θέμα μου έκανε καλό. Γιατί αλλιώς δεν θα είχα μάθει ποτέ ότι:
Δεν υπάρχει χειρότερη δουλειά από αυτή του διευθυντή σε στριπτιτζάδικο
Όπως σε κάθε άλλο επάγγελμα που έχει να κάνει με γυναίκες υπαλλήλους και λεφτά, περνάς κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου σου προσπαθώντας να λύσεις ηλίθιες παρεξηγήσεις που δημιουργούνται μεταξύ τους.
Ενώ ο εγκέφαλος σου γίνεται σούπα από την συνεχή ροή κουτσομπολιών για το πόσο π.χ. τεμπέλα είναι η Σβετλάνα ή πόσο τσούλα η Λάουρα.
Όπως χαρακτηριστικά μου είχε πει ο αγαπημένος μου διευθυντής, αυτός σε ένα strip show στα πέριξ του Παντείου στην Συγγρού, ‘Είναι αδιανόητο πόσος πανικός μπορεί να δημιουργηθεί αν τύχει μια μέρα να μην έχω να δώσω σε κάποια ακριβώς τα λεφτά της. Μπορεί να γίνει γης μαδιάμ επειδή λείπει ένα πενηντάλεπτο. Και αυτό ανεξάρτητα με πόσες εκατοντάδες ευρώ έχει βγάλει η συγκεκριμένη την νύχτα αυτή’
Δεν υπάρχει καλύτερη δουλειά από αυτή του dj σε στριπτιτζάδικο
Σε αντίθεση με τον διευθυντή, που αν τολμήσει και κάνει σεξ ή σχέση με κάποια από τις κοπέλες κινδυνεύει να τον λιντσάρουν οι υπόλοιπες, ο Dj μπορεί να κάνει ότι ακριβώς γουστάρει.
Και συνήθως, αν βλέπεται έστω και λίγο, αυτό ακριβώς κάνει. Τα πάντα. Με όλες διαδοχικά.
Βλέπεις, όπως μου εξήγησε γνωστός που έχει κάνει αυτή την δουλεία επί 4 χρόνια (ενώ παράλληλα, τα πρωινά, ήταν υπάλληλος γραφείου) ‘Έχεις κάτι που χρειάζονται, το να τους παίξεις δηλαδή το αγαπημένο τους τραγούδι ή να πεις ένα καλό λόγο παραπάνω καθώς τις παρουσιάζεις. Αλλά δεν έχεις καμία χρηματική συναλλαγή μαζί τους. Κάτι που αποτελεί τον τέλειο συνδυασμό.
Μείνε μακριά από τους ιδιοκτήτες
Χωρίς να θέλω να γίνω ρατσιστής, οι περισσότεροι από αυτούς που γνώρισα έμοιαζαν να έχουν αποφοιτήσει από την Μεγάλη του Σταρόβα Σχολή.
Με την έννοια ότι, αν ήθελαν, μπορούσαν να γίνουν πολύ σκιαχτικοί.
Επίσης ήταν δεδομένο ότι έχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα για να ασχοληθούν από εμένα (που είμαι δημοσιογράφος) ή εσένα (που είσαι πελάτης).
Άσε που, στο τέλος της ημέρας, δεν έχεις κανένα λόγο να έχεις τάτσι μίτσι κότσι μαζί τους.
Στα μοντέρνα στριπτιτζάδικα, εκεί που όλες οι κοπέλες κάνουν με την θέλησή τους την συγκεκριμένη δουλειά, κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει οποιανδήποτε να είναι πιο θερμή μαζί σου.
Εδώ το μόνο που μετράει είναι το πάχος του πορτοφολιού σου.
Και το γεγονός ότι ξέρουν τα παιδιά και τα κορίτσια το όνομα σου, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου, το μόνο ‘μπόνους’ που σου εξασφαλίζει είναι ένα καλύτερο τραπέζι και συχνότερες αλλαγές στα ξηροκάρπια.
Καλύτερα πελάτης, παρά ‘συνεργάτης’
Παρότι έχουν περάσει 4 χρόνια από την τελευταία φορά που βγήκα για δουλειά σε στριπτιτζάδικο, μου είναι ακόμη εξαιρετικά εύκολο να κλείσω σε κάποιον τραπέζι. Οπουδήποτε. Και να του εξασφαλίσω τις συχνές αλλαγές στα ξηροκάρπια που λέγαμε.
Επίσης μου έχουν μείνει καβάτζα και τα τηλέφωνα 20-30 στρίπερ, σε περίπτωση που κάποιος ψάχνει κάτι prive για το bachelor του.
Αλλά είναι μια ‘αγγαρεία’ που δεν θα έκανα ποτέ ξανά. Ακόμη και αν ήμουν μπακούρης και πάσχων από χρόνιο πριαπισμό.
Βλέπεις το να έχεις δουλειά σε ένα τέτοιο χώρο, δεν σου επιτρέπει να φέρεσαι ως (λιγούρης) πελάτης. Γιατί δεν είναι και πολύ ‘κομψό’ να συζητάς μια φωτογράφηση με κάποια. Και, ένα δευτερόλεπτο μετά, να της ζητάς να έρθει, να σε καβαλήσει και να αρχίσει να σου τρίβεται.
Οπότε καταλήγεις σαν κάποιος που πάσχει από ζάχαρο και βρίσκεται κλειδωμένος μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου όλες οι προθήκες είναι κλειδαμπαρωμένες.
Με την έννοια ότι και πάλι κινδυνεύεις να τυφλωθείς. Όχι από το ζάχαρο, αλλά από την.. συσσώρευση ενέργειας από όλα τα ‘ωραία’ που συμβαίνουν μπροστά σου και στα οποία δεν μπορείς να συμμετέχεις.
Η φιλία είναι το πιο πολύτιμο αγαθό
Δεν έχεις κανένα λόγο να γίνεις ένας ακόμη γραφικός που προσπαθεί να κάνει σεξ ή σχέση με την στριπτιτζού που λιγουρεύτηκες. Είναι πολύ προτιμότερο -και επωφελές για σένα- να γίνεις φίλος της.
Όπως μου συνέβη αναπάντεχα. Και μάλιστα με την πιο θρυλική Ελληνίδα στρίπερ των τελών της δεκαετίας του 90.
Εκείνη ήταν που κάθε φορά που πήγαινα στο μαγαζί με φίλους μου έλεγε ποια κοπέλα να πάρω και γιατί.
Όπως π.χ. το γεγονός ότι η Ντέπι, την συγκεκριμένη εποχή, είχε άγχος για να πληρώσει τα δίδακτρα του γιου της που πήγαινε σε γνωστό ιδιωτικό σχολείο. Οπότε ήταν πολύ πρόθυμη να κάνει το κάτι παραπάνω (βλέπε να βάλει ένα χεράκι) για έξτρα χαρτζιλίκι.
Εκείνη ήταν επίσης που μου εξήγησε γιατί δεν πρέπει ποτέ να διαλέγεις την ωραιότερη από τις κοπέλες (σ.σ. γιατί το ξέρει και είναι πάντοτε η πιο ψυχρή). Ειδικότερα στην μέση της βραδιάς, όταν έχει 10 άτομα στην ουρά και βιάζεται να σε ξεπετάξει για να πάει στον επόμενο.
Τέλος, εκείνη ήταν -ο Θεός να την έχει καλά, όπου και να είναι- που μου υπέδειξε ότι το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν κάθεσαι στο τραπέζι, είναι να φωνάζεις αμέσως την κοπέλα που σου αρέσει. Και να της ζητάς να φέρει μαζί όποια είναι η κολλητή της.
Με τον τρόπο αυτό τα κορίτσια χαλαρώνουν περισσότερο, αντιμετωπίζουν το τραπέζι σου ως βάση τους για την βραδιά , κουτσομπολεύουν αγρίως όλες τις υπόλοιπες (αντί να σου λένε βαρετές μούφα τραγικές ιστορίες) και σε αντιμετωπίζουν λιγότερο ως πορτοφόλι και περισσότερο ως κανονικό άνθρωπο.
Ποτέ μην κάθεσαι στο πρώτο τραπέζι
Στα χαρτιά, είναι η καλύτερη θέση του μαγαζιού. Κάτι που στην πράξη δεν ισχύει, αφού είναι σαφώς προτιμότερο να κάθεσαι σε εκείνο το τραπέζι που έχει την καλύτερη θέα όχι στην πίστα, αλλά στο σημείο που πηγαίνουν τα κορίτσια τους πελάτες για τους prive χορούς. Οπότε τις ‘απολαμβάνεις’ non stop επι το έργω.
Επίσης, όταν κάθεσαι στο πρώτο τραπέζι, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου βάλουν στο στόμα.
Όπως συνέβη σε ένα κολλητό μου που, επειδή τον είδε ιδιαιτέρως ενθουσιασμένο η κοπέλα που μας έκανε live show (με μπανάνες, αγγούρια και λοιπά ζαρζαβατικά) μπροστά μας, του έχωσε την μπανάνα που μόλις είχε χρησιμοποιήσει αλλού, βαθιά στο στόμα.
Εκείνος, πάνω στο πάθος και στο μεθύσι του, την δάγκωσε με πάθος.
Και μετά, όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, ψάχναμε για εφημερεύον φαρμακείο προκειμένου να βρει ένα απολυμαντικό για να ξεπλύνει τον φάρυγγα του. Όσο μάταιο, στην πραγματικότητα, και αν ήταν αυτό.
Ο υπαρκτός σουρεαλισμός βρίσκεται πάντα ένα τραγούδι των Guns n’ Roses μακριά
Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι σιχάθηκα τον Axl και την παρέα του, αφού ένα στα τρία τραγούδια που άκουγα στην πίστα ήταν δικά του, η όλη μου εμπειρία ως ‘μονιμάς’ στα strip show δεν μου άφησε κανένα κουσούρι.
Παρά μόνο δυνατές αναμνήσεις που μου έρχονται στο νου κάθε φορά που μυρίζω φράουλα (σ.σ. έτσι μύριζε 9 στα 10 κορίτσια).
Με διαχρονικό χαϊλάιτ την φορά που χτύπησε το κινητό μου στις επτά το πρωί μιας Κυριακής και άκουσα στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιον να μου λέει ‘Έχω δυο τεφαρίκια. Μια Γαλλίδα και μια Ουκρανή. Να τα βάλω στα αεροπλάνο και να στα στείλω να τα φωτογραφήσεις;’. ‘Φυσικά’ του απάντησα. ‘Αλλά μπορείς πρώτα να μου πεις ποιος είσαι;’ (σ.σ. Ήταν ιδιοκτήτης strip show από την Κρήτη).
Τότε δηλαδή που κατάλαβα ότι είτε πρέπει να σταματήσω να ασχολούμαι ή πρέπει να ανοίξω το δικό μου.