ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Φάγαμε τον άμπακο με τον Μιχάλη Ιατρόπουλο στην Τρούμπα

Ο one of a kind ηθοποιός και επιχειρηματίας, με 40 χρόνια (στη νύχτα), 37 μαγαζιά, 36 ταινίες και σειρές στο βιογραφικό του, μας υποδέχθηκε στο άκρως επιτυχημένο steakhouse του Abakos.

“Αυτός θα σας γαμ#σει όλους. Μόλις βγει από τη σχολή θα δείτε τι θα πει ηθοποιός”, δήλωνε -με τον χαρακτηριστικό του τρόπο- ο Βλάσσης Μπονάτσος για τον 30χρονο τότε Θεσσαλονικιό που έτυχε εκείνη την εποχή να φοιτά στο θεατρικό εργαστήρι του Κώστα Καζάκου και με τον οποίον έγιναν κολλητοί σε μια νύχτα.

”Μου λείπει ακόμη και τώρα ο Βλάσσης. Περισσότερο, ίσως, από όλους όσους έχουν φύγει. Ήταν ένα παιδί γνήσιο. Μου γνώρισε όλη την Αθήνα σε μια νύχτα. Και μου έδωσε θάρρος ότι ‘καλά ξηγιέμαι”’

Ενώ και ο ίδιος ο Κώστας Καζάκος, το πρώτο πράγμα που του είπε όταν τον είδε να συνοδεύει ένα φίλο του στην σχολή (τον συνόδευε, δεν είχε καμία πρόθεση να φοιτήσει), ήταν “Έχεις συγκλονιστική φάτσα. Λείπει μια τέτοια από την αγορά”.

”Τι εννοείς τι έκανα; Το θεώρησα αστείο. Του είπα ‘Kύριε Καζάκο, θα γελάνε οι μισές φυλακές και όλη η νύχτα αν μάθουν ότι πάω να γίνω ηθοποιός’. Σκέψου ότι μέχρι τότε, στα 30 μου, δεν είχα πάει ποτέ θέατρο και κινηματογράφο, ούτε καν έβλεπα τηλεόραση”.

Φωτογραφίες: Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Ουσιαστικά, ο βασικός λόγος που ο -πάλαι ποτέ ΟΥΚας- Μιχάλης Ιατρόπουλος (που 1,5 χρόνο μετά γνώρισε την αποθέωση με το ‘Ψίθυροι Καρδιάς’) είναι ακόμη μαζί μας, είναι μια υπάλληλος στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Εκείνη που του έκοψε τη βίζα.

“Στην Αθήνα κατέβηκα αμέσως μετά το πρώτο μου διαζύγιο. Τα παράτησα όλα, έγραψα τις επιχειρήσεις μου (σ.σ. τρεις μεγάλες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, συνεργεία, βαφεία και ανταλλακτικά) στο όνομά της συζύγου μου και εξαφανίστηκα. Ήθελα να πάω στην Νέα Υόρκη, που είχα φίλους, για αλητεία και για να βρω την τύχη μου. Στη δραματική σχολή ξεκίνησα τρεις μήνες μετά και αφού μου έκοψαν από την πρεσβεία για δεύτερη φορά την αίτηση για βίζα λόγω ποινικού μητρώου που είχα από μικρός για διάφορα πράγματα. Ήμουν, βλέπεις, ζωηρό παιδί. Δεν μπορώ να πω περισσότερα”.

Πέντε μήνες μετά, ο γιος του επιτυχημένου εμπόρου ανταλλακτικών αυτοκινήτων από τον Βαρδάρη (‘Ο Βασίλης Καρράς, την εποχή που ήταν λαμαρινάς, ήταν πελάτης μας’), το πατρικό του οποίου ήταν ένα στενό μακρυά από τους οίκους ανοχής, βρέθηκε να παίζει στον βασιλιά Λιρ στο Ηρώδειο. Λέγοντας -και εννοώντας το- στα παρασκήνια στην πρεμιέρα στον Κώστα Καζάκο την ατάκα ‘Έχει κόσμο βλέπω το μαγαζί’.

“Ήταν αγριεμένη περιοχή ο Βαρδάρης, γεμάτη μετανάστες, στριπτιτζάδικα και μπουρδέλα. Στο πίσω στενό από το σπίτι μου ήταν όλοι οι οίκοι ανοχής και τα ψαράδικα. Όλο αυτό σε ξυπνάει. Βλέπεις από νωρίς πώς βγαίνει το μεροκάματο. Βλέπεις τους σκληρά εργαζόμενους, είτε είναι πόρνες, είτε ψαράδες και μανάβηδες. Εγώ από τα 13 μου βοηθούσα τον πατέρα μου στο μαγαζί. Έχω δουλέψει επίσης σε μηχανουργείο και σε πάγκο με καρπούζια στην λαϊκή”.

Έχεις μείνει άφωνος, σωστά; Το ίδιο και εγώ. Γιατί μόνο σοκ και δέος μπορείς να νοιώσεις όταν βρίσκεσαι μπροστά σε έναν τέτοιο larger than life άνθρωπο.

“Μπουζούκια για πρώτη φορά πήγα στα 12 μου με τον πατέρα μου. Στα 15 μου άρχισα να βγαίνω μόνος. Και στα 20 μου έφτιαξα το πρώτο μαγαζί μου, το Επίκαιρο στο αεροδρόμιο. Έκανα την τρέλα μου. Έχοντας και τη σχετική οικονομική άνεση, αφού εκείνη την εποχή ερχόντουσαν κατά χιλιάδες από τη Γιουγκοσλαβία για να ψωνίσουν ανταλλακτικά”.

Τον μοναδικό, κατ’εμέ, Έλληνα που θα μπορούσε να παίξει σε ταινία του Ταραντίνο. Για να μην το χοντρύνω και δηλώσω πως τη δικιά του τη ζωή θα μπορούσε χαλαρά να γυρίσει ταινία ο Ταραντίνο.

Είχα προτάσεις, και από τον Ρένο Χαραλαμπίδη και από άλλους, να κάνουν ταινία τη ζωή μου ή να γράψουν για αυτήν. Ο ρόλος μου στα Φθηνά Τσιγάρα ήταν βιωματικός. Αλλά δεν νομίζω ότι η προσωπική μου ζωή αφορά κανέναν

Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που του είπα όταν τον συνάντησα από κοντά στο -ταυτόχρονα ζεστό και εστέτ- εσωτερικό του Abakos, του ψαγμένου steakhouse  στην Τρούμπα του οποίου εδώ και τρία χρόνια είναι συνιδιοκτήτης (μαζί με τους Γιάννη Κομνηνό και Νεκτάριο Γαλίτη).

‘”Ασχολούμαι με τον χώρο εδώ και 40 χρόνια. Έχω ανοίξει συνολικά γύρω στα 37 μαγαζιά. Ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη και συνεχίζοντας στην Αθήνα. Ο Abakos είναι ένα μαγαζί που έλειπε από την περιοχή. Για μένα αποτελεί την έκφραση της επιθυμίας μου να αποσυρθώ από τη σκληρή νύχτα, την οποία υπηρέτησα για πολλές δεκαετίες σε σκληροπυρηνικά μαγαζιά. Το γουστάρω'”

Ψέματα. Πέρα από τον Ταραντίνο, του διευκρίνισα ότι εγώ είμαι απλώς ένας 40άρης ‘αφρατούλης’ φλώρος που γράφω καλά. Οπότε θα ήθελα, ‘περικαλώ πολύ’, να μου φερθεί με το μαλακό.

“Αν δεν είχα μπλέξει με τη νύχτα και επικεντρωνόμουν στην ημέρα και στο εμπόριο, θα είχα βγάλει πολλά λεφτά, γιατί είμαι γεννημένος έμπορος. Για πολλά χρόνια γυρνούσα στις πέντε το απόγευμα από τη δουλειά, κοιμόμουν έως τις δώδεκα και μετά έβγαινα. Πολλές φορές πήγαινα το πρωί κατευθείαν στην δουλειά. Αυτό ήταν το ωράριό μου. Με ρεπό τις Δευτέρες. Ακόμη και τώρα τις Δευτέρες είμαι εξαφανισμένος”.

Έτσι για να έχουμε κάτι να τσιμπήσουμε, όσο μιλάμε.

Όσο ζουμερά και μαλακά δηλαδή ήταν και τα αριστουργηματικά ψημένα κρεατικά (από νοτιοαμερικάνικη picanha black angus 300γρ. με τσιμιτσούρι και αλάτι Maldon που κόβεται μπροστά σου, flank steak black angus ουρουγουάης 350γρ. και την επιβλητική μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα 600γρ. μέχρι τριώροφα burgers και το κοντοσούβλι με πολίτικη μαρινάδα) που προσγειώθηκαν σε χρόνο dt μπροστά μας, αφού ο Μιχάλης με είδε προφανώς ‘φαγανό’ και μας παράγγειλε τα πάντα όλα από τον κατάλογο του Abakos. Έτσι για να έχουμε κάτι να τσιμπήσουμε, όσο μιλάμε.

Όλα ψημένα στον trademark ισπανικό ξυλόφουρνο Mibrasa που όντως, από ότι διαπίστωσα, τους δίνει μια ξεχωριστή μυρωδιά καπνιστού. Συνυπολόγισε σε αυτό και τα εξίσου ακαταμάχητα χειροποίητα ‘ξηροκάρπια’ (τηγανητή πατάτα, πουρές και ωραίες σαλτσούλες), συν ορεκτικά στη λογική τυρολουκουμάδες με κυκλαδίτικα τυριά, ψητά portobello με μπέικον, ζαμπόν και cream cheese και ποικιλία από τέσσερα είδη λουκάνικων ωρίμανσης και καταλαβαίνεις ότι ο Abakos και ο Μιχάλης Ιατρόπουλος έχουν ένα βασικό κοινό στοιχείο. Ότι, από μια συνάντηση μαζί τους, φεύγεις πάντα ‘χορτασμένος’.

Σε τι είμαι ατάλαντος; Στο να μαζεύω λεφτά και στο να κρατάω κάκια στους ανθρώπους

 

 

Προσοχή. Μην ψαρώσεις αν δεν καταλαβαίνεις γρι από κοπές και ράτσες. Ζήτα απλά από το σερβιτόρο να σε βάλει στο παιχνίδι. Έτσι έκανα και εγώ και μου ‘κλήρωσε’ ένα από τα αγαπημένα μου πιάτα, δηλαδή το μπούτι κοτόπουλο, που μαρινάρεται σε ασιατική μαρινάδα με κορεάτικο BBQ (bulgogi).

“Μου αρέσουν οι ιστορικές περιοχές που είναι σε παρακμή. Εξού και στην Θεσσαλονίκη έφτιαξα μαγαζιά στον Βαρδάρη και στην Αθήνα έφτιαξα το μεζεδοπωλείο-bar Μεταξουργείο και το bar Εκεί στο Μεταξουργείο, πριν γίνει μόδα. Το ίδιο και στην Τρούμπα. Όταν κατέβηκα το 2006, με τα Χατήρια, υπήρχε εδώ ο ΟΚΑΝΑ και φοβόσουν να κυκλοφορήσεις έξω. Τότε με έλεγαν τρελό. Τώρα υπάρχουν 60 μαγαζιά εδώ. Τι βλέπω όταν πηγαίνω σε αυτές τις περιοχές; Ότι είμαι μόνος μου. Θέλω να είμαι πάντα μόνος μου. Μου αρέσει να είμαι προορισμός και όχι για τους περαστικούς”

Πίσω στον Μιχάλη τώρα, τον οποίο, χωρίς να τον γνωρίσω, είχα κατατάξει σε ‘βαρύ και ασήκωτο’. Λογικό αφού ο πολυτάλαντος Θεσσαλονικιός (που έχει υπάρξει και επαγγελματίας τραγουδιστής για 12 χρόνια), έχει ταυτιστεί με τους ρόλους των κακών και των σκληρών που έχει κατά κόρον παίξει σε τηλεόραση και κινηματογράφο.

”Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις όπου κατέβαινα από τη σκηνή στις δώδεκα η ώρα και, λίγο μετά, είχα να διαχειριστώ στο μαγαζί ένα πολύ σοβαρό καβγά. Οπότε πήγαινα την επόμενη μέρα να παίξω τον σκληρό και με ρωτούσαν ‘Πως το κάνεις τόσο καλά;’ Tι να τους έλεγα; Γι’ αυτό, παρότι σέβομαι και αγαπώ πολλούς ηθοποιούς, παρέα κάνω με πολύ λίγους. Κάνω άλλου είδους ζωή εγώ”.

Όχι ότι δεν είναι στην πραγματικότητα. Γιατί είναι. Όχι κακός ή σκληρός, αλλά ντόμπρος. Βάναυσα ντόμπρος. Πρώτα από όλα με τον εαυτό του.

”Εγώ είμαι ‘αγριεμένος’ λαϊκός και έτσι θα παραμείνω. Είμαι ο ίδιος από την εφηβεία μου. Έχω τον ίδιο λόγο, την ίδια μπέσα και φροντίζω και αγαπάω τους ανθρώπους, παρόλο που έχω φάει πολύ μεγάλες πουστιές. Αυτό μου είχε μάθει ο πατέρας μου. Να έχω μπέσα και, ειδικά όταν δεν έχω άνεση, να δίνω πάντα ότι μπορώ σε αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη από μένα”

 

Σκέψου ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο (γέννημα θρέμμα Θεσσαλονίκης αλλά με μάνα Πειραιώτισσα με πατρικό στα 300 μέτρα από το Abakos) που τον πιστεύω στο 100% όταν μου λέει ότι δεν έχει πει ποτέ ψέματα στη ζωή του.

Δεν λέω ψέματα. Και το έχω πληρώσει αυτό πολύ ακριβά στη ζωή μου

Εξού και όταν μου μιλάει με τα καλύτερα για το μενού του Abakos και τον πολύπειρο σεφ Χρήστο Τζιέρα που το έχει δημιουργήσει, με μεράκι και ταλέντο, ξέρω ότι το εννοεί.

“Έχουμε συνδυάσει το gourmet με την απλότητα σε προσιτές τιμές. Το περιβάλλον είναι ωραίο. Ο σεφ γνωρίζει εξαιρετικά καλά το αντικείμενό του. Και οι μερίδες είναι αντρικές και τίμιες”

 

 

Κάτι που όντως συμβαίνει αφού, μετά την συνέντευξη, επέστρεψα στον Abakos τόσο μαζί με τη γυναίκα μου και την 9χρονη κόρη μου (που ξέρει τον Μιχάλη ως άρχοντα του ψήσταgram από το ‘Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα’) όσο και μαζί με τους κάφρους κολλητούς μου. Ναι, μια χαρά. Όλοι ευχαριστημένοι έμειναν, παρότι προφανώς έχουν μεταξύ τους εντελώς διαφορετικά γούστα.

Γιατί ο Μιχάλης Ιατρόπουλος -που προσεχώς θα δούμε ως οικολόγο κατά της εξόρυξης στη Χαλκιδική στην κινηματογραφική ταινία Digger, σε δραματική τηλεοπτική σειρά με τους Φάνη Μουρατίδη και Κώστα Νούσια και σε κωμική σειρά- δεν πούλησε ποτέ φύκια (ή μπριζόλες) για μεταξωτές κορδέλες. Ούτε στα μαγαζιά του, ούτε στην τέχνη του.

“Είμαι συλλέκτης εμπειριών. Ζω από περιέργεια. Η αλήθεια είναι ότι αν μπορούσα να βιοποριστώ από το επάγγελμα του ηθοποιού, που το ανακάλυψα στα 30 μου, θα έκανα μόνο αυτό. Όταν ασχολείσαι με πολλά, όπως εγώ, κάπου χάνεις τον προσανατολισμό σου”.

Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη που βγαίνει πιο συχνά από το στόμα του είναι ο σεβασμός. Ο σεβασμός που χρειάζεται να έχεις για να επιβιώσεις 40 χρόνια στη νύχτα.

“Ένιωθα πάντα ασφαλής. Δεν με πείραξε ποτέ κανείς, γιατί δεν πείραξα κανέναν. Αν ξέρεις να σέβεσαι και να είσαι ευγενής με τους ανθρώπους δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Πρέπει απλά να έχεις την ευστροφία να σέβεσαι τους ανθρώπους και να τους υπολογίζεις όλους”.

Και ο σεβασμός και η αγάπη απέναντι σε όλους τους ταλαντούχους ανθρώπους που τον έχουν κατά καιρούς εμπιστευτεί.

“Αν έχω καταφέρει να εξελίξω την τέχνη μου και να λειάνω τις γωνιές μου ήταν επειδή είχα την τύχη να συνεργαστώ με τόσο ταλαντούχους και δοτικούς ανθρώπους. Σκέψου ότι ηθοποιός αισθάνθηκα 10 χρόνια αφού ξεκίνησα, όταν με φώναξε η Ελένη Ράντου στο θέατρό της. Τότε ήταν που το πήρα πολύ σοβαρά”.

Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα εύστροφος για να συνειδητοποιήσεις ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο που αισθάνεται βαθιά (σκέψου ότι, 30 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, συνεχίζει να φοράει αποκλειστικά μαύρα, ως φόρο τιμής σε αυτόν) και ο οποίος βάζει ψυχή σε ότι σερβίρει.

“Το θέατρο είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου. Κάτι που δυστυχώς κατάλαβα αργά στη ζωή μου. Πλέον βλέπω τουλάχιστον μια παράσταση την εβδομάδα”.

Αν είσαι τυχερός, θα τον πετύχεις όταν πας στο Abakos. Αλλιώς, αν θες πραγματικά να δεις για τι βεληνεκούς ηθοποιό μιλάμε, τσεκαρέ τον στο Victims στο οποίο πρωταγωνιστεί κάθε Τετάρτη στο Studio Κυψέλης.

“Είναι ένα κείμενο που ασχολείται με την καταπίεση ενός πατέρα προς στο γιο του. Ταυτίζομαι γιατί το συνδέω με την κοινωνική καταπίεση που έχω υποστεί κατά καιρούς και εγώ. Δεν μασάω βέβαια με τέτοια. Έχω μάθει ήδη από το δημοτικό να μην με νοιάζει τι λέει ο κόσμος για εμένα”.

Τι μένει για το τέλος; Τι είναι αυτό που, ως εκπρόσωπος του μεγαλύτερου αντρικού site στην Ελλάδα, οφείλω να ρωτήσω τον Μιχάλη. Μα τι άλλο πέρα από το τι του έμαθε η ζωή από τις γυναίκες.

”Οτι, αν και όλες τις σέβομαι, του σαλονιού και του δρόμου το ίδιο, οι καλές είναι λίγες”.

Όλα αυτά ενώ ταυτόχρονα εγώ τελειώνα με μαχητικότητα το banoffee μου. Ένα από τα τέσσερα δηλαδή λαχταριστά γλυκά του καταλόγου (μαζί με αμερικάνικο cheesecake με πραλίνα φουντουκιού, σπασμένο μιλφειγ και σουφλέ σοκολάτα με παγωτό βανίλια) που ο Μιχάλης παράγγειλε για πάρτη μου, όταν του είπα ότι είμαι γλυκατζής.

Οπότε, μιας και με γλύκαινε και αυτός (μακάρι κάθε συνέντευξη να ήταν τέτοια εμπειρία ζωής) του ανταποδίδω με μια ευχή, μέσα από την καρδιά μου. Το να είναι, σε 20 χρόνια από τώρα, όντως εκεί που θέλει. Δηλαδή όχι στη νύχτα ή στη σκηνή, αλλά για ψάρεμα, μαζί με τη γυναίκα του. Εκεί δηλαδή που ηρεμεί, εκεί που περνούσε ποιοτικό χρόνο τόσο με τον πατέρα του, όσο και αργότερα με τους γιους του.

“Η θάλασσα είναι το μεγαλύτερο γιατρικό που υπάρχει. Όταν δεν είμαι καλά, πηγαίνω, βλέπω λίγο την θάλασσα και ηρεμώ αμέσως. Θυμάμαι τον εαυτό μου, από όταν ήμουν πέντε ετών, να περνάω όλα τα τριήμερα για ψάρεμα μαζί με τον πατέρα μου στην Ασπροβάλτα. Και ότι πιάναμε το πηγαίναμε στην μάνα μου να το τηγανίσει. Αργότερα πήγαινα και εγώ για ψάρεμα με τον γιο μου. Και όντως, σε 20 χρόνια από τώρα, αν ζω, εκεί με φαντάζομαι. Στη βάρκα με τη γυναίκα μου”.

Info: Abakos steakhouse, 2ας Μεραρχίας & Φίλωνος 66, Πειραιάς, τηλ. 210-4525251, www.facebook.com/AbakosNo1/