Γιάννη Οικονομίδη, γιατί έμπλεξες τον Μουρίκη με την αστυνομία;
- 4 ΜΑΡ 2020
Με την ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’, ο Γιάννης Οικονομίδης επέστρεψε 6 χρόνια μετά το ‘Μικρό Ψάρι’. Στο πλευρό του και ο Βαγγέλης Μουρίκης σε έναν μικρό αλλά πολύ κομβικό ρόλο. Αυτή τη φορά σε ημιαστικό περιβάλλον πάντα όμως με τη σκληρή γλώσσα. Η γλώσσα αυτή που φαινομενικά μοιάζει ίδια σε κάθε ταινία του Οικονομίδη από το ‘Σπιρτόκουτο’ και μετά αλλά που στην πραγματικότητα είναι και λειτουργεί με τελείως διαφορετικό τρόπο σε κάθε του ταινία.
Πλάι σε αυτή και το χιούμορ. Περνώντας χρόνο με την ‘Μπαλάντα’ θα καταλάβεις ότι τελικά πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία. Το χιούμορ, που ούτως ή άλλως υπάρχει λανθάνον σε κάθε ταινία του Οικονομίδη, βγαίνει αυτή τη φορά λίγο περισσότερο στην επιφάνεια. Ο υπόκοσμος είναι εδώ, οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι άψογα γραμμένοι και η ελληνική επαρχία βρίσκεται στο επίκεντρο με όλες τις οριακές της βεβαιότητες. Κάποιες φορές υπάρχουν πράγματα που τα σχολιάζεις καλύτερα βάζοντας τους χαρακτήρες σου να βρίζουν ασταμάτητα.
Με αφορμή την ταινία αυτή, λοιπόν, μιλήσαμε με τον Γιάννη Οικονομίδη και τον Βαγγέλη Μουρίκη. Από την αρχή, επιλέξαμε να μη μιλήσουμε αποκλειστικά για κινηματογράφο αλλά να επικεντρωθούμε περισσότερο σε μια πιο προσωπική συζήτηση και με τους δύο. Ναι, αν δεν το περιμένατε και οι ίδιοι επαναλαμβάνουν μεταξύ τους ατάκες από τις ταινίες.
Πού γνωριστήκατε; Πόσο καιρό είστε φίλοι, συνεργάτες;
Γιάννης Οικονομίδης: Η μαγική λέξη: “Εξάρχεια”. Εδώ, στη γειτονιά.
Άρα μένετε κοντά.
Βαγγέλης Μουρίκης: Κοντά. Γύρω γύρω. Πατησίων έχω μεγαλώσει.
Θυμάστε χρονιά;
Γ.Ο: Πότε ήτανε μωρέ; Ένα δυο χρόνια πριν γεννηθεί ο γιος σου;
Β.Μ: Ναι, το 2000; Κάπου εκεί.
Σε κοινή παρέα;
Γ.Ο: Ε, όχι φατσικά γνωριζόμασταν και λέγαμε έτσι αυτό το “γεια” της συμπάθειας και του σεβασμού. Πότε είχε βγει ο ‘Βασιλιάς’ ρε Βαγγέλη;
Β.Μ: Το 2002. Όταν όμως με πήρες για να κάνουμε την ‘Ψυχή στο Στόμα’, εκεί ξεκινήσαμε τα πιο πολλά.
Γ.Ο: Ήπιαμε έναν καφέ μαζί, τα είπαμε και γνωριστήκαμε.
Θα λέγατε ότι τώρα πια είστε φίλοι;
Β.Μ: Και φίλοι είμαστε και συνεργάτες είμαστε, και στην οικογένεια μέσα είμαστε. Ξέρει τη δικιά μου οικογένεια, ξέρω τη δικιά του, μπαίνει ο ένας στο σπίτι του άλλου.
Η κατάσταση στα Εξάρχεια πώς είναι σήμερα;
Γ.Ο: Είναι παρατημένη περιοχή ρε συ, έχει πιάσει πάτο η γειτονιά, δεν υπήρξε ποτέ χειρότερα από κάθε άποψη. Κλειστά μαγαζιά, ερημιά, καμένη γη.
Αυτό το “θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια” πώς το καταλαβαίνετε;
Γ.Ο: Τα ξέρουν όλοι αυτά. Πρώτα υποβαθμίζουνε μια περιοχή, και μετά αρχίζουν να αγοράζουν.
Β.Μ: Και πού δεν έχει γίνει αυτό; Σε όλες τις χώρες.
Γ.Ο: Χρυσάφι τα Εξάρχεια.
Τώρα πια;
Β.Μ: Πάντα πια. Το κέντρο της κάθε πόλης έτσι δεν είναι; Και λένε θα το “καθαρίσουν”. Γιατί συγγνώμη ας πούμε τα Εξάρχεια θέλουνε περισσότερο “καθάρισμα” από ό, τι θέλουν οι δρόμοι πίσω απ’ την Αθηνάς; Ή η Σοφοκλέους, η Ευριπίδου, η Σωκράτους;
Γ.Ο: Θα ρθει η ώρα τους κι εκεί Βαγγέλη, γιατί θα θέλουνε να τα εκμεταλλευτούνε.
Β.Μ: Η Πλάκα ας πούμε δεν ήτανε της πλάκας τόσα χρόνια; Εγώ έμενα εκεί, την ξέρω πολύ καλά τη φάση. Πότε έγινε η Πλάκα ακριβή; Το 1990 με 120.000 ευρώ αγόραζες διαμέρισμα.
Στην καινούργια ταινία η παρουσία του λαϊκού τραγουδιού είναι πολύ έντονη. Και ο πρωταγωνιστικός ρόλος άλλωστε είναι ενός ανθρώπου που ζει το λαϊκό τραγούδι.
Β.Μ: Όσον αφορά τον Ντίνο ναι, είναι ένας λαϊκός άνθρωπος, Πειραιώτης, ο οποίος γουστάρει λαϊκή μουσική, και όλο το φάσμα της, που ξεκινάει απ’ τα ρεμπέτικα και φτάνει μέχρι το λαϊκό το σημερινό, που έχει αγγίξει και τα σύνορα του σκυλάδικου. Νομίζω ότι και οι περισσότεροι χαρακτήρες σε αυτήν την ταινία κινούνται σε αυτήν τη σφαίρα ας πούμε.
Η ταινία ήταν απ’ την αρχή κλειδωμένη στο ζήτημα της λαϊκής μουσικής, της λαϊκής σκηνής.
Γ.Ο: Και η ταινία πραγματεύεται και τη ψυχολογία αυτών των ανθρώπων που ζουν μέσα σε αυτή τη φάση. Την καψούρα για παράδειγμα…
Πηγαίνατε ποτέ σε αυτά τα μαγαζιά; Έχετε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους;
Γ.Ο: Αμέ. Δεν είμαστε θιασώτες αυτού του πράγματος αλλά και στα μαγαζιά στην Ιερά Οδό έχουμε πάει και στην Πειραιώς. Και στη Λάρισα. Το ‘Φάληρο’ το έχεις υπόψη σου;
Β.Μ: Ντάξει, εγώ ένα διάστημα πήγαινα, είχα μια παρέα από Πατησιώτες και μ’ αυτούς ψιλοκατέβαινα σε διάφορα. Και σε κάτι υπόγεια στην Πατησίων πηγαίναμε τα οποία έχουν κλείσει.
Έχουν κλείσει τα περισσότερα απ’ αυτά, όλη αυτή η κουλτούρα όπου θα ερχόταν το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο όνομα και θα έπαιζε μέχρι το πρωί, έσπασε, από τότε που η Αθήνα κατά έναν τρόπο άρχισε να μαζεύεται στις 03.00 αν θυμάστε, τότε το ‘90.
Γ.Ο: Για να καταλάβετε τι λέει ο Βαγγέλης, εννοεί ότι τα πράγματα δεν είναι πια όπως ήταν το 1980 με 1990, σαν το ‘Βιετνάμ’ στο ‘Όλα είναι δρόμος’ του Βούλγαρη. Έχει τελειώσει αυτό. Κάποια στιγμή έγινε κλαμποειδές το σκυλαδικό, πιο mainstream, πιο πίστα, και τώρα πια στην επαρχία έχει σχεδόν ψοφήσει όλο αυτό.
Όταν κάναμε ρεπεράζ με τον Βαγγέλη, ψάχναμε να βρούμε τον ‘Κροκόδειλο’ -θυμάσαι;-, αλωνίσαμε όλη την επαρχία και δεν βρίσκαμε…
Β.Μ: Το θέμα δεν είναι μόνο να το βρεις αυτό το μέρος, είναι και να σε εξυπηρετήσει. Αυτό το μαγαζί της ταινίας ήθελες να έχει μπροστά ένα γήπεδο, να έχει ένα άνοιγμα…
Γ.Ο: Τα “γκράντε μαγαζιά” έχουν ψοφήσει. Βρίσκαμε εγκαταλελειμμένα μαγαζιά αυτού του μεγέθους, δίπλα ήταν τα ξενοδοχεία οι γαμιστρώνες, κλειστά κι αυτά.
Με την κρίση τελείωσε αυτός ο χαβάς, είναι πολύ λίγα πια.
Β.Μ: Και δεν είναι μόνο η κρίση Τζόνι, γιατί εγώ πιστεύω ότι αυτοί που είχαν τα φράγκα να τα χώσουνε, τα ‘χανε, τα ‘χουνε και θα τα ‘χουνε. Εννοείται ότι υπάρχει μια κρίση για τον απλό κόσμο, τον εργάτη κτλ, αλλά αυτές είναι άλλες κουβέντες.
Είναι ότι άλλαξε όλη η διάθεση του πράγματος ρε παιδί μου, για παράδειγμα τα πρώτα λεφτά που άρχισε να παίρνει η Ελλάδα, τα ‘πακέτα Ντελόρ’ κτλ, κονομάγανε και οι κότες… Επιστρέφανε λεφτά πίσω, γιατί δεν μπορούσαν να τα απορροφήσουν οι ίδιοι που τα παίρνανε και τα ξαδέρφια τους που έβαζαν να τα διαχειρίζονται.
Αυτοί πήγαιναν και τα έσκαγαν τότε.
Πρέπει να περνάτε πολύ χρόνο στο ρεπεράζ, έτσι; Μήνες.
Γ.Ο: Είναι και βασικό κομμάτι της δουλειάς. Το καλό ρεπεράζ στις ταινίες φαίνεται, αλλά είναι κι ένα πράγμα που μαζί με τον Βαγγέλη μας διασκεδάζει, το κάνουμε συστηματικά. Από τον ‘Μαχαιροβγάλτη’ και μετά δηλαδή…
Β.Μ: Μπαίνουμε στο αμάξι και “πάμε”. Και μέσα στο αμάξι συζητάμε για την ταινία, για τους ήρωες, τους παίζουμε μεταξύ μας, και μετά έρχονται και οι χώροι, γιατί χωρίς τον χώρο πού πας; Ουσιαστικά εκτίμηση του σεναρίου κάνεις κατά αυτήν τη διαδικασία.
Σε μια συνέντευξη, είχατε πει ότι κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ρεπεράζ σας σταμάτησαν αστυνομικοί, σας έβγαλαν απ’ το αμάξι και σας πήραν στο τμήμα.
Γ.Ο: Στον ‘Μαχαιροβγάλτη’.
Β.Μ: Με έκαψε ο καριόλης… (γέλια).
Γ.Ο: Θυμάσαι, ε; Ήταν και η στιγμή που είχαμε βρει και το σπίτι που θέλαμε… Και πέσαμε πάνω στο “διαστημόπλοιο”.
Β.Μ: Ψάχναμε το σπίτι του κεντρικού ήρωα. Εγώ τότε εξυπηρετούσα έναν φίλο και πήγαινα πράγματα σε σουπερμάρκετ -σουτιέν, κιλότες, τέτοια ρε παιδί μου- και έβλεπε το μάτι μου διάφορα μέρη, κι έτσι έκανα και ρεπεράζ ταυτόχρονα. Οπότε όταν μου ‘χε πει ο Τζόνης πώς θέλει το σπίτι να είναι, του λέω “Τζόνι, στα Λιόσια έχει πάρει κάτι το μάτι μου”.
Και πάμε μαζί, το βλέπουμε και όντως αυτό χρησιμοποιήσαμε τελικά στην ταινία. Και μου λέει κάποια στιγμή “δεν πάμε και λίγο παρακάτω;”, του λέω “μέχρι εδώ θα πάμε σε αυτήν την περιοχή”. “Όχι, μου λέει μωρέ, έλα πάμε εδώ κάτω”, του λέω “μην πάμε από εκεί, μην μπερδευτούμε ρε φίλε, μη με χώνεις εκεί μέσα”, “βρε πάμε μια βόλτα, το βλέπω καλό”… Και μόλις στρίβουμε στη γωνία, κοιτάζω στον καθρέφτη “ίου ίου ίου ίου”…(γέλια)
Έρχονται οι αστυνομικοί, ο ένας από το δικό μου παράθυρο, αυτό του οδηγού, ο άλλος από εκεί. Εν τω μεταξύ εγώ έχω μια συνήθεια, όταν οδηγάω, καθαρίζω τα δόντια μου με οδοντογλυφίδες και είχα καρφώσει ένα τσιγάρο με μια οδοντογλυφίδα.
Πού το ‘χατε καρφώσει;
Β.Μ: Στο τασάκι του αυτοκινήτου.
Γ.Ο: Στριφτά τσιγάρα, έτσι;
Β.Μ: Με ρώταγαν διάφορα, λοιπόν, και κάποια στιγμή μου λέει ο Τζόνης, “Βάγγο, ο κύριος ρωτάει γιατί αυτό το τσιγάρο έχει οδοντογλυφίδα επάνω”; “Τι γιατί έχει οδοντογλυφίδα ρε Τζόνη; Γιατί έχει οδοντογλυφίδα, γι’ αυτό”. Με το που το ακούνε αυτό “ακολουθήστε μας κύριοι”. (γέλια)…
Και μας πήγανε στο τμήμα, εκεί τους ξηγηθήκαμε ότι κάνουμε ταινία και ότι από δω και πέρα δεν θα ‘μαστε μόνο εμείς, θα έρθουν κι άλλοι.
Γ.Ο: Και μας πιάσανε και τώρα ρε, στην ‘Μπαλάντα’ ρε, στη Λαμία.
Β.Μ: Πάλι με έκαψε ο καριόλης (γέλια). Φαίνεται ότι όταν μας βλέπουνε και τους δύο μαζί, κάτι γίνεται…
Γ.Ο: Οι μύτες θα φταίνε…
Β.Μ: Ναι…
Γ.Ο: Είμαστε, λοιπόν, στη Λαμία έξω από ένα σουπερμάρκετ και απέναντι του είναι το ζαχαροπλαστείο μιας κυρίας, έτσι πολύ ροζουλί, πολύ συμπαθητικό, σαν κουκλόσπιτο ήτανε. Και μας ενδιέφερε.
Β.Μ: Ήτανε με κόκκινες κουρτινίτσες, πορτοκαλί, το κοζάραμε τώρα εμείς για ώρα και σε κάποια στιγμή η κυρία που ήταν μέσα τραβάει τα κουρτινάκια και μας κοιτάει. Και του λέω “καλομελέτα, έρχονται”. (γέλια). Σε τρία λεπτά είχανε έρθει οι αστυνομικοί με τα μηχανάκια. Και μόλις τους είδαμε, πήγαμε επάνω τους και τους λέμε “εμάς ψάχνετε”.
Δεν πήγατε στο τμήμα δηλαδή;
Β.Μ: Όχι, πήγαμε, πήγαμε, αλλά μόλις μπαίνουμε μέσα, τι μας λένε οι αστυνομικοί; “ΚΑΡΑΜΑΝΗ;; ΕΛΑ ΡΕ ΚΑΡΑΜΑΝΗ”. (γέλια)
Γ.Ο: Άλλο κλίμα εκεί μέσα, κατευθείαν.
Β.Μ: “Τι θες εδώ; Γιατί σας φέρανε εδώ;”
Γ.Ο: Ήταν όλοι φαν.
Την αδικείτε; Εσείς αν βλέπατε δυο τύπους σαν εσάς να κοιτάνε το ζαχαροπλαστείο σας, δεν θα παίρνατε την αστυνομία;
Β.Μ: Όχι, μωρέ τι να αδικήσουμε; Απλά η γυναίκα είχε τρομάξει. Μέχρι να έρθουν οι μπάτσοι, έφερε τον νονό της, έφερε τον θείο της, ήρθε κόσμος. Ο αρραβωνιαστικός της…
Γ.Ο: Συμπαθέστατη κατά τ’ άλλα.
Β.Μ: Ναι, γίναμε και φίλοι μετά, αφού η κακομοίρα κάπνιζε τα τσιγάρα και έτρεμαν τα χέρια της. Και αποδείχτηκε ότι είχε δει και αυτή τις ταινίες μας.
Όλες οι σκηνές είναι γυρισμένες στη Λαμία;
Γ.Ο: Το 95%. Έχουμε και δυο τρεις σκηνές εδώ στην Αθήνα.
Ο ‘Κροκόδειλος’, το μπουζουξίδικο της ταινίας, πού ήταν;
Γ.Ο: Το μαγαζί είναι ένα μαγαζί εκδηλώσεων που κάνει γάμους, βαφτίσια, τέτοιο. Εμείς το φτιάξαμε και το κάναμε να μοιάζει με μεγάλο μπουζουξίδικο. Έχει γίνει πάρα πολύ καλή σκηνογραφική δουλειά. Όλα εμείς τα φτιάξαμε. Την πρόσοψη μπροστά, τα νέον επάνω.
Πώς ξέρετε πώς είναι στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι της νύχτας, οι μαφιόζοι; Τα χαρακτηριστικά τους, τον τρόπο που μιλάνε, τους κώδικές τους…
Γ.Ο: Κοίτα να δεις, καταρχάς όλοι μας πια μετέχουμε ενός παγκόσμιου πολιτισμού. Και στον δυτικό κόσμο όλα αυτά είναι λίγο πολύ κοινά. Μη φανταστείς δηλαδή ότι έχει μεγάλη διαφορά ο υπόκοσμος στη Γαλλία, στην Αμερική, στο Μεξικό απ’ την Ελλάδα. Εννοώ στους κώδικές τους, στις συμπεριφορές, στις φάτσες, στα διακυβεύματα.
Όλα αυτά τα χρόνια που βλέπουμε ταινίες, διαβάζουμε βιβλία και παρακολουθούμε αστυνομικό ρεπορτάζ, μετέχουμε μιας κατάστασης. Προσομοιώσεις κάνεις. Δεν είναι αυτό το παραμύθι ότι πρέπει να τα έχεις ζήσει αυτά, να έχεις βουτήξει μέσα σ’ αυτά. Αν ήταν έτσι, δεν θα είχε γυριστεί τίποτα. Υπάρχει μια δεξαμενή που αν έχεις λίγη αντίληψη, αν έχεις εκπαιδευτεί σ’ αυτό το πράγμα, το πιάνεις και μετά καλείσαι να το αναπαραστήσεις στη δική σου πραγματικότητα. Και πρέπει και να το φέρεις στην ελληνική του εκδοχή.
Προχωράς στο δρόμο και βλέπεις γραμμένο στον τοίχο ένα “τι θα κάνεις με την Λίντα, Βαγγέλη;” και κανείς δεν αναρωτιέται “τι είναι αυτό;”, όλοι ξέρουν. Το χαίρεστε πού κυκλοφορούν τόσο οι ατάκες απ’ τις ταινίες σας;
Γ.Ο: Πάρα πολύ. Γιατί είναι αυτό που πάντα πιστεύαμε όταν ξεκινήσαμε τις ταινίες μας και ακόμα και τώρα: Θέλουμε να κάνουμε ταινίες και να έχουνε ένα αντίκρυσμα μέσα στην κοινωνία. Να μην είναι κάτι που απλά πήγε σε ένα φεστιβάλ, το είδαν εκατό άνθρωποι και τώρα είναι στο ράφι. Να ζουν οι ταινίες και να παράγουν πολιτισμό, να μπαίνουνε μέσα στην κοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο πιτσιρικάς τις ατάκες είτε ο πιο ψαγμένος που θα τη δείξει στη σχολή του, είτε εκείνος που θα κάτσει σπίτι του να την ξαναδεί -γιατί υπάρχει και κόσμος που τη βλέπει και τη ξαναβλέπει- και να προκαλούνε ερωτήματα, συζητήσεις, χαρά, φρίκη, ο,τι θέλεις.
Β.Μ: Η ‘Ψυχή στο στόμα’ φρίκαρε κόσμο για παράδειγμα.
Είχατε δει κόσμο να φεύγει απ’ το σινεμά;
Β.Μ: Το είδαμε αυτό στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης σε μια νυχτερινή προβολή που ‘χε γίνει. Είχε μέσα πολύ κόσμο και στα 20 λεπτά κάποιοι στρεσαρίστηκαν, άρχισαν να φεύγουν, λέγανε “ανοίξτε γρήγορα τις”.
Γ.Ο: Και στην Ηλιούπολη, θυμάσαι Βαγγέλη; Ήσουνα σε μια προβολή της Λέσχης του Δήμου εκεί, που διχάστηκε το σινεμά κι έγινε τσαμπουκάς;
Β.Μ: Δεν είχα έρθει.
Γ.Ο: Οι μισοί ήταν υπέρ, και οι άλλοι μισοί ήταν κατά.
Όταν λέτε “τσαμπουκάς”;
Γ.O: Ήμασταν καλεσμένοι εκεί και, όταν τελείωσε η ταινία, πήγανε να μας την πέσουνε και το άλλο μισό σινεμά μας υπερασπίστηκε.
Θα ακουστεί αρκετά περίεργο τώρα αυτό, αλλά δεν είναι και λίγο επιτυχία να φεύγει ο κόσμος; Δηλαδή να πείτε από μέσα σας “τους έπιασε η ταινία, τους στρέσαρε, το κατάφερα”.
Γ.Ο: Αυτοί που έφευγαν στη ‘Ψυχή στο στόμα’, δεν έφευγαν γιατί δεν άντεχαν την ταινία. Δεν παίζει αυτό. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι απλώς ήταν εκτός της ταινίας, δεν την καταλαβαίνανε.
Β.Μ Μπήκανε σε λάθος ταινία. Σου λέει “δεν ήρθα εγώ 12 η ώρα τη νύχτα για να μπω σε αυτό. Πάω να πιω ένα ποτάκι καλύτερα”.
Γ.Ο: Άνθρωποι οι οποίοι στρεσαριστήκανε και περάσανε δύσκολα αλλά γουστάρανε, δεν φύγανε. Απεναντίας την είδαν και την ξαναείδαν και μετά αναγνωρίσανε και το χιούμορ που κρύβει μέσα σε πολλές σκηνές κτλ.
Αυτές τις ατάκες σας τις λένε στον δρόμο όταν σας αναγνωρίζουν;
Γ.Ο: Ναι, αλλά τις λέμε κι εμείς μεταξύ μας. “Έλα στην ώρα σου ρε συ”. (γέλια)
Β.Μ: Μας τις λένε στον δρόμο, αλλά μεταξύ μας τις λέμε πιο πολλές φορές. “Έλα στην ώρα σου ρε συ”.
Γ.Ο: “Μισό ποτό ρε, μισό ποτό. Θα σε παρακαλάμε;”.
Β.Μ: Και τα “ντουί” μου λένε στον δρόμο ή το “πάμε για προβατίνα”. Έχω ακούσει και πιτσιρικάδες που λένε “τα σκαμπό μου και τα αρχίδια μου”.
Αυτή η σκηνή θυμάστε πώς γυρίστηκε;
Γ.Ο: Ήταν δύσκολη, μας πήρε όλη νύχτα, με τρεις κάμερες, πολύ υψηλή ένταση, και όντως κάποια στιγμή έγινε πολύ αληθινό αυτό το πράγμα, ένα “τσακ” δηλαδή και θα έπεφτε κουτουλίδι. Και μετά πολύ μοντάζ, για να αναδειχθούν και τα “αρώματα” του γυρίσματος.
Όλο αυτό και πάλι όμως το κούμπωσε η φιλία μας. Διαφορετικά ήταν ένα γύρισμα που, αν εκτραχυνθεί, μπορείς να σκοτωθείς.
Β.Μ: Είμαστε και φίλοι, αλλά και σεβόμαστε ο ένας τη δουλειά του άλλου.
Γιάννης Οικονομίδης (σκηνοθέτης) και Βαγγέλης Μουρίκης (ηθοποιός). Φωτογραφίζονται στο “Hotel Tempi”. Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020.
Φωτογραφίες: Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Αυτός στη σκηνή πίσω απ’ τον Γιαννόπουλο, που τον σιγοντάρει, που του λέει “αυτό το έτσι μας έχει τρελάνει ρε Αντώνη, αυτό το έτσι”, ποιος είναι;
Γ.Ο: Γαμάτος ήτανε αυτός, φίλος του Βαγγέλη, δάσκαλος. Γιάννης Δρυς.
Δεν είναι παρατσούκλι το “ο δάσκαλος”, δεν είναι κάποιος της νύχτας. Είναι κανονικός δάσκαλος. (γέλια)
Και δεν του το λένε οι μαθητές στο σχολείο;
Β.Μ: Η καλύτερή του, το φχαριστιέται.
Γ.Ο: “Άστις σπανακόπιτες”, τι λέει;
Β.Μ: “Τις σπανακόπιτες και τα αλεύρια” (γέλια)… Έχει γίνει και διευθυντής τώρα σε ένα ζόρικο σχολείο στην Κυψέλη.
Η ‘Μπαλάντα’ έχει μέσα πολλές ατάκες. Πιστεύετε ότι θα μείνουν κάποιες;
Β.Μ: H μπαλάντα έχει πολλά μέσα, γιατί είναι, ας πούμε, άλλο κόλπο…
Γ.O: H αλήθεια είναι ότι μας πέτυχε κιόλας.
Β.Μ: Νομίζω ότι θα κρατήσει ο κόσμος πολλές από εκεί. Τώρα το ποιες θα είναι αυτές, θα φανεί. Ξέρεις αυτές οι ατάκες που μένουν είναι αυτές κιόλας που εκφράζουν την κατάσταση του κόσμου στη στιγμή. Υπάρχει δηλαδή ένας κόσμος που το έχει ανάγκη. Έχει ένα βαθύτερο “θα σου φάω το λαρύγγι” πράγμα. Δεν είναι μόνο σε μια σφαίρα πλάκας όλο αυτό, είναι και σε μια άλλη σφαίρα έκφρασης. Ο κόσμος που επαναλαμβάνει τις ατάκες, βγάζει κάτι από μέσα του.
Η σκηνή με τα ντουί, πόσο σας πήρε να γυριστεί; Θυμάστε;
Γ.O: Kάναμε πρόβα -σε φάση προσομοίωσης- πολύ καιρό πριν. Ξέρεις, τον χτύπαγε ανεπαίσθητα ο Bαγγέλης. Είναι όμως όντως ένα από τα πιο ακραία γυρίσματα που έχουμε κάνει ποτέ. Όταν λέμε ακραία, το εννοούμε. Χάρη όμως στην ουσιαστική σχέση του Κωνσταντίνου του Σειραδάκη με τον Βαγγέλη Μουρίκη δεν μαλώσανε, δεν πλακωθήκανε. Ήταν δύσκολο, γιατί ήταν σοκαριστικά αληθινό. Κράτησε ένα ολόκληρο βράδυ αυτή η σκηνή. Ένα πεντάωρο. Η τόσο ανθρώπινη έκφραση του Κωνσταντίνου ήρθε από όλη αυτή την αλήθεια. Ήταν σαν ντοκιμαντέρ.
Β.Μ: Ο Κωνσταντίνος έσκισε. Εγώ νομίζω ότι ο Σειραδάκης σε αυτή τη σκηνή έπιασε άλλο επίπεδο. Ακόμα θυμάμαι το μάτι του και το ύφος του παιδιού που ήταν “καριόλη, δεν σε πλακώνω τώρα στις φάπες και δεν ξέρω κιόλας για ποιον λόγο δεν το κάνω”. Όλο αυτό το συναίσθημα του βγήκε φοβερά.
Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά βλέπουμε να επιλέγετε συγκεκριμένους ηθοποιούς;
Γ.O: Ναι, μωρέ. Έχουμε κάνει μια δουλειά, έχουμε στήσει κάποιους κώδικες, εμπιστεύεται ο ένας τον άλλο. Σε κάθε ταινία, βέβαια, μπαίνουν και καινούργιοι ηθοποιοί.
Μου αρέσει όμως αυτό. Με συγκινεί. Είναι σαν ένα ημερολόγιο της ζωής μου. Το πώς ξεκινήσαμε με τον Βαγγέλη και κάνουμε ταινίες και πού είμαστε τώρα. Είναι σαν μια παρέα ή μια οικογένεια που μεγαλώνουμε όλοι μαζί. Δεν πήρα ποτέ τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη καριέρας, ότι κάνω μια ταινία και φεύγω. Οι δουλειές μου μπαινοβγαίνουν μέσα στη ζωή μου.
Είχες πει ότι στο ‘Στέλλα Κοιμήσου’ ανέπνευσες λίγο οικονομικά. Εσύ (προς Βαγγέλη Μουρίκη) πώς βιοπορίζεσαι; Με δεδομένο ότι επιλέγεις να μην κάνεις τηλεόραση ή πιο εμπορικά πράγματα;
Β.Μ: Δύσκολα. Γάμησέ τα. Αναγκαστικά κάνουμε και άλλα πράγματα παράλληλα. Αν ήμασταν σε μια άλλη χώρα, που θα κάναμε μεν αυτό που κάνουμε, το να είμαστε δηλαδή ηθοποιοί ή συντελεστές σε μια ταινία, αλλά αυτό θα πληρωνόταν κιόλας, εκεί θα ήμασταν άνετα. Τώρα όμως τραβάμε ζόρια και από αυτό που φαίνεται έρχονται και πιο μεγάλα ζόρια. Είναι όλο και πιο προβληματική η κατάσταση στον κινηματογράφο για όποιον προσπαθεί να το παλέψει.
Γ.Ο: Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι ότι το να πληρώνονται οι καλλιτέχνες τους δίνει χρόνο να αφοσιωθούν στη δουλειά τους. Τους παίρνει από πάνω τους το άγχος της επιβίωσης. Καλλιτέχνες είμαστε. Δεν είμαστε οι τύποι που με τα λεφτά ας πούμε θα πάρουμε το τζιπ και τη σπιταρόνα. Είναι ότι έχεις ένα χρόνο να ασχοληθείς με τη δουλειά σου. Όταν έχεις τη βιοπάλη στη μέση, άστα.
(Ερώτηση προς Μουρίκη ) Δεν μπορούμε να βρούμε καθόλου στοιχεία για σένα. Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες… Tίποτα.
Γ.Ο: Κάποιος σβήνει τα ίχνη σου, Βαγγέλη.
Β.Μ: Καλά κάνουνε μωρέ, να τα σβήσουμε όλα…
Στη Wikipedia για παράδειγμα δεν λέει ούτε ημερομηνία γέννησης.
Β.Μ: Η ταφόπλακα μπορεί και να το γράψει ρε φίλε (γελάει). Τι μου λες τώρα; Πολλά δεν υπάρχουν μωρέ στο ίντερνετ, μόνο αυτά;
Για την τηλεόραση σας έχουν κάνει ποτέ πρόταση;
Β.Μ: Πολλές φορές αλλά να κάνω τι στην τηλεόραση; Η τηλεόραση δεν είναι ότι χτυπάς και φεύγεις. Θέλει τον χρόνο της. Να πας να παίξεις 2-3 επεισόδια και να φύγεις; Και λοιπόν; Τι έγινε; Τι κέρδισες; Ούτε το οικονομικό σου λύνεις ούτε το καλλιτεχνικό σου λύνεις. Δεν γεμίζεις το μέσα σου.
Γ.Ο: Ξέρεις κάτι; To θέμα είναι τι κάνεις στην τηλεόραση.
Β.M: E ναι. Είμαστε και συνηθισμένοι αλλιώς εμείς, θα γίνει μπέρδεμα. Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να είσαι άδικος με τον χώρο της τηλεόρασης. Αν είναι να το κάνεις, πρέπει να δοθείς σε αυτό. Να είσαι τίμιος απέναντι σε αυτό το πράγμα που επέλεξες. Να κάνεις μια ολόκληρη σεζόν. Εγώ προς το παρόν δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Στο μέλλον θα φανεί.
Έχεις σκεφτεί ποτέ να κάνεις μια μίνι σειρά με 8 επεισόδια των 45’ για παράδειγμα;
Γ.O: Mε ρωτάνε συχνά γι’ αυτό τις τελευταίες μέρες. Το θέμα είναι ότι αυτή την ερώτηση πρέπει να την απευθύνετε σε αυτούς που κρατάνε το μαχαίρι αυτού που λέγεται ελληνική τηλεόραση. Να τους ρωτήσετε αν υπάρχει η βούληση, η διάθεση, η τόλμη ή ακόμα και ο χώρος.
Κακά τα ψέματα. Η ελληνική τηλεόραση είναι χάλια. Όχι μόνο αισθητικά. Είναι άτολμη, είναι πρόχειρη, είναι δειλή, είναι και ανέμπνευστη. Μοιάζει εκτός πραγματικότητας. Φαίνεται όμως ότι ικανοποιεί έναν κόσμο αυτό το πράγμα. Έτσι, δεν αλλάζει. Σέρνεται. Εντάξει αν είναι έτσι τα πράγματα, ας είναι. Εμείς όμως τις θέση έχουμε εκεί μέσα;
Αν κάποια στιγμή αλλάξει αυτό το κλίμα, ίσως. “Αλλάξει” όμως όχι από εμάς ούτε από αυτούς που βιοπορίζονται από την τηλεόραση, τους εργαζόμενους. Γιατί υπάρχουν ηθοποιοί, ηχολήπτες, σεναριογράφοι, τεχνικοί, ένας ολόκληρος κόσμος που ζει από αυτή. Αυτοί όμως είναι ανίσχυροι. Και εγώ ανίσχυρος είμαι.
Ωραία, έχω γράψει μια σεναριάρα 8 επεισόδια. Και; Έχω καμιά αυταπάτη ότι δεν θα κοπεί στο πρώτο meeting που θα κάνουν αυτοί οι διάφοροι “executives”; Όχι. Ξέρω πώς λειτουργούν αυτά. Τα βλέπω. Ξέρω, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο σενάριο δεν θα περπατήσει. Εδώ είναι η συντήρηση της συντήρησης. Εθνικοπατριωτικά θέματα, χαζομάρες. Είμαστε πολύ πίσω.
Λέμε όμως για τηλεοπτική σειρά. Εδώ δεν έχουν κάνει καμία συμπαραγωγή στις ταινίες μας. Και δεν λέω για την ΕΡΤ ή τα εμπορικά κανάλια. Ούτε η συνδρομητική. Στην Αμερική πριν από 30 χρόνια το HBO έκανε το ‘Elephant’ του Gus Van Sant. Το ‘Elephant’ τους Gus Van Sant! Πάντα οι συνδρομητικές τηλεοράσεις έφερναν έναν καινούργιο αέρα, μια πρωτοπορία. Εδώ συμβαίνει αυτό;
B.Μ: Να τονίσω ότι δεν είμαστε σνομπ σε αυτό το πράγμα. Με αυτό που λέμε τηλεόραση εννοώ. Καταλαβαίνω ότι η τηλεόραση μπαίνει στα σπίτια του κόσμου, οποιουδήποτε. Δεν είναι το ίδιο εύκολο με τον κινηματογράφο. Αλλά δεν μπορείς να βρεις έστω έναν χώρο αργά το βράδυ; Ούτε καν μεταμεσονύκτια δεν βάζουν κάτι καινούργιο. Προτιμούν επαναλήψεις. Έχουν πάρει κάποιες αποφάσεις.
Γ.O: Nα σου πω ποια είναι και η πλάκα; Όλοι αυτοί που είναι στα διάφορα κέντρα αποφάσεων, οι μεγαλόσχημοι, οι “ειδικοί”… Όταν όλοι αυτοί βλέπουν ξένες σειρές, αμερικανικές ή σκανδιναβικές, τρελαίνονται. Όταν έρθει όμως ένα ελληνικό project που είναι θαρραλέο, αμέσως μας πιάνει ο φόβος και ο τρόμος. Λένε ότι “δεν είναι αυτό για την Ελλαδίτσα. Ασ’ το να πάει στο διάολο”.
Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό;
Β.M: Είναι δύσκολο. Ξέρεις ποιο είναι το παράξενο; Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν τις δυνατότητες. Ξεχωρίζουν όντως την καλή τηλεόραση. Το θέμα όμως είναι ότι δεν την υποστηρίζουν στην Ελλάδα. Και τι κάνουν με αυτόν τον τρόπο; Ενώ ξεχωρίζουν το δικαίωμα στον Αμερικανό ή στον Σουηδό θεατή να δει κάτι καλό, δεν το αναγνωρίζουν αυτό το ίδιο δικαίωμα για τους Έλληνες πολίτες.
Γ.Ο: Δεν θα αλλάξει ποτέ, φίλε, γιατί εδώ είμαστε χωριό. Δεν είμαστε μητρόπολη, για να πηγαίνουμε τα πράγματα μπροστά. Θέλει άλλα μυαλά, άλλη διάθεση, άλλον αέρα. Ούτως ή άλλως όλη αυτή η κατάσταση εξυπηρετεί και άλλα συμφέροντα ρε συ. Είναι πολιτική απόφαση. Αλλά και να μην ήταν, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα με ένα κλικ.
Για να γίνει η σκανδιναβική τηλεόραση, προετοιμαζόταν ο χώρος, οι κοινωνίες εκεί για 30 χρόνια. Υπήρχε πάνω από όλα η βούληση. Η κουλτούρα της τηλεόρασης και του κινηματογράφου αγγίζει διάφορους παράγοντες. Πρόκειται για μια πολιτισμική απόφαση που αφορά ολόκληρη την κοινωνία, μια ολόκληρη χώρα. Είναι ζήτημα συνολικής κατεύθυνσης.
Για να καταλάβουμε και το πού βρισκόμαστε, να μην έχουμε και αυταπάτες. Έχετε δει το ‘Il Divo’; Θα μπορούσε ποτέ να γίνει αυτή η ταινία στην Ελλάδα; Ούτε σε 100 χρόνια. Και από κάτω ήμασταν 10 άτομα, όταν πήγαμε να τη δούμε.
Β.Μ: Δεν στηρίζει ούτε το κοινό τέτοιες προσπάθειες. Eίναι both ways.
Εσείς όμως κάνετε λαϊκό κινηματογράφο.
Γ.Ο: Ναι, κάνω. Με την έννοια ότι ο κινηματογράφος μου μπορεί να έχει διάδοση σε μεγαλύτερα κοινά και ότι την αγαπάει απλός κόσμος. Λαϊκό σινεμά κάνει και ο Σκορσέζε. Εννοείται ότι θέλουμε να μιλήσουμε σε μεγάλα κοινά. Θα ήθελα να τη δουν όσο δυνατόν περισσότεροι. Αν γινόταν και όλη η Ελλάδα να τη δει.
Πάρε παράδειγμα τη ραπ σκηνή. Ακούς ραπ στο ραδιόφωνο πουθενά; Στο mainstream επίπεδο; Κι όμως, όλη η νεολαία ακούει ραπ. Εκφράζεται μέσα από αυτή. Το κατεστημένο όμως βλέποντας όλο αυτό το πράγμα παριστάνει ότι αυτή δεν υπάρχει.
Β.Μ: Ακριβώς αυτό. Δεν είναι λαϊκή η ραπ; Και ο στίχος είναι λαϊκός και η προσέγγιση είναι λαϊκή και τα παιδιά είναι λαϊκά. Αλλά τους κόβουν το πέρασμα και την πορεία τους.
Γ.Ο: Έχουν βρει όμως άλλα δίκτυα, έχουν άλλα κανάλια. Γιατί, όταν κάτι έχει μέσα του ένταση και αλήθεια, θα βρει τον τρόπο του να περάσει προς τον κόσμο. Και πράγματι περνάει προς τα κάτω. Εκφράζει και εκφράζεται. Προχωρά.
Ακούτε κανέναν Έλληνα ράπερ;
Γ.Ο: Aκούω πολύ τον Λεξ. Μου αρέσει πολύ και όλη του η δουλειά. Είναι και φίλος. Τον γνώρισα τώρα πρόσφατα και μου έχει κάνει πολύ καλή εντύπωση. Είναι σκληρός σινεφίλ. Ξέρει πολύ από σινεμά. Βλέπει πολλές ταινίες. Πολύ καλό παιδί. Φωτεινός άνθρωπος, παρόλο που οι στίχοι του είναι κοινωνικά σκοτεινοί. Αλλά αυτό είναι το ενδιαφέρον του, ότι έχει όλες τις ποιότητες μέσα του. Έχει γράψει και κομμάτι για εμάς με έμπνευση από το ‘Μικρό Ψάρι’. Ακούω και τον Θύτη, τον 12ο Πίθηκο, τον Τζαμάλ.
Β.Μ: Και εγώ παρακολουθώ τη σκηνή. Πάω και τους βλέπω μάλιστα. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι πιτσιρικαρία. Βλέπω παιδιά 18-19 χρονών και ανεβαίνουν στη σκηνή να πουν αυτό που τους απασχολεί. Έχουν τσαγανό και όλο αυτό έχει περάσει στα νεότερα παιδιά.
(Ερώτηση προς Οικονομίδη) Άσχετο, αλλά τι ομάδα είσαι;
Γ.Ο: Αεκτζής είμαι, αλλά μετά που έφυγε ο Μπάγεβιτς το ‘κοψα το γήπεδο.
Τα συναισθήματα για τον Μπάγεβιτς;
Γ.Ο: Εντάξει έκανε την ΑΕΚ ομάδα, βλέπαμε ποδόσφαιρο, αλλά πού με πας τώρα; Θυμάμαι μετά ιστορίες με τροχανάδες, τέτοια, πού με πας τώρα (γέλια)… Tότε έπαιζε το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Σόρυ Βαγγέλη.
Β.Μ: Όχι, όχι έπαιζε μπάλα καλή. (σ.σ. είναι Παναθηναϊκός)
Γ.Ο: Και παρέδιδε και μαθήματα ποδοσφαίρου ρε φίλε, αλλά και αισθητικής ποδοσφαίρου.
Β.Μ: “Αισθητικής ποδοσφαίρου;;;”… (σ.σ. τον ρωτάει γελώντας)
Γ.Ο: Ναι, ήταν έτσι μία πενταετία δυνατή τότε.
Σας έχουν πλησιάσει ποτέ να σας πουν “OK, να κάνουμε και καμιά κανονική ταινία τώρα”;
Γ.Ο: Ήταν στην αρχή, ήμουν στον Κέντρο Κινηματογράφου, σε έναν διάδρομο εκεί, που πάλευα για να πάρει κάποια λεφτά το ‘Σπιρτόκουτο’, αφού βγήκε στις αίθουσες. Και έρχεται ένας από εκεί και με πιάνει σε φιλικό στιλ και μου λέει “άντε τώρα να κάνεις και κανένα κανονικό φιλμ”. Και του έκανα τη χάρη, το θεσπέσιο δώρο. Του έκανα την ‘Ψυχή στο Στόμα’ (γέλια).
Β.M: “Γιατί ρε Πέρι;”
Γ.Ο: “Ένα τηλέφωνο ρε μαλάκα”. Ξέρεις όμως, ρε Βαγγέλη, ποια ατάκα θυμάμαι πολύ συχνά; “Δεν αντέχει ρε το γαϊδούρι, δεν αντέχει”.
Β.Μ: To βρήκα το γαϊδουράκι. Υπάρχει ακόμα.
Γ.Ο: Λέμε για το γαϊδουράκι που παίζει στην αρχή που το βάζει ο Περικλής, ήταν τότε του γιου του και το έφερε στα γυρίσματα.
Ισχύει ότι το ‘Σπιρτόκουτο’ γυρίστηκε στο σπίτι του ιδιοκτήτη του ‘Μπάτμαν’;
Γ.O: Iσχύει, ναι. Στον Νέο Κόσμο. Ήταν απέναντι από το μαγαζί. Μας το έδωσε. Ήταν καλοκαίρι και έφυγε όλη η οικογένεια και πήγαμε εμείς και κάναμε την ταινία. Το κονέ έγινε από τον Ερρίκο Λίτση που ήταν κολλητός φίλος του Μπάτμαν από τα Πετράλωνα. Γνωστοί από παιδιά.
Είχαμε κάνει μια συνέντευξη με τον Παπαμάρκο πριν κάποιο καιρό και του είχα κάνει μια ηλίθια ερώτηση. “Σε έναν καυγά ανάμεσα σε σένα και στον Οικονομίδη, ποιος θα έδερνε ποιον;”. Και μου είπε “πιστεύω ότι τον έχω”.
Μ: Eίναι γαμάτος ο τύπος (γέλια).
Ο: Ναι ρε συ. Εγώ είμαι φλώρος, τρυφερός άνθρωπος. Δεν έχω σκοτώσει ούτε μύγα. Τι να κάνω. Αυτός είναι σκληρός, Αρβανίτης. Δεν μπλέκεις.
Αλήθεια τον Παπαμάρκο πώς τον γνωρίσατε;
Γ.Ο: Tον γνώρισα μέσω του Γιώργου του Γούση και της παρέας των κομιξάδων. Δεν είχε βγει ακόμα το ‘Γκιάκ’, απεναντίας μάλιστα μου είχε δώσει τα χειρόγραφα, όταν ήταν να βγει. Κάποια στιγμή του λέω του Δημοσθένη “ρε συ, θες να έρθεις με τον Χάρη τον Ραγκούση να γράψουμε ένα σενάριο;”, Και έκατσε.
Έχετε κανένα συναυλιακό απωθημένο;
Γ.Ο: Πιο πολύ εφηβικά ακούσματα, Led Zeppelin για παράδειγμα. Οι AC/DC μου άρεσαν πολύ και δεν κατάφερα να πάω. Τέτοια πράγματα.
Β.Μ: Kαι ο Μάκενρο να τον έβλεπα live. Ήταν ροκενρόλας ο τύπος. Έβριζε διαιτητές, έκανε ιστορίες. Και ξέρεις όλο αυτό, στο τένις που είναι πιο καθώς πρέπει άθλημα. Δεν ήταν στο wrestling και έκανε τέτοια. Ήταν στο τένις.
Γ.Ο: Tον Καντόνα δεν τον είχες απωθημένο;
Ο Καντονά θα μπορούσε να παίζει και στην ‘Μπαλάντα’.
Γ.O: Αφού το σκεφτόμασταν. Το πιστεύεις αυτό; Τον είχαμε σκεφτεί . Είχε πέσει στα σοβαρά η πρόταση να παίξει ο Καντονά. Θα ήταν εκεί ο Μουρίκης με τον Καντονά.
Β.Μ: Τέτοιες μαλακίες λέμε και γελάμε, όταν κάνουμε γυρίσματα.
Ευχαριστούμε θερμά το ξενοδοχείο Tempi Hotel (Αιόλου 29, 210-3213175) και τον κύριο Γιάννη Κανάκη για την άριστη φιλοξενία.