Φτηνά Τσιγάρα: Μύθος και Πραγματικότητα
- 30 ΙΑΝ 2022
Προβολές σε θερινά ανά την Ελλάδα, επετειακά αφιερώματα, εκατοντάδες χιλιάδες οικιακές θεάσεις μέσω YouTube, fanpages στα social media και φυσικά η επικείμενη μετατροπή της ταινίας σε μιούζικαλ από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ (με τον συνθέτη Παναγιώτη Καλαντζόπουλο να προσθέτει 16 νέα τραγούδια και παρλάτες στην αρχική παρτιτούρα και τον Κωνσταντίνο Ρήγο να σκηνοθετεί) υπογραμμίζουν (και πηγάζουν από) τη διαχρονικότητά της, την οποία ο Χαραλαμπίδης αποδίδει στην τόλμη της.
«Υπάρχουν τολμηρές ταινίες ως προς τη σεξουαλικότητα και τη βία. Υπάρχουν μερικές, πολύ λιγότερες, που είναι τολμηρές σε ρομαντισμό και ποιητικότητα» λέει στο OneMan και βρίσκει στο κινητό του τις φωτογραφίες μερικών τατουάζ εμπνευσμένων από τα Φτηνά Τσιγάρα.
Κάποιος «χτύπησε» μία σακούλα με χρυσόψαρα, σαν αυτές που κρέμονταν από τις χειρολαβές του κίτρινου τρόλεϊ μέσα στο οποίο φιλήθηκαν οι δύο πρωταγωνιστές. Κάποιος μία από τις viral ατάκες ενός σεναρίου γεμάτου viral ατάκες: «Ο κόσμος βασίζεται στο χάος κι εγώ θα τον διασχίσω χωρίς να ψάχνω για λογική σειρά».
Κάποιος την πιο viral απ’ όλες: «Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι». Κάποιος ακόμη και το προφίλ του Ρένου Χαραλαμπίδη ή μάλλον το προφίλ του ήρωα που υποδύθηκε, ο οποίος «είναι ωραίο άτομο γιατί δεν κάνει κακό σε κανέναν, δεν ζει εις βάρος κάποιου. Είναι λίγο αφελής, απρόσεκτος, επιπόλαιος, ταυτόχρονα όμως και χαρισματικός, ένας ωραίος μοναχικός νέος της δεκαετίας του ’90. Άεργος, ζει με το τίποτα, με φτηνά τσιγάρα, σε ένα σπίτι στην Ευριπίδου, πάνω από τα μπαχάρια. Τότε σε έπαιρνε να ζεις έτσι» λέει και αναρωτιέται πόσο διαφορετικά θα είχε εξελιχθεί η δική του ζωή αν τα Φτηνά Τσιγάρα δεν είχαν συντριβεί στις αίθουσες πριν από 22 ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε στην Αθήνα
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Ρένος Χαραλαμπίδης (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)
Το πιο δύσκολο δεν είναι να γυρίσεις μια ταινία, αλλά να τη γράψεις. Ή ακόμη πιο πριν να τη συλλάβεις. Το γύρισμα είναι το τέλος του ταξιδιού, είναι το λιμάνι που βλέπεις αφού έχεις διανύσει τον ωκεανό.
Τα Φτηνά Τσιγάρα είναι η μοναδική ταινία της γενιάς της με θέμα καθαρά τον αντρικό ρομαντισμό. Στα 90s δεν είχαμε νεανικό ρομαντικό κινηματογράφο. Δεν εννοώ προφανώς ένα απλό love story, ούτε ότι δεν είχε γίνει μια ταινία για τις ανησυχίες της νεολαίας, όπως ήταν π.χ. οι Απόντες του Νίκου Γραμματικού. Εννοώ μία καθαρά ρομαντική ταινία στα τέλη του 20ού αιώνα, λίγο πριν αλλάξει η Αθήνα, λίγο πριν έρθει η Ολυμπιάδα και τα κάνει όλα αλλιώς.
Η ταινία χτίζει τη συγκίνηση, την καταστρέφει με τον Τσάκωνα και αφού την κάνει σμπαράλια την χτίζει ξανά από την αρχή. Ήμουν απόλυτα ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω. Από την Bad Movies Productions με εμπιστεύτηκαν και τους ευχαριστώ. Εντάξει, προφανώς πήγα το σενάριο, είπα το σχέδιό μου. Ήταν χαμηλού προϋπολογισμού, πιστεύαμε ότι το ρίσκο θα ήταν μικρό. Αν είχαν μπει «κανονικοί» παραγωγοί στη μέση, δεν θα είχε γίνει η ταινία. Ποιος θα έβαζε λεφτά σε μια ταινία που το ζευγάρι φιλιέται για ενάμιση λεπτό με πουλιά να πετάνε τριγύρω;
Το παροπλισμένο κίτρινο τρόλεϊ και τα χρυσόψαρα
Ο ήρωάς μου είναι ωραίο άτομο γιατί δεν κάνει κακό σε κανέναν, δεν ζει εις βάρος κάποιου. Είναι λίγο αφελής, απρόσεκτος και επιπόλαιος, ταυτόχρονα όμως και χαρισματικός, ένας ωραίος μοναχικός νέος της δεκαετίας του ’90. Άεργος αλλά ζώντας με το τίποτα, με φτηνά τσιγάρα, σε ένα σπίτι στην Ευριπίδου, πάνω από τα μπαχάρια. Τότε σε έπαιρνε να ζεις έτσι. Ψιλοδούλευες τα καλοκαίρια στα νησιά, μάζευες λεφτά για το χειμώνα. Υπήρχε γενικά χρήμα στην κοινωνία. Όλο αυτό δηλαδή δεν θα μπορούσε να συμβεί το 2012.
Το σενάριο είναι 100% παρατηρητικότητα. Εμείς τότε συχνάζαμε στο Φίλιον, όπου μαζεύονταν οι πιο παλιές γενιές, ο Παναγιωτίδης και όλοι αυτοί, και ακούγαμε τι έλεγαν στα διπλανά τραπέζια. Επίσης τότε ολοκληρωνόταν η σεξουαλική επανάσταση των 90s. Οι τριαντάρηδες της εποχής που είχαν γνωριστεί σε μια έξαρση σεξουαλικής ελευθερίας στις αρχές της δεκαετίας, στα τέλη άρχισαν να έχουν τα πρώτα ψυχολογικά προβλήματα, έλεγαν ρε ’σύ, δεν πάει πολύ μακριά αυτό, το να περνάς συνέχεια καλά, λες και είσαι στους προσκόπους. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Όχι, θα περάσεις και δύσκολα.
Στον πόλεμο και στο σινεμά, Θεοδόση, η προετοιμασία είναι το παν. Προετοιμάζω με ακρίβεια τα γυρίσματα, για να εγκαταλείψω το σχέδιο μου πάνω στο γύρισμα. Μόνο με τα περιστέρια στο τρόλεϊ δυσκολεύτηκα, το έχω ξαναπεί, γιατί δεν πετούσαν, ήταν κλουβιού, οπότε τα αρπάζαμε και τα πετούσαμε στον αέρα. Γενικά ήταν βατή ταινία. Ένα καφέ, ένα σπίτι, δρόμοι τη νύχτα. Σαν παραγωγή ήταν εύκολη, κόστισε όσο δύο τηλεοπτικά επεισόδια.
Η καλλιτεχνική της αξία είναι που της έδωσε νόημα. Θυμίζω ότι στην αρχή κοιτιέται ένας στον καθρέφτη για ένα λεπτό. Τι κόστος να έχει αυτό; Ή ένας που χορεύει μόνος στο σπίτι. Ή με τον Ιατρόπουλο καθόμαστε σε κάτι καναπέδες. Ή στην καντίνα του Λυκαβηττού. Κανείς δεν πήγαινε τότε. «Τι θέλετε εδώ;» μας λένε, ταινία κάνουμε, λέμε, «α, εντάξει, τραβήξτε». Ή το Zonar’s, όπου συγκινήθηκαν οι άνθρωποι, είμαι ο τελευταίος που το κινηματογράφησε πριν κλείσει. Αν είχα έναν κλασικό παραγωγό και όχι πρωτοπόρο όπως ήταν στη Bad Movies, θα μου έλεγε: «Ποιο Zonar’s, ρε παιδάκι μου; Δεν βγάζει νόημα».
Όταν γράφεις σενάριο, έχεις ένα προσχέδιο μπροστά σου, το τελικό αποτέλεσμα έρχεται μετά, δεν μπορείς να ξέρεις από πριν τι θα λειτουργήσει. Είχα γράψει πολύ ωραίους μονολόγους για όλους τους χαρακτήρες. Όταν πήγαμε να τους παίξουμε, δεν λειτούργησαν. Και άλλες ωραίες στιγμές που τελικά δεν κολλούσαν με το σώμα της ταινίας. Το σινεμά είναι μία διαδικασία σε εξέλιξη. Ξεκινάς και δεν ξέρεις πώς ακριβώς θα καταλήξεις. Βλέπεις τεράστιους σκηνοθέτες να πετάνε τη μισή ταινία.
Υπάρχουν τολμηρές ταινίες ως προς τη σεξουαλικότητα και τη βία. Υπάρχουν μερικές, πολύ λιγότερες, που είναι τολμηρές σε ρομαντισμό και ποιητικότητα. Η ταινία παίρνει μεγάλους κινδύνους να γελοιοποιηθεί. Το να απαγγείλεις ένα ποίημα του Εμπειρίκου σε μια ταινία είναι προκλητικό, η πλήξη καραδοκεί για να σε «καθαρίσει».
Το «θάψιμο» από τους κριτικούς
Η αφίσα της ταινίας
Τα Φτηνά Τσιγάρα που μου δίνουν τώρα όλες αυτές τις πολύ μεγάλες χαρές, είναι η ταινία μου που μου έχει δώσει και τις μεγαλύτερες θλίψεις. Με συνέτριψε όλο αυτό. Έχασα την πίστη μου. Τι να κάνεις δηλαδή όταν προβάλλεις μια ταινία και πάει άπατη; Ξέρεις πόσα αστέρια έβαλαν οι κριτικοί; Πέντε-έξι έγραψαν ότι είναι μέτρια, κάνα δυο ότι είναι κακή και μερικοί ότι είναι απλώς ενδιαφέρουσα. Είχα κρατήσει όλες τις κακές κριτικές μέχρι πρόσφατα, αλλά τις πέταξα γιατί σκέφτηκα ότι τελικά δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν.
Ξέρεις τι τρομερό λάθος έκαναν οι κριτικοί; Έκριναν εμένα, όχι την ταινία. Ότι ήμουν νάρκισσος κλπ. Η σκηνή που κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, τότε θεωρήθηκε μεγάλη ένδειξη ναρκισσισμού. Ρε παιδιά, παίζω ένα ρόλο! Άλλοι θεώρησαν ότι είναι αντιγραφή του αμερικανικού σινεμά. Άλλοι ότι η ταινία δεν έχει αρχή, μέση, τέλος – που όντως δεν έχει, επί τούτου. Άλλοι ότι η ταινία είναι ατάκτως ερριμμένη.
Δεν μπήκαν δηλαδή και πολύ στον κόπο, άντε στην καλύτερη περίπτωση να έγραφαν ότι είναι μια συμπαθητική ταινιούλα. Το ότι έχει επί ενάμιση λεπτό απαγγελία ποιήματος που σε κρατάει ή ότι έχει το μεγαλύτερο σε διάρκεια φιλί στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ή ότι έχει τρομερούς πειραματισμούς στο μοντάζ, όλα αυτά πέρασαν στο ντούκου.
Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι θα έλεγε σήμερα αυτός που τότε έλεγε ότι η ταινία είναι αντιγραφή αμερικανικών ταινιών. Ναι ρε μεγάλε, δεν ανακάλυψα εγώ το σινεμά. Τότε είχε βγει το Smoke, όπου σε ένα καφενείο κάθονταν διάφοροι τύποι και έλεγαν μαλακίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα Φτηνά Τσιγάρα είναι αντιγραφή! Έχουν καφενεία στην Αμερική, έχουμε και στην Αθήνα, τι να κάνουμε; Ή έγραφαν ορισμένοι ότι οι πρωταγωνιστές μου περπατάνε στο δρόμο. Που να περπατήσουν δηλαδή; Όλες οι ταινίες του Ρομέρ στο δρόμο δεν είναι; Το να περπατούν δύο νέοι στο δρόμο είναι ένα κλισέ που…άστο, τι να πω, γαμώ το κέρατό μου. Τέλος πάντων, αν έχω κλέψει τριάντα ταινίες για να φτιάξω μία, μάλλον δεν είναι κλοπή. Είναι έμπνευση.
Εγώ ήθελα -και δυστυχώς το κατάλαβα πολύ μετά– να ανακαλύψω ένα νέο είδος κινηματογράφου. Ή μάλλον όχι να το ανακαλύψω, γιατί προφανώς υπήρξε ο Φελίνι. Τώρα το κάνει πολύ καλά ο Σορεντίνο. Δηλαδή ένα είδος που να μη βασίζεται στην πλοκή αλλά στις στιγμές. Να υπάρχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπαίνει ένα σύνολο γεγονότων που έχουν από μόνα τους πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Το La grande bellezza δηλαδή τι είναι; Δεν έχει καμία τρομερή πλοκή, ούτε οι χαρακτήρες εξελίσσονται. Αυτό έκανα με τα Φτηνά Τσιγάρα. Και μου έβαλαν την ταινία στον κώλο.
Έντεκα χιλιάδες εισιτήρια έκανε, την ώρα που κάτι άλλες ταινίες που καλύτερα να μην τις σχολιάσω, έκαναν διακόσιες και τριακόσιες χιλιάδες. Ούτε παιζόταν στην τηλεόραση. Ίσα ίσα βγήκε σε VHS και DVD μετά από δέκα χρόνια κι αφού σχεδόν είχα φτάσει να παρακαλάω τις εταιρίες. Συνέβαινε όμως το εξής: μου έλεγαν οι αιθουσάρχες ότι μετά το τέλος της ταινίας, ο κόσμος χειροκροτούσε. Στο σινεμά σπανιότατα αυτό.
Χρόνια λοιπόν πριν ο Σορεντίνο κάνει το La grande bellezza, με μια αφηγηματική γραμμή που είναι κάπως σαν τα Φτηνά Τσιγάρα, δηλαδή στιγμές, στιγμές, στιγμές, κάνω εγώ μια ταινία και παίρνω ένα μεγάλο όχι από το κοινό, ένα μεγάλο όχι από τους κριτικούς, ένα μεγάλο όχι από τα φεστιβάλ, ένα μεγάλο όχι από τα βραβεία. Από τις τέσσερις ταινίες που έχω κάνει, τα Φτηνά Τσιγάρα έκαναν τη χειρότερη πορεία σε εισιτήρια, κριτικές και βραβεία.
Μου έκοψε τα φτερά όλο αυτό. Αμφέβαλλα συνολικά. Σκέφτηκα ότι η ταινία ήταν ένα προσωπικό μου καπρίτσιο, μία προσωπική μου τρέλα και ότι απέτυχα στους στόχους μου. Τι άλλο να σκεφτώ; Γι’ αυτό μετά στράφηκα – με την Καρδιά του κτήνους, μια αστυνομική, ρομαντική κωμωδία με αρχή-μέση-τέλος – σε πιο ακαδημαϊκό τρόπο αφήγησης. Πώς να ξανακάνω κάτι σαν τα Φτηνά Τσιγάρα; Ήταν όλεθρος. Ποιος θα με χρηματοδοτούσε; Χρεώθηκα μία μεγάλη αποτυχία.
Τότε ο Τσάκωνας, ακόμη και ο Παναγιωτίδης, καλλιτεχνικά ήταν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Ήμουν κι εγώ προκλητικός. Αλλά έτσι πρέπει να είναι ένας νέος καλλιτέχνης. Δεν ήμουν προσβλητικός. Ήμουν προκλητικός με τις επιλογές μου: των ηθοποιών, της αφήγησης, της Αθήνας που έδειξα. Στο τέλος των 90s κανείς δεν θεωρούσε την Αθήνα όμορφη πόλη. Σήμερα τη θεωρούμε και είναι. Τότε στο Σύνταγμα χωρίς το μετρό μόνο κάτι ξεχασμένοι τουρίστες ήταν και στο Zonar’s πήγαιναν λίγοι ηλικιωμένοι. Δεν υπήρχε λόγος να περπατήσεις στην περιοχή. Πάω εγώ και δείχνω μια Αθήνα βαθιά ρομαντική. Ήταν τότε και τα τελευταία καλοκαίρια που η πόλη άδειαζε ολοκληρωτικά.
Η επιτυχία κατόπιν εορτής
«Θέλει κανείς να συμβιβαστεί και να μην κάνει πραγματικά αυτό που πιστεύει; Όχι βέβαια. Έρχεται όμως η πραγματικότητα και μπαζώνει τις προσδοκίες σου». (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)
Ήταν τόσο αλλόκοτο το ταξίδι της ταινίας. Όταν βγήκε ήταν εντελώς αδιάφορη για όλους. Άρχισε να γίνεται γνωστή σχεδόν μετά από μία δεκαετία μέσω YouTube. Μου άφησε λοιπόν όλο αυτό το χρόνο να κινηθώ σε πολλά και διάφορα μονοπάτια. Αν είχε κάνει μπαμ τότε που βγήκε, ίσως να με σκλάβωνε. Τέλος πάντων, θα με πήγαινε σε άλλο μονοπάτι. Από την άλλη, ίσως να αφιερωνόμουν αποκλειστικά στο σινεμά. Αναγκάστηκα όμως να ανοιχτώ για να επιβιώσω.
Το γεγονός ότι ανεβαίνει αυτή η παράσταση, είναι δείγμα προόδου για το ελληνικό σινεμά. Μία ταινία πρέπει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και για άλλες ταινίες και για άλλες τέχνες. Μακάρι όλο αυτό να ξεκινήσει μία νέα παράδοση, να δούμε κι άλλες ελληνικές ταινίες να ανεβαίνουν στο θέατρο.
Τώρα είναι κάπως σαν να έρχεται η ταινία και να με ανταμοίβει μετά από τόσα χρόνια, και μάλιστα πολύ καλά. Είναι σαν να βρίσκεις το λαχνό ενός λαχείου στην τσέπη σου, να συνειδητοποιείς ότι πριν από δέκα χρόνια κέρδισες ένα εκατομμύριο αλλά τώρα δεν μπορείς να το εξαργυρώσεις. Αν είχε συμβεί τότε όλο αυτό θα είχα ανοίξει τα φτερά μου σε ένα δικό μου κινηματογράφο. Τι να το κάνω κατόπιν εορτής όλο αυτό; Καταλαβαίνεις πώς το λέω. Είναι κάπως σαν την ιστορία του Sugarman. Έχει φτάσει ο κόσμος να βαράει τατουάζ από την ταινία. Ένας χτύπησε το προφίλ μου. Άλλος μια σακούλα με τα ψάρια. Μια κοπέλα κάτω από το στήθος χτύπησε το «η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι».
Είναι σαν να σου κάνει ερωτική εξομολόγηση στα 80 μία κοπέλα που ερωτεύτηκες όταν ήσουν έφηβος. Καλό κι ευπρόσδεκτο, αλλά δεν είναι το ίδιο. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις. Έρχεται η κρίση, μετά η πανδημία, ανακατεύεται η τράπουλα στο σινεμά, και τα Τσιγάρα μου χαρίζουν ένα ακόμη δώρο: προσωπική μυθολογία. Η δική μου γενιά δεν έζησε δράματα. Δεν είχαμε χούντες να μας κυνηγάνε. Γλεντάγαμε γενικά, δεν μας ένοιαζε καν να αποκτήσουμε ένα προσωπικό μύθο. Τα Φτηνά Τσιγάρα τον έχτισαν για μένα. Έτσι νομίζω.
Ρένος Χαραλαμπίδης και Μαρία Παπαχαραλάμπους σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας
Αν το καλοσκεφτείς οι περισσότεροι με μια-δυο ταινίες συνδέονται περισσότερο. Άντε το πολύ τρεις-τέσσερις οι μεγαλύτεροι του πλανήτη, σαν τον Σκορσέζε. Δεν λες πάλι καλά που έχω και μία τέτοια; Απλά την έκανα στα 29 μου, ήμουν πολύ μικρός και, όπως σου είπα, με συνέτριψε. Αν είχε πάει καλά, η Ελλάδα από τις αρχές του 2000 θα είχε ένα σκηνοθέτη που θα παρουσίαζε ένα κινηματογραφικό είδος που ο Σορεντίνο το καθιέρωσε είκοσι χρόνια μετά. Τόσο απλά.
Έπρεπε να επενδυθούν κάποια λεφτά για να κάνω μερικές ταινίες σαν τα Φτηνά Τσιγάρα. Δεν επενδύθηκαν. Γεια σας. Και, επιμένω σε αυτό, φταίει η κριτική. Με ισοπέδωσε. Ακόμη και τώρα δεν τη δέχονται. Τη χαρακτηρίζουν καλτ. Δεν είναι καλτ, τους λέω, είναι κλασικό. Καλτ είναι ο Ζερβός και ο Δράκουλας των Εξαρχείων. Επιμένουν όμως ότι είναι καλτ, ότι τη βλέπουν μόνο ψαγμένοι πιτσιρικάδες. Ίσως όμως να μην έθαψαν την ταινία γιατί με αντιπαθούσαν. Ίσως να το έκαναν γιατί απλά ήταν ελλιπέστατοι. Πες μου έναν κριτικό κινηματογράφου που να έχει γράψει ένα θεωρητικό βιβλίο για το σινεμά. Πώς γίνεσαι κριτικός; Έτσι απλά επειδή σου αρέσει το σινεμά; Είναι άλλο να λες τη γνώμη σου και άλλο να γράφεις κριτική.
Χάθηκε ως προς την ίδια τη ζωή μου μια ευκαιρία. Μου λέγανε μετά γιατί πήγα στην τηλεόραση; Πού να πάω; Τι να κάνω; Να δουλέψω σε μπαρ μέχρι να κάνω την επόμενη ταινία που θα μου τη βάλουν κι εκείνη στον κώλο; Στην τελική, καλά έκανα που πήγα στην τηλεόραση. Είμαι διασκεδαστής. Μου αρέσει να διασκεδάζω τους ανθρώπους, να τους κάνω χαρούμενους. Στην τελική όλα μπορούν να είναι σκουπίδια. Αποκλείεται να ανεβάσεις Άμλετ και να είναι σκουπίδι;
Μια φορά μπερδεύτηκα. Μετά από μία προβολή, άνοιξα κουβέντα με το κοινό. Τους είπα ότι κατά τη γνώμη μου η σκηνή που καθαρίζω τη γυάλα με τα χρυσόψαρα είναι μια μεγάλη τρύπα της ταινίας, ένα κενό που θα έκοβα αν την ξανάκανα. Πετάγεται μια κοπέλα και λέει: «Τι είναι αυτά που λέτε, κύριε Χαραλαμπίδη. Στο σημείο αυτό η ταινία θέλει μια ανάσα». Γι’ αυτό οι ταινίες είναι όπως τα κτίρια: Όταν χτιστούν, χτίστηκαν.
Ξεκίνησα αμφισβητώντας τα πάντα και καλά έκανα. Όμως όταν άρχισα να μπαίνω στη δουλειά, τότε που έπαιξα και στον Περάκη (Προστάτης Οικογενείας, 1997), κατάλαβα ότι το να αμφισβητείς μόνο, είναι κάτι εύκολο και μη παραγωγικό. Θέλει κανείς να συμβιβαστεί και να μην κάνει πραγματικά αυτό που πιστεύει; Όχι βέβαια. Έρχεται όμως η πραγματικότητα και μπαζώνει τις προσδοκίες σου. Και λες: Ή θα μείνω μπαζωμένος και θα σκάσω, ή θα ανοίξω ρωγμές, θα σπάσω τα μπάζα και θα ξαναβγώ στην επιφάνεια. Ήρθε τότε η πραγματικότητα, με μπάζωσε και σκεφτόμουν πώς θα επιβιώσω. Δεν είχα καμία οικονομική άνεση από το σπίτι. Γι’ αυτό καλώς έκανα τον Καλημέρη και μου έδωσε μια ωραία ζωή η οποία με οδήγησε στις επόμενες ταινίες μου.
Όταν κατάλαβα ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσω ως ηθοποιός και να κάνω τις ταινίες μου εξοικονομώντας πέντε δραχμές ήταν η εμπορική τηλεόραση, αποφάσισα να πάω και να κάνω το θαύμα, δηλαδή να παίξω καλά. Είπα μέσα μου, σαν ιδεολόγημα αν θες, Ρένο κάνε την επανάσταση, κάνε τα σκουπίδια να ανθίσουν. Και στο Βότκα Πορτοκάλι που πήγα μετά, αυτό σκεφτόμουν. Τι άλλο να έκανα; Να προσπαθούσα να βρω κανένα ρολάκι στο θέατρο -δεν με έπαιρναν κιόλας, δεν πολυταιριάζαμε- και να φυτοζωούσα; Δεν λες πάλι καλά που έπαιξα μια δεκαετία στην τηλεόραση και μπόρεσα να βρω άξονες επικοινωνίας με το κοινό και εμμέσως να προωθήσω τον κινηματογράφο μου; Στο φινάλε, ο παίκτης παίζει.
Δεν είμαι σνομπ, δεν περιφρονώ τους ανθρώπους που δεν είναι καλλιεργημένοι. Θυμίζω ότι ταυτόχρονα με τον Καλημέρη υπήρχαν και κάποιες «ποιοτικές» σειρές, όπως η Αίθουσα του Θρόνου. Η οποία έμεινε για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Είδα στο YouTube κάνα δυο επεισόδια και φαίνεται σαν να είχε γυριστεί το ’80, τόσο παλιακό. Ενώ σειρές που τότε θεωρήθηκαν «σκουπίδια», διασκεδάζουν ακόμη τον κόσμο. Πήγα κι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.
«Τα Φτηνά Τσιγάρα, ίσως να έχουν κι άλλο ταξίδι μπροστά τους» (φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος)
Όπως τόσοι καλλιτέχνες, πέρασα κι εγώ την προσωπική μου Οδύσσεια. Χάθηκα, ναυάγησα, σώθηκα, ενεπλάκην και στα πολιτικά, έφαγα πολύ ξύλο, έδωσα… Ζημιώθηκα, ε; Θα το ξανάκανα. Κι ας μην είδα κανέναν να φωνάζει -όπως έκαναν τώρα με την περίπτωση της Σταμάτη- όταν σε ένα θέατρο που έπαιζα τότε μπήκαν τριάντα κουκουλοφόροι, σταμάτησαν την παράσταση και έλεγαν ότι θα μας κάψουν ζωντανούς.
Έτρεμε ο παραγωγός, κατέβασε την παράσταση και καλά έκανε. Αν μη τι άλλο, μετά από όσα έγιναν, τώρα πια ξέρουν όλοι ότι δεν μπορώ να κοροϊδέψω κανένα. Έρχεται, ξέρεις, μια μαγική στιγμή που ο καλλιτέχνης πρέπει να συγκρουστεί με το κοινό του. Όπως συγκρούεσαι με τη μάνα σου ή τον έρωτα της ζωής σου. Εν πάση περιπτώσει βρίσκω πολύ συντηρητικό στον 21ο αιώνα να θεωρείται συντηρητικός όποιος δεν δηλώνει αριστερός. Θα μου πεις εδώ την έπεσαν στον Nick Cave γι’ αυτό που έγραψε για την αντιφά, σε μένα δεν θα την έπεφταν;
Το συμπέρασμα για μια ταινία βγαίνει μέσα από την αλληλεπίδραση με το κοινό. Με τι στοιχεία να πιστέψω ότι όντως δημιουργούσα κάτι διαχρονικό; Δεν είμαι παράφρων. Τότε μίλησε η νεκροψία. Απ’ ότι βλέπω όμως έχουν ταξίδι μπροστά τους και οι άλλες ταινίες μου. Τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτονται ξανά τα Κοστούμια, ετοιμάζω ένα δεύτερο cut. Για να πω την αλήθεια, είμαι σε καλή στιγμή της ζωής μου. Ρεφάρω. Γυρίζει η ρόδα.
Τα Φτηνά Τσιγάρα, ίσως να έχουν κι άλλο ταξίδι μπροστά τους. Τις προάλλες μιλούσα με ένα βουλγάρικο πανεπιστήμιο που διδάσκουν ελληνικά, μεταξύ άλλων και την ταινία. Απίστευτο. Θέλω τώρα που προσπαθούμε όλοι να κάνουμε ένα γενικότερο restart στη ζωή μας, να «τερματίσω» την παράσταση που ανεβάζουμε στη Λυρική. Κάποτε είχα ένα γνωστό που έκανε body building, πήγαινε σε αγώνες και έβγαινε πάντα τελευταίος. Γιατί το κάνεις αυτό; του έλεγα. «Το κάνω Ρένο» λέει «για την ηδονή των 5’ πριν ανέβω στη σκηνή, κοιτάζω την κοιλιά και το στέρνο μου και σκέφτομαι ότι δεν γινόταν τίποτα καλύτερο από αυτό. Κι ας βγω τελευταίος. Σημασία έχει ότι δεν γινόταν τίποτα καλύτερο από αυτό».
Είμαι σαν κάτι σκυλιά τρομαγμένα από το πολύ ξύλο που έχουν φάει. Έχει μείνει μέσα μου ο φόβος. Αλλά η αμφιβολία και ο φόβος είναι σύμβουλοί μου, δεν τους αφήνω να πάρουν το πάνω χέρι.
Μάλλον ισχύει που λένε πάντα οι καλλιτέχνες: Εμπιστεύσου το χρόνο. Κοίτα να δεις πώς ο χρόνος φέρεται τόσο ωραία σε αυτή την ταινία, ε; Τελικά ό,τι κι αν δημιουργείς ως καλλιτέχνης, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Η ζωή μου αυτό δείχνει.
Το μιούζικαλ Φτηνά τσιγάρα σε μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και λιμπρέτο Πέτρου Βουνισέα έρχεται μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Κωνσταντίνου Ρήγου στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος από τις 11 Φεβρουαρίου 2022 και για 23 παραστάσεις έως και τις 13 Μαρτίου 2022.
Το soundtrack της ταινίας θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά σε βινύλιο από τη Veego Records. Το box-set θα περιέχει 28σελιδο booklet, αφίσα, κονκάρδες, αυτοκόλλητα, καρτολίνες, αναπτήρα και το βινύλιο με bonus tracks.