“Εγώ Θέλω Να Ξέρω”: Ποιοι είναι οι δίδυμοι που τα ‘σπασαν στην ‘Μπαλάντα’ του Οικονομίδη
- 1 ΙΟΥΛ 2020
Από το Σπιρτόκουτο, στην Ψυχή στο Στόμα και από εκεί στον Μαχαιροβγάλτη και το Μικρό Ψάρι, με μια ενδιάμεση στάση στο θέατρο και το Στέλλα Κοιμήσου, προτού ταξιδέψουμε στην Λαμία για την Μπαλάντα. Την Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς no less, που θα λέγανε και στο χωριό μου.
Μια μπαλάντα που μας μεταφέρει στην Λαμία, σίγουρα όχι το πλέον ιδανικό μέρος για να κάνεις τις διακοπές σου ας πούμε, αλλά σίγουρα ένα εξαιρετικό τοπίο για να ξετυλιχτεί μια ιστορία έρωτα, απάτης, κλοπής, νεύρων και προφανέστατων συγκρούσεων. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες περί της υπόθεσης γιατί διαχρονικά είμαι ένθερμος υποστηρικτής του spoiler-free-zone, αλλά θα αρκεστώ στο να πω, ότι η Μπαλάντα είναι ίσως η πιο σινεμά-δικη ταινία του Οικονομίδη, μια προσπάθεια που είναι εμφανές ότι χτίζει πάνω στα γερά θεμέλια των προηγούμενων δημιουργιών του, καταφέρνοντας μάλιστα πιστεύω να εκπλήξει ακόμα και αυτούς και αυτές που θα έχουν από την αφετηρία κιόλας μια σιγουμουρμούρα για την ‘μανιέρα’ του δημιουργού.
Για να φτάσουμε όμως στο θέμα μας, πριν η Μπαλάντα ξεκινήσει την ανέλπιστα ξέφρενη πορεία της στους κινηματογράφους, κατατροπώνοντας μέχρι και την (σχεδόν) ισοπεδωτική καραντίνα εξαιτίας του Covid-19, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Είχαμε ακούσει για την καινούργια ταινία του Οικονομίδη, αλλά οι πληροφορίες τελείωναν εκεί για τους περισσότερους και τις περισσότερες.
Μέχρι που μια θαυμάσια ημέρα, σκάει η βόμβα του πρώτου teaser, με ένα πλάνο να χωράει τον Στάθη Σταμουλακάτο, αυτόν τον υπέροχα τρομακτικό τύπο με άφθονες δόσεις old school κινηματογραφικού σκληρού στο βλέμμα και την κορμοστασιά του και απέναντί του, οι δίδυμοι Λάζαρος και Δημήτρης Μαυρίδης, οι οποίοι είναι οι ξεκάθαροι πρωταγωνιστές αυτού του πρώτου Οικονομιδικού ‘μεζέ’.
Το ξέφρενο και ολοένα πιο γκαζωμένο εγώ-θέλω-εγώ-δεν-θέλω-να-ξέρω των αδερφών Μαυρίδη που μετατρέπεται γρήγορα σε εγώ-θέλω-να-μάθω-εγώ-δεν-θέλω-να-μάθω καταφέρνει κάτι που αν έχεις δει έστω και λίγο τον Σταμουλακάτο φαντάζει αδύνατο: να ‘θαμπώσει’ την παρουσία του, να τον σπρώξει σιγά-σιγά στην γωνία, καθώς οι δίδυμοι ‘σολάρουν’ με άνεση established πρωταγωνιστών.
Βλέποντας και την πλήρη παρουσία τους στην Μπαλάντα, καταλαβαίνει κανείς ότι ο Λάζαρος και ο Δημήτρης δεν ήταν εκεί μόνο και μόνο για ένα teaser cameo. Το ολοένα και πιο σίγουρο ‘βάδισμά’ τους στους κινηματογραφικούς δρόμους, φανερώνει ένα δίδυμο που πέρα από την χωρίς αμφιβολία ‘Οικονομιδική’ σφραγίδα που κουβαλούν, αρχίζει και αποκτά την δική του αυτόφωτη ενέργεια.
Καθισμένοι δίπλα-δίπλα σε ένα καφέ στα Άνω Πατήσια, ο Λάζαρος και Δημήτρης φαντάζουν (προφανώς) ίδιοι αλλά ταυτόχρονα και τελείως διαφορετικοί, με τον Λάζαρο να είναι (σχεδόν) πάντα quicker on the draw και τον Δημήτρη να είναι πιο κοφτός και ‘ζυγισμένος’. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Προφανώς και τα λέμε για να μιλήσουμε για την συμμετοχή σας την νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, την Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς. Νομίζω λοιπόν ότι το πιο ενδιαφέρον με περιπτώσεις σαν και τις δικές σας, είναι να μάθουμε πως είναι να κάνεις το άλμα στην μεγάλη οθόνη όταν δεν έχεις background σε αυτό. Είναι πολύ περίεργο σαν εμπειρία;
Λάζαρος: “Είχαμε κι άλλες εμπειρίες μπορώ να πω, οπότε δεν μας φάνηκε πολύ κάπως. Είχαμε παίξει στον Μαχαιροβγάλτη του Γιάννη Οικονομίδη, στην Κάθαρση του Φοκιώνα του Μπόγρη, στην Σωτηρία του Ιάσονα Τζαβέλλα, μια μικρή συμμετοχή και κάποιες λίγες παραστάσεις στο θέατρο”.
Αυτό το βλέπετε ως κάτι που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην ζωή σας;
Και οι δύο: “Ναι, βέβαια”.
Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάτι που μπορεί να σας πάρει από τις βασικές σας δουλειές;
Και οι δύο: “Σίγουρα”.
Πού δουλεύετε αλήθεια;
Λ: “Εγώ δουλεύω σε ένα περίπτερο”…
Δημήτρης: “Κι εγώ σε μια εταιρία ιδιωτικός υπάλληλος”…
Την πρώτη φορά που σας πλεύρισαν για να πάρετε μέρος σε μια παράσταση ή σε μια ταινία, το πιστέψατε; Τους διπλοκοιτάξατε;
Λ: “Όχι καθόλου, το πήραμε κατευθείαν”.
Σαν είχαν πλευρίσει από την αρχή ως ‘ντουέτο’;
Λ: “Όχι, μόνο ο Γιάννης ο Οικονομίδης το έκανε”.
Πώς σας προσέγγισε;
Λ: “Μας είδε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση της ζωής μας και μας είπε ότι μας θέλει για τον Μαχαιροβγάλτη. Για την Μπαλάντα, ήταν απλά ένα τηλέφωνο, το είπαμε το ναι άμεσα, χωρίς δεύτερη σκέψη, είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον σκηνοθέτη και τον αγαπάμε πάρα πολύ. Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε με τον Γιάννη, είπαμε πως με αυτόν τον άνθρωπο θέλουμε να συνεργαστούμε. Ήταν όνειρο για μας να δουλέψουμε με τον Οικονομίδη”.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θέλετε να δουλέψετε μαζί του;
Λ: “Ότι αυτός ο άνθρωπος μας έβγαζε μια μεγάλη εμπιστοσύνη. Είχαμε ακούσει εξαιρετικά λόγια για το πώς δουλεύει και απλά δεν φοβόμασταν τίποτα. Μας ταιριάζει”.
Το να λειτουργείτε ως δίδυμο on screen, τονίζει ή υπερβάλλει κάποια στοιχεία των διδύμων που γενικότερα λέγονται για την ‘αυτόματη’ σχέση μεταξύ τους;
Λ: “Βεβαίως! Πολλά στοιχεία τα βρήκαμε μεταξύ μας, τσακωνόμασταν πάνω σε διάφορες ατάκες για μέρες, μέχρι που τελικά σε κλάσματα του δευτερολέπτου βρίσκαμε ακριβώς αυτό που θέλαμε. Αυτό δηλαδή που μας γέμιζε καλύτερα”.
Αν κάποιος σας ρωτούσε να μιλήσετε για την Μπαλάντα μέσα λίγες λέξεις, τι θα λέγατε; Και σας ρωτάω να μου απαντήσετε τόσο ως άνθρωποι που συμμετείχαν στην ταινία όσο και ως θεατές…
Λ: “Εκ των έσω, νομίζω ότι η ταινία μας βοήθησε να γίνουμε καλύτεροι ηθοποιοί, έτσι; Και καλύτεροι άνθρωποι”.
Το καλύτεροι άνθρωποι γιατί το λες;
Λ: “Γιατί το λέω…γιατί μέσα από τις πρόβες, ανακαλύψαμε και άλλα πράγματα δικά μας, βγάλαμε άλλα πράγματα δικά μας, δώσαμε πολλά και ήταν σαν μια ψυχοθεραπεία μπορώ να πω. Μέσα από τις πρόβες βιώσαμε και μια μικρή ψυχοθεραπεία”.
Δ: “Και δεύτερον με την Μπαλάντα δεν ήταν ότι ήμασταν μόνο ενεργοί στο γύρισμα, ήμασταν ενεργοί σχεδόν έναν χρόνο, μέχρι να φτάσουμε στο τελικό γύρισμα. Προφανώς και δεν βγήκε όλο αυτό με την μια. Έβγαιναν στοιχεία μέσα από τις πρόβες και ασφαλώς βοηθήσαμε κι εμείς σε αυτό. Και με τον χαρακτήρα μας και με το εγώ μας και με την ζωή μας”.
Όταν έφτασε τελικά η ώρα πώς το βιώσατε και ως θεατές;
Λ: “Ταινιάρα. Ελλάδα, Ελλάδα του σήμερα, ιδρωτίλα”…
Δ: “Καταρχήν να πούμε ότι είχαμε πάει μια βόλτα, μια εκδρομή να το πω έτσι, ένα σαββατοκύριακο, για να γνωρίσουμε ανθρώπους σαν αυτούς που ενσαρκώνουμε. Γνήσιους κτηνοτρόφους”.
Για να μείνουμε λίγο σε αυτό. Σαν δίνει λοιπόν το brief ο Γιάννης για τους χαρακτήρες σας. Από εκείνο το σημείο αναλάβατε εσείς δράση να το μελετήσετε μόνοι σας ή πήρατε και κάποιες οδηγίες;
Λ: “Εκτός από τις πολύ καλές οδηγίες του Οικονομίδη στις πρόβες και τα πολλά στοιχεία που μας έδωσε, ανακαλύψαμε πολλά και εμείς”.
Πώς το προσεγγίσατε;
Λ: “Κοιτάξαμε τα πάντα. Πως κάθονται, πως μιλάνε, πως κινούνται, πως δουλεύουν, πως συμπεριφέρονται, τι άνθρωποι είναι. Οικογενειάρχες είναι κι αυτοί, έχουν μια επιχείρηση, είναι κανονικοί άνθρωποι, απλά λίγο διαφορετικοί από κάποιους άλλους”.
Ίσως πιο ‘ωμοι’ σε κάποια πράγματα;
Λ: “Ναι, πιο ωμοί”.
Ποια κομμάτια των χαρακτήρων σας δεν αναγνωρίζετε καθόλου στους εαυτούς σας; Φαντάζομαι ότι ένας ηθοποιός φέρνει πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού του σε έναν ρόλο, αλλά ποια στοιχεία των χαρακτήρων σας, δεν χωράνε καθόλου στην δική σας παραγματικότητα;
Λ: “Νομίζω πως τελικά όλα τα στοιχεία των χαρακτήρων ήταν δικά μας. Δεν υπήρχε κάτι έξω από εμάς”.
Το γκελ που έχει κάνει η ταινία στον κόσμο, ακόμα και μέσα σε αυτήν την δύσκολη περίοδο το περιμένατε;
Λ: “Όχι. Την ανταπόκριση αυτή όχι. Ήξερα ότι θα πάμε καλά, είχα μια διαίσθηση ότι θα πάει καλά, αλλά όχι σε τέτοιο σημείο”.
Το περίεργο με τις ταινίες του Οικονομίδη, ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία του πιο σωστά, είναι το ότι προσφέρουν ‘ατάκα’, προσφέρονται στην meme κουλτούρα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η δική σας σκηνή, αυτή που κυκλοφόρησε ως τρέηλερ, βοήθησε πολύ στο να ξεκινήσει η κουβέντα και η προσμονή για την Μπαλάντα. Όταν είδατε ότι αυτή η σκηνή χρησιμοποιείται ως ‘ρυμουλκό’ της ταινίας, σας έδωσε έναν παραπάνω πόντο;
Και οι δύο μαζί: “Απόλυτα. Βέβαια”.
Λ: “Όταν κυκλοφόρησε δεν το ξέραμε, το καταλάβαμε μετά και συγκινηθήκαμε πάρα πολύ”.
Δ: “Ήταν και μια πολύ μεγάλη τιμή για μας”.
Λ: “Και εκεί καταλάβαμε ότι ο Γιάννης ήταν πολύ ευχαριστημένος με αυτά που κάναμε”.
Τι περιθώριο επιτρέπει ο Γιάννης Οικονομίδης στους ηθοποιούς του για να ‘ριφάρουν’, για να αυτοσχεδιάσουν;
Δ: “Αυτό κυρίως συμβαίνει στις πρόβες”.
Λ: “Ναι, γεννιέται στις πρόβες, μέρα με την μέρα. Στις πρόβες κάθε μέρα ανακαλύπταμε και άλλα πράγματα. Κάθε μέρα και μια κουβέντα, ένα βλέμμα, μια λέξη”.
Συζητούσατε μετά τις πρόβες για τους ρόλους σας;
Δ: “Πολύ. Πολύ”.
Λ: “Ναι βέβαια, το ατού το μεγάλο άλλωστε είναι πως είμαστε αδέρφια. Τρώγαμε στο σπίτι; Κάναμε πρόβες. Πίναμε καφέ; Κάναμε πρόβες. Ήμασταν δηλαδή πολλές ώρες που δοκιμάζαμε, πέρα από τις πρόβες που κάναμε με τον Γιάννη”.
Αυτή η δυναμική, η τόσο έντονη μεταξύ σας, κάνει την πιθανότητα να εργαστείτε σε ένα δημιουργικό project χωριστά, μια πιο δύσκολη διαδικασία;
Λ: “Όχι, μετά από αυτό δεν νομίζω ότι θα υπάρξει μια τέτοια δυσκολία. Πιστεύω πως για εμάς, είναι όλα αποδεκτά πλέον”.
Δ: “Εξαρτάται βέβαια και τι πρόταση θα μας κάνουν έτσι; Τι ρόλος θα είναι, αν θα μας ταιριάζει”…
Πώς πήρατε την απόφαση να πάρετε αυτήν την κατεύθυνση; Να το σπουδάσετε;
Λ: “Το αγαπούσαμε πολύ από μικροί”.
Θυμάστε κάποιες ταινίες που σας ξυπνήσανε το μικρόβιο;
Δ: “Εμένα βασικά μου αρέσει το Ράμπο 1! (γέλια) Πάρα πολύ! Με αυτές τις ταινίες μεγαλώσαμε!”.
Λ: “Carlito’s Way, ο Σημαδεμένος, Αλ Πατσίνο”…
Με εξαίρεση τον Ράμπο δηλαδή, φουλ γκάνγκστερ…
Λ: “Ακριβώς!”.
Πώς συνδυάζετε την ολοένα και πιο έντονη σχέση σας με την υποκριτική και το σινεμά με μια ‘κανονική’ εργασία;
Λ: “Δύσκολα φίλε μου, πολύ δύσκολα. Κούραση, γιατί μετά από την δουλειά έχουμε τις πρόβες, να κανονίσεις τις άδειες για να φύγεις για τα γυρίσματα, είναι πολύ κουραστικό”.
Δ: “Και ειδικά στα γυρίσματα (στην Μπαλάντα) τραβήξαμε μεγάλο ζόρι. Δεν μας άφηναν να πάρουμε άδεια από την δουλειά μας”…
Λ: “Εγώ είχα ένα ρεπό για να πάω στις πρόβες, μια Τετάρτη είχα και αυτήν την είχα για να πηγαίνω για πρόβες στον Οικονομίδη”.
Ειδικά βέβαια στο περίπτερο που δουλεύεις Λάζαρε, πρέπει να παίρνεις ‘υλικό’…
Λ: “Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ! Τα πάντα βλέπεις. Ό,τι άνθρωπο μπορείς να φανταστείς. Και νομίζω πως αυτό με βοήθησε και στην Μπαλάντα. Έπαιρνα φάτσες και τις αποτύπωνα, τα βλέμματα τους, το πως στέκονται”…
Δ: “Χαρακτήρες”…
Λ: “Ναι, ναι”.
Από τους μέχρι τώρα χαρακτήρες που έχετε ενσαρκώσει, ποιοι θα σας λείψουν περισσότερο;
Λ: “Οι γουρουνάδες! Και τι δεν θα δίναμε για να το ξαναζήσουμε, έστω για μια μέρα”.
Δ: “Και που τελείωσαν τα γυρίσματα, πριν βγει η ταινία, ήμασταν ακόμα μέσα στους ρόλους, δεν μπορούσαμε να φύγουμε από αυτούς, είχαμε πολλά συναισθήματα μέσα μας. Δεν είναι ότι τελειώσαμε και είπαμε οκ, πάμε σπίτια μας”…
Λ: “…τα λέμε γεια σας! Αφού μας έβλεπε περίεργα ο κόσμος, ήμασταν ακόμα τσιτωμένοι”.
Ανέφερες πριν Λάζαρε την λέξη ‘ιδρωτίλα’ και νομίζω ότι είναι μια λέξη αρκετά κομβική στις ταινίες του Οικονομίδη. Οι χαρακτήρες του συνήθως πολύ έντονοι, πολύ ωμοί. Αυτή η τσίτα που βλέπουμε στην οθόνη είναι παρούσα σαν στοιχείο στα γυρίσματα, στις πρόβες; Δυσκολεύει την διαδικασία;
Λ: “Όχι. Από την στιγμή που έχουμε δουλέψει στις πρόβες και έχουμε κάνει καλή ‘προπόνηση’, πάμε στα γυρίσματα και το κάνουμε. Απλά ανάβεις το κουμπί”.
Έχετε σκεφτεί τι θα θέλατε να κάνετε από εδώ και πέρα;
Λ: “Ό,τι κάνουμε ήδη…και την επόμενη πρόταση του Οικονομίδη”.
Η ταινία ‘σκάει’ σχεδόν πάνω στην καραντίνα. Πώς βιώσατε το αρχικό ‘ξενέρωμα’ από αυτήν την συγκυρία;
Λ: “Εγώ στεναχωρήθηκα πάρα πολύ”.
Δ: “Εγώ στράβωσα. Στράβωσα πολύ”.
Τι σημαίνει για εσάς το να σας παρέχει η ηθοποιία μια απόδραση από την καθημερινότητά σας;
Λ: “Τα πάντα. Τα πάντα σημαίνει. Μας δίνει μια πολύ μεγάλη χαρά, είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό από αυτό που κάνουμε κάθε μέρα, μας δίνει δύναμη”…
Θα ήθελα να επιστρέψω λίγο στην δυναμική των διδύμων. Από όλα αυτά που ακούμε για τους δίδυμους, την ενέργεια, τα συναισθήματα που μοιράζονται χωρίς ουσιαστική επικοινωνία, όλα αυτά. Πώς το βιώνετε αυτό στην καθημερινότητά σας;
Λ: “Ναι σίγουρα υπάρχει. Ο αδερφός μου ήταν στην Θεσσαλονίκη, εγώ Αθήνα, πόναγε το πόδι του, πόναγε το πόδι μου. Λέμε τα ίδια πράγματα απευθείας πολλές φορές, την ίδια ακριβώς λέξη”.
Οι γονείς σας πώς αντιμετωπίζουν το ότι μπορούν να δουν πλέον τα παιδιά τους στην μεγάλη οθόνη;
Λ: “Είναι πολύ χαρούμενη! Τον μπαμπάς μας δεν τον έχουμε, τον έχουμε χάσει, η μητέρα μας ήταν πολύ χαρούμενη!”.
Της άρεσε η Μπαλάντα;
Και οι δύο: “Δεν την έχει δει ακόμα!”.
Δ: Της λέω “άστο λίγο ακόμα”…
Λ: “…θα σε πάμε εμείς σε ειδική προβολή! Εντάξει είναι λίγο σκληρή ταινία…πολύ σκληρή μπορώ να πω”.
Υπάρχει μια παρατήρηση που σας έχει κάνει που σας εξέπληξε;
Λ: “Να είμαστε πιο ταπεινοί. Ενώ είμαστε ήδη, μας λέει να είμαστε λίγο πιο ταπεινοί”.
Η μετάβασή σας στην ηθοποιία εξέπληξε τον περίγυρό σας;
Λ: “Πάρα πολύ, δεν το περίμεναν”.
Υπήρξαν αυτοί που δεν σας πίστεψαν;
Λ: “Ναι, αλλά ήταν λιγότεροι από αυτούς που μας υποστήριξαν. Χθες μάλιστα πήγαμε με φίλους σινεμά και είδαμε την ταινία. Όλοι μας είπαν εξαιρετικά λόγια”…
Δ: “Για όλο τα καστ!”
Αν σας έλεγαν ότι από εδώ και πέρα θα κάνατε ταινίες μόνο με τον Οικονομίδη…
Και οι δύο: “Μέσα είμαστε!”.
Λ: “Θα του λέγαμε πως είμαστε γεννημένοι για να δουλέψουμε για σένα. Του το έχουμε πει. Δεν θέλουμε άλλους ρε παιδί μου, δεν μας γεμίζουν οι άλλοι. Θέλουμε να είμαστε Οικονομιδικοί!¨”.
Πέρα από την ξεκάθαρη αγάπη τους για τον σκηνοθέτη και δημιουργό που τους έδωσε το (ίσως) σημαντικότερο βήμα στην μέχρι τώρα καριέρα τους, το να βλέπεις τον Λάζαρο και τον Δημήτρη να σου μιλούν απλά, αλλά τόσο παθιασμένα για την Μπαλάντα, την ζωή τους και τον ρόλο της ηθοποιίας σε αυτήν, είναι χωρίς υπερβολές συγκινητικό. Γιατί βλέπεις πως η δημιουργική φλέβα που ανακάλυψαν μέσα τους δίνει ενέργεια, τους σπρώχνει και τους δημιουργεί ελπίδες για κάτι αναθεματισμένα καλύτερο, τους κάνει να κοιτούν πιο πέρα από το live-work-grow-old-die, το οποίο μας επιβάλλεται ως η απόλυτα επίπεδη γραμμή ζωής μας, ειδικά στις μέρες μας.
Αυτό από μόνο του θα έφτανε και θα περίσσευε για να μιλήσουμε με τους δίδυμους Μαυρίδη. Αλλά τελικά δένει ως άψογο μπόνους-κανονάκι στην νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Μην μαλακίζεστε. H Mπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς παίζει στους σινεμάδες τώρα.