ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ένας «Ζούγας», σούπερμαν της διασκέδασης

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για τον ανεξάντλητο όσο και υπέροχο Γιάννη Ζουγανέλη.

Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που όταν δουν το Γιάννη Ζουγανέλη γελάνε, χωρίς αυτός να πει τίποτα ή να κάνει το παραμικρό. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είχαμε ποτέ κάποιου είδους κοινωνική σχέση, μολονότι έχουμε πάρα πολλούς κοινούς γνωστούς και φίλους. Συνηθίζω να γνωρίζω τους ανθρώπους που εκτιμάω, αλλά με το Ζουγανέλη δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω φίλος γιατί η ευκολία με την οποία με κάνει να γελάω πιθανολογώ ότι θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση.

Τον πρωτοείδα στη σκηνή το 1986 περίπου, στο θρυλικό «Αχ Μαρία», μαζί με όλη του την παλιοπαρέα – τον Μπουλά, τον Λάκη Παπαδόπουλο, την Ισιδώρα, τον Κούτρα, τον Κώστα Τουρνά, τότε σταρ κι άλλους κι άλλους. Αλλά σε κάθε σχήμα, που πήρε μέρος, ο πρωταγωνιστής ήταν αυτός: είναι πολύ ντροπαλός να το παραδεχτεί, αλλά το ξέρει.

 

Τον ξαναείδα το Σάββατο στην εδώ και χρόνια φυσική του έδρα, στην Ακτή Πειραιώς, φέτος με το Σαββόπουλο, το Μαχαιρίτσα και πολλούς άλλους καλούς και άξιους επαγγελματίες. Πολλά από τα αστεία του ήταν ίδια – κάποια τα ξέρω απέξω. Αλλά οι αληθινοί κωμικοί δεν έχουν ανάγκη από νέα τρικ. Το να κάνεις τον άλλο να γελάει απαιτεί πρώτα από όλα στόχευση.

 

Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που υπήρξε καλύτερος κριτικός Τέχνης από όσο σκηνοθέτης ,είχε κάνει κάποτε μια πολύ εντυπωσιακή παρατήρηση για τους κωμικούς. Εγραψε ότι σε κάθε χώρα υπάρχουν δυο ειδών κωμικοί: αυτοί που κάνουν να γελάνε με τα αστεία τους τους κατοίκους της χώρας και οι άλλοι που μπορούν να κάνουν τον καθένα να γελάει, καμιά φορά και χωρίς να καταλαβαίνει τη γλώσσα. Ο Παζολίνι έφερνε το παράδειγμα του Αλμπέρτο Σόρντι και του Τοτό. Ελεγε ότι με τα αστεία και τις περιπέτειες του πρώτου γελάνε μόνο οι Ιταλοί (για την ακρίβεια μόνο οι Ρωμαίοι…), ενώ ο δεύτερος, αν και ναπολιτάνος Doc, μπορεί με μια γκριμάτσα να κάνει τον καθένα να χαμογελάσει. Ο Παζολίνι έλεγε ότι οι κωμικοί που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία λατρεύονται από τον κόσμο, γιατί αρκετοί από τους κατοίκους της χώρας στην οποία μεγαλουργούν βλέπουν σε αυτούς κάτι από τον εαυτό τους. Οι δεύτεροι αντίθετα, για να φτάσουν στην απόλυτη καταξίωση πρέπει να σπάσουν τα σύνορα και να απευθυνθούν σε ένα διεθνές κοινό, κι έφερνε το παράδειγμα του Μπάστερ Κίτον, του Ιλό, του Σαρλό φυσικά – που ανήκουν σε όλους. Θα πρόσθετα σε αυτή την εξαιρετική παρατήρηση μόνο κάτι: θα έλεγα ότι υπάρχουν κωμικοί που έρχονται από τον πλανήτη των κωμικών κάπως σαν εξωγήινοι και βρίσκονται τυχαία σε μια χώρα – ο Ζουγανέλης είναι ο μόνος έλληνας τέτοιος.

 

Οι έλληνες κωμικοί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι περσόνες με κλισέ χαρακτήρα. Εμαθαν καλά ένα ρόλο (μικρό η μεγάλο) που αντιπροσωπεύει πιστά ένα τύπο έλληνα – αν σου αρέσει ο ρόλος σου αρέσει κι ο ηθοποιός. Οι καλοί, ο Βουτσάς π.χ ή ο Βέγγος, έμαθαν δυο τρεις ρόλους, οι πιο πολλοί έμειναν πιστοί στη μια και μοναδική μανιέρα τους. Αυτό κάνουν, όχι μόνο οι θεοποιημένοι του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και πολλοί άλλοι, που αυτές τις φόρμες αντέγραψαν, όπως ο Λάκης Λαζόπουλος π.χ με τον οποίο έχω πάψει να γελάω χρόνια τώρα. Ο Ζουγανέλης αντίθετα, δεν αυτοπεριορίζεται αντιγράφοντας τα κλισέ του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, δε σου ζητάει να ταυτιστείς μαζί του, αλλά απλά θέλει να σε κάνει να γελάσεις. Αυτό το πανίσχυρο «θέλω» του είναι το μυστικό της επιτυχίας του. Μπορεί να είναι κλόουν ή είρωνας, επιθετικός ή φοβισμένος, ροκ αλλά και σκληρά λαϊκός, σουρεάλ, όπως στις διαφημίσεις του ΟΠΑΠ, ή αυτάρεσκος – αλλά πάντα το «θέλω» του είναι το γέλιο σου.

Τα κείμενα δεν έχουν μεγάλη σημασία, άλλωστε τα φέρνει όλα στα μέτρα του. Σημασία έχει ο τρόπος, η διαδικασία. Ακόμα κι όταν παίζει τον ελληνάρα (κάτι που κάνει συχνά αξεπέραστα), είναι φανερό ότι το ρόλο τον έχει χτίσει και δεν τον έχει αντιγράψει: στον ελληνάρα του, ο Ζουγανέλης καταθέτει τη μεγάλη αγάπη του για την Ελλάδα, αλλά και την αστείρευτη ειρωνεία του για τα παθήματα της, τα οποία αποδίδει στο θολωμένο μας μυαλό. Νομίζω πως ο Ζουγανέλης υπήρξε τυχερός γιατί τα βρήκε πολύ γρήγορα με τον εαυτό του κι όποιος αυτό το κατορθώνει αποκτά την τέχνη του αυτοσαρκασμού, που ειδικά στην Ελλάδα είναι σπάνια. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια κι έμαθε τότε πως στη ζωή υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από τον εαυτό μας.

 

Αντίθετα με πολλούς της εγχώριας σοουμπίζ που πιστεύουν πως ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους, ο Ζουγανέλης ξέρει να κάθεται στην άκρη για να αποδομήσει με τις ατάκες του το σύμπαν, ξεκινώντας από τον εαυτό του. Αυτό του επιτρέπει να λέει ό,τι θέλει, ακόμα και για ανθρώπους που εύκολα θίγονται. Λέει ότι τα τραγούδια της Τσανακλίδου είναι η χαρά της νυμφομανούς παρθένας, ότι το ελληνικό ροκ έχει «πλιατσικίλα» που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ασθένεια του μακρυμάλλη μετά την πιτυρίδα, ότι ο Πλούταρχος έχει μια φάτσα που σε πείθει ότι γιορτάζει του Αη Γιάννη του Ρώσου, ότι κάποτε θα μάθουμε τι μικρούτσικο έχουν ο Αντρέας και ο Θάνος: οι πρώτοι που γελάνε είναι αυτοί στους οποίους κάνει πλάκα.

 

Στα εικοσιπέντε του είχε τελειώσει την Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου και μάλιστα με υποτροφία από το Υπουργείο Πολιτισμού, είχε υπάρξει μαθητής του Μαμαγκάκη και πριν καλά καλά γίνει τριάντα χρονών είχε γράψει τη «Στέλλα» και το «Φοβάμαι» για τον Παπακωνσταντίνου γνωρίζοντας την αποθέωση μιας mainstream επιτυχίας και είχε παίξει στο Θέατρο με τον Ποταμίτη, την Καρέζη, τον Καζάκο και τον Κατράκη μοστράροντας καλλιτεχνικά παράσημα! Οταν αφιέρωσε τον εαυτό του στη δύσκολη Τέχνη της κωμωδίας κουβαλούσε ήδη ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό background με σπουδές και επιτυχίες που λίγοι έχουν. Κανείς στην Ελλάδα δεν μπορεί να μάθει πολλά στο Ζουγανέλη για τη μουσική, την ενορχήστρωση, το τραγούδι – φυσικά το standup comedy και την ηθοποιία. Για το ρόλο του καψούρη ΠΑΟΚτζή σιδερά από τη Θεσσαλονίκη, που ερωτεύεται μια πιτσιρίκα τραγουδίστρια (στο ρόλο η 19χρονη τότε Αγγελική Ηλιάδη) στην μεγάλη ταινία του Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες», ο Ζουγανέλης, αν ήταν αγγλόφωνος, θα χε προταθεί για Οσκαρ. Πιθανότατα μαζί με τον Αργύρη Μπακιρτζή και τον Σάκη Μπουλά.

 

 

Κόσμος τον ακολουθεί, όχι γιατί από αυτόν κολακεύεται, αλλά γιατί ξέρει πως άλλος σαν αυτόν δεν υπάρχει. Φέτος έσωσε την παράσταση «Μερικοί το προτιμούν καυτό» μετατρέποντας την σε εισπρακτική επιτυχία, ενώ είχε προδιαγραφές απόλυτου φιάσκου. Τώρα δίνει ρέστα στην «Ακτή» γλυκαίνοντας το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και ελαφραίνοντας τον Διονύση Σαββόπουλο και ζει μεγάλες βραδιές και στο Μικρό Παλλάς στο «Πράματα και Θάματα» του Θοδωρή Αθερίδη, όπου πρωταγωνιστεί σε μια επιθεώρηση με μοντέρνους κανόνες.

Απορώ με τη δύναμη του και θαυμάζω το κέφι του. Κάθε φορά που τον βλέπω, (δεν τον χάνω ποτέ ακόμα κι αν κατά καιρούς έχει κάνει και τις παλαβομάρες του), σκέφτομαι ότι όλο αυτό που παρακολουθούμε είναι η ηρωϊκή μεταμφίεσή του. Κι ότι κάπου υπάρχει ένας άλλος που κυκλοφορεί καθημερινά κοντά μας και μας αφουγκράζεται, ώστε να μπορεί να μας κάνει πλάκα. Ενας Ζουγανέλης λίγο καθημερινός, λίγο αγχωμένος ίσως και λίγο θλιμμένος. Που όμως όταν φορά τη μαγική στολή του Ζούγα κι ανεβαίνει στη σκηνή γίνεται ένας Σούπερμαν της διασκέδασης, ανίκητος και πανίσχυρος. Που ήρθε εδώ κατευθείαν από τον πλανήτη των κωμικών για να μας χαρίσει ένα δυσεύρετο, ανακουφιστικό, πολύτιμο γέλιο…