Δυο Έλληνες γράφουν λογοτεχνία του φανταστικού στη Σουηδία
- 14 ΙΟΥΝ 2017
Στο πολύχρωμο σπίτι τους ξεχωρίζεις εύκολα μία κίτρινη πολυθρόνα και μία τεράστια γκρι βιβλιοθήκη στο βάθος. Ο Κωνσταντίνος Κέλλης και η Νατάσα Παυλίσεβιτς αγαπούν όσο τίποτα, άλλωστε, τα βιβλία. Το καταλαβαίνεις από τις πρώτες τους κουβέντες στο skype, από τα στάτους τους στα social media, από τις συζητήσεις που ανοίγουν συχνά – πυκνά σε κάποιο φόρουμ. Και η ζωή τους βιβλίο θα μπορούσε να γίνει. Μία καλοδουλεμένη περιπέτεια του Jo Nesbo με έντονα στοιχεία φαντασίας και μυστηρίου. Για το πώς αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους την Ελλάδα, να ζήσουν μαζί την πρόκληση της Σουηδίας και να συνεχίσουν να γράφουν τις συγγραφικές τους ιστορίες από τη μακρινή Σκανδιναβία.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Κέλλης
Η απόφαση της μετανάστευσης, η Σουηδία και η προσαρμογή στην νέα εποχή
«Είμαι μετανάστης λόγω αγάπης», είναι τα πρώτα λόγια της Νατάσας στο Skype.
«Δεν είχα καμία πρόθεση να φύγω από την Ελλάδα (ούτε καν από τη Θεσσαλονίκη) πριν γνωρίσω τον Κωνσταντίνο. Ήδη από το πρώτο ραντεβού στο Δώμα στη Ροτόντα μου είπε ότι ο αδερφός του ζει εκεί και όταν πια με πήγε βόλτα στο ΙΚΕΑ οι προθέσεις του ήταν προφανείς (γέλια). Εγώ πάλι τελείωνα τη σχολή τότε. Παιδαγωγικό. Το μέλλον μου έλεγε: ιδιαίτερα, babysitting και διαμονή στο πατρικό. Οπότε απουσία κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου, αποφάσισα να δώσω στη Σουηδία και στη σχέση μας μια ευκαιρία. Και πέτυχε! Μου άλλαξε τη ζωή.
Μέχρι τα 23 ζούσα στην Καλαμαριά με τους δικούς μου και ξαφνικά βρέθηκα να μιλάω σουηδικά, να τρώω κανέλμπουλαρ και να διδάσκω σε παιδιά τετάρτης και έκτης δημοτικού. Πρέπει να ξέρεις ότι στη Σουηδία δεν κάνει ένας δάσκαλος όλα τα μαθήματα. Η μέρα μου είναι μια μείξη ανάμεσα σε διαγράμματα, γραμματική και αποφόρτιση καβγάδων. Κανένα πρόβλημα δεν είναι αρκετά ασήμαντο στην τάξη μου. Όλα τα συζητάμε, όλα προσπαθούμε να τα λύσουμε. Συναισθηματικά οι απαιτήσεις είναι μεγάλες. Μετά γυρνάω σπίτι, διαβάζω ή γράφω και βλέπω σειρές. Σχεδόν καθημερινά κάνω μια μακροσκελή συζήτηση με τους γονείς μέσω skype και κάθε τόσο τηλεφωνώ και στις γιαγιάδες. Προσπαθώ συνειδητά να τους έχω όλους στη ζωή μου. Τα καλά νέα είναι ότι στη Σουηδία δεν έχει αρκετούς δασκάλους. Όταν έμαθα σουηδικά (ξημεροβραδιαζόμουν, λες και έδινα πάλι πανελλήνιες), έπαψα να αγχώνομαι για αποκατάσταση. Τα κακά νέα τώρα είναι ότι στη Σουηδία δεν έχει αρκετούς δασκάλους! Άρα τα περισσότερα σχολεία έχουν θέμα προσωπικού και δύσκολα σε στηρίζουν οι συνάδελφοι γιατί τρέχουν κι αυτοί και δε φτάνουν. Αυτά όμως είναι προβλήματα πολυτελείας. Όσο έχω δουλειά, είμαι καλά», τονίζει η Νατάσα.
«Δεν σου κρύβω ότι θέλαμε να ξεφύγουμε από αυτό το αίσθημα της ελεύθερης πτώσης που μας διακατέχει την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα. Πως ό,τι και να κάνεις, την επόμενη ημέρα η κατάσταση θα είναι χειρότερη και θα ξυπνήσεις σε πιο δυσμενή θέση από ό,τι όταν πήγες για ύπνο. Είναι ένα δηλητήριο που διαποτίζει ό,τι κάνεις και σκέφτεσαι. Στο εξωτερικό, σαν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, έχω την αίσθηση πως ό,τι θετικό συμβαίνει είναι επιστέγασμα προσωπικής δουλειάς, και ό,τι αρνητικό συμβαίνει δεν γίνεται να το φορτώσεις στη λαμογιά κάποιου άλλου. Είσαι καθαρά υπεύθυνος για τις πράξεις σου», αναφέρει, από τη μεριά του, ο Κωνσταντίνος και στέκεται στο καθημερινό του πρόγραμμα.
«Εδώ και δυο χρόνια, διδάσκω Αγγλικά γυμνασίου σε μια μικρή πόλη έξω από το Γκέτεμποργκ, οπότε το ξυπνητήρι χτυπάει πάντα στις έξι το πρωί. Οδηγάω γύρω στα 45 λεπτά το πρωί και άλλο τόσο το μεσημέρι. Τώρα πια περισσότερο ακούω audiobooks μέσα στο αμάξι παρά διαβάζω, αλλά πάντα μου άρεσε η οδήγηση οπότε το βρίσκω ευχάριστο. Ξεκούραση στο σπίτι, διαδικτυακές κουβέντες με οικογένεια και φίλους, κι έπειτα κούρνιασμα σε μια πολυθρόνα παρέα με τον γάτο μας και –αυτό τον καιρό– ένα σημειωματάριο για το στήσιμο του επόμενου μυθιστορήματος. Θα δούμε κάτι στο Netflix και ύστερα ύπνο, κυνηγώντας αυτή την πολύτιμη οκτάωρη ξεκούραση μέχρι την άλλη μέρα το πρωί στις έξι», προσθέτει.
Η συγγραφή, οι βραβεύσεις και το σκανδιναβικό πρότυπο
Κοινός τόπος των δύο νεαρών μεταναστών είναι εκτός από ένα γκρίζο γάτο που χώνεται κάθε τρία λεπτά μπροστά στην οθόνη (απορώντας που δεν μπορεί να αγγίξει τον απέναντι συνομιλητή) η αγάπη τους για το βιβλίο. Αγάπη που έχει οδηγήσει στην έκδοση πολλές από τις συγγραφικές τους ιδέες και τους έχει χαρίσει βραβεύσεις, διακρίσεις και μία αίσθηση ελευθερίας. Σημαντικό διαβατήριο στην εποχή μας.
«Αυτό που με οδήγησε στη συγγραφή είναι η ανάγκη για επικοινωνία, για να πω μια ιστορία σε κάποιον που θέλει να την ακούσει. Πάντα διάβαζα πολύ και ο τρόμος είναι το αγαπημένο μου είδος. Δεν έχω καλύτερο από το να διαβάσεις κάτι δικό μου και να το συζητήσουμε. Ακόμη και η στήλη μας στο ΣΚΡΑ punk, το Horrorscope, με τραβάει για τον ίδιο λόγο, το διάλογο δηλαδή που ακολουθεί τη δημοσίευση κάποιου κειμένου. Είχα αρχίσει να γράφω πριν ακόμα αποφασίσω για το Παιδαγωγικό. Περνούσα μάλιστα και στη Νομική αλλά κατέληξα στο ότι ως δασκάλα θα έχω παραπάνω χρόνο για γράψιμο. Δε νομίζω, λοιπόν, ότι είναι ασυμβίβαστα μονοπάτια. Η διδασκαλία είναι επικοινωνιακό επάγγελμα και σου επιτρέπει να παρατηρείς ανθρώπους. Αυτό είναι σπουδή για κάθε συγγραφέα.
Στη συγγραφή, μάλιστα, οφείλω και πολλές ωραίες εικόνες, όπως την πρώτη μου βράβευση από τις Συμπαντικές Διαδρομές. Όταν είδα το όνομά μου στη σελίδα τους χάρηκα πολύ και αμέσως έψαξα τον επόμενο διαγωνισμό. Έτσι λειτουργώ ακόμη, από διαγωνισμό σε διαγωνισμό και από πρόκληση σε πρόκληση. Μια αγαπημένη στιγμή ήταν στο πρώτο Φαντάστικον όταν κέρδισα τον διαγωνισμό τρόμου και μάλιστα η ιστορία μου απέσπασε την υψηλότερη βαθμολογία ανεξαρτήτως είδους. Αλλά και κάθε φορά που μου λέει κόσμος «διάβασα κάτι δικό σου», ενθουσιάζομαι, νιώθω ζωντανή», αναλύει η Νατάσα.
«Η συγγραφή είναι μαγεία, φτιάχνεις κάτι από το τίποτα», προσθέτει ο Κωνσταντίνος. «Χαριτολογώντας, συνηθίζω να λέω στην οικογένειά μου ότι ξεκίνησα να γράφω επειδή, ως ο μικρότερος, όποτε πήγαινα να πω κάτι στο οικογενειακό τραπέζι με διέκοπταν. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό. Από μικρός λάτρευα να λέω ιστορίες, και στην εφηβεία μου ξεκίνησα να παίζω Παιχνίδια Ρόλων με τους συμμαθητές μου. Νομίζω, μάλιστα, πως ήμασταν η πρώτη παρέα που έπαιζε D&D στην Ξάνθη. Περνούσαμε καλά, ως αφηγητής όμως ήθελα η ιστορία να λειτουργεί και στην εντέλεια με αρχή, μέση και τέλος. Εκεί υπήρχε θέμα… Έχεις προσπαθήσει να τιθασεύσεις ένα μάτσο δεκαπεντάχρονους; Πήγαινε να βοσκήσεις κανένα κοπάδι γάτες καλύτερα. Οπότε κάποια στιγμή γύρω στο τέλος του λυκείου αποφάσισα να ολοκληρώσω μόνος μου κάποιες από εκείνες τις ιστορίες, και άνοιξα το Word του τότε υπολογιστή μου.
Λίγα χρόνια αργότερα, ξεκίνησα να ανεβάζω ιστορίες μου στο SFF.GR, τη μεγαλύτερη διαδικτυακή κοινότητα Ελληνικού Φανταστικού, οι οποίες κέρδιζαν πρωτιές σε διαγωνισμούς διηγήματος. Όταν μιλάμε για μια κοινότητα με πάνω από 2000 μέλη, η ώθησή της ήταν καταλυτική. Όταν άρχισαν να εμφανίζονται αυτά τα διηγήματά μου και σε περιοδικά και ανθολογίες του εξωτερικού, σκέφτηκα ότι μπορούνε να σταθούν και στα βιβλιοπωλεία του εσωτερικού, οπότε αναζήτησα τους λογοτεχνικούς πράκτορες που έχω μέχρι και σήμερα. Βέβαια, δεν μπορείς να ζήσεις από τη συγγραφή. Ούτε στο εξωτερικό. Είναι μεγάλος μύθος. Το ποσοστό των αγγλόφωνων λογοτεχνών που ζούνε από το γράψιμο είναι μικρότερο από 2 ή 3%. Αν γράφεις για να βγάλεις λεφτά, καλύτερα κάνε κάτι άλλο ή προετοιμάσου να απογοητευτείς. Πάντως, εφόσον αυτό που γράφω διαβάζεται από κόσμο, το θεωρώ κανονική δουλειά και αφιερώνω άπειρες ώρες με σκοπό να είναι όσο καλύτερο γίνεται, είτε στη γραφή είτε στις διορθώσεις».
Το «χαμένο παιδί της Αγκάθα Κρίστι», «Η Σκιά στο Σπίτι» και το μέλλον
Η πρώτη μου γνωριμία μαζί τους ήταν σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής πριν από κάποια χρόνια. Τους είχα ξεχωρίσει από τότε για την ευγένειά τους και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις ερωτήσεις που δέχονταν.
«Αυτό που γενικά συμβουλεύω τους παρευρισκόμενους σε όποιο εργαστήριο δημιουργικής γραφής έχω τρέξει ή προσκληθεί είναι να μην βιάζονται να δούνε το όνομά τους στο εξώφυλλο κάποιου βιβλίου. Να γράφουνε πολύ, να διορθώνουν περισσότερο, να διαβάζουν ακόμα περισσότερο, και να μοιράζονται τη γραφή τους με κόσμο, αναζητώντας πάνω απ’ όλα εκείνα τα σπάνια άτομα που δεν θα τους πούνε ότι είναι το… χαμένο παιδί της Αγκάθα Κρίστι ύστερα από ένα διήγημα, αλλά θα ξεχωρίσουν τα δυνατά τους σημεία και θα τους ρίξουν το λογοτεχνικό ξύλο που τους αναλογεί για τα υπόλοιπα. Ό,τι καλύτερο μου συνέβη ποτέ είναι αυτοί οι πολύτιμοι άγνωστοι (και μετέπειτα φίλοι) που σπατάλησαν πολλά κόκκινα στυλό στα πρώτα μου κείμενα, και ακόμα και σήμερα δεν φοβούνται να μου δείξουν ότι μπορώ και καλύτερα», επισημαίνει ο Κωνσταντίνος.
Η Νατάσα φέρνει από τη βιβλιοθήκη το νέο του βιβλίο με τίτλο «Η Σκιά στο Σπίτι» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος. «Είναι μια ιστορία αγάπης και τρόμου, με αυτή την αυστηρή σειρά. Μια οικογένεια βιώνει μια μεγάλη απώλεια και η δυσκολία διαχείρισης της τραγωδίας, αφήνει τους πρωταγωνιστές ευάλωτους σε νέα προβλήματα. Ένα κακόβουλο στοίχειωμα απειλεί τη ζωή τους. Η διαφορά της Σκιάς από άλλα μυθιστορήματα του υποείδους «στοιχειωμένο σπίτι» είναι ότι παρουσιάζει το ανατριχιαστικό, μεταφυσικό στοιχείο ως συνέπεια ανθρώπινων επιλογών. Ε και φυσικά είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας σε ελληνική τοποθεσία. Αντί να βλέπουμε πχ τα βουνά του Καναδά, βλέπουμε τη λίμνη της Βόλβης. Και είναι πολύ ωραία η Βόλβη», περιγράφει.
Η ώρα έχει περάσει και το βάρβαρο πρωινό τους ξύπνημα μου υπενθυμίζει ότι πρέπει να τους αφήσω. Κλείνοντας τους ζητώ να μου αφηγηθούν πώς βλέπουν τον εαυτό τους σε δέκα χρόνια από σήμερα.
Τον λόγο παίρνει πρώτα ο Κωνσταντίνος. «Τα σχέδια στήνονται, αλλάζουν και ξαναστήνονται με βάση τα δεδομένα της καθημερινότητας. Είναι ευλογία πάντως ότι είμαστε σε κατάσταση να μπορούμε να μιλάμε για μέλλον. Μιλώντας καθαρά περί συγγραφής, σίγουρα υπάρχουν κάποια έργα που περιμένουν τη σειρά τους και τις εργατοώρες τους για να ολοκληρωθούν, και προσωπικά θα ήθελα να δω κάποια στιγμή ένα βιβλίο στο οποίο έχουμε συνεργαστεί οι δυο μας. Πάνω απ’ όλα εύχομαι να είμαστε μαζί, να γίνουμε περισσότεροι, και να έχουμε την υγεία μας. Όλα τα άλλα, ας έρθουν όπως έρθουν».
Και το ενδεχόμενο της επιστροφής; «Μας φαντάζομαι εκτός Ελλάδος, με πολλές διακοπές, ωστόσο, εντός της. Συγκεκριμένα τέτοια μέρα σε δέκα χρόνια θα ήθελα να μετράω τις μέρες για τις καλοκαιρινές διακοπές, στο μπαλκόνι μου με τα λουλουδάκια μου και τον σεβάσμιο πια γάτο μας. Μακάρι να είμαστε καλά και να πάνε όλα όπως νομίζω», καταλήγει η Νατάσα, προτού οι δυο τους και ένας απορημένος γάτος με αποχαιρετίσουν στη λήθη του Skype. Με το πάτημα ενός κουμπιού.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ