«Εμείς δεν είμαστε εδώ περαστικοί»: Ένα μεσημέρι στο γραφείο του Metal Hammer
Το Metal Hammer κυκλοφορεί στα περίπτερα της Ελλάδας για 37 συναπτά έτη. Αναζητήσαμε την ιστορία του, μιλήσαμε με τους συντελεστές και τους αναγνώστες του για να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
- 4 ΟΚΤ 2021
Η συνάντησή μας θα πραγματοποιούνταν περίπου 20 μέρες μετά από εκείνο το τηλεφώνημα, στα γραφεία του Metal Hammer. Το ραντεβού μας ήταν στις 14:00, ήταν μία πολύ ζεστή καλοκαιρινή ημέρα τότε που βρέθηκα σε έναν από τους δρόμους που βρίσκονται πίσω από τα κίτρινα κτίρια της Πειραιώς. Κατά μία εντυπωσιακή σύμπτωση, κοντά στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια είδα μπροστά μου ένα αρκετά μεγάλο και ήσυχο χώρο που σίγουρα θύμιζε πλήρως επαγγελματικό newsroom. Όταν άρχισα να προσαρμόζομαι στο περιβάλλον κατάλαβα ότι κάπου από το βάθος ακουγόταν ένα κομμάτι των Iron Maiden. Πράγματι, ήμουν στα γραφεία του Metal Hammer, του μάλλον παλαιότερου έντυπου περιοδικού που κυκλοφορεί στα περίπτερα της χώρας εδώ και 37 χρόνια.
Οι πρώτες μέρες
Η ιστορία του περιοδικού ξεκινάει τον (πολύ) μακρινό Δεκέμβριο του 1984 ως εφαρμογή μίας -όχι ακριβώς τρελής- ιδέας του Γιάννη Κουτουβού. Άνθρωπος με πολύ μεγάλη εμπειρία στον χώρο της δισκογραφίας, ο Γιάννης Κουτουβός κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι κάποια ονόματα της heavy metal σκηνής είχαν απήχηση σε ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού κοινού, ακόμα και αν η απήχηση αυτή δεν μπορούσε να εντοπιστεί εύκολα από τα ραντάρ της τότε μουσικής βιομηχανίας.
Πήρε, λοιπόν, την πρωτοβουλία να πάει σε έναν εκδότη ο οποίος μάλιστα εκείνη την εποχή έβγαζε περιοδικά soft πορνό περιεχομένου. Του πρότεινε να φτιάξει ένα νέο περιοδικό με αντικείμενο το heavy metal. Ο εκδότης αρχικά ήταν πολύ επιφυλακτικός γιατί δε γνώριζε καθόλου τι είναι το heavy metal, επομένως φοβόταν πολύ να προχωρήσει σε μία τέτοια επιχειρηματική κίνηση. Τελικά πείστηκε από τον Γιάννη Κουτουβό να το ξεκινήσει – έστω και πειραματικά. Το πρώτο τεύχος πήγε πάρα πολύ καλά και αποφάσισαν να βγάλουν και ένα δεύτερο το οποίο πήγε ακόμα καλύτερα.Το Heavy Metal, όπως ονομαζόταν τότε, άρχιζε να γράφει την ιστορία του.
Στην αρχή, επρόκειτο για ένα περιοδικό γεμάτο αντιγραφές, άκομψα μονταρισμένες εικόνες και με μία ύλη που φαινόταν σαν να προσπαθεί να τη γράψει ένας μόνο άνθρωπος. Με την πάροδο του χρόνου και με τη ζήτηση να παραμένει όχι μόνο ζωντανή αλλά τελικά και να αυξάνεται, προσλαμβάνονται και άλλοι άνθρωποι και η δουλειά μοιράζεται. Σύντομα το Heavy Metal θα έπαιρνε τη μορφή κανονικού περιοδικού.
Το 1991 το Metal Hammer & Heavy Metal, έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός επαγγελματικού περιοδικού αυτονομείται πλήρως. Βασίζεται πια στους ανθρώπους του, στην ύλη που επέλεγε το ίδιο να έχει ανάλογα με τη ζήτηση και τις ανάγκες του κοινού του. Έκτοτε ακολουθεί αυτό το μοντέλο: Είναι ανεξάρτητο και αυτοχρηματοδοτούμενο. Συνεχίζει δε να μεγαλώνει γενιές και γενιές μεταλάδων στη χώρα μας.Ιδίως από το 1986, το περιοδικό άρχισε να έχει συνεντεύξεις, αφιερώματα, παρουσιάσεις δίσκων. Τον Μάρτιο του 1988 έγινε η συγχώνευση με το Metal Hammer, ένα πολύ σημαντικό για τη σκηνή γερμανικό περιοδικό. Αυτή η συγχώνευση έφερε μία νέα φάση ανάπτυξης. Φωτογραφίες έρχονταν από μεγάλα πρακτορεία του εξωτερικού, μεγάλα ονόματα της heavy metal σκηνής εμφανίζονταν στα πρωτοσέλιδά του, ενώ συνεντεύξεις και αφιερώματα μεταφράζονταν στα ελληνικά.
Η στέγη μίας κοινότητας
Στις 20 Ιουλίου του 2018, για όποιον κινούνταν περιμετρικά της Αθήνας, υπήρχε η εικόνα της μετακίνησης μιας ολόκληρης πόλης προς τη Μαλακάσα. Αφορμή ήταν η συναυλία των Iron Maiden που μάζεψε δεκάδες χιλιάδες κόσμου και έδιωξε μακριά και πολύ εμφατικά κάθε προφητεία περί δήθεν θανάτου του metal. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) από τους χιλιάδες που βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στο Terra Vibe έχουν αγοράσει τουλάχιστον ένα τεύχος του Metal Hammer.
To περιοδικό αυτό ούτως ή άλλως ανέκαθεν αποτελούσε μία έντυπη έκφανση και τελικά έκφραση της metal κοινότητας. Ίσως και ένας τρόπος μύησης σε αυτήν (και όχι μόνο) από την εφηβική ηλικία. «Τις προάλλες είδα επιτέλους τον Βασιλιά, μία θρυλική ταινία που ήθελα να δω από τη μέρα που έμαθα την ύπαρξή της από το Metal Hammer πριν από 15 χρόνια», μου λέει ο ιστορικός Χρήστος Τριανταφύλλου. Ο ίδιος υπήρξε στην εφηβεία του φανατικός αναγνώστης του περιοδικού.
Η συμβολή του περιοδικού υπήρξε σημαντική για τη γενικότερη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τόσο του ίδιου όσο και ενός σημαντικού μέρους της γενιάς του. «Αυτό είναι το βασικό που έκανε για τη γενιά μου το περιοδικό: Συνέβαλε στη διαμόρφωση του γούστου μας εντός και εκτός metal με έναν τρόπο τόσο βαθύ που μπορεί να συμβεί μόνο στην κατεξοχήν διαμόρφωση του εαυτού -την εφηβεία. Και αν θεωρείται κουλ σε κάποιους πιο προχωρημένους metal κύκλους να κράζεις το Metal Hammer για υπαρκτά ή μη ψεγάδια του, κι αυτό μπορώ να το καταλάβω ως μία συμβολική πατροκτονία απαραίτητη για να πας παραπέρα».
Η ίδια η κουλτούρα και η ταυτότητα του να είσαι μεταλάς περνά μέσα από τις γραμμές και την ιστορία του περιοδικού. «Χρήσιμο να υπάρχει αυτή η επίγνωση, αλλά χρήσιμο και το να μη ξεχνάμε ότι ένα από τα πιο απολαυστικά στοιχεία της κουλτούρας του metal είναι να αγκαλιάζουμε τον εφηβικό ενθουσιασμό και το να συνδεόμαστε με κάτι μεγαλύτερο».
Λίγο νεότερος αλλά όχι στην Αθήνα, ο Γιώργος Στέφας βρήκε στο περιοδικό το σημείο επαφής με τη μουσική αλλά και με την υπόλοιπη κοινότητα. «Το Metal Hammer στη Θήβα ήταν η μοναδική μου επαφή με την υπόλοιπη heavy metal κοινότητα στην Ελλάδα. Επειδή δεν ήμασταν και πολλοί ακροατές μαζεμένοι για να δημιουργηθεί μία κλίκα, το Hammer ήταν σαν το υποκατάστατο του μεγαλύτερου ηλικιακά που θα έπαιζε τον ρόλο του μουσικού ινστρούχτορα», επισημαίνει ο 26χρονος πια τελειόφοιτος του ΕΜΠ.
«Το metal στη Θήβα έμοιαζε κάτι το εξωτικό, ιδιαίτερα καθώς μεγαλώνεις με τη μουσική και την ανακαλύπτεις. Και με την καθοδήγηση και τις ταξινομήσεις που προσέφερε ήταν τρομερά βοηθητικό και ενθαρρυντικό για έναν νέο ακροατή – πόσο μάλλον για κάποιον που μεγαλώνει στην επαρχία».
Το κοινό είναι ένα και πολύ βασικό στοιχείο για κάθε μουσική κοινότητα. Είναι αδιαμφισβήτο ότι ο ρόλος του Metal Hammer είναι μεταξύ πολλών άλλων αυτός της κοινής στέγης για την κοινότητα. Όχι μόνο για το κοινό της αλλά και για τις μπάντες της. «Metal Hammer, το μοναδικό ίσως ελληνικό έντυπο που κατάφερε να αντέξει μέσα στον χρόνο ακόμη και στην κοσμολογική μετάβαση του ανθρώπινου γένους από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο. Τυχαίο; Δεν νομίζω».
Tα παραπάνω λόγια ανήκουν σε μία από τις πλέον εμβληματικές φιγούρες της σκηνής. Στον Σάκη Τόλη, τραγουδιστή και κιθαρίστα μίας εκ των μεγαλύτερων metal συγκροτημάτων που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα, των Rotting Christ. Δέχθηκε με μεγάλη χαρά να μιλήσει για το Hammer. «Σημαία της μεταλλικής κοινότητας κάποτε, σημαία της επιμονής και της αγάπης προς μία ιδέα, σήμερα -τολμώ να πω- ότι δίνει “μαθήματα αντίστασης” στον νέο, γεμάτο απορίες ψηφιακό κόσμο», συνεχίζει για να συμπληρώσει ότι «μερικές συνήθεις, μερικές αξίες δε θα ξεχνιούνται. Είμαστε μαζί ακόμη και σήμερα. Γερά και δυνατά μέχρι τέλος. In Metal We Trust».
Ο Ευθύμης Καραδήμας των επίσης πολύ σημαντικών για τη σκηνή Nightfall μάς μίλησε και εκείνος με μεγάλη θέρμη για το περιοδικό: «Τι είναι το Metal Hammer για το heavy metal; Ό,τι ακριβώς είναι ο Πύργος του Άιφελ, ο Λευκός Πύργος και το Άγαλμα της Ελευθερίας για το Παρίσι, τη Θεσσαλονίκη και τη Νέα Υόρκη αντίστοιχα: Ένα σύμβολο». Για τον ίδιο ως μουσικό, η συμμετοχή στην ύλη του περιοδικού είναι μία πολύ σημαντική στιγμή στην πορεία του, «για μένα, όπως και για όλους τους μουσικούς του heavy metal, η συνέντευξη και το εξώφυλλο στο Metal Hammer ήταν συνώνυμο της καταξίωσης. Κομμάτι της ζωής μου».
Το πέρασμα από την πρώτη μορφή του Heavy Metal στη σημερινή του μορφή του είναι κατά την άποψή του αποτέλεσμα της δουλειάς πολλών ανθρώπων. «Θυμάμαι ακόμα κάποια από τα παιδιά: Τον Τσουρινάκη, τον Φλωράκη, τον Βενιέρη, τον Καραολίδη, τον Φωκίωνα, τον πολυαγαπημένο Ευκαρπίδη που έφυγε νωρίς, και, φυσικά, τον Χρονόπουλο, τον Περβανίδη, και τον μέγα φωτογράφο Κισατζεκιάν – αλλά και πολλούς άλλους που βοήθησαν να φτάσουν τα πράγματα ως εδώ που είναι σήμερα».
Μία επίσκεψη στα γραφεία του Metal Hammer
Zoom out και επιστροφή στον παράδρομο πίσω από την Πειραιώς. Ο Κώστας Χρόνοπουλος με έχει μόλις υποδεχτεί στο γραφείο του. Μαζί του είναι και ο αρχισυντάκτης του Metal Hammer, Χάκος Περβανίδης.
Στον χώρο κυριαρχούσαν αφίσες συγκροτημάτων, φωτογραφίες του Lemmy, μία action figure του Eddie, εισιτήρια και παλιά εξώφυλλα από το αρχείο του περιοδικού. Ένιωθες σαν να βγήκες από ένα επαγγελματικό γραφείο και έμπαινες σε ένα εφηβικό δωμάτιο. Το πρώτο πράγμα που ρωτάω και τους δύο είναι πότε ξεκινάει η βιωματική του σχέση με το περιοδικό. Πρώτα μου απαντάει ο Κώστας.
«Εμένα η δική μου σχέση με το Metal Hammer συνδέεται με το κάπνισμα. Το περιοδικό το διαβάζω από τον Δεκέμβριο του 1984. Τότε ήμουν 14 χρονών. Το έσκασα από το σχολείο, για να πάω να πάρω τσιγάρα από ένα περίπτερο που μου επέτρεπε να τα αγοράζω. Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου. Για την ακρίβεια, ο περιπτεράς βλέποντας ένα νέο παιδί, με τα ρούχα που μπορείς να φανταστείς, μου λέει “να σου πω…μαζί με τα τσιγάρα θες και αυτό το περιοδικό, γιατί είναι για σένα”. Έκτοτε απέκτησα τον βασικό ρόλο που έχω στο περιοδικό που είναι αυτός του αναγνώστη. Μπαίνω στο περιοδικό 10 χρόνια μετά, το 1994, αλλά πάντα και πρώτα από όλα είμαι αναγνώστης».
Για τον Χάκο Περβανίδη, η πορεία ξεκινάει στην ίδια περίπου ηλικία. «Εγώ ξεκίνησα να είμαι αναγνώστης του περιοδικού το 1986, 13 ετών τότε. Νομίζω τότε είχε τους Iron Maiden απ’ έξω. Έκτοτε δεν έχω χάσει τεύχος είτε ως αναγνώστης είτε ως άνθρωπος που δουλεύει εδώ πέρα», επισημαίνει. «Στη συντακτική ομάδα του Metal Hammer μπήκα το 1995 με μία συνέντευξη ενός γερμανικού συγκροτήματος. Ως συντάκτης υπήρξα ιδιαίτερα ενεργός για μία δεκαετία, μέχρι το 2005, όταν και χάσαμε τότε τον αρχισυντάκτη μας τον Χάρη Ευκαρπίδη και τα παιδιά μου είπαν να έρθω εδώ σαν αρχισυντάκτης. Έκτοτε έχω αυτόν τον ρόλο».
Πότε ξεκινά η ύπαρξη metal κοινότητας στην Ελλάδα;
Ένα πράγμα που κράτησα και συνεχίζει να μου φαίνεται πολύ εντυπωσιακό είναι ότι το Metal Hammer ξεκίνησε ως Heavy Metal την πορεία του στην Ελλάδα πολύ νωρίς. Με αφορμή αυτό ρωτώ και τους δύο πότε περίπου υπολογίζουν ότι συγκροτείται η κοινότητα στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο.
Ο Κώστας Χρονόπουλος συνδέει την αφετηρία της μουσικής στους Black Sabbath. «Πιστεύω ότι ξεκινά σε παγκόσμιο επίπεδο -όχι με την ίδια ένταση στην Ελλάδα- περίπου στις αρχές της δεκαετία του 1970. Εμείς ορίζουμε την ημερομηνία γέννησης αυτής της μουσικής στις 13 Φεβρουαρίου του 1970, όταν βγαίνει το πρώτο Black Sabbath. Υπήρχε και πιο νωρίς σκληρός ήχος που τον θεωρούμε μέσα στα χωράφια μας με Led Zeppelin, Cream κτλ. – εκεί είναι όμως που διαφοροποιείται όντως ο ήχος. Γίνεται πιο βαρύς, πιο δυσοίωνος, πιο μαύρος».
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και φυσικά η Χούντα των Συνταγματαρχών παίζει κομβικό ρόλο σε αυτό, καθώς «η ελευθεριότητα που πρεσβεύει αυτή η μουσική δεν χώραγε στα δρώμενα της χώρας». Υπάρχει, λοιπόν, μία σημαντική καθυστέρηση για κάποια χρόνια. Μπορούμε πάντως να υποθέσουμε ότι παρόλα αυτά υπήρχαν από τότε «παιδιά με μακριά μαλλιά που ακούνε σκληρά πράγματα».
Για τον Χάκο Περβανίδη το heavy metal αυτονομείται τη δεκαετία του ’80, με τη λογική ότι «τότε εμφανίζονται τα πρώτα ευρωπαϊκά φεστιβάλ που παίζουν αποκλειστικά heavy metal. Από τότε και μετά αποκτά ταυτότητα αποκλειστικά ως heavy metal με τα φεστιβάλ και τα πρώτα μουσικά περιοδικά. Υπάρχει το περιοδικό Sounds που χοντρικά είναι το αντίστοιχο του Ποπ και Ροκ στην Ελλάδα, το οποίο κάνει κάποια αφιερώματα στο heavy metal και βλέπει ότι υπάρχει όντως μεγάλο ενδιαφέρον».
«Από τη συντακτική ομάδα εκείνου του περιοδικού βγαίνουν λοιπόν κάποια παιδιά και φτιάχνουν, το 1981, το περιοδικό Kerrang, που είναι και το πρώτο αμιγώς heavy metal περιοδικό». Το Heavy Metal είναι, ένα από τα παλαιότερα της Ευρώπης. «Μπορεί να είναι και λίγο πιο παλιό από το γερμανικό Metal Hammer».
Η πρόκληση του εντύπου
Το Metal Hammer έχει ψηφιακή μορφή, καθώς το site του ανανεώνεται με ροή ενός κανονικού μουσικού site. Βρίσκεται επίσης στο Facebook και στο Instagram. Η βάση του όμως δεν βρίσκεται εκεί. Το πλέον βασικό είναι για όσους δουλεύουν εκεί -κόντρα στις επιταγές του κόσμου μας αλλά με το βάρος της ευθύνης μίας πολύ σημαντικής μέχρι τώρα πορείας- είναι το έντυπο. Οι προκλήσεις που βρίσκεις μπροστά σου, όταν κάνεις αυτή την επιλογή είναι σίγουρα πολύ μεγάλες.
«Στο καθαρά λειτουργικό κομμάτι, για να υπάρξει ένα έντυπο, πρέπει να υπάρχει ένα σύνολο πραγμάτων ως προϋπόθεση: Οι συναυλίες, η εγχώρια σκηνή, η δισκογραφία» μου λέει ο Χάκος Περβανίδης. «Τα τελευταία 12-13 χρόνια τα πράγματα με την κρίση δυσκόλεψαν αρκετά. Η δισκογραφία στην Ελλάδα διαλύθηκε και δεν υπήρχαν άμεσα ωφελούμενοι από το heavy metal. Σε κάποια φάση, στο πιο βαθύ σημείο της κρίσης, έγινε δύσκολο να προμηθευτούμε ακόμα και χαρτί. Μας έλεγαν ότι η χώρα δεν είναι εχέγγυα οικονομικά, για να προχωρήσουμε σε παραγγελία». Αυτό είναι ένα πρόβλημα που, όπως μου αποκαλύπτουν, δεν αφορούσε μόνο το Metal Hammer αλλά τα έντυπα συνολικά.
Γιατί όμως αυτή η επιμονή στο έντυπο; «Επειδή ο χεβιμεταλάς δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του στη μουσική, θέλει να πάρει κάτι χειροπιαστό πίσω. Επομένως, το θέλει το φυσικό προϊόν. Θέλει το βινύλιο του, θέλει να κρατά τα εισιτήρια του, εκνευρίζεται όταν αυτά στις συναυλίες είναι ψηφιακά. Και φυσικά υπάρχει το Metal Hammer που σε όλα αυτά τα χρόνια δείχνει ότι έχει κάτι να δώσει. Είμαστε το μακροβιότερο έντυπο περιοδικό. Πιθανόν πλέον όχι μόνο μουσικό αλλά γενικότερα». Τα 37 συναπτά χρόνια στα περίπτερα της χώρας είναι αδιαμφισβήτητα απόδειξη ότι κάτι κάνει σωστά η συντακτική ομάδα του περιοδικού αλλά και ότι υπάρχει μία πολύ ενεργή κοινότητα που το στηρίζει.
Οι λόγοι όμως αυτής της επιμονής στο έντυπο δεν είναι πάντως μόνο εμπορικού τύπου. Είναι κατά μία έννοια και ιδεολογικού. Για τον Κώστα Χρονόπουλο, «το μέσον είναι το μήνυμα. Αναλόγως του τι θα ακούσεις και από πού θα το ακούσεις αλλάζει το ίδιο το μήνυμα». Το έντυπο ως Μέσο είναι πιο απαιτητικό για αυτόν που το τρέχει. «Εμείς δεν έχουμε το περιθώριο λάθους που μπορεί να έχει οποιοδήποτε site στο αντικείμενό του. Άπαξ και τυπωθεί, αυτό είναι. Δεν μπορείς να κάνεις εύκολο edit. Θα το κουβαλήσεις για πάντα. Αυτό μεγαλώνει πολύ το βάρος των ανθρώπων εδώ μέσα. Μεγαλώνει όμως και την ευθύνη τους».
Αυτή η διάσταση του εντύπου καθιστά οπωσδήποτε λιγότερο πρόχειρη την αντιμετώπιση της ίδια της ύλης του περιοδικού. Η ταχύτητα, που έχει γίνει πια κάτι σαν αυτοσκοπός, των νέων μέσων δεν είναι επαρκής για τον ίδιο. «Ο κόσμος δε βρίσκεται στο internet, βρίσκεται στα social media. Εκεί υπάρχει πολλή πληροφορία αλλά λίγη σοφία. Όλα αποκτούν τον ίδιο χώρο, την ίδια αξία. Από μία πολύ ωραία μακαρονάδα μέχρι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Στη ζωή μας χωράνε όλα αλλά όχι την ίδια στιγμή».
«Όταν ήρθε το ίντερνετ στην Ελλάδα, είδα sites που έδειχναν ενδιαφέρον για το heavy metal. Όσο περνάνε τα χρόνια αυτό μειώνεται. Δεν γνωρίζω γιατί. Εμείς πάντως δεν είμαστε περαστικοί από εδώ. Το heavy metal είναι για μας, αν εξαιρέσεις την υγεία και τα χαμόγελα των αγαπημένων μας προσώπων, βασική μας προτεραιότητα. Ό,τι πτυχία και χαρτιά είχαμε, τα βάλαμε στο ντουλάπι, για να κάνουμε αυτό που κάνουμε».
Οι αναγνώστες φαίνεται να ακολουθούν πιστά αυτή την επιλογή. Εξάλλου, σύμφωνα με τον ίδιο, το περιοδικό προσφέρει στους αναγνώστες τους κάτι που δεν μπορεί να προσφέρει κανένα site. «Τις 116 σελίδες που προσφέρει το Metal Hammer δεν πρόκειται να τις διαβάσει ποτέ σε αυτό τον όγκο στο internet. Αυτές οι 116 σελίδες θα σε προσανατολίσουν εκείνον τον μήνα σε όλο το πεδίο. Από τους Planet of Zeus μέχρι μία black metal μπάντα. Αυτό οι αλγόριθμοι του YouTube δεν μπορούν να το προσφέρουν όσο καλά και να σε διαβάσουν».
Ποιος ακούει metal σήμερα;
Το metal είναι κάπως σαν το ροκ. Κάποιοι, για άγνωστους σε μένα λόγους, βιάζονται να το θάψουν. Να το παρουσιάσουν ως irrelevant κυρίως όσον αφορά τις νεότερες ηλικίες που είναι και αυτές οι οποίες συγκροτούν την προσωπικότητά τους με βάση τη μουσική. Η αλήθεια είναι ότι το hip-hop έχει πάρει εδώ και πολλά χρόνια το πάνω χέρι. «Προφανώς τη μερίδα του λέοντος ως προς τη μουσική που ακούει σήμερα η νεολαία την έχει το hip-hop και η trap. Υπάρχουν όμως πολλά παιδιά που ακούνε ακόμη metal» μου λέει ο Χάκος. Ομολογουμένως υπάρχει μία σημαντική ένδειξη γι’αυτό, «σε μία πολύ μεγάλη γκάμα από μπάντες, αν πας μπροστά στις συναυλίες, θα δεις ότι ένα πολύ σημαντικό μέρος του κοινού είναι παιδιά 15 και 16 ετών».
Για πολλά από αυτά τα παιδιά πάντως η λογική του εντύπου περιοδικού είναι κάτι τελείως ξένο. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά από αυτά πηγαίνουν στο περίπτερο της γειτονιάς τους, κάθε αρχή του μήνα, και ζητούν το Metal Hammer. «Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που γνωρίζουν το Metal Hammer και το παρακολουθούν στενά. Το βλέπουμε από τα social media μας. Φωτογραφίζουν το περιοδικό στο σπίτι τους, στους χώρους που κινούνται. Χαιρόμαστε πάρα πολύ όταν το βλέπουμε αυτό».
Το σίγουρο είναι πως σε καμία περίπτωση δεν είναι ακριβής εικόνα η αντιμετώπιση του metal ως μίας μουσικής του παρελθόντος που δεν μιλάει πια στην εποχή της. Όπως τονίζει και ο Κώστας Χρονόπουλος, «αυτή η μουσική είναι τεράστια και σε όγκο και σε νοήματα. Τα μηνύματά της είναι από την πρώτη μέρα που δημιουργήθηκε ισχυρότατα και υπαρκτά. Το heavy metal προέρχεται από τη ζωή άρα μιλάει και για τη ζωή. Δεν αισθανόμαστε, λοιπόν, καθόλου εκτός ζωής. Ανήκουμε σε αυτή τη ζωή αλλά δεν μας αρέσει αυτό που ζούμε».
Εκείνη τη στιγμή επανέρχομαι σε μία άκαιρη αλλά ομολογουμένως ιντριγκαδόρικη σύγκριση με το hip-hop. Όσοι μετέχουν εκείνης της σκηνής της δεύτερης έχουν πάντα ως περηφάνια ότι ακούν και σχετίζονται με μία μουσική που έρχεται από τα κάτω, από τον δρόμο. Ρωτώ τον Κώστα αν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για το heavy metal. «Το metal είναι 100% μουσική που έρχεται από τα κάτω. Από την πρώτη μέρα. Το πρώτο Black Sabbath ήρθε από τέσσερα χαμίνια σε φτωχογειτονιές στο Birmingham. Δες τους στίχους, δες τι λέει το “Wicked World”. Είναι η αποτύπωση αυτού που νιώθουν 4 άνθρωποι κοιτώντας ένα τελείως μαύρο μέλλον, το οποίο εντάσσουν στην τέχνη τους και το κάνουν στίχους και μουσική». Για τον ίδιο είναι απαραίτητο να έχεις πάντα στο μυαλό σου αυτό το χαρακτηριστικό, προκειμένου να κατανοήσεις τι σημαίνει στο σύνολό της αυτή η μουσική.
Είχε κρατήσει όμως την πιο αφοπλιστική απάντηση για μετά. «Αν περπατήσουμε και οι δύο στον ίδιο δρόμο, πιστεύεις ότι οι μπάτσοι θα σταματήσουν για έλεγχο πιο εύκολα εσένα ή εμένα;». Ό,τι και αν λέμε στους στενούς μας κύκλους, η μεγάλη εικόνα είναι ότι και σήμερα ακόμα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αντιμετωπίζει τελείως φοβικά και ως κάτι ξένο το metal. Και αυτό σε κάποιες εκφάνσεις του είναι κάτι για να είσαι υπερήφανος.
«Στην Ελλάδα, ως μεταλάς νιώθω εκτός έδρας»
Αυτή η στάση αυτού που λέμε mainstream είναι διαχρονικά φοβικό απέναντι στο metal. Σε κάθε τάξη σχολείου υπάρχουν παιδιά με μπλούζες metal συγκροτημάτων αλλά η κοινότητα συνεχίζει να είναι περιθωριοποιημένη. «Θεωρώ ότι στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα ένας μεταλάς είναι εκτός έδρας. Δεν ξέρω πώς αισθάνεται κάθε μέλος της κοινότητας αλλά εγώ έτσι αισθάνομαι. Οι συνθήκες στη χώρα είναι εξαιρετικά συντηρητικές και ό,τι κάνουμε εδώ έχει πολύ περισσότερο κόπο από ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό. Αυτό ισχύει και για εμάς αλλά και για τις μπάντες».
Δεν σημαίνει βέβαια σε καμία περίπτωση ότι η Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει μία δική της πολύ ενεργή metal και heavy rock σκηνή με πολύ σημαντικούς εκπροσώπους. Κάποιοι από αυτούς παίζουν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του πλανήτη. «Οι μπάντες από την Ελλάδα είναι σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο. Αυτό δεν απεικονίζεται στην ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, είναι γεγονός ότι οι Nightstalker ή οι Rotting Christ ή ακόμα και οι Septic Flesh είναι καταπληκτικές μπάντες. Ωστόσο, δεν βρίσκουν την αντίστοιχη απήχηση. Έχουν πολύ κόσμο μεν και σε Ελλάδα και στο εξωτερικό αλλά δεν είναι γνωστοί στο ευρύτερο ελληνικό κοινό. Αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο. Νιώθω, λοιπόν εκτός έδρας, ναι. Χαίρομαι όμως γι’αυτό, γιατί κατά μία έννοια ο δρόμος μας είναι ανηφορικός αλλά εμείς δεν τον παρατάμε».
Οι μεταλάδες συγκροτούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχει μία αντικουλτούρα. Αξίες, νόρμες και αισθητική που αντιτίθεται ενεργά στις κυρίαρχες κουλτούρες. Τον ρωτάω αν είναι και επιλογή της κοινότητας να απέχει από όλα όσα ορίζονται από την ίδια ως mainstream. «Δεν θέλουμε καθόλου να βγούμε στα κοτέτσια τα μεσημεριανά και τα τηλεοπτικά. Εμείς θέλουμε να προσεγγίσουμε ακόμα περισσότερο κόσμο αλλά αυτό να γίνει με τους δικούς μας όρους. Αυτό είμαστε, έχουμε ταυτότητα, έχουμε αισθητική και δεν θέλουμε καθόλου μα καθόλου να έχουμε σχέση με το ναδίρ της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είχαμε ούτε με τους σκυλάδες και τα μπουζούκια. Δεν έχουμε ούτε και τώρα».
Η στιγμή που η metal κοινότητα έδειξε ότι είναι κοινότητα
Το Metal Hammer μετράει τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές περισσότερα από 440 τεύχη. Κάθε τεύχος είναι αντίστοιχο και σε έναν μήνα. Τι σημαίνει αυτό; Πάνω από 37 χρόνια που τα περίπτερα σε όλη την Ελλάδα είχαν αδιάκοπα ένα τεύχος του Metal Hammer. Το περιοδικό έχει παρόν και σίγουρα έχει μέλλον. Η σχέση όμως με το παρελθόν είναι κομβική και το βάρος της ευθύνης για κάθε μήνα που περνάει τεράστιο. Με τον ίδιο τρόπο που αναλαμβάνεις το βάρος της ευθύνης διαχείρισης ενός θεσμού.
Δεν είναι βέβαια μόνο το ιστορικό βάρος. Όπως μου τονίζει ο Κώστας, «εμείς είμαστε diy. Είμαστε οι εκδότες του εαυτού μας με την έννοια ότι το ένα τεύχος χρηματοδοτεί το επόμενο με ό,τι καλό ή κακό έχει αυτό. Δεν έχουμε κάποιον πάνω από το κεφάλι μας. Από την άλλη όμως, επειδή εμείς διαχειριζόμαστε τα οικονομικά του περιοδικού δεν μπορείς να κάνεις κάποια πολύ λανθασμένη κίνηση».
Υπήρχε μία περίοδος τόσο δύσκολη που η πιθανότητα να μην βγει στα περίπτερα ήταν υπαρκτή. Πάμε νοητά στον Μάρτιο του 2020, τον μήνα που άλλαζε ο κόσμος μας όπως τον ξέραμε. «Είχαμε μπροστά μας κάτι που δεν γνώριζε κανένας πού μπορεί να οδηγήσει. ‘Έπρεπε να κάτσουμε όλοι εδώ να μιλήσουμε, τελείως ισότιμα, για το αν θα βγάλουμε το έντυπο εκείνου του μήνα, όταν ξεκίνησε το lockdown». Πιθανή μη έκδοση του τεύχους εκείνου θα σήμαινε αυτομάτως και έναν κίνδυνο να μην μπορεί να χρηματοδοτηθεί ούτε το επόμενο.
Η συνθήκη ήταν πρωτόγνωρη. Ο Κώστας, ο Χάκος και η συντακτική ομάδα του περιοδικού έπρεπε να πάρουν μία πολύ δύσκολη απόφαση. Δεν γνώριζαν αν τα περίπτερα θα έμεναν ανοιχτά. Ακόμα και να έμεναν, το αναγνωστικό κοινό θα έπρεπε να στείλει SMS προκειμένου να πάει στο περίπτερο ή στο ψιλικατζίδικο, προκειμένου να αγοράσει το περιοδικό. «Είπαμε ότι θα το βγάλουμε για δύο λόγους. O ένας ήταν γιατί το Metal Hammer ποτέ από τον Δεκέμβριο του 1984 δεν έλειψε από το περίπτερο και δεν είμαστε εμείς που θα το σταματήσουμε τώρα αυτό. Το δεύτερο είναι ότι αποφασίσαμε να εμπιστευτούμε αυτό που είναι 100% το περιοδικό και δεν είναι άλλο από τους αναγνώστες μας, ανθρώπους που δεν τους γνωρίζουμε κι όμως τους γνωρίζουμε».
Τελικά, όπως φάνηκε έκαναν πολύ καλά. Ρώτησα τυπικά τον Χάκο για το τι έγινε τελικά. Είχα καταλάβει από τον τρόπο που μίλαγε ο Κώστας με σπασμένη φωνή ότι η κοινότητα έδειξε ότι είναι εκεί την πιο δύσκολη στιγμή. «Η ανταπόκριση του κοινού ήταν καταπληκτική. Ακόμα μεγαλύτερη από ο,τι ήταν υπό κανονικές συνθήκες. Μας έπαιρναν τηλέφωνο, μας έστελναν μηνύματα και μας ρωτούσαν αν θα βγούμε εκείνον τον μήνα». Το Metal Hammer έμεινε για ακόμα μία φορά η σταθερά σε έναν κόσμο που μεταμορφώνεται συνεχώς.
Γιατί συνέβη αυτό; «Οι άνθρωποι που πάτησαν το μήνυμα στο κινητό και βγήκαν να αγοράσουν το Metal Hammer απέδειξαν ότι δεν μας βλέπουν ως προϊόν. Η κοινότητα αυτή έχει ρίζες, έχει ιστορία, έχει και συνέχεια. Ξέρουμε τι μας ενώνει, ξέρουμε την κοινή μας γλώσσα. Είμαι 50 χρονών και κάποια από τα χούγια μου τα έχει και ένα παιδί 14 και 15 ετών». Τι είναι τελικά αυτό που συνδέει όλους αυτούς τους ανθρώπους; «Η γνώση ότι η μουσική και το heavy metal είναι πολύ σημαντικά στη ζωή μας. Αυτό είναι που κάνει και τόσο συμπαγή την κοινότητα. Πώς αλλιώς θα επιβίωνε το περιοδικό τόσο πολλά χρόνια;».
Η αλήθεια είναι ότι, 442 τεύχη μετά, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτό.