Εριφύλη Κιτζόγλου, η αποκάλυψη της χρονιάς
Η ταλαντούχα 26χρονη πρωταγωνίστρια του Τα καλύτερά μας χρόνια, που μεταδίδονται κάθε Τρίτη και Πέμπτη, στις 23:00, στην ΕΡΤ1, είναι εξίσου καθηλωτική και «ακτινοβολούσα», εντός και εκτός οθόνης.
- 24 ΙΑΝ 2022
Βοηθός κομμώτρια, αεροσυνοδός στην Ολυμπιακή, βοηθός στην οικογενειακή μπουτίκ ρούχων και μετά ηθοποιός. Αυτή είναι η επαγγελματική πορεία της -καρτ ποστάλ Μεσογειακής ομορφιάς- επαναστάτριας κόρης της τηλεοπτικής οικογένειας των Αντωνόπουλων την οποία παρακολουθούμε εδώ και δυο σεζόν.
«Ο χαρακτήρας της Ελπίδας είναι πολύ κοντά σε αυτόν της γιαγιάς μου -από την πλευρά του πατέρα μου- της Γίτσας, που ήταν για πολλά χρόνια κομμώτρια στα Πατήσια. Μου έχει πει πολλές σχετικές ιστορίες οι οποίες με βοήθησαν».
Με την -μεγαλωμένη στον Πόρο- Εριφύλη να ενσαρκώνει εξαίσια τον ρόλο της φεμινίστριας μοναχοκόρης, ξεκινώντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της μια καλύτερη μοίρα.
«Αυτό που θυμάμαι μεγαλώνοντας στον Πόρο είναι τη θάλασσα, την οποία έβλεπα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου που ήταν κοντά στο Ρολόι. Επίσης τα παιχνίδια στα σοκάκια και τις αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις που ανεβάζαμε στα σκαλιά της εκκλησίας. Φτιάχναμε κανονικά σκηνικά και κουστούμια και κάναμε πρόβες».
«Δεν τα πάω καλά με τις κανονικότητες»
Εκείνη που αρνείται πεισματικά να μπει στα καλούπια που η κοινωνία θέλει να της επιβάλλει, διεκδικώντας για τον εαυτό της το χώρο για να καλλιεργηθεί (κάνοντας μαθήματα αγγλικών και μετά υποκριτικής) και να εκφραστεί με κάθε τρόπο που έχει στη διάθεσή της. Συμπεριλαμβανομένου του ντυσίματος της, με τα σούπερ μίνι (μόδα της εποχής) που σοκάρουν την συντηρητική ελληνική γειτονιά της εποχής.
«Το σενάριο όντως μερικές φορές είναι σαν να αντιγράφει τη ζωή μου, αφού και εμείς είχαμε κατάστημα με ρούχα. Μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να πούμε πως έκανα κι εγώ την επανάστασή μου με το να γίνω ηθοποιός. Έχω πιάσει επίσης τον εαυτό μου να λέει ατάκες που όντως έχω πει στην πραγματική μου ζωή. Νομίζω ότι η Κατερίνα Μπέη το γράφει έτσι για να με τρολάρει».
«Στη ζωή μου έχω δει ελάχιστες σειρές».
Ένας ρόλος που φέρεται να ταιριάζει γάντι στην Εριφύλη (που πήρε το ξεχωριστό όνομά της από την ποιήτρια γιαγιά της). Ίσως γιατί το ίδιο επαναστατικό πνεύμα είναι που ορίζει και χαρακτηρίζει την ίδια.
«Όπως ο χαρακτήρας που υποδύομαι, δεν τα πάω καλά με τις κανονικότητες και τα πρότυπα . Όταν μου το ανακοίνωσαν ότι πήρα τον ρόλο, τρόμαξα. Είχα μουδιάσει. Και αυτό γιατί δεν είχα μεγαλώσει με τηλεόραση. Στη ζωή μου έχω δει ελάχιστες σειρές».
Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός στο χώρο για να συνειδητοποιήσεις, ήδη από τα πρώτα επεισόδια, ότι η Εριφύλη είναι ένα πλάσμα που πραγματικά ακτινοβολεί (μέσα σε ένα cast που είναι συνολικά αξιοθαύμαστο).
Τι ξεχωρίζω; Τα μάτια της που εκπέμπουν ταυτόχρονα καλλιέργεια, πάθος και καλοσύνη. Το χαμόγελο της που κάνει κάθε μοντέλο που έχει εμφανιστεί ποτέ σε διαφήμιση για οδοντόκρεμα να αμφιβάλει για τις ικανότητές του. Και, πάνω από όλα, η κελαριστή φωνή της που μοιάζει φτιαγμένη για βραδινή ραδιοφωνική εκπομπή για ροκ μουσική και ροκ σχέσεις (με ακούς ΕΡΑ ή τσάμπα μιλάω;)
Επιπλέον, σε αντίθεση με αρκετές πρωταγωνίστριες της γενιάς της, που με έχουν κάνει -όταν τους παίρνω συνέντευξη- να βαριέμαι στο μισάωρο γιατί δεν έχουν καμία αξιόλογη εμπειρία να μοιραστούν, η Εριφύλη είναι ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο. Έχει περάσει αρκετά, αισθάνεται βαθιά και έχει την άγνοια κινδύνου / ελευθερία ψυχής να μην φοβάται να τα μοιραστεί μαζί σου.
«Τα γυρίσματα του Τα καλύτερά μας χρόνια ήταν για εμένα μια καινούργια περιπέτεια. Αυτό που δεν περίμενα ότι θα βρω είναι ότι θα ήμασταν όλοι, νέοι και γνωστοί ηθοποιοί και συνεργείο, μια τόσο ενωμένη ομάδα».
Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αυτός είναι ο λόγος που μου πήρε 3,5 μήνες να κάτσω να γράψω αυτή τη συνέντευξη. Και γιατί δεν ήξερα από που να αρχίσω και που να τελειώσω. Και επειδή οι ικανότητές μου στο γράψιμο δεν είναι επαρκείς για να την ψυχογραφήσουν αποτελεσματικά.
Οπότε, της ζητάω εξαρχής συγνώμη για τις δικές μου ελλείψεις. Και, ελπίζω, στην «βάζω στοίχημα το Mac Pro που μόλις αγόρασα» μελλοντική ανοδική πορεία της να βρεθεί κάποιος καλύτερος από εμένα να της πάρει συνέντευξη.
Ή, έστω, κάποιος που να είναι λιγότερο θαμπωμένος από ένα τόσο ερωτεύσιμο πλάσμα που, κανονικά, θα έπρεπε να υπάρχει σχετικό ειδικό προειδοποιητικό σήμα για κάθε τηλεθεατή πριν κάτσει να δει οτιδήποτε στο οποίο συμμετέχει. Ενώ, στο μυαλό μου, σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι αυτή επέλεξε ο Κωστής Μαραβέγιας ως πρωταγωνίστρια του βιντεοκλίπ του Ρίτα που αντιπροσωπεύει τις φοιτητικές καψούρες όλων μας.
«Oι σχέσεις που δημιουργώ προσπαθώ να έχουν ένα βάθος που ακόμα και αν χωρίσουν οι δρόμοι μας να σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον με αγάπη και σεβασμό. Αισθάνομαι ότι, αν έχεις δώσει και έχεις πάρει πολύ αγάπη, αυτό δεν τελειώνει».
Ιδανικά, αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί λόγω Covid-19, θα ήθελα να την δω μέσα στο «φυσικό» της περιβάλλον. Στο πατρικό δηλαδή διαμέρισμα της μητέρας της στο Παγκράτι, στο οποίο μένει από τότε που ήρθε στην Αθήνα για σπουδές, το οποίο έχει διαμορφώσει με τα δικά της boho chic γούστα.
«Είναι ένα νεοκλασικό του 1950, στο οποίο έχουν ζήσει πολλές γενιές της οικογένειάς μου. Μου βγάζει ένα μυστήριο και πάντοτε έκανα εικόνα τον εαυτό μου να ζει σε αυτό. Και όντως, τη στιγμή που μπήκα για πρώτη φορά εδώ για να ξεκινήσω να ζω μόνη μου, ήταν μια στιγμή γεμάτη πολύ ευτυχία».
Εκεί που αναμετριέται σε καθημερινή βάση με τον καθρέφτη-αντίκα που βρίσκεται στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς της. Εκείνον που έχει πάνω υπογραφές από την μητέρα της, όταν ήταν έφηβη, και που της προκαλεί μια ελαφριά ανατριχίλα.
«Τι βλέπω μέσα του που δεν μου αρέσει; Τις ανασφάλειές μου. Αυτές που φαίνονται στο βλέμμα μου. Το ότι δεν νιώθω σιγουριά. Δουλεύω αρκετά με το αίσθημα της ανεπάρκειας. Καλά με τον εαυτό μου και όμορφη νιώθω όταν είμαι δημιουργική, όταν δουλεύω για κάτι που μου αρέσει. Στην αντίθετη περίπτωση με ενοχλούν όλα πάνω μου».
Όπως επίσης θα ήθελα να την δω στα στενά του αγαπημένου της Πόρου. Εκεί που επέλεξαν να μείνουν από ένα σημείο και μετά οι γονείς της (που γνωρίστηκαν στο θρυλικό La Luna της Αντίπαρου στο οποίο η -δασκάλα πιάνου- μητέρα της ήταν barwoman και ο πολυτεχνίτης/ ζεν πρεμιέ πατέρας της πελάτης), ανοίγοντας την επιτυχημένη μπουτικ Apocalpyse (στην οποία δούλευε και αυτή κάποια μεσημέρια).
«Δεν είχα ποτέ το τουπέ της ωραίας»
Εκεί, στον Πόρο, όπου η Εριφύλη προσπαθούσε να διοχετεύσει την ενέργεια και την δημιουργικότητά της σε ό,τι μπορούσε (βλέπε γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο, χορωδία, ιστιοπλοΐα). Μια δραστήρια εφηβεία που, πέρα από οτιδήποτε άλλο, της άφησε παρακαταθήκη ένα αθλητικό και γυμνασμένο σώμα (πλέον κάνει yoga και καράτε ενώ μετακινείται αρκετά και με το ποδήλατο). Αν και, στην πραγματική ζωή, εκείνη προτιμά να φοράει ρούχα που κρύβουν -όπως λένε και οι ενδυματολόγοι της σειράς- το σώμα της.
«Εγώ δεν το νιώθω αυτό. Δεν μου αρέσουν απλά οι μάρκες και οι τάσεις. Προτιμώ άνετα second hand ρούχα ή κάποια παλιά της μητέρας μου».
Ίσως επειδή, όταν ήταν πιο μικρή, η Εριφύλη είχε κάποια παραπάνω κιλά. Κάτι που η ίδια πιστεύει πως την έχει καθορίσει.
«Έχω ζήσει αρκετά χρόνια ως παχουλό παιδάκι. Άλλαξα, γιατί ξαφνικά ψήλωσα και αδυνάτισα, όταν πήγα γυμνάσιο. Παρόλαυτα αυτή η εικόνα για τον εαυτό μου δεν έχει φύγει. Για αυτό ίσως και δεν είχα ποτέ μου, όπως ρωτάς, το τουπέ της ωραίας».
Τον Πόρο τον αγαπά πολύ και της αρέσει να αφιερώνει μέρος των διακοπών της εκεί, παρόλο που, μεγαλώνοντας, οι έντονες καλλιτεχνικές της ευαισθησίες έκαναν την κάθοδο στην Αθήνα μονόδρομο.
«Ήμουν αρκετά επιλεκτική όσον αφορά τους φίλους μου, δεν άνηκα ποτέ σε μεγάλες παρέες. Ο τρόπος διασκέδασης της επαρχίας δεν μου ταίριαζε πολύ, δεν συμπαθώ τα τσιφτετέλια και τα εντεχνολαικορεμπέτικα, οπότε οι εφηβικές νυχτερινές εξορμήσεις ήταν πολύ περιορισμένες».
Τότε δηλαδή που ερχόταν στα κρυφά στην Αθήνα προκειμένου να παρακολουθήσει τις συναυλίες των Νouvelle Vague και να ανακαλύψει underground θεατρικές σκηνές.
«Λόγω Πόρου, δεν είχα τόση επαφή με το θέατρο. Εμένα ο κινηματογράφος ήταν που με οδήγησε εδώ. Με γοήτευε ότι περίεργο και κινηματογραφικό έβλεπα τα βράδια στην ΕΡΤ. Δεν ξέρω γιατί το ακατανόητο με τράβαγε τόσο πολύ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την αντίδρασή μου όταν είχα δει τον Κυνόδοντα. Είχα συγκλονιστεί, άνοιξε ένας καινούριος κόσμος για εμένα».
Μπορώ να την φανταστώ να πηγαίνει κρυφά το βράδυ στη μπουτίκ της μητέρας της με τις κολλητές της, να παίρνει τα φορέματα που της άρεσαν (προσέχοντας να μην βγάλει το καρτελάκι), να τα φοράει, να τα πλένει και να τα επιστρέφει.
Συμπάσχω -ως παχουλό παιδάκι και ο ίδιος- με εκείνο το αγιάτρευτο τραύμα που αφήνει η πρώτη αγάπη χωρίς ανταπόδοση.
«Όταν ήμουν μικρή, αγαπούσα πολύ ένα αγοράκι στο δημοτικό. Πήγαινα στο μπαλκόνι μιας φίλης μου, απέναντι στο οποίο έμενε η γιαγιά του, έβαζα James Blunt και βυθιζόμουν στη μελαγχολία. Έκλαιγα γιατί του άρεσε μια άλλη, στην οποία θυμάμαι ότι έκανε και δώρα αρκουδάκια. Ό,τι καψούρα δεν πέρασα ως εφηβεία, την έζησα μάλλον ως παιδάκι. Μετά, στην εφηβεία, αντιστράφηκαν οι ρόλοι».
Και σίγουρα μπορώ να την φανταστώ να διοχετεύει το νοιάξιμο για τον άλλο που την χαρακτηρίζει (σ.σ. η μοναδική στις 400 συνεντεύξεις που έχουμε κάνει που με ρώτησε με ενδιαφέρον αν έχω κάποια αντίστοιχη εμπειρία να μοιραστώ μαζί της) στα αδέσποτα του Πόρου.
«Είχαμε φτιάξει, μαζί με τους φίλους μας, μια άτυπη φιλοζωική. Θυμάμαι να ξυπνάω τα βράδια του χειμώνα και να πηγαίνω να ταΐσω με μπιμπερό τα γατάκια που είχαμε βρει και στεγάσει σε μια εγκατάσταση κάτω από το σπίτι μου».
Από την άλλη, δεν μπορώ να την φανταστώ με τίποτα να σπουδάζει στο Γεωλογικό, το οποίο ήταν η 10η επιλογή στο μηχανογραφικό της.
«Σκεφτόμουν ότι η φάση είναι απολιθώματα, ορυκτά και μου φαινόταν και κάπως δημιουργικό. Αλλά ουσιαστικά ήταν η αφορμή για να έρθω στην Αθήνα και να ασχοληθώ, έστω ερασιτεχνικά, με την υποκριτική».
Το ίδιο και εκείνη αφού, λίγο πριν φύγει για μερικές ημέρες για την τελική άσκηση υπαίθρου στα Δολιανά με τη σχολή της (και αφού είχε κάνει όλα τα υποχρεωτικά εργαστήρια) επέλεξε να μην πάει. Και αυτό προκειμένου να είναι στην πρεμιέρα της παράστασης που ανέβαζε με την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα στην οποία συμμετείχε.
«Εκεί έγινε για μένα το κλικ. Τότε, στα 22 μου, ήταν που το πήρα απόφαση. Το να τολμήσω να ασχοληθώ all the way με την υποκριτική. Τότε συνειδητοποίησα ότι θέλω να επενδύσω όλο το χρόνο μου σε αυτό το πράγμα».
Μπορώ να την φανταστώ, ως φοιτήτρια, να ανακαλύπτει τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Χορεύοντας ως το ξημέρωμα, χορεύοντας σαν να μην υπάρχει αύριο.
«Εκμεταλλεύομαι κάθε ευκαιρία που θα βρω για να χορέψω. Ως φοιτήτρια, και ενίοτε και τώρα, βγαίναμε καθημερινά με τις φίλες μου, συνήθως στα Εξάρχεια για χορό ή σε αυτοσχέδια πάρτι με ηχεία σε κάποιο λόφο. Γενικότερα μου αρέσει να ανακαλύπτω μέρη που μου είναι άγνωστα».
Και εννοείται πως μπορώ να φανταστώ την χαρά της όταν η πρώτη της δουλειά, στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών, ήταν μια συμμετοχή στην βρετανική παραγωγή The Durrells που είχε γυρίσματα στην Κέρκυρα.
«Εκμεταλλεύομαι κάθε ευκαιρία που θα βρω για να χορέψω».
«Ήταν τέλεια εμπειρία για εμένα που ξεκίναγα. Το να δω δηλαδή πως λειτουργεί και ρολάρει μια διεθνής παραγωγή».
Ενώ έχει επίσης παίξει στα Καλάβρυτα 1943, στο θέατρο Σφενδόνη στην παράσταση Ένα Ξύπνημα της Άνοιξης σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Λιακόπουλου και στα -βραβευμένα στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης- crowdfunded Μπάσταρδα σε σκηνοθεσία Νίκου Πάστρα.
«Τα Μπάσταρδα ήταν μια μαγική εμπειρία. Τα γυρίσματα έγιναν κατά τη διάρκεια της καραντίνας σε ένα σπίτι -το κοινόβιό μας- στη μέση του πουθενά. Συνεργάστηκα με πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους και δουλέψαμε με απόλυτη ελευθερία και αγάπη».
Στο τέλος της ημέρας θεωρώ ότι η Ελπίδα του Καλύτερά μας Χρόνια και η Εριφύλη έχουν μάλλον πολλά κοινά. Γιατί ενώ, ως φιζίκ, μπορούν μια χαρά να θριαμβεύσουν στα πιο αστικά σαλόνια (και στα αεροσκάφη της Ολυμπιακής, όσον αφορά τον χαρακτήρα της), εκείνες προτιμούν την αυθεντικότητα της εναλλακτικότητάς τους.
«Συνεχίζω να έχω το άγχος του βιοπορισμού γιατί δεν μεγάλωσα μέσα στην αφθονία. Και με τρομάζει η ασφάλεια του ότι, δυο χρόνια τώρα, έχω σταθερή δουλειά. Δεν θα ήθελα να χρειαστεί να δουλέψω σε κάτι άλλο πέραν του αντικειμένου μου».
Γιατί μπορεί η Εριφύλη να γεννήθηκε στον Πόρο, αλλά η ψυχοσύνθεσή της θυμίζει όντως την γλυκεία αναρχία και την άναρχη ελευθερία της Αντίπαρου των 70s και των 80s. Κάτι που φαίνεται -μεταξύ άλλων- και στο λιτό και ανεπιτήδευτο Instagram της.
«Άνοιξα account λίγο πριν τη δεύτερη σεζόν της σειράς έπειτα από αρκετό προβληματισμό. Με αντιμετώπιζαν λίγο στο χώρο ως εξωγήινη επειδή δεν είχα και αμφιταλαντεύτηκα αρκετά με το αν αυτό είναι αντιεπαγγελματικό. Με ενοχλεί που το επάγγελμα του ηθοποιού θεωρείται αλληλένδετο με το αυτοπρομοτάρισμα στα social media».
Πάντα με μια γενναία δόση κρυμμένης παιδικότητας που φαίνεται στην ευλάβεια με την οποία προφυλάσσει τον παιδικό της εαυτό και τα μυστικά του.
«Ένα από τα λίγα πράγματα που πήρα μαζί μου ερχόμενη στην Αθήνα είναι τα παιδικά μου ημερολόγια. Συνεχίζω να τα φυλάω, να μην θέλω κανείς να τα διαβάσει. Αυτό που βλέπω μέσα τους είναι πόσο πολύ αγαπούσα και πόσο ανοιχτή ήμουν στα ερεθίσματα που δεχόμουν».
Το γεγονός ότι η Εριφύλη κρύβει μέσα της μια τρυφερή καρδιά καλλιτέχνη, ότι την ενδιαφέρει η ουσία και όχι το εξώφυλλο των πραγμάτων, ότι φοβάται την έκθεση, καθιστά δεδομένο για μένα ότι η δημοσιότητα, αυτό που δηλαδή φοβάται περισσότερο από όλα, θα της χτυπήσει -σύντομα και επιτακτικά- την πόρτα.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ρωτώντας την για το πως είναι σε μια σχέση, μια αγαπημένη μου ερώτηση που έχω επαναλάβει γενικότερα σε συνεντεύξεις γύρω στις 300 φορές, πήρα μια απάντηση που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά.
«Στις σχέσεις μου είμαι αρκετά ιδεαλίστρια. Πιστεύω σε κάτι που είναι πολύ ωραίο και πολύ ελεύθερο. Με γοητεύει ως ιδέα. Φυσικά αυτά τα οραματίζομαι έξω από το χορό, όταν τα βιώνω μικραίνω πολύ και γίνομαι προς απογοήτευσή μου απολύτως πεζή και ανθρώπινη».
Δεν είναι τυχαίο ότι η Εριφύλη αποδεικνύεται τόσο ξεχωριστή (επίσης ανοιχτόκαρδη) όσο και το όνομα της. Μια περιπετειώδης αχτίδα φωτός που κρύβει από πίσω ένα μάτσο ανασφάλειες, επίμονους εφιάλτες και υπαρξιακές αναζητήσεις.
«Πολλές φορές όταν κάτι δεν πάει καλά, το εντοπίζω από τους εφιάλτες μου. Σημειώνω συχνά τα όνειρά μου και αποτελούν πηγή έμπνευσης για εμένα».
Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δεν μου πήγαινε καρδιά να πατήσω stop στο κασετοφωνάκι. Και ότι, τώρα, δεν μου πάει καρδιά να γράψω την τελευταία πρόταση. Οπότε, αντί για τέλος, το μόνο που αντέχω να γράψω είναι “To be continued”.