Για τον Δημήτρη Μυστακίδη το ‘Μπάτμαν’ διαστέλλεται όπως το Σύμπαν
- 26 ΜΑΙ 2020
Όταν ρωτήσαμε τον Δημήτρη Μυστακίδη για το μέρος που εκείνος διαλέγει για να μας μιλήσει, πολύ γρήγορα μας είπε για το ‘Μπάτμαν’, το θρυλικό μαγαζί του Νέου Κόσμου για το οποίο μιλήσαμε και εμείς πρόσφατα σε μια συνέντευξη με τον ιδιοκτήτη του. Και είναι αλήθεια ότι ο όρος ‘θρυλικός’ χρησιμοποιείται πολλές φορές και με τρόπο βαρέτο, ώστε να έχει χάσει λίγο το περιεχόμενό του αλλά αν υπάρχει ένα μαγαζί που δικαιούται τον χαρακτηρισμό τότε σίγουρα αυτό είναι το ‘Μπάτμαν’. Ας δούμε όμως τι μας λέει ο ίδιος ο Δημήτρης Μυστακίδης.
Πρώτη φορά εδώ
“Πρώτη φορά ήρθα στο Μπάτμαν, όταν κατεβήκαμε και πρώτη φορά με τους Λαϊκεδέλικα, νομίζω πρέπει να ήταν το 2000 μαζί με το φιλαράκι μου τον Δημήτρη τον Μπασλάμ. Από τότε και σχεδόν για καμιά δεκαετία δεν είχα γράψει καμία απολύτως απουσία. Δηλαδή όποτε ήμουν στην Αθήνα, όσες μέρες και να ήμουν, ερχόμουν στο Μπάτμαν”.
Photo by: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography
Μια ιστορία από το Μπάτμαν
“Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες από το Μπάτμαν. Τι να πρωτοπώ; Αν αυτή η μπάρα είχε στόμα να μιλήσει, δεν ξέρω και εγώ τι θα έλεγε. Έμπαινα μέσα και με έβλεπε ο Γιώργος και έβαζε τον ‘Σελίμπεη’, ενώ πριν έπαιζε Pink Floyd. Και χορεύαμε εδώ μέσα που, όταν στεκόσουν, δεν μπορούσες να κουνηθείς αλλά ξαφνικά με έναν μαγικό τρόπο, όπως διαστέλλεται το Σύμπαν, άρχιζε να διαστέλλεται και το Μπάτμαν και εκεί που δεν χωράγαμε για να κάτσουμε, χωράγαμε για να χορεύουμε”.
“Θυμάμαι ένα σουρεάλ σκηνικό. Είχε ξημερώσει. Ήταν 7 η ώρα το πρωί, δεν ξέρω και εγώ, και θυμάμαι ότι καθόμουν εδώ με πολύ λίγους πελάτες να έχουν ξεμείνει. Καθόμουν, λοιπόν, σε ένα τραπέζι -υπήρχαν τραπέζια τότε εδώ- με τον Γιώργη (σ.σ. τον Μπάτμαν) που έψηνε πανσέτες στο μπαρ. Ξαφνικά γυρίζω στην είσοδο και ήταν ένας γλάρος”.
Τι το κάνει να ξεχωρίζει
“Στην αρχή το Μπάτμαν ήταν στέκι μουσικών και ερχόντουσαν πάρα πολλοί μουσικοί. Γι’αυτό και ήρθα εγώ. Αυτό που μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση από την πρώτη στιγμή ήταν ότι οι άνθρωποι εδώ ήταν πάρα πολύ ανοιχτοί στις κουβέντες. Είναι το ποτό; Είναι η ώρα; Δεν ξέρω. Ερχόσουν εδώ μόνος σου και ήταν δεδομένο ότι θα βρεις παρέα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνεις μόνος σου σε αυτό το μαγαζί. Δεν υπάρχει άλλο μπαρ σαν το Μπάτμαν”.
“Υπήρχαν και τρομερές φιγούρες εδώ. Χαιρετιομασταν με ανθρώπους που έρχονταν εδώ, τους βλέπαμε κάθε φορά να είναι στο μαγαζί. Για πολλούς από αυτούς δεν έμαθα ποτέ ούτε το μικρό τους όνομα. Εννοείται βέβαια ότι τους ίδιους δεν τους αναγνωρίζες ποτέ αν τους έβλεπες μέρα”.
Επίλογος
“Τα μπαρ καλώς ή κακώς τα κάνουν οι άνθρωποι. Πάντα ήταν και φανταστικοί οι άνθρωποι που ήταν εδώ στο μπαρ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη Μιμίκα που ήταν εδώ που έκανε κουμάντο σε όλο το μαγαζί. Κανείς δεν έβγαζε κιχ”.
“Με τον Γιώργο εμείς έχουμε γίνει πια φίλοι, καλοί φίλοι. Σε πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μου αυτόν είναι που θα πάρω τηλέφωνο. Τώρα μεγαλώσαμε εμείς και βρισκόμαστε με τον Γιώργο και αλλού αλλά μακάρι οι πιτσιρικάδες να ζήσουν τα πράγματα που ζήσαμε εμείς στο Μπάτμαν”.