Ευριπίδη Λασκαρίδη, τι είδους τέχνη κάνεις τελικά;
- 26 ΙΟΥΛ 2022
Υπάρχουν οι άνθρωποι του θεάτρου που κάνουν θέατρο, οι άνθρωποι του χορού που κάνουν χορό και υπάρχει και ο Ευριπίδης Λασκαρίδης που κάνει τα «ευριπίδικα λασκαρίδικα», όπως λέει και μία φίλη μου. Ένας σκηνοθέτης και ερμηνευτής, ένας από τους καλύτερους περφόρμερ της γενιάς του, που κάνει κάτι εντελώς δικό του.
Μέσα σε μία δεκαετία περίπου, έχει καταφέρει να δημιουργήσει το δικό του είδος παραστατικής τέχνης, που είναι αναγνωρίσιμο εντός και εκτός συνόρων. Οι παραστάσεις του (RELIC, ΤΙΤΑΝΕΣ, ELENIT) δεν είναι αμιγώς θέατρο, ούτε χορός, αλλά αποτελούν ένα μείγμα ειδών από το μπουρλέσκ και το τσίρκο μέχρι τα εικαστικά και το οποίο έχει ταξιδέψει από την Αθήνα και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι σε φεστιβάλ και σκηνές από τον Καναδά, στην Ευρώπη και από εκεί στην Κίνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν του ζητούν να περιγράψει τι κάνει, ποια είναι η ταυτότητα και η μορφή των έργων του, δυσκολεύεται και ο ίδιος να δώσει απάντηση. «Προτιμώ να μοιράζομαι είτε τις φωτογραφίες, είτε τα τρέιλερ των παραστάσεών μου. Νομίζω ότι έτσι η δουλειά μου περιγράφεται καλύτερα», αναφέρει σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας.
Προσεχώς, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης -που σε μία άλλη ζωή θα ήταν αρχιτέκτονας, ή ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης- θα βρεθεί μαζί με την ομάδα του, OSMOSIS στην Επίδαυρο. Στο Μικρό Θέατρο θα παρουσιάσει τη νέα εκδοχή μίας παράστασης που ήταν να δούμε πέρυσι στο αρχαίο θέατρο, αλλά δεν είδαμε ποτέ.
Ευριπίδη, κατηφορίζεις φέτος στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου ένα χρόνο μετά την αναβολή της παράστασης Ευριπίδης του Ευριπίδη, που δεν είδαμε τελικά ποτέ.
Πράγματι, πέρυσι ήμασταν καθόλα έτοιμοι να παρουσιάσουμε την παράσταση, η οποία λόγω των πυρκαγιών αναβλήθηκε, ακριβώς την ημέρα που είχε προγραμματιστεί η πρεμιέρα της.
Φέτος, επανερχόμαστε σε αυτήν με νέα σύσταση της ομάδας, διότι μία εκ των τριών περσινών ερμηνευτών δεν μπορούσε να συμμετέχει καθώς μόλις έγινε μαμά. Πέραν της αντικειμενικής -λόγω της μονοετούς αναβολής- επαναπροσέγγισης της παράστασης, η αντικατάσταση αυτή σήμανε μία συνολικότερη ανανέωση της οπτικής μέσα από την οποία θα δομηθεί και κατ’ επέκταση θα παρουσιαστεί φέτος.
Επιλέγω να βασίζομαι έντονα στην ιδιοσυγκρασία, την ταυτότητα και τα υλικά που φέρει ο κάθε ερμηνευτής κατά τη διαδικασία της δημιουργίας, οπότε μετά την αντικατάσταση η φετινή εκδοχή της παράστασης απέκτησε μία νέα μορφή. Γεγονός που μας οδήγησε και στην αλλαγή του τίτλου της παράστασης, που από Ευριπίδης του Ευριπίδη έγινε TOURNÉ.
Γιατί TOURNÉ;
Η λέξη «τουρνέ» φέρει μία «γαργαλιστική» αίσθηση. Είναι ξενόφερτη και είναι μία αναφορά στη στροφή, την περιστροφή, την ανατροπή. Όπως, φυσικά, και μία ευθεία αναφορά στις καλοκαιρινές περιοδείες και τους περιοδεύοντες θιάσους, που ούτως ή άλλως αποτελούν βασική έμπνευση για το έργο.
Έτσι, μαζί με τον στενό συνεργάτη μου και σύμβουλο δραματουργίας, Αλέξανδρο Μυστριώτη, αποφασίσαμε μετά από πολύωρη κουβέντα γύρω από την τροπή που έπαιρνε το έργο ήδη από πέρυσι, αλλά και την τροπή που πήρε ένα χρόνο μετά, με την ανανεωμένη φετινή ματιά να τη μετονομάσουμε σε TOURNÉ.
Ποια είναι η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε;
Όπως τα περισσότερα έργα μου, έτσι και το φετινό δεν ακολουθεί μία συγκεκριμένη ιστορία. Όντας λάτρης των ανοιχτών νοημάτων και ερμηνειών, δεν επιθυμώ να φτιάχνω έργα τα οποία χαρακτηρίζονται από μία γραμμική εξιστόρηση γεγονότων. Αυτό που με γοητεύει είναι να μπορούμε με την ομάδα μου να συνδιαλλασσόμαστε με το έργο, το περιεχόμενο και τη δομή του, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά έως και το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν μπει το κοινό στο θέατρο.
Μέσα από αυτό το έργο για ποια ζητήματα, ποιες έννοιες θέλεις να μιλήσεις;
Συνήθως, βάσει του τρόπου με τον οποίο δουλεύω, δεν προϋπάρχει μία τέτοιου τύπου ατζέντα με έννοιες και ζητήματα που θέλω να θίξω.
Κάποιο ερέθισμα ίσως;
Επί της δημιουργικής διαδικασίας, τα ερεθίσματα που μπορεί να εξάψουν τη φαντασία μου είναι πολύ ταπεινά – ένα αντικείμενο, μία περούκα, ένας φωτισμός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μία βόλτα στο αρχαίο θέατρο της Μικρής Επιδαύρου, κάτω από το ηλιοβασίλεμα, σκεπτόμενος έναν χαρακτήρα να κλαίει σε μία γωνιά του θεάτρου.
Αυτό ήταν η αφετηρία για να χτιστεί ένας κόσμος που αποτελεί πεδίο εξερεύνησης και παιχνιδιού και μέσα από τον οποίο γεννιούνται οι χαρακτήρες και οι σκηνές του έργου. Και μόνο όταν αυτές μπουν σε μία σειρά, ίσως να μπορέσει κάποιος να διακρίνει μία ιστορία, η οποία μοιραία φέρει κάποια νοήματα.
Παρόλο που κάποια από αυτά συμβαίνει να τα διαισθάνομαι ή να τα διακρίνω ήδη από τη διαδικασία των προβών, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ο στόχος ή η επιθυμία να συνδέω συνειδητά το έργο μου με μηνύματα, νοήματα ή έννοιες. Αυτό που προτιμώ είναι το δημιουργικό παιχνίδι της πρόβας, όπως και τη στιγμή της επικοινωνίας με το κοινό, σαν ένας μάγειρας που καλεί τους φίλους του σε ένα ωραίο δείπνο.
Στη σκηνή δε θα είσαι μόνος. Θα έχεις στο πλευρό σου δύο ακόμα ερμηνευτές.
Στο έργο αυτό συνεργάζομαι με τους εξαιρετικούς Ευθύμη Μοσχόπουλο, συνεργάτη μου από το 2019, και τη Μαρία Μοσχούρη, με την οποία συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί μας έχουμε και τον Δημήτρη Ματσούκα, ο οποίος είναι μόνιμος συνεργάτης από το 2016.
Ο ρόλος του Δημήτρη στις πρόβες είναι σημαντικός, καθώς βοηθάει τόσο πρακτικά επί σκηνής, όσο και ως εξωτερικός παρατηρητής. Θα προτιμούσα, όμως, να μην αναφερθώ ειδικά στους ρόλους των ερμηνευτών στην παράσταση, πριν τη μοιραστούμε με το κοινό.
Γιατί;
Δε συνάδει καθόλου με τη νοοτροπία μου να προκαταβάλλω το κοινό με τα νοήματα και τις προθέσεις το έργου, που ούτως ή άλλως δεν είναι απτά. Σαφώς και καταλαβαίνω την αγωνία κάποιου να είναι ενήμερος για το τι πρόκειται να δει, αλλά από τη φύση μου προτιμώ τις εκπλήξεις.
Έκπληξη προκαλείς και εσύ στο κοινό με το στοιχείο της μεταμόρφωσης που χαρακτηρίζει τις παραστάσεις σου. Θα το δούμε και στην TOURNÉ;
Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω έχει στον πυρήνα του τη μεταμόρφωση και τη γελοιότητα. Η μεταμόρφωση ξεκλειδώνει τη φαντασία μου. Αντί να βλέπω απέναντί μου τους ερμηνευτές/φίλους μου, ή εμένα τον ίδιο στον καθρέφτη της αίθουσας προβών, αντικρίζω πλάσματα τα οποία με «τσιγκλάνε» και με «ιντριγκάρουν» να τα σκηνοθετήσω σε απίθανες συνθήκες.
Ειδικότερα στη φετινή παράσταση το στοιχείο της μεταμόρφωσης είναι σημαντικό για έναν ακόμη λόγο. Το αρχαίο ανοιχτό θέατρο, καθώς και οι περιοδεύοντες θίασοι, που αποτελούν βασικό μέρος της έμπνευσης της TOURNÉ, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις φιγούρες των αρχαίων δραμάτων, οι οποίες συχνά παρουσιάζονται ντυμένες με τρόπο τέτοιο ώστε το σώμα του ηθοποιού να μεταμορφώνεται σε σώμα με μεγαλύτερο εκτόπισμα και με δυνατότητα μεγαλύτερης επιβολής στο χώρο – τεχνική που ακολουθούνταν από την αρχαία Ελλάδα.
Πότε μπήκε στη δημιουργία σου αυτή η έννοια της μεταμόρφωσης των αλλόκοτων πλασμάτων;
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν δούλευα τις Καρέκλες του Ιονέσκο με την Όλια Λαζαρίδου και τον Αντώνη Καφετζόπουλο το 2012, είχα μεγάλη επιθυμία να τους μεταμορφώσω, να τους φορέσω μύτες, περούκες, προσθετικά στο σώμα. Αυτός ο δρόμος ήταν πολύ απελευθερωτικός για εμένα.
Συνεπώς, ξεκίνησα να αναζητώ και τη δική μου μεταμόρφωση, η οποία προέκυψε το 2015 στη σόλο παράσταση RELIC. Συζητώντας με τον στενό συνεργάτη μου και ασύγκριτο καλλιτέχνη, Άγγελο Μέντη, σχετικά με το κοστούμι της παράστασης αυτής -ο ίδιος είχε αναλάβει σκηνικά και κοστούμια και στις Καρέκλες– θυμάμαι να του λέω χαρακτηριστικά ότι ήθελα να μεταμορφωθώ σε ένα ευτραφές πλάσμα με ψυχή περιστεριού. Ίσως, τότε ξεκίνησε η απενοχοποιημένη σχέση μου με τη μεταμόρφωση.
Με ποιο σκεπτικό φτιάχνεις τα έργα σου;
Αφετηρία των περισσότερων από τα τελευταία έργα μου είναι συνήθως ένας κεντρικός χαρακτήρας τον οποίο ερμηνεύω εγώ. Τον χαρακτήρα αυτόν μπορεί να τον έχω ονειρευτεί, είτε να τον έχω συναντήσει σε μία ανύποπτη στιγμή, είτε να προκύπτει από μία απροσδιόριστη πηγή έμπνευσης.
Έπειτα, αρχίζει σιγά-σιγά να μου αποκαλύπτεται το σύμπαν του, το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και πιθανόν συνυπάρχει με άλλους χαρακτήρες. Ουσιαστικά βασίζομαι στην επιθυμία μου για παιχνίδι, χωρίς αρχικά να υπάρχει κάποια άλλη σκέψη, ενώ δημιουργώ έργα στα οποία θα ήθελα να είμαι θεατής και να περνάω καλά παρακολουθώντας τα.
Αλήθεια, πώς θα περιέγραφες τη δουλειά σου; Και σε ρωτώ γιατί ο θεατής δεν έρχεται σε σένα να δει μία αμιγώς θεατρική ή χορευτική παράσταση. Είναι σαν να έχεις δημιουργήσει ένα δικό σου είδος.
Η σκηνική γλώσσα με την οποία μου αρέσει να πειραματίζομαι μοιάζει να είναι αταξινόμητη, καθώς δανείζεται στοιχεία από διάφορες μορφές παραστατικών τεχνών, τον χορό, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες. Παρακολουθώντας τα έργα μου, μπορεί επίσης κανείς να διακρίνει ψήγματα από διαφορετικά είδη, όπως το καμπαρέ, το μπουρλέσκ, το τσίρκο, ακόμα και θεάματα μεγαλύτερης κλίμακας, όπως η όπερα.
Χαίρομαι πάρα πολύ με το γεγονός ότι η δουλειά μου δεν εμπίπτει σε μία κατηγορία. Ταυτόχρονα όμως δυσκολεύομαι να περιγράψω τη μορφή και την ταυτότητά της. Συνήθως όταν μου ζητείται κάτι τέτοιο, προτιμώ να μοιράζομαι είτε τις φωτογραφίες, είτε τα τρέιλερ των παραστάσεών μου. Νομίζω ότι έτσι η δουλειά μου περιγράφεται καλύτερα.
Πότε κατάλαβες ότι αυτή θέλεις να είναι η δουλειά σου;
Αρχικά, υπήρχε η σκέψη και η επιθυμία να γίνω αρχιτέκτονας. Ο πατέρας μου ήταν αρχιτέκτονας και από μικρή ηλικία πήγαινα μαζί του στο γραφείο του, στις οικοδομές, με γοήτευαν από τότε τα οικοδομικά υλικά και μου άρεσε πολύ να σχεδιάζω.
Στην έκτη δημοτικού όμως όταν μπήκε μέσα μου το «μικρόβιο» του θεάτρου, άρχισα να διχάζομαι, ενώ ο διχασμός αυτός κράτησε έως ότου ξεκίνησα να φοιτώ και στις δύο σχολές, τη δραματική και την αρχιτεκτονική. Καθώς η μία ήταν πολύ κοντά στην άλλη, μπορούσα να βρεθώ με τα πόδια από την Ιπποκράτους στο Πολυτεχνείο στη Στουρνάρη μέσα σε μόνο δέκα λεπτά. Συνεπώς, για ένα διάστημα σπούδαζα και στις δύο ταυτόχρονα.
Όταν όμως οι απαιτήσεις στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν αυξήθηκαν συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πάρω μία απόφαση και την κρίσιμη στιγμή η πλάστιγγα έγειρε προς το θέατρο.
Ξεκίνησες με σπουδές υποκριτικής από το Θέατρο Τέχνης και έφτασες μέχρι να πάρεις την υποτροφία του ιδρύματος της Pina Bausch, της αείμνηστης ιέρειας της κίνησης και πρωτοπόρου του σύγχρονου χορού.
Μετά την αποφοίτησή μου από το Θέατρο Τέχνης, έχοντας κάποιες ανησυχίες σχετικά με το αν προτιμούσα να βρίσκομαι πάνω στη σκήνη ή κάτω από αυτήν, ως σκηνοθέτης, αποφάσισα να φύγω στη Νέα Υόρκη, όπου έκανα ένα διετές μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία του θεάτρου. Το ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη διήρκησε συνολικά τέσσερα χρόνια, μέσα στα οποία είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με σπουδαίους καλλιτέχνες, χορευτές και χορογράφους και, συνεπώς, να αποκτήσω την πρώτη μου επαφή με τον χορό.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, είχα την τύχη να δουλέψω με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, μία συνεργασία που αποτέλεσε μία επιπλέον μαθητεία για την καλλιτεχνική μου πορεία. Κομβικής σημασίας για την εξέλιξή μου αποτέλεσε πράγματι η υποτροφία που έλαβα από το Pina Bausch Foundation για να παρακολουθήσω τον Σαμοανό, διεθνή χορογράφο Lemi Ponifasio, ο οποίος ζει και δημιουργεί στη Νέα Ζηλανδία. Βρέθηκα, λοιπόν, για ένα εξάμηνο να ταξιδεύω μαζί του από την Αυστρία και τη Γαλλία, έως τη Νέα Ζηλανδία, το Σαντιάγο της Χιλής και το νησί του Πάσχα, παρακολουθώντας τη δουλειά του και τον τρόπο εργασίας του.
Υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες που σε ενέπνευσαν στην πορεία σου ως δημιουργό, αλλά και ως παιδί και έφηβο;
Σε κάθε περίπτωση, η Μαρία Χρυσομάλλη-Κατζουράκη, δασκάλα θεάτρου στο σχολείο μου, ήταν ο άνθρωπος που φύτεψε μέσα μου το θεατρικό σπόρο, κάνοντάς με να αναρωτηθώ με ποιον τρόπο θα μπορούσα να ασχοληθώ και εγώ με την τέχνη αυτήν. Έχοντας η ίδια μεγάλη αγάπη για τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης, αλλά και ούσα σύζυγος του Μίμη Χρυσομάλλη, ο οποίος ήταν μέλος της ομάδας του Σταμάτη Φασουλή την περίοδο των ελληνικών επιθεωρήσεων, είχε την ικανότητα να δημιουργεί θεατρικές σκηνές με τα απλούστερα μέσα, για παράδειγμα μία περούκα, ένα μουστάκι, δυο πανιά και ένα τραπέζι. Αναγνωρίζω πλέον πως η προσέγγιση αυτή υπήρξε καθοριστική για το τρόπο με τον οποίο ευχαριστιέμαι να δημιουργώ.
Φυσικά, μετά τη Μαρία Χρυσομάλλη βρέθηκα στο Θέατρο Τέχνης κοντά στον Μίμη Κουγιουμτζή, ο οποίος επίσης ήταν σημαντικός δάσκαλός μου, ειδικά στον αυτοσχεδιασμό, καθώς ο τρόπος με τον οποίο δίδασκε βασιζόταν σε γκροτέσκα στοιχεία εκφραστικότητας, τα οποία μου ταιριάζουν πολύ και αποτελούν βασικό συστατικό της σκηνικής μου ύπαρξης.
Δε θα μπορούσα όμως να μην αναφέρω πάλι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον οποίο θεωρώ μοναδικό τεχνίτη της δουλειάς μας. Δίπλα του έμαθα σπουδαία πράγματα ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία, τη χρήση της σκηνής και των σκηνικών αντικειμένων, αλλά και του γενικότερου τρόπου με τον οποίο μπορεί κανείς να μετουσιώσει καθημερινές δράσεις σε ποίηση.
Πώς γεννήθηκε η επιθυμία να δημιουργήσεις τη δική σου ομάδα, την OSMOSIS;
Ήθελα να συνεργαστώ με φίλους καλλιτέχνες που αισθανόμουν ότι είχαμε ένα κοινό καλλιτεχνικό ερώτημα και το 2009 δημιουργήθηκε η ομάδα OSMOSIS. Την πρώτη μας δουλειά την παρουσιάσαμε σε μία υπόγεια αποθήκη στην Αγία Θέκλας, σε ένα χώρο που αργότερα έγινε το μικρό μας στούντιο. Κατόπιν, κληθήκαμε να παρουσιάσουμε το έργο μας σε ποικίλους, μικρότερους ή μεγαλύτερους χώρους και οργανώσεις, όπως σε μία πειραματική συνάντηση στο Εθνικό Θέατρο, στην κατάληψη του Εμπρός, αλλά και στο ευρύ κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2012.
Από τη γέννησή της έως τώρα, η ομάδα διατηρεί έναν πυρήνα καλλιτεχνών, παράλληλα όμως διαρκώς μεγαλώνει και ανασυντάσσεται με την ένταξη νέων συνεργατών.
Πόσο εύκολο είναι να διατηρείς μία καλλιτεχνική ομάδα στην Ελλάδα σήμερα;
Είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, καθώς δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες χρηματοδοτήσεις που αφορούν στη μακροπρόθεσμη συντήρηση αυτής. Συνεπώς, αναγκάζεται κανείς να αιτείται στήριξη ανά πρότζεκτ και να παραμένει διαρκώς ευρηματικός αλλά και να χάνει πολύτιμους συνεργάτες για του οποίους δεν μπορεί να εξασφαλίσει μία οικονομικά σταθερή συνεργασία, κάτι που είναι πολύ λυπηρό.
Τι σε κάνει να χαμογελάς όταν θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;
Τα καλοκαίρια που φεύγαμε από το Χαλάνδρι, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, και πηγαίναμε στο νησί του παππού μου, στη Λήμνο.
Από τον μικρό σου εαυτό τι έχεις κρατήσει αναλλοίωτο; Κάτι που δε θέλεις ποτέ να αλλάξεις/χάσεις;
Υπάρχει μέχρι σήμερα ένα διαρκές υποβόσκον αίσθημα σκανδαλιάς. Αισθάνομαι ότι είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωής μου. Την επιθυμώ τη σκανδαλιά και νομίζω ότι σε πολλές εκδοχές οι σκηνικές μου επιλογές εμπεριέχουν την έννοιά της, που έρχεται και επανέρχεται στα έργα μου.
***
TOURNÉ
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Ευριπίδης Λασκαρίδης
Κείμενο – Χορογραφία Η ομάδα
Ερμηνεία Ευριπίδης Λασκαρίδης, Ευθύμιος Μοσχόπουλος, Μαρία Μοσχούρη
Κοστούμια Άγγελος Μέντης
Πρωτότυπη μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός Γιώργος Πούλιος
Σκηνογραφία Λουκάς Μπάκας
Συνεργάτης σκηνογράφος Φιλάνθη Μπουγάτσου
Σύμβουλος φωτισμών Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Συνεργάτης φωτιστές Εβίνα Βασιλακοπούλου (2022), Βαγγέλης Μούντριχας (2021)
Σκηνικά αντικείμενα Όλγα Βλάσση
Ειδικές κατασκευές Κωνσταντίνος Χαλδαίος
Σύμβουλος δραματουργίας Αλέξανδρος Μιστριώτης
Καλλιτεχνικοί Συνεργάτες Αμαλία Κοσμά, Δημήτρης Ματσούκας, Τατιάνα Μπρε
Βοηθός σκηνοθέτη Δήμος Κλιμενώφ
Βοηθός ενδυματολόγου Άελλα Τσιλικοπούλου
Τεχνικός διευθυντής Κωνσταντίνος Μαργκάς
Ηχολήπτες Γιώργος Χανός (2022), Κωστής Παυλόπουλος (2021)
Φωτογράφος Ελίνα Γιουνανλή
Μετάφραση υπερτίτλων Ορφέας Απέργης
Υπεύθυνος παραγωγής Νίκος Μαυράκης – TooFarEast
Οργάνωση παραγωγής διεθνούς περιοδείας Simona Fremder – EdM Productions
Συμπαραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, ομάδα OSMOSIS
Info
29, 30/07/2022 στις 21:30. Μικρό Θέατρο Αρχαίου Επιδαύρου. Εισιτήρια εδώ.