ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Πώς τους πετσόκοψες έτσι, ρε Γιαννόπουλε;

Μια ώρα στην Ηλιούπολη γεμάτη από μπινελίκια, Επίκουρο και ντόπια μαφία.

Πάρκαρα στην Ηλιούπολη, σχετικά εύκολα και σχετικά δίπλα στην καφετέρια που είχαμε δώσει ραντεβού. Δεν πρόλαβα να χαρώ την απρόσμενη -για Αθήνα- τύχη μου, και χτύπησε το τηλέφωνο.

“Κώστα, μπορείς να έρθεις εδώ λίγο πιο πάνω να με πάρεις γιατί έχω το αμάξι στο συνεργείο γαμώ το κερατό μου”. Μου δίνει διεύθυνση, βάζω το GPS, χάνομαι δυο φορές -ναι, με το GPS- και τελικά τον βρίσκω έξω απ’ το σπίτι του να περιμένει.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο, άνετος, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια, χαιρετάει και τη Φραντζέσκα τη φωτογράφο μας και αρχίσει να μπινελικώνει τον εαυτό του. Όχι μόνο είχε ξεμείνει από αυτοκίνητο, αλλά είχε χάσει και το αγαπημένο του δαχτυλίδι.

“Δεν θυμάμαι που το έβαλα”, έλεγε και ξανάλεγε. “Το φόραγα για χρόνια παντού, ούτε στο θέατρο δεν το ‘βγαζα”. “Και στη σκηνή με το πετσόκομα”, τον ρωτάω, κολλημένος εγώ με τη μυθική του ατάκα στο ‘Μικρό Ψάρι’. “Και εκεί και παντού”.

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος μιλάει δυνατά, γελάει πολύ και μπινελικώνει πολύ.

Και λέει και ωραίες ιστορίες.

Πάρκαρα έξω απ’ το καφέ-Αντίκα, σε ένα απ’ τα στέκια του, χαιρέτισε τους πάντες – ή μάλλον τον χαιρέτισαν οι πάντες- και καθίσαμε να μας πει μερικές απ’ αυτές.

Έχεις καταλάβει τι γίνεται με την ατάκα σου “πώς τους πετσόκοψες έτσι”;

Ναι, μου έχουνε πει να κάνω και βιντεοκλίπ κάτι ράπερ και τέτοια ας πούμε, δεν θέλω να πω ονόματα. Καταρχάς ένας ράπερ νομίζω το έχει βάλει και σε τραγούδι του, κάπως λέγεται… Ο Light! Ένας άλλος που είναι πολύ γνωστός, αυτός μου ‘χε πει να κάνω το βιντεοκλίπ. 

Όπου θα έλεγες την ατάκα;

Όπου για να ξεφτιλίσει τους άλλους ράπερ -γιατί και καλά αυτός είναι ο μάγκας ας πούμε-, θα έβγαινε από ένα μπουρδέλο και θα του έλεγα εγώ “πώς τους γάμησες έτσι ρε μαλάκα;”. (γέλια)

Και λέω, ντάξει, δεν γουστάρω, δεν μ’ αφορά. Και μου δίναν και καλά λεφτά. 

Άρα κόσμος έξω στο λέει σε έχει πλησιάσει.

Μια μέρα ήμουνα στον δρόμο μου λέει ένας “πώς τους γάμησες έτσι;”, δεν πήρα χαμπάρι “τι σου έκανα;”, του λέω. Ξέρεις, τρόμαξα. Μου λέει “πώς τους γάμησες έτσι ρε μαλάκα;”, του λέω “τι σου έκανα ρε μάγκα;”, “έλα ρε, για τον Πετρόπουλο σου λέω”, “ε αγαμήσου του λέω βρε μαλάκα, τρόμαξα”… (γέλια)

Γενικά όμως ο κόσμος σέβεται την ιδιωτική σου στιγμή. Περπατάω στον δρόμο ή είμαι στο μετρό, και σε σέβεται, σου λέει “ντάξει, αυτός παίρνει το μετρό να πάει στη δουλειά του” και καμιά φορά σου λένε “κύριε Γιαννόπουλε, γεια σας τι κάνετε”, αλλά εντάξει θα τύχει και καμιά παρέα που θα φωνάξει, θα θέλει να βγάλει φωτογραφία, αλλά αυτά είναι ωραία μωρέ, χαλαρά.


Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson

Αυτή η σκηνή πώς γυρίστηκε; Αυτοσχεδίασες; Ήταν όλο του Οικονομίδη;

Ο Γιάννης είναι ένας σημαντικός σκηνοθέτης που κάνει πολλή πρόβα με τον ηθοποιό, προσπαθεί να του βγάλει τον καλύτερο εαυτό. Η σκηνή βγήκε με πολλή πρόβα, αλλά εννοείται ότι υπήρχαν και αυτοσχεδιασμοί.

Το χέρι που κοπανάς;

Ε, ντάξει αυτό ήταν δικό μου ρε παιδί μου και πολλά άλλα μου βγήκαν εκείνη τη στιγμή, όπως ας πούμε το “σκαμπό μου και τα αρχίδια μου”. Αυτό ήταν δικό μου. Το είδα εκεί το σκαμπό, φλάσαρα, αλλά πάνω σε κάποιους κανόνες που είχαμε ήδη.

Για έξι μήνες κάναμε μια δυο ώρες πρόβα τη βδομάδα γι’ αυτήν τη σκηνή. Σε κάποια φάση λέω στον Οικονομίδη “τι να κάνω ρε Γιάννη; Τι άλλο να κάνω;”, ε και έβγαλα το σακάκι. “Ωραίο, μου λέει, κράτα το”. Ή για παράδειγμα το μανίκι την ώρα που το σήκωνα δεν το ‘χαμε κάνει στην πρόβα, αλλά εκείνη τη στιγμή του γυρίσματος έδενε, γιατί φαινόταν σαν να πάω να τον δείρω ας πούμε, αλλά τελικά τίποτα. Όλα αυτά ήταν μέσα στο πλαίσιο της πρόβας, της δουλειάς.

Είσαι μύστης;

Τι είμαι; (γελάει)

Μύστης.

Σε τι;

Υπάρχει ένα διαδικτυακό καφενείο που λέγεται ‘Τσίλι Καφενείο’…

Όχι, δεν το ξέρω αυτό.

…και έχει μέσα 93.000 κόσμο. Το ‘μύστες’ είναι το πως αποκαλεί ο ένας τον άλλον μέσα σ’ αυτό το γκρουπ. Αυτή η ατάκα χρησιμοποιείται συνέχεια εκεί.

“Το πώς τους γάμησες έτσι ρε μαλάκα;;;”. Έλα ρε… Πωπω με ενθουσιάζεις τώρα, ε (γέλια). Ωραία, θα το ψάξω. Τι λες ρε…

 

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, παιδιά! Χαλαρά! Χαλαρά το καμάκι, χαλαρά το γαμήσι, χαλαρά ο καφές -γιατί άμα πιεις τον καφέ γρήγορα θα τσουρουφλιστείς. Με την χαλαρότητα όλα έρχονται.

 

Κι έχω την εντύπωση ότι από εκεί έγινε ατάκα μεγάλη τα τελευταία δύο χρόνια.

Κοίταξε, δεν ξέρω για την ατάκα αλλά αυτή η ταινία άρεσε πολύ. Καταρχάς είχε πάει στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου. Γράψανε οι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι “κ. Γιαννόπουλε, ελάτε από δω να κάνετε καριέρα” και με τιμάει αυτό πολύ, γιατί ντάξει, μ’ εχουν για τέτοια μούρη ας πούμε.

Πώς είναι να γίνεσαι διάσημος μετά τα 40;

Κανονικά. Ξέρεις τι; Επειδή εγώ το έζησα από πιτσιρικάς όταν ήμουνα με τη Δήμητρα την Παπαδοπούλου και έγινε χοντροφίρμα με τους ‘Απαράδεκτους’, είδα μπροστά μου πώς γίνεται ένας σταρ. Και πια δεν μου έκανε εντύπωση. Κι επειδή από την αρχή έκανα μεγάλα πράγματα και δεν έκανα μικρά -δεν έκανα βιντεοκασέτα ας πούμε για να καταλάβεις- περίμενα ότι μια μέρα θα γίνει κι αυτό.

Δούλευα μεθοδικά, δούλευα με αγάπη, με πίστη, με ταπεινότητα, ε και ήρθε.

Έγινε κάποιο σκηνικό μετά τα 40 που είπες “ευτυχώς που δεν μου συνέβη αυτό στα 20, θα την είχα ψωνίσει, θα είχα τρελαθεί”;

Πιστεύω ότι όταν την τρως την φλασιά του σταριλιού στα 20-25, είναι λογικό να μην αντιμετωπίσεις καλά τα πράγματα, γιατί δεν έχει πήξει το μυαλό. Όταν όμως έρχεται στα 40, είναι καλά. Είμαι και απ’ το χαρακτήρα μου πολύ σεμνός άνθρωπος -και εγωιστής από την άλλη-, και δεν νομίζω να την ψώνιζα.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο όμως, που είναι πολύ σημαντικό. Άλλος παίρνει Όσκαρ στα 20, άλλος στα 30 και άλλος στα 80. Ο καθένας έχει τον δικό του χωροχρόνο, έχει τον δικό του χρόνο που θα λειτουργήσει ως peak στη δουλειά, στον έρωτα, στις σχέσεις κτλ.

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, παιδιά! Χαλαρά! Χαλαρά το καμάκι, χαλαρά το γαμήσι, χαλαρά ο καφές -γιατί άμα πιεις τον καφέ γρήγορα θα τσουρουφλιστείς. Με την χαλαρότητα όλα έρχονται.

Εγώ για παράδειγμα είμαι ανύπαντρος τώρα και ψάχνω γυναίκα στα 58 να παντρευτώ να κάνω παιδιά. Οι άλλοι παντρευτήκανε απ’ τα 25, δικαίωμά τους, αλλά είναι γερασμένοι τώρα. Δηλαδή εμένα οι συμμαθητές μου έχουν εγγόνια τώρα, καταλαβαίνεις τι μανούρα τραβάνε; Εγώ ας πούμε -πρώτα ο Θεός έτσι- να ‘χω εγγόνια στα 80, στα 85 (γέλια). Τότε θα ‘μαι μεγάλος, χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι, δεν με αφορά.

Οπότε ντάξει, είμαι καλά, το ‘χω φέρει καλά το πράμα (γέλια).


 

Κάτι πολύ αστείο που σου έχει συμβεί γίνει λόγω της αναγνωρισιμότητάς σου.

Πολλά μωρέ, τι να σου πω τώρα. Το καλοκαίρι που ήμουνα διακοπές στην πατρίδα μου την Καλαμάτα ήρθε η άλλη να μου ζητήσει αυτόγραφο μες στη θάλασσα. Και μου λέει “φοβάμαι μη φύγεις”. “Πού να πάω μωρή τρελή;”, της λέω. “Αφού κολυμπάω”. “Μα φοβάμαι μη φύγεις”, μου κάνει. “Να πάω πού”, της λέω, “στην Πύλο να φτάσω;”. (γέλια)

Άλλη μία παρόμοια περίπτωση είχα όταν ήρθε μία να της γράψω στο στήθος -όχι γυμνή, ξέρεις, στο μαγιό. “Δεν γράφει, ρε παιδί”, της λέω.

Μέσα στη θάλασσα κι αυτό;

Ναι, ήμουνα μέσα εγώ έκανα ασκήσεις, και μου λέει “έλα γράψε μου εδώ”, “δεν γράφει της λέω το στυλό μέσα στη θάλασσα, περίμενε να βγω έξω”. Αυτά τα αντιμετωπίζω ως πλάκα.

Κοίταξε για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Έχω κάνει επιτυχίες, έχω κάνει τον Γαργαμπίκα, ανατομίες, έχω κάνει κόκκινους κύκλους, έχω κάνει πολλά πράγματα, αλλά το ‘Σόι σου’ μού έδωσε μεγάλη αναγνωρισιμότητα.

Γενικά πάντως είμαι ευγενής. Τώρα που υποδύομαι τον Κολοκοτρώνη στο Ακροπόλ και έρχονται και με περιμένουν μετά εκατό παιδάκια, κάθομαι με μια στωικότητα να φωτογραφηθώ με όλα. Θεωρώ ότι είναι αγένεια να μην το κάνεις, όταν βλέπεις τι χαρά δείχνουν, και το λέω γιατί κάποιοι άλλοι συνάδελφοι την κάνουν απ’ την πίσω πόρτα. Έρχονται να δουν την παράσταση για την πάρτη μου, κλαίνε, συγκινούνται… Εγώ να μη βγω μια φωτογραφία μαζί τους; Είναι κρίμα απ’ τον Θεό.

Ποιοι τύποι σε συμπαθούν περισσότερο;

Τα παιδιά και οι γυναίκες (γέλια). Δεν ξέρω, με τις γυναίκες κάτι γίνεται.

Ταξιτζήδες, νταλικέρηδες, λαϊκοί άνθρωποι;

Ε, ντάξει μωρέ. Να σου πω κάτι; Έχω γράψει στο κούτελο ότι είμαι και του εμπορικού και του ποιοτικού, δηλαδή παντός τύπου. Μ’ αυτήν την έννοια έχω φίλους εφοπλιστές έχω και φίλους οικοδόμους. Έχω δηλαδή μάγκες ζάμπλουτους που μου λένε “είσαι μάγκας”, έχω και φτωχούς, δεν έχω τέτοια προβλήματα. Εκπέμπω μια απλότητα, μια χαλαρότητα και αυτό κάνει τον εφοπλιστή, τον οικοδόμο, το παιδάκι, τον 40άρη, να με αντιμετωπίσουν με μια οικειότητα, να μου πούνε “γεια σου ρε μάγκα, γεια σου ρε αλάνι”. Κι αυτό μου δίνει χαρά.

Μέτρησα ότι έχεις παίξει σε 53 ελληνικά σίριαλ, άλλοτε ως πρωταγωνιστής, άλλοτε ως γκεστ. Πας να σπάσεις κάποιο ρεκόρ, έχεις βάλει κάποιο στοίχημα;

Όχι, όχι… Κοίτα να σου πω κάτι, την αγαπάω την τηλεόραση, έχω δουλέψει σε πολλά. Και ακούω κάτι “συναδέλφους” και καλά του Εθνικού, του ποιοτικού… Και λέω “και καλά” γιατί εγώ δεν πιστεύω σε ταμπέλες, πιστεύω στον καλό και στον κακό ηθοποιό, στον καλό και στον κακό εργάτη. Οι ταμπέλες είναι για τους δρόμους και οι ετικέτες για τα τετράδια. Δεν μ’ αρέσουν οι διαχωρισμοί. Και σαπουνόπερα να κάνω θα την προσέξω. Ο ηθοποιός είναι για να κάνει θέατρο, να κάνει διαφήμιση, να κάνει τηλεόραση, να κάνει τα πάντα.

Και ξέρεις ότι το πιο χαρακτηριστικό γκεστ είναι αυτό στους ‘Απαράδεκτους’, έτσι; Ξέρω ότι στο πρότεινε ο Μπονάτσος κι επειδή σε έχουν πρήξει μ’ αυτό το γκεστ, θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Πώς ήταν ο Μπονάτσος ως άνθρωπος;

Κάναμε πολλή παρέα με τον Βλάση. Αλητείες πολλές.

Θυμάσαι κάτι πιο έντονα;

Κοίτα, βγαίναμε πολύ έξω, από φαγητό μέχρι ποτό. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και γενναιόδωρος ο Βλάσης. Του έλεγες “τι ωραίο μπουφάν” και σου έλεγε “πάρτο ρε μαλάκα, ΠΑΡΤΟ” κι έβγαζε λεφτά, πολύ γενναιόδωρο παιδί. Και σκορποχώρι. Γι’ αυτό κι έφυγε έτσι, αυτό τον έφαγε, έτσι νομίζω εγώ. Δεν κοντρολάρισε τα πράγματα σε κάποια φάση γιατί όλοι έχουμε κάνει διάφορα. Είμαστε αδύναμοι, είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε θεοί, έχουμε αδυναμίες.

Τα δικά σου πάθη ποια είναι; Τζόγος;

Όχι τζόγο δεν είχα ποτέ. Ε, καμιά φορά έχω πιει, αλλά τώρα δεν έχω πιει εδώ και δυο μήνες, κάνω δηλαδή κοντρολαρίσματα.

Τσιγάρο;

Το έχω κόψει το τσιγάρο εννιά χρόνια… Κάνω γυμναστική. Να, σήμερα που κάνουμε τη συνέντευξη είχα πάει το πρωί, έκανα 7 με 9.


 

Εγώ όμως είδα ότι είχες δουλέψει σε ένα κρουαζερόπλοιο Πάτρα-Κέρκυρα-Αγκόνα.

Ναι, πού το μαθες αυτό;

Έχω ψάξει (γελάει). Μέσα εκεί δεν είχε φρουτάκια; Έχω κάνει παρόμοια διαδρομή μικρός.

Ε κοίταξε, εκεί έπαιζα και φρουτάκια και έκανα και πολύ…. Να το πούμε; (σ.σ. με ρωτάει συνωμοτικά). Να το πούμε. Γαμούσαμε πολύ (γέλια). Ε τι να σου τώρα, ήταν έτσι η εποχή τότε. Ερχόντουσαν τουρίστριες για να γαμηθούνε στο καράβι μέσα. Και γινότανε το σύξυλο. Τι άλλο να σου πω; (γέλια).

Καμαρώτος ήμουνα, καμαρωτάκι. Και πολλή δουλειά. Δουλειά και γαμήσι.

Τι μου θύμησες, ωραία χρόνια. Είχα πάει Θεσσαλονίκη να σπουδάσω, τα παράτησα, γράφτηκα στο Ωδείο, έκανα τρομπέτα κι αυτά, ε τα παράτησα κι αυτά και πήγα στο πλοίο.

Τρομπέτα δεν παίζεις ακόμα.

Μάθε τέχνη και άστηνε. Πέρσι σε μια παράσταση την χρησιμοποίησα.

Στο σπίτι όμως παίζεις; Θα σου χτυπήσει κανείς το βράδυ να σου πει “σταμάτα να κοιμηθούμε”;

Όχι, τώρα δεν παίζω τίποτα. Εγώ δεν έμαθα ποτέ όργανα και θεωρούμουν καλαμπόρτζης. ‘Καλαμπόρτζης’ στην αργκό των μουσικών είναι αυτός που είναι άχρηστος. Εγώ έχω μια μανία με τη σύνθεση, βγάζω τραγούδια δικά μου. Έπιανα το τάδε έγραφα ένα τραγούδι σε στυλ Ζαν-Μισέλ Ζαρ, έπιανα το μπουζούκι έγραφα ένα ζεϊμπέκικο, έπιανα την τρομπέτα έκανα κάτι για τζαζ. Δεν έκατσα ποτέ να μάθω κανονικά ένα όργανο. Ήμουν καλαμπόρτζης.

Έχεις παίξει live όμως.

Έχω τραγουδήσει live, αλλά δεν έχω παίξει όργανο. Και τώρα συμμετέχω σε τρία cd που θα κυκλοφορήσουν τον χειμώνα. Στην νέα ταινία του Οικονομίδη κάνω και τον τραγουδιστή, σε τραγούδι που μου έχει γράψει στίχους ο Ηλίας ο Φιλίππου από τους μεγάλους στιχουργούς που έχει γράψει μέχρι για Πάολα, Σφακιανάκη. Δηλαδή μιλάμε για τραγουδάρα. Το λέω τώρα και πολύ γουστάρω.

 

Το ότι ας πούμε είμαστε στη ζωή, το ότι έτυχε μια μέρα και πήγε ο πατέρας μας με τη μάνα μας είναι μια κωλοφαρδία σε αυτήν την ουτοπία, ξέρουμε ότι θα φύγουμε αύριο, και πρέπει να το χαιρόμαστε αυτό, να είμαστε γενναιόδωροι, να είμαστε ανοιχτοί, να ‘μαστε “μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε”.

 

Δεν είχες βγάλει κι έναν προσωπικό δίσκο παλιότερα;

Είχα βγάλει και ένα σιντάκι, ένα cd-single, ‘Το αγόρι απ’ την Καλαμάτα’ λεγότανε. Ήταν ένα ζεϊμπέκικο με ηλεκτρικές κιθάρες τύπου Λου Ρηντ ας πούμε και το άλλο λεγόταν ‘Σάμαλι, παστέλι, κοκ’, ήταν ένα κομμάτι ορχηστρικό, ένα πεντατονικό ηπειρώτικο που κατά καιρούς μου έχουνε πει “δεν το δίνεις στον Τσιληχρήστο που είναι και φίλος σου να το βάλει να το κανει μπιτ;”.

Μπορεί.

Τι σου έλεγα πριν; Δεν αγχώνομαι. Κάθε πράμα έχει τον χρόνο του, έτσι πιστεύω ότι κι αυτά τα τραγούδια θα βρουν τον χρόνο τους. Δηλαδή μπορεί να το βρει κανάς Τιέστο και να γίνει της καραπουτανάρας. (γέλια)

Μπάλα βλέπεις;

Αμέ, αεκτζής είμαι. Με το θέατρο δεν προλαβαίνω να πηγαίνω γήπεδο. Και δεν ξέρω τι έγινε με το ‘Σόι’, είμαστε όλοι Αεκτζήδες. Μελέτης Ηλίας -καλά φανατικός δεν το συζητάω-, Μπουρδούμης, Ορκόπουλος, όλοι είμαστε αεκτζήδες.

Στη Σκεπαστή είχες πάει;

Πώς δεν είχα πάει ρε συ… Και σε παιχνίδια εκτός πήγαινα. Αλλά τώρα με τα θέατρα δεν προλαβαίνω, δεν πάω, δεν ταιριάζουν οι ώρες.

Είσαι φιλόζωος, έχεις υιοθετήσει μια σκυλίτσα. Πώς τη βρήκες;

Ήμουνα στο χωριό μου στην Αρσινόη και γυρίζω απ’ το μπάνιο και είναι μια σκυλίτσα που με ακολουθεί, μιλάμε καψούρα, όπου πήγαινε το αυτοκίνητο κι αυτή από πίσω. Μου λένε “κάτι έπαθε μαζί σου”, κάτι μύρισε μάλλον. Ε, την πήγαμε στη φιλοζωική της κάναμε στείρωση, την ονόμασα ‘Μπέμπα’, αν και έχω πολλές αμφιβολίες με το τι σημαίνει ‘στείρωση’, αν πρέπει να της κάνεις, της στέρησα μια χαρά. Βέβαια, εδώ στην πόλη, μέσα στις συνθήκες που ζούμε το καταλαβαίνω, τη χρειάζονται.

Ως δημοτικός σύμβουλος Ηλιούπολης τι ακριβώς έκανες, πώς βοήθησες την κατάσταση;

Έχουμε κάνει αγώνα εδώ. Βάζουμε στον δρόμο φαγητό για τα αδέσποτα, κάνουμε ενημέρωση για τις φόλες, για τις ακαθαρσίες… Τα ζώα είναι μεγάλη ιστορία. Έχω γράψει ένα κείμενο ‘πολιτισμός είναι να μην ξεχνάμε ότι είμαστε και ολίγον ζώα’.

Και είμαστε λίγο ζώα γιατί δεν θέλουμε δέκα κότερα, θέλουμε ένα σπιτάκι να μείνουμε, όπως και ένα σκυλάκι θέλει μια φωλίτσα. “Έχεις ένα σπίτι βρε μαλάκα, δέκα τι τα θέλεις; Άντε και γαμήσου. Έχεις μια βαρκούλα; ΚΙ ΑΛΛΗ ΘΕΣ;”. Και αυτή η πλεονεξία με ενοχλεί στον άνθρωπο.

Έχεις πει και ότι “πολιτισμός σημαίνει μπράβο”.

Ε, αυτό μου το ‘μαθε ο πατέρας μου. Πήγαινα στο χωριό “ήρθες;”. “Ήρθα”. “Μπράβο”. “Πόσες ώρες έκανες;”. “Τόσες”. “Μπράβο”. Ό, τι έκανα, “μπράβο”. Το ‘μπράβο’ να το μοιράζουμε απλόχερα. Το ότι ας πούμε είμαστε στη ζωή, το ότι έτυχε μια μέρα και πήγε ο πατέρας μας με τη μάνα μας είναι μια κωλοφαρδία σε αυτήν την ουτοπία, ξέρουμε ότι θα φύγουμε αύριο, και πρέπει να το χαιρόμαστε αυτό, να είμαστε γενναιόδωροι, να είμαστε ανοιχτοί, να ‘μαστε “μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε”.

Είμαι της επικούρειας φιλοσοφίας εγώ.


 

Γραμματικός ή Οικονομίδης;

Ε τώρα μη με βάζεις σε διλήμματα τέτοια γιατί ο Νίκος είναι φίλος μου, τον αγαπάω πολύ, μ’ αγαπάει… Μαζί ξεκινήσαμε. Βέβαια, δεν κάνει πια σινεμά, μιλάμε όμως ακόμα στο τηλέφωνο.

Είναι δύο έξυπνοι άνθρωποι και τους αγαπάω ιδιαίτερα και τους δύο.

Ως προς το στιλ τους το κινηματογραφικό;

Κοίταξε εγώ πιστεύω ότι ο Γιάννης ο Οικονομίδης είναι ένας φιλόδοξος άνθρωπος, μ’ αρέσουν οι φιλόδοξοι, κάτι που λείπει απ’ τον Νίκο. Ο Γιάννης θέλει να κάνει εισιτήρια, αυτό δεν είναι κακό, πρέπει να το κυνηγάμε, και πιστεύω ότι μια μέρα θα διεκδικήσει δάφνες στο παγκόσμιο ας πούμε σινεμά.

Ενώ ο Γραμματικός είναι πιο εσωστρεφής. Αυτό βέβαια δεν τον μειώνει ως σκηνοθέτη.

Δηλαδή η ‘Εποχή των Δολοφόνων’ που πρωταγωνίστησες ήταν για κυκλοφορήσει μόνο εδώ, να τη δούμε εμείς οι Έλληνες μεταξύ μας;

Δεν νομίζω ότι σώνει και καλά ήταν για εδώ, απλά ήταν τέτοιο το είδος του σινεμά. Την έχεις δει; Σπουδαία ταινία, με τον συγχωρεμένο τον Μηνά, την Μπέτυ τη Λιβανού, με τον Άκη τον φίλο μου τον Σακελλαρίου…

…τις Τρύπες.

…τις Τρύπες, που ‘χει κι ένα πολύ όμορφο στιχάκι, το “σήμερα τελειώνει μία όμορφη νύχτα, αύριο ξημερώνει μια καλύτερη μέρα” που τραγουδάει ο ανιψιός του Γιάννη του Αγγελάκα. Ήταν όμως και η εποχή έτσι τότε που το σινεμά το ελληνικό δεν είχε την τάση να βγει απ’ τα σύνορά του, κατάλαβες;

Η καλύτερη ταινία του Οικονομίδη;

Ε, η τελευταία του, η ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’. Ο Γιάννης είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, όπως πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης είναι καλός, όταν το τελευταίο του έργο είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενο. Και αυτό συμβαίνει με τον Γιάννη.

 

Εντάξει, κι αυτό το έχουμε μεγεθύνει. Τι σημαίνει ‘προστασία’; Όταν προστατεύω ένα μαγαζί που δεν το προστατεύει η αστυνομία δηλαδή είναι κακό, δεν το κατάλαβα αυτό; Δεν σημαίνει ότι το υπερασπίζομαι, αλλά ας το δούμε με μία άλλη λογική.

 

Η ταινία φιλοδοξούμε να πάει στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου. Αν δεν πάει, θα βγει Γενάρη, Φλεβάρη.

Του Γραμματικού η καλύτερη ταινία είναι οι ‘Απόντες’ ή όχι;

Είχα κάνει ένα πέρασμα από εκεί μαζί με τον Χατζησάββα, σχεδόν από λες τις ταινίες του Νίκου είχα κάνει ένα πέρασμα.

Νομίζω όμως ότι η καλύτερη ταινία του Νίκου είναι ο ‘Βασιλιάς’, με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη, αυτή που δεν έπαιξα καθόλου. Μ’ άρεσε πάρα πολύ.

Βέβαια θα πω όμως κάτι, όχι για να ευλογήσω τα γένια μου: η ‘Εποχή των δολοφόνων’ ήταν πολύ μπροστά, σαν σύλληψη, σαν σκέψη. Έπιασε τρομοκρατίες, έπιασε πράγματα που τα πιάνουμε σήμερα, μιλούσε για τη Γερμανία που πάει να “κατακτήσει” τα πράγματα. Αλλά έπρεπε να ‘ταν λίγο πιο μικρή, γι’ αυτό κούρασε και δεν έκανε και εισιτήρια.

Ποια ταινία έχεις ζηλέψει πολύ και λες “ήθελα να έχω παίξει σ’ αυτή”;

Τον ‘Νονό’ (γελάει). Και το ‘Κάποτε στην Αμερική’. Μ’ αρέσουν όλα αυτά, τις έχω στο top 10 των καλύτερων ταινιών. Γι’ αυτό και γω καμιά φορά γουστάρω να κάνω αυτούς τους ρόλους.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του Έλληνα γκάνγκστερ; Πιστεύει πολύ στον Θεό και έχει μαγαζιά, μπουζούκια και δεν παίρνει “δημόσια έργα” όπως οι Ιταλοί πχ;

Κοίτα, εδώ πέρα στην Ηλιούπολη ευδοκίμησε μία μεγάλη συμμορία με τον γνωστό τον ‘Αμερικάνο’, ο οποίος δεν ζει πια και μπορούμε να το πούμε άνετα. Τους σκοτώσανε όλους αυτούς. Αυτοί ήρθαν απ’ την Αμερική με τη λογική “λίγα απ’ όλους”. Σεβόντουσαν δηλαδή, ότι κάθε μαγαζί δεν βγάζει τρελά λεφτά…

Εντάξει, κι αυτό το έχουμε μεγεθύνει. Τι σημαίνει ‘προστασία’; Όταν προστατεύω ένα μαγαζί που δεν το προστατεύει η αστυνομία δηλαδή είναι κακό, δεν το κατάλαβα αυτό; Δεν σημαίνει ότι το υπερασπίζομαι, αλλά ας το δούμε με μία άλλη λογική.

Εδώ όταν πέθανε ο Γιάννης ο (…), γνωστός της νύχτας, η κηδεία ήταν γεμάτη από ανθρώπους που τον πληρώνανε, να ρώτα εδώ τον μπάρμαν. ‘ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ ΉΤΑΝ ΟΛΗ Η ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ;”. (σ.σ. φωνάζει και ο μπάρμαν γνέφει καταφατικά). Οι πάντες. Γιατί δεν πήγαινε σε κανέναν να ζητήσει εκατό χιλιάρικα. Ζήταγε πέντε χιλιάρικα, “να, πάρε για να πληρώσεις τους υπαλλήλους σου, αυτούς που γυρνάνε γύρω γύρω με τις μηχανές και φυλάνε το μαγαζί”. Είναι τόσο απλά τα πράγματα, μη μας πιάνει καμιά τρέλα.


 

Ναι αλλά το φυλάγανε από ποιον;

Από συμμορίες, από ρεμάλια της κοινωνίας που θέλανε να το κλέψουνε…

Δεν το φυλάγανε απ’ τον ίδιον;

Όχι βέβαια. Άκου απ’ τον ίδιον. Ο Γιάννης ξέρεις τι καλός άνθρωπος ήτανε; Έδινε λεφτά στον κόσμο. Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος τρία μέτρα και εκατό κιλά, και τον έβλεπες να μπαίνει κάτω από νταλίκα να σώσει γατάκι.

Δηλαδή θέλω να πω το εξής: γιατί αγαπήθηκε τόσο πολύ ο ‘Νονός’ του Κόπολα; Γιατί έβγαλε την ανθρώπινη πλευρά, είχανε κανόνες και νόμους στη μαφία, ακραίους αλλά είχανε μια λογική. Είναι πολύ straight τα πράγματα στη μαφία. Ο Κόπολα έδωσε μια ανθρώπινη διάσταση στους παράνομους, έδειξε ότι ήταν οικογενειάρχες, είχανε παιδιά, είχανε εγγόνια. Και ο Σκορσέζε.

Είμαι αυτής της μπάντας γι’ αυτό γουστάρω αυτούς τους ρόλους και τους έχω παίξει ας πούμε.

Και τελικά ένας Έλληνας μαφιόζος τι διαφορά έχει από έναν ξένο;

Ε, δεν έχω κάνει παρέα με ξένους.

Με Έλληνες;

Ε, έχω κάνει παρέα (γέλια). Με τον Γιάννη έχουμε κάνει παρέα και μ’ αγαπούσε πολύ και τον αγαπούσα. Ούτε του έδινα λεφτά ούτε μου έδινε. Ήταν ένας άνθρωπος κανονικός ρε παιδί μου. Γνωστός άνθρωπος, πέθανε και γέμισε το νεκροταφείο κόσμο, από ανθρώπους που και καλά τους προστάτευε.

Πήρες χαρακτηριστικά τους για τους ρόλους σου;

Ε, βέβαια. Ο ‘Γιος του Τσάρλι’, η μισή ταινία από εδώ είναι επηρεασμένη, απ’ τους ανθρώπους της νύχτας της Ηλιούπολης. Αυτός ο κόσμος με ενδιαφέρει γιατί δεν μπορώ να τον κάνω γω, κατάλαβες; Είναι πολύ δύσκολο να ‘σαι Στεφανάκος, πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου εκατό, είναι πανέξυπνοι άνθρωποι αυτοί. Είναι ευφυείς άνθρωποι. Δεν μπορεί να γίνει ο καθένας. Πρέπει να’ χει μεγάλα αρχίδια. Δεν σημαίνει ότι σκοτώνεις σώνει και καλά, μην τα μπερδεύουμε.

Απλά τότε το ’90, πλακωθήκανε στην κόκα και μπαίνανε μετά σε ένα μαγαζί ας πούμε και λέγανε “φέρε το ταμείο”, δηλαδή κάνανε φοβερές μαλακίες, κατάλαβες; Κι έτσι την πάτησαν.

Τον ‘Γιο του Τσάρλι’ το ‘χεις δει; Έχω συγγράψει το σενάριο. Και έχω βραβευτεί και απ’ τον συγχωρεμένο τον Τριανταφυλλίδη ως καλτ ρόλο. Και μάλιστα έγραψε ο Δανίκας τότε “πώς κατάφερε ο Ζωναράς, τον Βουτσά και των Γεωργίτση απ’ τις ‘Θαλασσιές τις χάντρες’ να τους κάνει γκάνγκστερς;’.

Να πούμε και δυο λόγια για τις φετινές σου παραστάσεις. Ας ξεκινήσουμε με τη ‘Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια’ του Μυριβήλη.

Καταπληκτικός συγγραφέας. Εκεί κάνω έναν επιχειρηματία, ένα ρεμάλι, που την έκανε γιατί πούλησε έναν τόνο χαλασμένο μπακαλιάρο στη Σμύρνη. Το έργο διαδραματίζεται στη Μυτιλήνη, την περίοδο που ήρθαν οι πρόσφυγες.

Στο ‘Θέατρο Βέμπο’ πάμε να διαπραγματευτούμε ουσιαστικά αυτό που σου ‘πα και προηγουμένως, ότι δεν έχουμε ταμπέλες. Παίζουν και οι “και καλά εμπορικοί ηθοποιοί” και οι “και καλά ποιοτικοί”. Και πάμε να πετύχουμε ένα στοίχημα με έναν πολύ καλό σκηνοθέτη τον Ζούλια, σε ένα έργο που ανεβαίνει πρώτη φορά στο θέατρο.


 

Και το ‘Ήμουνα παιδί το ’21’; Είσαι και από την Αρκαδία. Ξέρω λόγω καταγωγής ότι οι Τριπολιτσιώτες έχουν μεγάλη περηφάνια για τον Κολοκοτρώνη. Σχετίζεται αυτό με τον ρόλο τώρα που κάνεις;

Ε, βέβαια, σχετίζεται ρε συ. Σκέψου ότι είναι ένα άγαλμα του Ηλία του Κορμά στο Κεφαλληνό, ο οποίος ήταν απ’ το σόι της μάνας μου και ήτανε οπλαρχηγός του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, ε και με το μουστάκι και την περούκα που φοράω στον Κολοκοτρώνη, είμαι ίδιος. Τι να πούμε τώρα; (γελάει)

Ο Κολοκοτρώνης έλεγε το εξής: η γενιά των Ελλήνων που θα ξεχάσει τη σκλαβιά και τις θυσίες μας, θα είναι η τελευταία. Είναι φοβερό αυτό. Ξέρεις γιατί κάνω παρένθεση; Γιατί υπάρχουν κάποιοι αριστεροί -και καλά- τους οποίους ας μη πούμε που τους γράφω, που λένε ότι έκανε σφαγές κτλ. Ξέρεις τι σημαίνει 400 χρόνια σκλαβιά; Πες ότι πάρουμε αυτήν την πλευρά και ότι στην στην άλωση της Τριπολιτσάς έγινε της καραπουτανάρας. ΤΗΣ ΚΑΡΑΠΟΥΤΑΝΑΡΑΣ! Μιλάμε για 400 χρόνια σκλαβιά, το ‘χετε πάρει χαμπάρι;

Το παιδί αυτό γεννήθηκε αντάρτης. Όλοι οι Κολοκοτρωναίοι απ’ το 1500 και μετά βγήκαν στα βουνά. Και μιλάμε για ευφυΐα, για απελευθερωτή.

Ήταν πόλεμος τότε, ήταν σφαγή. Εδώ έγινε εμφύλιος τώρα το ’40, και έγιναν όσα έγιναν, μην τρελαθούμε.

 

Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Θέατρο Βέμπο, Καρόλου 18, Αθήνα.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο και Κυριακή 18:00 και 21:00, από 30 Οκτωβρίου.

Ήμουν παιδί το ’21, Θέατρο Ακροπόλ, Ιπποκράτους 9-11, Αθήνα.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: κάθε Σάββατο στις 14:00 και Κυριακή στις 11:00 και στις 14:00.

Exit mobile version