ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Ο Άγγελος Φραντζής βρίσκει κάτι το αντισυστημικό στην Ευτυχία

Ο σκηνοθέτης της “Ευτυχίας” μας μιλά για την εμβληματική του ηρωίδα και για το πού οφείλεται η θερμή ανταπόκριση του κοινού στην ταινία.

«Όλα αυτά τα τραγούδια είναι στο DNA μας, στη συλλογική μας μνήμη», μου λέει ο Άγγελος Φραντζής καθώς προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε την τεράστια επιτυχία της “Ευτυχίας”, της ταινίας της χρονιάς για το ελληνικό σινεμά.

Ο Φραντζής έχει πια σχηματίσει ένα αξιοζήλευτο σύνολο έργου όπου τίποτα δε μοιάζει προβλέψιμο δίπλα στο άλλο, και όπου ένα πειραματικό φιλμ τριών προσώπων μπορεί να στέκεται δίπλα σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της χρονιάς. Από το “Polaroid” και το “Όνειρο του Σκύλου” μέχρι το περσινό “Ακίνητο Ποτάμι” και την “Ευτυχία” έχουν περάσει χρόνια ή και δεκαετίες, αλλά η κοινή συνισταμένη είναι ένας σκηνοθέτης που διαρκώς ψάχνει να βρει πράγματα που τον συναρπάζουν.

Η “Ευτυχία” παίζεται σε Α’ τηλεοπτική προβολή την Κυριακή του Πάσχα (19/4, 21.00) στo COSMOTE CINEMA 1HD.

Και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν ένα τέτοιο πρόσωπο. Παιγμένη από την Καριοφυλλιά Καραμπέτη και την Κάτια Γκουλιώνη, η εμβληματική στιχουργός έγινε ένα από τα κινηματογραφικά πρόσωπα της χρονιάς μέσα από την πολυβραβευμένη (με 8 βραβεία Ίρις, ανάμεσα σε αυτά και το Καλύτερης Ταινίας αλλά και 3 ερμηνευτικά βραβεία) ταινία του Φραντζή που φέτος έγινε εκτός από καλλιτεχνικό, και εισπρακτικό φαινόμενο.

Με αφορμή τόσο τις επιτυχίες της ταινίας, όσο και την τηλεοπτική της πρεμιέρας αυτή την Κυριακή του Πάσχα στην COSMOTE TV, βρήκαμε τον Φραντζή στο τηλέφωνο για να μιλήσουμε διεξοδικά για το φιλμ αλλά και για την ηρωίδα του. Τι είναι αυτό που έκανε τον κόσμο -αλλά και τον ίδιο τον σκηνοθέτη!- να παθιαστεί με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ποια η σχέση της Ευτυχίας με την Ιστορία, και πώς προσέγγισε σκηνοθετικά ένα σενάριο που ο ίδιος χαρακτηρίζει ορμητικό;

Πού ξεκινάει η δική σου εμπλοκή με το πρότζεκτ, τι ήταν για σένα αυτό φάνηκε ενδιαφέρον;

Ήταν ένα πρότζεκτ που υπήρχε ήδη στην αρχή από άλλο παραγωγό και ο Κώστας Λαμπρόπουλος είχε εμπλακεί από την αρχή σε αυτό, το οποίο ως πρότζεκτ δεν ευόδωσε, δεν βρήκε χρήματα, είχε ναυαγήσει κάπως η όλη ιστορία. Κάποια στιγμή μπήκε ο Διονύσης Σαμιώτης και η Tanweer και είπαν ότι θέλουν να το κάνουνε και εκεί κάπου μπήκα εγώ. Με φώναξαν και μου δώσανε να διαβάσω το σενάριο. Αυτό έγινε τον Μάιο, αρχές Μαϊου πήρα το σενάριο στα χέρια μου και η ταινία πήγαινε για γύρισμα αρχές Ιουλίου.

Τώρα, πέρυσι; Κάπως γρήγορα!

Όχι κάπως! Είναι χρόνοι που δεν υπάρχουν, ειδικά για να κάνεις κάτι τέτοιας εμβέλειας. Αλλά διαβάζοντας το σενάριο της Κατερίνας της Μπέη με γοήτευσε τρομερά ο τρόπος που είχε καταφέρει να αποδώσει τον χαρακτήρα της Ευτυχίας. Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου την ήξερα κι εγώ όπως όλοι αλλά όχι κάτι πιο βαθύ, δεν είχα εντρυφήσει πραγματικά. Και με το που διάβασα το σενάριο είπα ότι εδώ υπάρχει κάτι πολύ ενδιαφέρον να αναπτύξει κανείς, και πολύ γοητευτικό κυρίως χάρη στη ροή που είχε αυτό το σενάριο. Ήταν μια ζωή σαν ένα ποτάμι που ρέει, που δεν σταματάει να κυλά.

Αυτό ήταν το στοιχείο που από την αρχή με γοήτευσε. Και το πώς είχαν αποδοθεί όλες οι αντιφάσεις που είχε αυτός ο χαρακτήρας. Κι έτσι, ενώ συνήθως δεν κάνω παρά ταινίες που ξεκινάνε από δικές μου ιδέες, αυτό είπα πως είναι κάτι που με ενδιαφέρει να μπω και να το κάνω.

Είπες πως την ήξερες την Ευτυχία αλλά χωρίς κάποια περαιτέρω σχέση, όπως πολλοί από εμάς λίγο-πολύ…

Δεν την ήξερα πραγματικά βαθιά, ήξερα τα τραγούδια, κάποια πράγματα πολύ γενικά για εκείνη. Δεν είχα την τύχη να δω το θεατρικό οπότε δεν είχα καν αυτή την εικόνα για το πώς είχε αποδοθεί εκεί ο χαρακτήρας. Είχα ακούσει για το θεατρικό αλλά δεν το είχα δει ποτέ, κι αυτό ήταν και καλό με έναν τρόπο γιατί διάβασα το σενάριο με ένα μάτι αρκετά παρθένο ας πούμε.

Τι βρήκες λοιπόν συναρπαστικό στον χαρακτήρα ανακαλύπτοντάς την κατά αυτό τον τρόπο, αλλά και αναπτύσσοντας μετέπειτα την ταινία; Σε αυτήν, ως περσόνα, ως άνθρωπο.

Για μένα ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε κατάματα τη ζωή έχοντας ταυτόχρονα ένα πολύ παράδοξο χιούμορ. Έχοντας δηλαδή μια λοξή κάπως ματιά πάνω στη ζωή και πάνω στα πράγματα, καθώς και το γεγονός ότι έχει όλες αυτές τις αντιφάσεις σαν χαρακτήρας, από τη μία είναι γυναίκα που είναι διανοούμενη, έρχεται από τη Σμύρνη με εφόδια και έχοντας γράψει ποιητικές συλλογές, έχοντας διαβάσει και σπουδάσει, κάτι σπάνιο για μια γυναίκα της εποχής, αλλά ταυτόχρονα έχει μια αμεσότητα και μια λαϊκότητα σαν άνθρωπος, σαν χαρακτήρας, έναν παρορμητισμό που την κάνει συνέχεια να ισορροπεί ανάμεσα σε αντίθετα πράγματα.

«Οι βιογραφίες δεν είναι από τα είδη που με ενδιαφέρουν. Με ενδιέφερε ο συγκεκριμένος χαρακτήρας.»

Αυτές τις αντιφάσεις η ίδια δεν τις εισπράττει ως μια σύγκρουση εσωτερική, αλλά αντίθετα τα αγκαλιάζει ως ένωση. Αυτή η ένωση λοιπόν, και η αποδοχή των εσωτερικών της αντιφάσεων, χαρτοπαιξία, πάθη, δοτικότητα, παρορμητισμό, χιούμορ, και ταυτόχρονα τη δημιουργικότητα την τόσο εμπνευσμένη που είχε ως καλλιτέχνης για να μπορεί να βλέπει τη ζωή με τον τρόπο που τον έβλεπε, ήταν αυτά τα στοιχεία που με γοήτευσαν εηαρχής. Και αυτά ήταν τα στοιχεία που προσπαθούσαμε να αναδείξουμε μέσω των ερμηνειών.

Γιατί εντάξει, ο χαρακτήρας είναι αυτός που είναι και το σενάριο τον αποκωδικοποιεί πολύ ωραία ως προς αυτά τα κομμάτια. Όμως μετά αυτό περνάει στο πώς όλο θα μετουσιωθεί σε μια Ευτυχία που θα την αγαπήσουμε και θα συνδεθούμε μαζί της. Γιατί είχε και το ρίσκο να γίνει μια αντιπαθητική Ευτυχία.

Είναι πολύ καλή η απόδοση ερμηνευτικά αυτών των διαφορετικών πτυχών του χαρακτήρα της, το χιούμορ, το πόσο σκληρή είναι, τα πάθη της, έχει ενδιαφέρον ότι δεν την κρίνει ποτέ η ταινία, την αγκαλιάζει σε όλες τις πτυχές της.

Ακριβώς, και αυτό υπάρχει και ερμηνευτικά. Δεν υπάρχει αντιμετώπιση κριτική και σε αυτό βοηθάει πολύ και όλο το πρώτο κομμάτι της ταινίας, που ερμηνευτικά μας αναδεικνύει πάρα πολλά από αυτά τα στοιχεία, το χιούμορ, τις αντιφάσεις της, όλα αυτά τα πράγματα που έρχονται από την Κάτια, να τα πάρει η Καριοφυλλιά και να τα εξελίξει σε κάτι άλλο, στην πιο μεγάλη ηλικία πια. Αλλά αυτές οι βάσεις μπαίνουν από την αρχή μέσα στον χαρακτήρα και την ταινία.

Ερμηνευτικά υπάρχει αυτό το έξτρα ενδιαφέρον στην ανάπτυξη του χαρακτήρα. Στην απεικόνιση πραγματικών χαρακτήρων υπάρχουν σημεία αναφοράς ούτως ή άλλως αλλά εδώ έχουμε το έξτρα, ότι δεν παίζει μία ηθοποιός 15 λεπτά στην αρχή όπως συμβαίνει κλασικά, και μετά η ταινία περνάει στις πλάτες ενός άλλους ηθοποιού. Υπάρχει μια ροή. Πώς δουλέψατε πάνω σε αυτή τη δυναμική;

Αυτό ακριβώς που λες είναι, και για μένα ήταν το πιο μεγάλο ρίσκο και στοίχημα μες στην ταινία. Η ταινία είναι χωρισμένη στα δύο, ως τη μέση παίζει η Κάτια και μετά η Καριοφυλλιά. Μισό-μισό. Κι αυτό που λες συμβαίνει συχνά στις βιογραφίες, συνήθως 15 λεπτά της νέας ηλικίας και μετά ο βασικός ηθοποιός. Εδώ το ρίσκο είναι ακόμα μεγαλύτερο στο να μη συνδεθεί αυτό το πράγμα, να είναι αποσπασματικό και να χαθεί ανάμεσα στις δύο ερμηνείες.

Όλη η προσπάθεια και η δουλειά έγινε από τις πρόβες και την προετοιμασία, σκέψου πρόβες πολύ εντατικές, από τον λίγο χρόνο που είχαμε. Κάναμε πρόβες εξαρχής με την Κάτια και την Καριοφυλλιά μαζί. Με την Κάτια έχοντας ξαναδουλέψει σε τόσες ταινίες και έχοντας μια συνεργασία, κάθε φορά που δουλεύω μαζί της μου διευρύνει ένα σύμπαν και έναν χαρακτήρα, καταλαβαίνω πράγματα για τον χαρακτήρα που δεν τα είχα αντιληφθεί. Ταυτόχρονα, ήταν η πρώτη φορά που δούλευα με την Καριοφυλλιά, και ήρθε να δώσει μια τελείως δική της οπτική.

Οπότε έπρεπε να συνδέσουμε αυτά τα πράγματα. Σκέψου κάναμε πολλές πρόβες που δεν είχαν καθόλου να κάνουν με το σενάριο και με τις σκηνές, αλλά ήταν ασκήσεις, αυτοσχεδιασμοί, που η μία έπαιρνε τη σκυτάλη από την άλλη. Δηλαδή ενώ ξεκίναγε έναν αυτοσχεδιασμό η Κάτια τον συνέχιζε η Καριοφυλλιά και μετά ξαναέμπαινε η Κάτια, και τα λοιπά. Ή με τους δύο ανθρώπους που η Ευτυχία είχε σχέση στην ταινία όταν την έπαιζε και η Κάτια και η Καριοφυλλιά, δηλαδή ο Θάνος και ο Πυγμαλίωνας, κάναμε πρόβες και μαζί τους. Και μπορεί να ήταν η Καριοφυλλιά στην αγκαλιά του Πυγμαλίωνα και να έφευγε και να έμπαινε η Κάτια και να συνέχιζε τον αυτοσχεδιασμό, ή αντίστροφα. Πάρα πολλά τέτοια πράγματα, μαζί φυσικά με βιογραφικά στοιχεία και αναφορές, ώστε να βρούμε αυτό τον χαρακτήρα.

Που, παρεμπιπτόντως, δεν είναι ένας χαρακτήρας που είχαμε πάρα πολλά στοιχεία οπτικά. Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες, που δεν είναι και πολλές, είναι πολύ συγκεκριμένες. Και από εκεί και πέρα υπάρχει ένα βιντεάκι 13 δευτερολέπτων που εμφανίζεται στη σκηνή και λέει κάτι, και μια συνέντευξη ραδιοφωνική που ακούς τη φωνή της. Δεν υπάρχει και τίποτα άλλο. Γιατί δεν ήταν ένα πρόσωπο της δημοσιότητας, δεν ήταν μια τραγουδίστρια ή ένας συνθέτης που έχουν άλλου τύπου δημοσιότητα. Ένας στιχουργός ήταν, που πάντα είναι περισσότερο στην αφάνεια πόσο μάλλον εκείνη την εποχή.

Οπότε έπρεπε να το χτίσουμε το χαρακτήρα με βάση όλα αυτά και με βάση την έρευνα που κάναμε. Μιλήσαμε με ανθρώπους, κυρίως με τον έγγονό της που μας έδωσε πολλά στοιχεία και τον συμβουλευτήκαμε πολύ πάνω σε αυτό, και βέβαια με το βιβλίο της Μανέλη που είναι εγγονή της και δεν είναι πια στη ζωή. Από εκεί αντλήσαμε πολλά πράγματα, όπως και το σενάριο, που είναι πολύ πάνω στο βιβλίο.

Η ταινία βάζει την Ευτυχία στο κέντρο και εστιάζει σε αυτήν ενώ γύρω τρέχει η εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας. Κατά πόσο αυτό ήταν ένα σημείο ενδιαφέροντος στην ταινία;

Ήταν καταρχάς μια επιλογή σεναριακή που εμένα μου φάνηκε πολύ τολμηρή και ενδιαφέρουσα. Η επιλογή ήταν να μην υπάρχουν πουθενά ημερομηνίες. Θα μπορούσαμε να λέγαμε εδώ είμαστε στο 1930 κλπ. Αν εξαιρέσεις τη μικρασιατική καταστροφή, κάτι δηλαδή πολύ συγκεκριμένο και σημείο έναρξης για το ίδιο τον χαρακτήρα πέρα από ένα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός, αν εξαιρέσεις αυτό δεν υπάρχουν στην ταινία ημερομηνίες. Το ένα ρέει με το άλλο και οι αλλαγές των εποχών πρέπει να βγαίνουν μόνο μέσα από τους ηθοποιούς, τα σκηνικά, τα κουστούμια και το χρόνο που περνάει μέσα στα πρόσωπά τους.

Αυτό είναι που λέγαμε στην αρχή ότι ήταν για μένα σαν ένα ποτάμι που δε σταματάει να κυλά. Αυτό το ότι δεν υπάρχουν κεφάλαια και στάδια είναι που δίνει στην ταινία αυτή την ορμή και αυτή τη φόρα που έχει και που βεβαίως αυτό που ήδη υπάρχει στο σενάριο ήθελα να το ενισχύει η σκηνοθεσία. Γι’αυτό υπάρχει πολλή κίνηση της κάμερας. Οι σκηνές έχουν γίνει όλες πολύ κινητικές, είτε από κίνηση κάμερας είτε από το μπλόκινγκ των ηθοποιών, μια σκηνή δηλαδή που είναι σε ένα χώρο εγώ μπορεί να την έχω βάλει σε τρεις χώρους, οπότε ηθοποιοί περπατάνε, φεύγουν, ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, πάνε από την κουζίνα στο σαλόνι κλπ. Οπότε είναι σε μια συνεχή κίνηση αυτό το πράγμα, θέλοντας να τονίσω αυτή τη συνεχή και αέναη και συνεχόμενη ροή, και αυτή τη φόρα που είχε ο χαρακτήρας, με έναν τρόπο.

«Όλα αυτά τα τραγούδια είναι στο DNA μας, είναι στη συλλογική μας μνήμη.»

Όσο για τον περίγυρο ήταν κι αυτό μια συνειδητή επιλογή. Θα μπορούσαμε σεναριακά να ήταν μια τελείως άλλη ιδέα, και ταινία ταυτόχρονα, με την Ευτυχία να περνάει την ιστορία της Ελλάδας, μέσα από γεγονότα ιστορικά, μεγάλα. Θα ήταν μια πολύ διαφορετική ταινία. Και η ταινία κρίθηκε και για αυτό! Αν υπάρχει δηλαδή ένα κοινό σημείο, όχι σε όλες, αλλά σε αρκετές κριτικές, ήταν ότι “μα που είναι η Ιστορία, γιατί δεν υπάρχει ιστορικός περίγυρος”.

Αυτό ήταν πάρα πολύ συνειδητή επιλογή γιατί αν υπήρχε ένας ιστορικός περίγυρος για να μπει με έναν τρόπο που είναι πραγματικά πειστικός, να είναι ουσιαστικός δηλαδή και να μην είναι απλά αναφορές– γιατί σκέψου αναφορές που υπήρχαν από εδώ κι από εκεί στο σενάριο, επιλέξαμε τελικά να τις βγάλουμε. Υπήρχε αναφορά στον εμφύλιο, υπήρχαν αυτά τα πράγματα, αλλά επιλέξαμε να τις βγάλουμε γιατί είπαμε Όχι, αφού πάμε να το κάνουμε να είναι μέσα στην ψυχή του ήρωα και μέσα σε αυτό το πράγμα που είναι η οικογένεια και ο περίγυρός της, ας το κάνουμε all the way, να μην το κάνουμε μέχρι τη μέση.

Γιατί θα μπορούσε να ήταν “Θίασος”, θα μπορούσε να είναι μια άλλη ταινία. Που θα ήταν καλύτερη, χειρότερη, δεν ξέρω. Άλλη. Καταρχάς λοιπόν το να βάλουμε μέσα το ιστορικό πλαίσιο θα απαιτούσε ένα πενταπλάσιο μπάτζετ αν θέλαμε να γίνει σωστά και να μην ακούν απλά στο ραδιόφωνο ότι κάτι έγινε. Αλλά πέρα από αυτό το πρακτικό, η ταινία εστίαζε στον χαρακτήρα κι αυτή ήταν η γοητεία και η δύναμή της. Θα ήταν αντιπερισπασμός κάπως όλα τα υπόλοιπα πράγματα.

Συν ότι από τις μαρτυρίες που έχουμε και από το βιβλίο, έμοιαζε σαν η Ιστορία να περνάει από δίπλα της, με κάποιο τρόπο. Στο βιβλίο, αν εξαιρέσεις τη μικρασιατική καταστροφή, δεν υπάρχουν πουθενά αναφορές για τη σχέση της και με ποια πολιτικά γεγονότα.

Ήθελα να μιλήσουμε και για την αδιαμφισβήτητη επιτυχία της ταινίας. Είναι πολύ ευχάριστο όταν κάνει τόσο μεγάλο box office μια ταινία που είναι σινεμά, να το πω έτσι. Πώς βρήκες την ανταπόκριση του κοινού, πού πιστεύεις ότι έπιασε η ταινία τον κόσμο;

Δεν είναι μία παράμετρος, είναι πολλές, και η μία είναι σίγουρα ο ίδιος ο χαρακτήρας. Η αντισυμβατικότητα, ο παρορμητισμός και το πόσο γοητευτική μέσα στις αντιφάσεις της είναι η Ευτυχία, αυτό είναι νομίζω είναι ένας παράγοντας. Ο δεύτερος είναι ότι το σενάριο και η ταινία έχει μέσα στοιχεία υποστηρίζοντας αυτές τις αντιφάσεις οπότε τελικά έχουμε πράγματα που είναι πολύ συγκινητικά και πράγματα που είναι πολύ αστεία. Αυτός ο συνδυασμός, ότι δηλαδή δεν είναι καθαρά ένα συγκινητικό έπος, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε και με πολλή ελαφρότητα κάποια πράγματα, κάτι που πηγάζει πάλι από τον χαρακτήρα αυτό, είναι νομίζω ένα στοιχείο που έκανε την ταινία αυτό που είναι.

Και μετά ένα στοιχείο είναι ο κινηματογράφος. Προσπαθήσαμε από όλα τα τμήματα, σκηνικά, κουστούμια, ερμηνείες, ήχος κλπ, να κάνουμε μια πολύ σοβαρή δουλειά και να μην κάνουμε καμία ξεπέτα, να το αντιμετωπίσουμε με μια σοβαρότητα αλλά όχι με μια σοβαροφάνεια. Γιατί πολλές φορές, ειδικά ταινίες εποχής βιογραφικές πάσχουν από αυτό, έχουν μια ακαδημαϊκούρα και κάτι πομπώδες, κάτι πολύ σοβαροφανές που σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε. Οπότε νομίζω όλα αυτά τα στοιχεία, συν οι πολύ δυνατές ερμηνείες, έκαναν τον κόσμο να μπει πάρα πολύ μέσα στην ταινία, να γελάσει, να κλάψει κλπ.

«Τις αντιφάσεις η ίδια δεν τις εισπράττει ως μια σύγκρουση εσωτερική, αλλά αντίθετα τις αγκαλιάζει ως ένωση.»

Συν ότι όλα αυτά τα τραγούδια βέβαια είναι στο DNA μας, είναι στη συλλογική μας μνήμη. Είναι εντυπωσιακό ότι η ταινία άγγιξε, περίμενες να αγγίξει ένα συγκεκριμένο ηλικιακό κοινό αλλά τελικά ανακαλύψαμε σιγά σιγά ότι άρχισε να μπαίνει και πάρα πολύς νέος κόσμος, με παίρναν τηλέφωνο και μου λέγανε ότι πάνε σχολεία στην ταινία, μαθητές, κλπ. Κάτι άγγιξε βαθύτερα, μια χορδή που νομίζω έχει να κάνει πολύ με αυτό το ελεύθερο και ασυμβίβαστο πνεύμα που ήταν η Ευτυχία.

Η Ευτυχία έχει κάτι το αντισυστημικό με κάποιο τρόπο η ίδια ως χαρακτήρας. Και χωρίς να θέλω να κάνω καμία σύγκριση, είναι περίεργο ότι την ίδια χρονιά έκανε αυτή την επιτυχία το “Joker”, που είναι ένας χαρακτήρας επίσης… Τελείως άλλος, και καμία σχέση ως ταινίες, κι όμως η σύνδεσή τους σε αυτό το κομμάτι μόνο κάτι λέει, σε σχέση με μια ανάγκη του κοινού, σε μια συγκεκριμένη εποχή και μια συγκεκριμένη κοινωνία.

Όπως συζητούσαμε τώρα συνειδητοποιήσα πως και για μένα έπαιξε ρόλο αυτό, ότι τα τραγούδια της τα ξέρουμε όλοι και την ίδια σαν όνομα και παρουσία, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέραμε πάρα πολλά, δεν ήταν ένας άνθρωπος που έχουμε συνηθίσει ή βαρεθεί.

Ακριβώς. Μα για πάρα πολύ κόσμο που δεν ήξερε καν το όνομά της αυτό ήταν μια έκπληξη, δλδ “α κοίτα να δεις”, ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πίσω από όλα αυτά τα τραγούδια; Αλλά ήταν βεβαίως και ένα ρίσκο, γιατί στην αρχή λέγαμε ρε παιδιά ποιος θα πάει να δει μια ταινία για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δεν την ξέρει κανείς. Δηλαδή την ξέρουν αλλά είναι λίγος κόσμος, είναι 100,000 εισιτήρια, δεν είναι το κοινό των 700,000 εισιτηρίων που έκανε!

Μιλώντας για το μέγεθος αυτό, εσύ ως σκηνοθέτης έχεις δουλέψει σε ταινίες και μικρές και πειραματικές και τώρα κάτι τόσο μεγάλο, φαίνεται μια ενδιαφέρουσα μετάβαση χωρίς να σημαίνει πως το ένα πράγμα πρέπει να αναιρεί το άλλο. Ή μια ταινία σαν το “Ακίνητο Ποτάμι” που είναι κάτι άλλο. Είναι διαφορετικές καν προσεγγίσεις για σένα; Πώς βλέπεις αυτά τα πρότζεκτ;

Μου αρέσει πολύ να πειραματίζομαι με διαφορετικά πράγματα και κάθε ταινία να είναι διαφορετική σε όλα τα επίπεδα, σε θέμα, φόρμα, δραματουργία, μπάτζετ. Δηλαδή αυτό είναι κάτι που μου αρέσει γιατί νιώθω ότι με αυτό τον τρόπο κάπως δεν εγκλωβίζομαι σε κάτι, αλλά από την άλλη μπορεί να μη φτάνω πιθανώς σε πολύ μεγάλο βάθος των πραγμάτων. Υπάρχουν οι δημιουργοί που έχουν μια γραμμή και κάπως η υπογραφή τους είναι πάρα πολύ στέρεη και η ταυτότητά τους είναι τόσο πολύ έντονη που βλέπεις μισό πλάνο και έχεις καταλάβει για ποιον σκηνοθέτη μιλάμε.

Και υπάρχουν σκηνοθέτες που τους αρέσει να κάνουν πολύ διαφορετικά πράγματα, για παράδειγμα ο Κιούμπρικ ή ο Ρενέ… χωρίς να θέλω… [γελάει] προφανώς να βάλω τον εαυτό μου κάπου εκεί. Ή ο Παναγιωτόπουλος! Στην Ελλάδα. Είναι σκηνοθέτες που κάνανε πολύ διαφορετικά πράγματα αλλά κάθε ταινία του Παναγιωτόπουλου παρότι ήταν πολύ διαφορετική ένιωθες ότι ήταν ο Παναγιωτόπουλος από πίσω. Και υπάρχει ο Αγγελόπουλος, ως μια κατηγορία σκηνοθετών που είναι ένα πράγμα, ξέρεις ότι είναι αυτό.

Το κάθε ένα έχει τα καλά του και τα κακά του, ενδεχομένως οι σκηνοθέτες που κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα να μη μπορούν να φτάσουν σε ένα τόσο βαθύ επίπεδο γιατί δεν έχουν εμβαθύνει τόσο πολύ σε ένα πράγμα, να το αναπτύξουν όσο άλλοι. Από την άλλη, οι σκνηοθέτες που κάνουν το ίδιο πράγμα, έχουν το κίνδυνο της επανάληψης, να γίνεις μια φωτοτυπία του ίδιου σου του εαυτού, φωτοτυπία της φωτοτυπίας, που κάποια στιγμή φθίνει τελείως και βλέπεις ένα πράγμα που μιμείται μια φόρμα που έχει ήδη προϋπάρξει του ίδιου του σκηνοθέτη. Το έχουμε δει σε πολλούς να συμβαίνει. Οπότε ναι, εμένα μου αρέσει να κάνω διαφορετικά πράγματα εντελώς κάθε φορά.

Οι δύο τελευταίες σου ταινίες βγήκαν πολύ κοντά μεταξύ τους, τώρα δουλεύεις ήδη σε κάτι επόμενο;

Στη διανομή βγήκαν μες στον ίδιο χρόνο, 2019 και τα δύο. Το “Ακίνητο Ποτάμι” ήταν βέβαια μια ταινία που είχε γίνει αρκετά πιο πριν αλλά πήρε χρόνο για να κάνει την πορεία της. Η “Ευτυχία” έγινε σε αυτούς τους πάρα πολύ γρήγορους χρόνους. Τώρα γράφω και ετοιμάζω κάτι καινούριο, που είναι ένα πρότζεκτ που το είχα ξεκινήσει πριν έρθει η “Ευτυχία”, και τώρα το ξαναπιάνω στη συγγραφή. Πολύ διαφορετικό κι αυτό, είναι μια κωμωδία για τη μεταθάνατο ζωή.

Κάτι τόσο μεγάλο σαν την “Ευτυχία” θα αναλάμβανες ξανά;

Κοίταξε, καταρχήν εννοείται μετά την “Ευτυχία” μου έχουν γίνει πάρα πολλές προτάσεις για πράγματα, για βιογραφίες, σου λέει τώρα τον βρήκαμε, πάμε να κάνουμε βιογραφίες [γελάει]. Επίσης πρέπει να σου πω ότι οι βιογραφίες είναι ένας είδος που δεν μου αρέσει γενικά στο σινεμά, δεν είναι από τα είδη που με ενδιαφέρουν. Με ενδιέφερε ο συγκεκριμένος χαρακτήρας. Αν θα έκανα ξανά κάτι τέτοιο εξαρτάται από το αν θα βρω σε κάποιο πρότζεκτ ένα ενδιαφέρον αντίστοιχο, γιατί όχι. Αλλά θα πρέπει να έχει κάτι που να με ιντριγκάρει, όπως είχε αυτή η ταινία.

*Η “Ευτυχία” παίζεται σε Α’ τηλεοπτική προβολή την Κυριακή του Πάσχα (19/4) στο COSMOTE CINEMA 1HD στις 21.00.