ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Για τη Μαριάνα Καβρουλάκη, το φαγητό είναι εγγενώς πολιτικό

Μια απολαυστική συζήτηση με μία σπουδαία επιστήμονα που ρίχνει εδώ και χρόνια φως στην ιστορία της ελληνικής διατροφής.

Με σπουδές στην αρχαιολογία και την κοινωνιολογία κι ακούραστη περιέργεια για την ιστορία του φαγητού, η Μαριάνα Καβρουλάκη (@historygreekfood) έχει χαράξει μια μοναδική πορεία που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν μέσα από τη γαστρονομία.

Ιδρύτρια της Greek Culinary History & Cooking Adventures, δημιουργός του History of Greek Food, εμπνεύστρια του πρώτου Συμποσίου Ελληνικής Γαστρονομίας και συγγραφέας του βραβευμένου βιβλίου Η Γλώσσα της Γεύσης, έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάδειξη της ελληνικής διατροφικής κληρονομιάς, συνδυάζοντας έρευνα, αφήγηση και τέχνη.

Μέσα από σεμινάρια, ιστορικά δείπνα, εικαστικά πρότζεκτ και γαστρονομικά πειράματα, προσφέρει μοναδικές εμπειρίες που ζωντανεύουν την ιστορία με τρόπο βιωματικό και συγκινητικό.

Η συζήτηση μαζί της ήταν πραγματικά απολαυστική – αρκεί να σας αποκαλύψω ότι αφορμή για να ξεκινήσει η δική της περιπέτεια στάθηκε μια σειρά πτολεμαϊκών νομισμάτων.


Ποια ιδιότητα – από τις πολλές που έχεις – θα έλεγες ότι σε αντιπροσωπεύει περισσότερο αυτή την περίοδο;

Θα έλεγα ότι δεν έχω πολλές ιδιότητες. Το επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου είναι σταθερά το φαγητό, και ιδιαιτέρως αυτό των ιστορικών περιόδων, η ερμηνεία του μέσω της πειραματικής αναπαραγωγής του, και η κατανόηση μέσω αυτού της καθημερινής ζωής και του ρόλου της πολιτικής και της μόδας στη δημιουργία επιβεβλημένων επιλογών ή τάσεων.

Επίσης, με ενδιαφέρει ο ρόλος της αρχαιότητας στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής γαστρονομικής ταυτότητας. Η συγγραφή και οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρέχω σχετικά με την ερμηνεία και προσέγγιση πλευρών της καθημερινής ζωής της αρχαιότητας είναι επακόλουθο των παραπάνω.

Τι σε οδήγησε να συνδυάσεις την κοινωνιολογία, την αρχαιολογία και τη γαστρονομία;

Το ενδιαφέρον να κατανοήσω τους ανθρώπους του παρελθόντος μέσα από τη σχέση τους με την τροφή τους και η περιέργεια για το τι κρύβεται πίσω από το φαγητό. Είμαι ένα εκ φύσεως περίεργο άτομο που πάντα ψάχνει απαντήσεις. Με απασχολεί πολύ το πως συνδέονταν οι άνθρωποι με το φαγητό από την πλευρά της μαγειρικής φιλοσοφίας.

Ποιες γέφυρες υπήρχαν μεταξύ του τι έτρωγαν και των σχέσεων που ανέπτυσσαν με τον φυσικό κόσμο, την κοινωνία, την ηθική, τους θεούς ή τον Θεό. Και βέβαια πως η πολιτική και η μόδα επηρέαζαν τη γεύση. Εξάλλου η διαμόρφωση των κουζινών αποτελεί ένα συναρπαστικό πεδίο μελέτης του εμπορίου, των φύλων, των κοινωνικών τάξεων αλλά και των φιλοσοφικών ιδεών για το κράτος, την πολιτική, την ηθική, τη ζωή και τον θάνατο.

Πάντως, σημαντικό ρόλο, αν και εν αγνοία της, έπαιξε και η οικογένεια μου. Οι γονείς μου και οι οικογένειές τους, εκτός του ότι μαγείρευαν πολύ καλά, άντρες και γυναίκες, είχαν πάντα κάποια ιστορία να διηγηθούν και κάποια μαγειρική πληροφορία να ανταλλάξουν όταν συναντιούνταν στο τραπέζι.

«Οι γονείς μου και οι οικογένειές τους, εκτός του ότι μαγείρευαν πολύ καλά, άντρες και γυναίκες, είχαν πάντα κάποια ιστορία να διηγηθούν και κάποια μαγειρική πληροφορία να ανταλλάξουν όταν συναντιούνταν στο τραπέζι».

Ποια ήταν η πιο συναρπαστική ανακάλυψη που έκανες σχετικά με την ελληνική διατροφή μέσα από την έρευνά σου;

Θα έλεγα διαπίστωση παρά ανακάλυψη και μάλλον θλιβερή παρά συναρπαστική. Αναφέρομαι στην απουσία, μέχρι σχετικά πρόσφατα, των γυναικών από τις επαγγελματικές κουζίνες. Στην αρχαιότητα, οι επαγγελματίες μάγειροι ήταν άντρες. Ένας σημαντικός λόγος ήταν η σύνδεση του μαγείρου με την τέλεση θυσιών.

Η μαγειρική τέχνη είναι κατά κάποιον τρόπο ιεροπρεπής γράφει ο Μένανδρος στον Δύσκολο. Ωστόσο, η μαγειρική δεν ήταν αντρική υπόθεση μόνο και μόνο εξαιτίας αυτής της σύνδεσης. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν αρτοπώληδες και ζαχαροπλάστισσες, ενώ τα καπηλειά και τα πλανόδια πωλητήρια φαγητού στελεχώνονταν όχι μόνο από άντρες αλλά και από γυναίκες κατώτερων κοινωνικών τάξεων.

Στην πραγματικότητα οι γυναίκες δεν αποκτούσαν φήμη ως μαγείρισσες για να μην αποδομηθούν στερεότυπα, έμφυλοι κανόνες και «αιώνιοι νόμοι της φύσης», όπως θεωρούνταν η σωματική δύναμη και η δημιουργικότητα.

Μια φημισμένη μαγείρισσα θα μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι τερατώδες και μη θηλυκό, όπως στα νεότερα χρόνια μετατράπηκε σε κάτι «εξαιρετικό». Οπότε, μέχρι σχετικά πρόσφατα οι γυναίκες παρέμειναν στο ημίφως των οικιακών κουζινών και των ταπεινών μαγειρείων ή στην καλύτερη περίπτωση πίσω από έναν άντρα.

Υπάρχει κάποιο αρχαίο ή βυζαντινό φαγητό που σε εξέπληξε όσον αφορά την τεχνική παρασκευής του;

Τα γεμιστά ζώα των ελληνιστικών χρόνων. Πρόκειται για περίπλοκες παρασκευές, προϊόν της ανάμιξης του ελληνικού και του περσικού πολιτισμού και, βέβαια, του τεράστιου πλούτου που μεταφέρθηκε από την Ανατολή με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το κλίμα της υπερβολικής πολυτέλειας που απολάμβαναν οι πλούσιοι της εποχής αυτής απεικονίζεται στην περιγραφή μιας γαμήλιας δεξίωσης που δόθηκε περίπου το 300 π.Χ. από ένα Μακεδόνα, τον Κάρανο.

Οι 20 προσκεκλημένοι του συμμετείχαν σε ένα εξαντλητικό φαγοπότι. Μεταξύ πολλών άλλων, τους προσφέρθηκε ένας επιχρυσωμένος ασημένιος δίσκος, που χωρούσε  ένα τεράστιο χοιρίδιο γάλακτος το οποίο ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα για να φαίνονται όλες οι νοστιμιές που είχε στην κοιλιά του: τσίχλες, πάπιες, μεγάλο πλήθος συκοφάγων, χυμένους κρόκους αβγών, στρείδια και χτένια.

Αυτά τα γεμιστά ζώα γνώρισαν μεγάλες δόξες στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Απαιτούν πολύ προσεκτικό πολύωρο ψήσιμο, όπου το κάθε υλικό προστίθεται στον σωστό χρόνο ώστε στο τέλος όλα να είναι καλοψημένα. Να δώσετε προσοχή στα στρείδια και τα χτένια. Εκτινάσσουν τη γεύση και το φαγητό δεν χρειάζεται τη θαλασσινή γεύση του γάρου, της πιο γνωστής σάλτσας του αρχαίου κόσμου η οποία συχνά αντικαθιστούσε το αλάτι.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην αναπαραγωγή ιστορικών συνταγών;

Η ερμηνεία της γεύσης αποτελεί μέγιστη πρόκληση. Πρόκειται για ένα γρίφο που η επίλυσή του απαιτεί τεράστια έρευνα, γνώση της συνεπειών της πολιτικής και του εμπορίου, πειραματισμούς, πείσμα, υπομονή, συνδυαστική ικανότητα, φαντασία και αφοσίωση. Πολλές φορές αρχίζουμε από το μηδέν και επιστρέφουμε σε αυτό. Συχνά κάνουμε τη δουλειά ντετέκτιβ.

Για παράδειγμα, αρκετά λαχανικά και αρωματικά στη χώρα μας δεν χρησιμοποιούνται πια ή έχουν αλλάξει δραματικά. Κάποια έχουν εξαφανιστεί, άλλα έχουν εξαγριωθεί ή εξημερωθεί. Χρειάζεται, λοιπόν, να εντοπίσουμε την άγρια μορφή τους ή να τα καλλιεργήσουμε. Επιπλέον, πολλά αρχαία ονόματα λαχανικών αναφέρονται σε είδη που δεν έχουν σχέση με αυτά χρησιμοποιούμε σήμερα.

Πώς διασταυρώνουμε διάσπαρτα στοιχεία για να οδηγηθούμε σε σωστά συμπεράσματα; Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουμε και με τις φυλές των ζώων και των πουλερικών. Και μετά έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αναπαραγωγή μιας συνταγής.

Χρησιμοποιώντας αντίγραφα αρχαίων σκευών μπορούμε να μάθουμε πολλά για τους χρόνους μαγειρέματος και την πυκνότητα του φαγητού και από τις περιγραφές στα κείμενα μπορούμε να υποθέσουμε αν ένα φαγητό ήταν γλυκό, αλμυρό ή ξινό. Όμως η απουσία δοσολογιών δεν μας επιτρέπει να αναπαράγουμε με ακρίβεια την κυρίαρχη γεύση. Βλέπετε, τα περισσότερα αρχαία εγχειρίδια μαγειρικής γράφτηκαν από επαγγελματίες μάγειρες, για επαγγελματίες μάγειρες.

Οι συγγραφείς δεν είχαν λόγο να καθοδηγήσουν τους συναδέλφους τους για πράγματα που γνώριζαν ήδη. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι η έρευνα και τα πειράματα μπορούν να μας δώσουν μια πολύ καλή εικόνα των κουζινών της αρχαιότητας.

Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον πρότζεκτ που έχεις υλοποιήσει, όπου το φαγητό λειτουργεί ως αφηγηματικό μέσο;

Τα δείπνα για μουσεία και αίθουσες πολιτισμού έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί κάθε φαγητό αφηγείται την ιστορία του τόπου και της κοινωνίας που το δημιούργησε ή υιοθέτησε. Σε αυτό το πνεύμα δημιουργήθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο ένα δείπνο για το Ελληνικό Κέντρο στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του οποίου οι συμμετέχοντες πήραν μια ιδέα για τα τραπέζια των πλούσιων και των φτωχών της ελληνιστικής Αθήνας.

Το πιο συγκινητικό πρότζεκτ ήταν μια σειρά 3 δείπνων με τίτλο «Η ζωή μου σε ένα πιάτο». Σε κάθε ένα συμμετείχαν 30 σύνδειπνοι και 6 μάγειροι/μαγείρισσες-αφηγητές/αφηγήτριες. Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων είχε μεταναστευτική εμπειρία. Με το φαγητό μίλησαν κυριολεκτικά και μεταφορικά για τις μακρινές τους πατρίδες, για την παιδική τους ηλικία, για μύθους, έρωτες, για εικόνες που ξεθωριάζουν και για αγιάτρευτη νοσταλγία.

Πολύ σημαντικό θεωρώ και το πρότζεκτ στο οποίο συμμετέχω τα τελευταία χρόνια το οποίο αντιμετωπίζει με ολιστικό τρόπο της καθημερινή ζωή αλλοτινών καιρών. Γι’ αυτό όμως θα μπορώ να μιλήσω στο άμεσο μέλλον.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τα Συμπόσια της Ελληνικής Γαστρονομίας και ποιος είναι ο στόχος τους;

Η ιδέα για τα Συμπόσια γεννήθηκε μετά από μια επίσκεψη που είχα κάνει στον Καράνου, χωριό της ορεινής Κυδωνίας Χανίων και τόπο γέννησης του πατέρα μου. Είναι ένα χωριό που φημιζόταν για τη μαγειρικές ικανότητες των κατοίκων του πλην όμως τις τελευταίες δεκαετίες κατοικείται κυρίως από ηλικιωμένους.

Σκέφτηκα ότι είναι μοναδική ευκαιρία για χωριά όπως αυτό, που κάποτε είχαν πολλά παιδιά και σχολεία, να γίνουν τόποι συνάντησης επιστημόνων, επαγγελματιών της κουζίνας, καλλιτεχνών, παραγωγών και εραστών του φαγητού οι οποίοι θα μπορούσαν να ανταλλάξουν απόψεις και να κάνουν πρωτότυπη έρευνα.

Επίσης, με απασχόλησαν πολύ οι επιπτώσεις αυτών των συναντήσεων στις κοινότητες υποδοχής, από τη συμμετοχή στην υλοποίηση τους μέχρι τις ιδέες που θα αποκτούσαν για να διοργανώνουν μόνες τους δράσεις σχετικά με το φαγητό. Η θετική ανταπόκριση των κοινοτήτων επιβεβαιώνει ότι τα Συμπόσια δεν έχουν μόνο ακαδημαϊκό-καλλιτεχνικό χαρακτήρα αλλά και κοινωνικό ρόλο.

«Στην πραγματικότητα οι γυναίκες δεν αποκτούσαν φήμη ως μαγείρισσες για να μην αποδομηθούν στερεότυπα, έμφυλοι κανόνες και "αιώνιοι νόμοι της φύσης", όπως θεωρούνταν η σωματική δύναμη και η δημιουργικότητα».

Τι θα ήθελες να αλλάξει ή να εξελιχθεί στη μελέτη και προώθηση της ελληνικής γαστρονομικής ιστορίας;

Να διδαχθεί οργανωμένα και να παρουσιαστεί χωρίς στεγανά, στερεότυπα και φαντασιώσεις. Ειδικά η Κρητική κουζίνα τις τελευταίες δεκαετίες έχει προβληθεί ως η συνέχεια της Μινωϊκής. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη φαντασίωση της αδιάλειπτης συνέχειας και της αυθεντικότητας που παραμένει αλώβητη από ξένες επιρροές. Όχι, δεν συνδεόμαστε άμεσα με τους Μινωίτες και ναι, ευτυχώς, υπάρχουν επιρροές από εχθρούς και φίλους.


Φανταστείτε ότι και μόνο το εμπόριο παίζει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση μιας κουζίνας. Η σχέση με το παρελθόν δεν πρέπει να είναι ούτε εξαγνιστική ούτε βασανιστική. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της ελληνικής γαστρονομίας με ψυχραιμία και, βέβαια, ας τη μάθουμε για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία αυτής της χώρας.

Στο βιβλίο σου «Η Γλώσσα της Γεύσης», τι προσπάθησες να αποτυπώσεις για τη σχέση του φαγητού με τον πολιτισμό;

Προσπάθησα να αποτυπώσω την τρικυμιώδη ιστορία του φαγητού στην Ελλάδα, με τις επιρροές, τις ανατροπές, τις συνέχειες και ασυνέχειες, τα δάνεια και αντιδάνεια που πολλές φορές υποδεικνύονται από τις ίδιες τις ονομασίες του. Επίσης, την ευρηματικότητα και δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει την υλική πλευρά του. Και φυσικά την ποταπή ή μεγαλειώδη ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το φαγητό.

Τι μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία της διατροφής στην Ελλάδα όσον αφορά τις σύγχρονες διατροφικές μας συνήθειες; Θα μπορούσαμε να διδαχθούμε από τη σχέση με τη φύση που είχαν οι άνθρωποι στο παρελθόν. Ήταν σε μεγάλο βαθμό γνώστες του περιβάλλοντος και των εποχών, των καινοτομιών στη γεωργία, της διαχείρισης του νερού, ακόμη και της αστρονομίας. Σέβονταν το περιβάλλον που τους έδινε τροφή και κατ’ επέκταση ζωή. Σέβονταν και το φαγητό γι’ αυτό η σπατάλη της τροφής ήταν βλασφημία, εν αντιθέσει με τις ημέρες μας.

Η δε υπερκατανάλωση χαρακτήριζε μόνο τις ανώτερες τάξεις. Επίσης, σήμερα έχουν αλλάξει οι συμπεριφορές στο τραπέζι. Έχει περιοριστεί η καθημερινή συνάθροιση γύρω από ένα τραπέζι, η οποία από την αρχαιότητα ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του οικογενειακού γεύματος. Σκεφτείτε ότι πρόκειται για μια από τις πιο ωφέλιμες συνήθειες τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική μας υγεία.

Πώς επηρέασαν οι μεταναστευτικές ροές την ελληνική κουζίνα στο πέρασμα των αιώνων;

Η μετανάστευση έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής κουζίνας καθώς έφερε νέα υλικά, γεύσεις και τεχνικές από διάφορους πολιτισμούς. Oι Ρωμαίοι έμποροι που κατοικούσαν στην αρχαία Δήλο, οι Εβραίοι της Ισπανίας που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, όλοι είχαν τις διατροφικές τους συνήθειες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, άφησαν το ίχνος τους στις κουζίνες της Ελλάδας.

Όμως το φαγητό δεν φέρνει μόνο κοντά τους ανθρώπους αλλά και τους κρατά σε απόσταση. Ας μην ξεχνάμε πόσο σθεναρά αντιστάθηκε ο τόπος μας στις κουζίνες των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, πριν αποδεχτεί την πολιτισμική συμβολή και τον γευστικό τους πλούτο. Επίσης, η διάδοση των διατροφικών συνηθειών και εθίμων από τις χώρες καταγωγής στις χώρες υποδοχής όχι μόνο αλλάζει το πολιτιστικό χάρτη αλλά δημιουργεί και επαγγελματικές προοπτικές.

Η νοσταλγία και η μνήμη έχουν τη δική τους δυναμική στις αγορές. Είναι κάτι που είδαμε να συμβαίνει με τα εστιατόρια μικρασιατικής κουζίνας και στη συνέχεια με τα εστιατόρια των μεταναστών και τα καταστήματα «εξωτικών» προϊόντων. Με αυτό τον τρόπο το φαγητό δεν είναι μόνο σημαντικός παράγοντας ένταξης αλλά γίνεται και πρεσβευτής νέων γαστρονομικών κωδίκων που ενσωματώνονται στις τοπικές κοινωνίες δημιουργώντας νέα διατροφικά μοντέλα.

Έχεις βρει κάποια ιδιαίτερη ιστορία μετανάστευσης που σε εντυπωσίασε λόγω της σχέσης της με τη γαστρονομία;

Πριν από αρκετά χρόνια πήρα συνέντευξη από τη Μαρία που βοηθούσε ηλικιωμένους και ζούσε μαζί τους. Η Μαρία είναι Ρωσίδα, όταν έφτασε στην Ελλάδα γνώριζε ήδη 3 γλώσσες και είχε σπουδάσει ρώσικη λογοτεχνία. Όταν ήρθε στη χώρα μας, το 2004, όλη της η περιουσία ήταν μια μικρή βαλίτσα που περιείχε λίγα ρούχα, 3 βιβλία, οικογενειακές φωτογραφίες, ένα σακουλάκι με φύλα ταραγκόν και ένα καθρέφτη, για να μην ξεχάσει, όπως μου είπε, ποια είναι.

Τα βράδια του Σαββάτου συναντούσε 4 φίλες της σε ένα μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζαν για τις ημέρες που είχαν ρεπό. Συνήθως μαγείρευαν όλες μαζί.

Σας αντιγράφω τα λόγια της: «Κάναμε σπουδαία φαγητά. Η κάθε μια έφτιαχνε κάτι. Να σου πω ότι έμαθα να μαγειρεύω στην Ελλάδα; Εδώ θυμήθηκα όλα τα φαγητά της πατρίδας μου, ακόμα και των παιδικών μου χρόνων. Σ’ αυτά τα φαγητά βάζαμε τον καλύτερο μας εαυτό. Όταν τρώγαμε λέγαμε ιστορίες από την πατρίδα μας, κλαίγαμε και γελούσαμε. Αχ κυρά μου, στο φαγητό μας βρισκόταν όλη η πατρίδα». Σημειωτέον ότι η Μαρία το 2012 πήγε στη Σουηδία όπου άνοιξε μια μικρή επιχείρηση γλυκισμάτων.

«Η δύναμη που διατηρεί την ακεραιότητα μιας κουζίνας σε έναν ξένο τόπο δεν είναι οι πρώτες ύλες αλλά ένα σύστημα πίστης, ιδεών, πολιτισμού, όλων αυτών των άυλων στοιχείων που δημιουργούν την ταυτότητά της».

Βλέπεις κοινά μοτίβα στις αλλαγές που υφίστανται οι κουζίνες των λαών όταν μετακινούνται σε νέα μέρη;

Βεβαίως, υπάρχουν κοινά μοτίβα. Παρόλο που η κουζίνα της μητρικής χώρας είναι ένα όχημα μνήμης και ταυτότητας και οι πρόσφυγες/μετανάστες επιθυμούν διακαώς να διατηρήσουν την αυθεντικότητα της, στη χώρα υποδοχής γίνεται αναγκαστικά πιο ευέλικτη. Προσπαθώντας να επιβιώσει υιοθετεί τα υλικά που είναι διαθέσιμα στη νέα πατρίδα.

Γιατί, η δύναμη που διατηρεί την ακεραιότητα μιας κουζίνας σε έναν ξένο τόπο δεν είναι οι πρώτες ύλες αλλά ένα σύστημα πίστης, ιδεών, πολιτισμού, όλων αυτών των άυλων στοιχείων που δημιουργούν την ταυτότητά της. Το διαπιστώσαμε στις κουζίνες που μετέφεραν οι Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα αλλά και οι ξένοι μετανάστες που επέλεξαν τη χώρα μας ως δεύτερη πατρίδα.

Αν μπορούσες να δειπνήσετε με μια ιστορική προσωπικότητα της αρχαιότητας ή του Βυζαντίου, ποιον θα επέλεγες και γιατί;

Θα επέλεγα την Αγνοδίκη. Σε μια εποχή που το να γεννηθεί κάποιος γυναίκα μείωνε τα ίχνη του στην ιστορία, αυτή η Αθηναία που έζησε τον 4ο π.Χ. αι. είναι γνωστή ως τις ημέρες μας ως η πρώτη γυναίκα που άσκησε επίσημα το επάγγελμα της μαίας.

Πίσω της, μαζί της και μετά από αυτήν υπήρξαν εκατοντάδες θεραπεύτριες των οποίων αγνοούμε τα ονόματα, την εκπαίδευση, τις επιτυχίες και τις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν. Δεδομένων των φαρμακευτικών γνώσεων της εποχής τους, τόσο αυτές όσο και η Αγνοδίκη θα ήταν και βοτανοθεραπεύτριες υψηλής εξειδίκευσης.


Κι εδώ βλέπουμε μια άλλη πτυχή της διατροφής καθώς πολλά από τα φυτικά και ζωικά θεραπευτικά προϊόντα καταναλώνονταν επίσης και ως τρόφιμα. Μάλιστα, κάποιες φορές γινόταν ασαφής η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τροφών, φαρμάκων και δηλητηρίων. Στην ουσία, πρόκειται για μια μαγειρική άλλου τύπου, αυτή που σώζει την ανθρώπινη ζωή και που με ένα λάθος μπορεί να την πάρει.

Υπάρχει κάποιο πιάτο ή εμπειρία που σου άλλαξε την οπτική για το φαγητό;

Την οπτική για το φαγητό δεν μου την άλλαξε ούτε πιάτο ούτε εμπειρία αλλά μια σειρά πτολεμαϊκών νομισμάτων που απεικονίζουν την Αρσινόη ΙΙ Φιλάδελφο. Αυτά τα νομίσματα μου ξύπνησαν το ενδιαφέρον για τα τρόφιμα ως σημαίνοντα και σημαινόμενα και για την περιπετειώδη πορεία του φαγητού και των συμπεριφορών που σχετίζονται με αυτό.

Αν αναρωτιέστε τι το σημαντικό έχουν, στην πίσω τους πλευρά φέρουν ένα διπλό κέρας Αμάλθειας γεμάτο με πυραμιδοειδή γλυκίσματα, ρόδια, σταφύλια και άλλα φρούτα. Πρόκειται για υπόδειξη ευμάρειας, και ναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα τρόφιμα χρησιμοποιούνται ως μέσο προπαγάνδας. Γιατί το φαγητό είναι εγγενώς πολιτικό. Με αυτά τα νομίσματα, λοιπόν, ξεκίνησε η δική μου περιπέτεια.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.