«Είμαι πρόσφυγας στη χώρα μου»: Οι 8 μέρες ενός Ουκρανού στα καταφύγια του Κιέβου
- 9 ΜΑΡ 2022
Μαζί του βρίσκεται η μητέρα του, που είναι η μόνη του έννοια και ο λόγος που δεν έφυγε νωρίτερα από το Κίεβο. «Είχα μερικές ευκαιρίες να φύγω από το Κίεβο αλλά δεν το έκανα. Ήθελα να ξέρω πως η μητέρα μου που δε ζει μαζί μου, θα ερχόταν με μένα. Χωρίς αυτή δε θα πήγαινα πουθενά» εξηγεί ο ίδιος στην επικοινωνία που είχαμε.
Η ζωή στα καταφύγια του Κιέβου
Ο Misha Buksha τις οκτώ ημέρες που έμεινε στο Κίεβο προσπαθούσε να έχει πάντα μαζί το κινητό του τηλέφωνο για δύο βασικούς λόγους. Για να επικοινωνεί με τους δικούς του αλλά και να δημοσιεύει φωτογραφίες από τη ζωή των συμπολιτών του που προσπαθούσαν να γλυτώσουν από τους βομβαρδισμούς και τις σφαίρες των Ρώσων.
Σ’ ένα από τα posts του αποφάσισε να δείξει τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπισε ο ίδιος και μερικοί ακόμη Ουκρανοί στα καταφύγια του Κιέβου. Οι εικόνες σοκάρουν καθώς σε αυτές φαίνονται άνθρωποι να είναι σκεπασμένοι με κουβέρτες για να καταπολεμήσουν το κρύο και την υγρασία και μανάδες να προσπαθούν να καθησυχάσουν τα παιδιά τους που δεν μπορούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί.
Ο ίδιος περιγράφει με γλαφυρότητα τις οκτώ αυτές ημέρες που έμεινε στο Κίεβο. «Ήταν πολύ δύσκολα, έκανε αφόρητο κρύο. Το καταφύγιο ήταν κοντά στο αεροδρόμιο και ακούγαμε συνεχώς βομβαρδισμούς και πυροβολισμούς» λέει ο Misha Buksha.
Τις περισσότερες ώρες της μέρας τις περνούσε εκεί. Ο μόνος λόγος για να βγει στον δρόμο -κάτι που, κατά τον ίδιο, ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί κανείς δεν ήξερε που θα σκάσει η επόμενη βόμβα- ήταν για να πάει στο σπίτι του και να βρει φαγητό. Όταν ήταν πια σίγουρος πως μπορούσε να τον ακολουθήσει και η μητέρα του, αποφάσισε να αφήσει το καταφύγιο και να απομακρυνθεί από την πόλη.
Η φυγή έγινε την περασμένη Παρασκευή, με τον ίδιο να οδηγεί επί 12 ώρες μέσα στη νύχτα, ακολουθώντας τα κόκκινα φώτα των εκατοντάδων οχημάτων που βρισκόταν μπροστά από αυτόν, γεμάτα με Ουκρανούς πολίτες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους βομβαρδισμούς.
Η ζωή σήμερα στην πόλη Chernivsti είναι πιο ήρεμη, καθώς το μόνο που ακούει είναι οι σειρήνες πολέμου οι οποίες βουίζουν περιστασιακά και μερικά ουκρανικά στρατιωτικά αεροπλάνα τα οποία περνούν πάνω από τον αστικό ιστό. Κανένας βομβαρδισμός, κανένας πυροβολισμός.
«Ίσως να μη γυρίσω πότε πίσω στο σπίτι μου»
Η σκέψη του, όμως, είναι πίσω στην πόλη του και τους ανθρώπους που έχασε τόσο ξαφνικά από τη ζωή του. «Ίσως να μην καταφέρω να γυρίσω πότε ξανά πίσω στο σπίτι μου. Ένας φίλος μου ζούσε σε μια περιοχή έξω από το Κίεβο μία ημέρα πριν ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί. Το σπίτι του πια έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Αυτή τη στιγμή είμαι ένας πρόσφυγας στην ίδια μου τη χώρα. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Είμαι μουδιασμένος» σημειώνει.
Αυτό που νιώθει είναι θυμός. Θυμός απέναντι στη ρωσική κυβέρνηση που προσπαθεί να επιβληθεί σε μια ελεύθερη χώρα και θυμός απέναντι στους ηγέτες των μεγάλων κρατών, οι οποίοι καθυστέρησαν με τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Ο ίδιος δε σκέφτεται να αποχωρήσει από την πατρίδα του. Ακόμη και αν το ήθελε, όμως, δε θα μπορούσε το κάνει: κανένας άντρας από 18 έως 60 ετών δεν επιτρέπεται να φύγει με βάση τον στρατιωτικό νόμο που έχει επιβληθεί. Εμπειρία στρατιωτική δεν έχει αλλά είναι διατεθειμένος να βοηθήσει όπως μπορεί για να σταματήσει αυτή η αιματοχυσία.
«Δεν μπορώ να σου απαντήσω πότε θα σταματήσει όλο αυτό. Γνωρίζω, όμως, ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι μόνο εναντίον της Ουκρανίας αλλά ολόκληρου του κόσμου. Είναι ένας πόλεμος κόντρα στην ειρήνη» λέει χαρακτηριστικά.
Η συνομιλία μας λήγει απότομα καθώς το σήμα του χάνεται. Για τα επόμενα λεπτά συνεχίζουμε τη συνομιλία μέσω μηνυμάτων. Του εύχομαι να τελειώσει αυτό το μαρτύριο όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του. Με ευχαριστεί και ελπίζει να μπορέσει να επισκεφτεί ξανά κάποια στιγμή την Ελλάδα, έτσι όπως έκανε το περασμένο καλοκαίρι. Ως ένας ελεύθερος Ουκρανός πολίτης.