Γιατί όλο το ίντερνετ ξέρει τον Παντελή Κατσιάκο;
Άρρωστος με τον ΠΑΟΚ. Ιδιοκτήτης μίνι μάρκετ. Σύζυγος της Μαριάννας. Άοκνος εραστής της ποπ κουλτούρας επί εικοσαετία. Πήγαμε στα Τρίκαλα για να διαπιστώσουμε αν υπάρχει ή αν είναι απλά ιδέα.
- 17 ΟΚΤ 2016
Είναι ένα τυπικό πρωινό Σαββάτου στη Φήκη, ένα χωριό ελάχιστων χιλιάδων κατοίκων, δέκα, άντε δεκαπέντε λεπτά μακριά καταπράσινη απόσταση από το κέντρο των Τρικάλων. Ο Παντελής Κατσιάκος ξύπνησε και σήμερα στις 06.30, έβαλε και σήμερα τη ζακέτα με το σήμα της Γιουνάιτεντ (γιατί στη Φήκη έχει ψύχρα τα ξημερώματα όλες τις 366 μέρες ενός δίσεκτου χρόνου) και έτρεξε και σήμερα να μεταφέρει τα γάλατα απ’ την εξώπορτα του μίνι μάρκετ ‘Το Κέντρον’, στα ψυγεία του. Αυτό που δεν έκανε και σήμερα είναι να καπνίσει μετρημένα εννιά τσιγάρα με τον φραπέ του.
Έχει κόψει το κάπνισμα εδώ και επτά χρόνια. Όσα χρόνια δηλαδή έχει αρχίσει το Twitter. Παρατηρώντας πώς το ένα έφερε το άλλο, είναι προφανές πως αν δεν είχε κόψει το κάπνισμα, δεν θα ξεκινούσα ποτέ από την Αθήνα για ένα Σαββατοκύριακο δίπλα του. Αν έκανε ακόμα μετρημένα εννιά τσιγάρα πριν ανοίξει το μαγαζί, δεν θα μαθαίναμε ποτέ για τον ίσως πιο πιστό συλλέκτη και καταναλωτή ποπ κουλτούρας στην ελληνική περιφέρεια. Έναν συλλέκτη που εκτός από Twitter, άνοιξε και Instagram και Facebook και όποιον άλλο διάολο χωράει στο smartphone του, καταφέρνοντας, σταθερά διακριτικά και διακριτικά σταθερά, να γίνει γνωστός στον μικρόκοσμο αρχικά των μουσικογραφιάδων, αργότερα των γραφιάδων εν γένει και τελικά γενναίου κομματιού του ελληνικού ίντερνετ, καθότι ο κόσμος αποδεικνύεται πολύ μικρός και στην ψηφιακή του βερσιόν.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
To πρώτο του ‘ίντερνετ’ ήταν τα τσατ ρουμ του MAD TV, στα οποία έμπαινε με το nickname ‘Stagger Lee’. Εκεί, νωρίς στα 00s, γνώρισε τη Μαριάννα (γνωστή και ως Ladybug Stories) και μετά από μια δεκαετία κινηματογραφικού ερωτικού δράματος και ταξιδιών στη γραμμή Πειραιάς-Τρίκαλα-Θεσσαλονίκη, οι αντιμαχόμενες πλευρές κήρυξαν ανακωχή και ο γάμος έλαβε χώρα στην Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων, ένα location που έτσι και υποπέσει στην αντίληψη του Malick, θα ξαναγυρίσει αύριο, εκεί, το Δέντρο της Ζωής. (Και στα ρεπό θα τρώει ρουμάνικα πατατάκια στο ‘Κέντρον’, γιατί απ’ όλα έχουμε εδώ κύριοι).
Το Twitter το έμαθα από τον Freddo. Έγραφε, έγραφε, ανέφερε το Twitter συνέχεια, ε λέω, κάτσε να φτιάξω κι εγώ να δω τι είναι. Μέχρι να μάθω το retweet να δεις τι έπαθα…
Σχεδόν τα πάντα στη ζωή του ρέουν μέσα στις αόρατες ίνες που ονομάζονται social media και δίνουν λογαριασμό σε μια μεγάλη κεφαλή, πυρηνική, δεν ξέρω, όπως θες πες την, που έχει σκαλισμένα πάνω της τα γράμματα π ο π κ ο υ λ τ ο υ ρ α. Δέκα χρόνια πριν, άκουσε το ‘Underground’ των Five Star Hotel στην εκπομπή ‘Οξυγόνο’ της ΕΤ3 και έφτιαξε Myspace για να τους ακολουθήσει. Έναν χρόνο μετά, διάβασε στο ΜΑΧ για το Facebook και ενέδωσε στο μαγικό κόσμο των poke και της ανίχνευσης συμμαθητών απ’ το δημοτικό.
(“Το Esquire ήταν το αγαπημένο μου περιοδικό. Ήταν κάτι διαφορετικό, μάθαινες πράγματα. Έγραφαν και για σειρές. Ήταν οι πρώτοι που έγραψαν για το ‘Prison Break’. Αγάπησα και το Active, μου άρεσε ο ‘Κόσμος των Σπορ’ και κάθε Πέμπτη φανατικά Downtown για Λουέλα και Κρουέλα”)
Ο τρόπος που διοχετεύτηκε ο Παντελής Κατσιάκος στα social media μοιάζει με τον τρόπο που το κάναμε κι εμείς· ή και όχι. Βλέπεις, η Φήκη δεν βρίθει από tech junkies. Είναι ένα χωριό με την πιο αγαπητή έννοια του χωριού. Από το μίνι μάρκετ του μέχρι την πλατεία, υπάρχουν τρία καφενεία στη σειρά. Και τίποτα ανάμεσα στα καφενεία. Δύσκολα λοιπόν φαντάζεσαι τα πιτσιρίκια να μαζεύονται πριν δέκα χρόνια στα παγκάκια της Φήκης και να μετράνε ποιος έχει Facebook και ποιος όχι. Τα ερεθίσματα προηγμένης τεχνολογίας, ειδικά σε μια εποχή που η επικράτηση των smartphones μόνο καθολική δεν ήταν, δεν τα ‘πιανες στον αέρα. Έπρεπε να διαβάσεις γι’ αυτά. Να τα εντοπίσεις. Το ίντερνετ δεν ήταν το πριν, το ίντερνετ ήταν το μετά. Οι πληροφορίες ήταν μετρημένες και σερβίρονταν σε συγκεκριμένα σημεία. Αυτό έκανε καλύτερα απ’ τον καθέναν ο Παντελής. Σίγουρα στη Φήκη, αλλά πιθανότατα και σε ολόκληρη την περιφέρεια. Τις εντόπισε και τις έκανε κομμάτι της ημέρας του.
(Η Μαριάννα σουλουπώνει τον Παντελή, που εν τω μεταξύ πετυχαίνει τον συγκλονιστικό συνδυασμό ‘T-shirt New Order από μέσα – ποδιά ‘Το Κέντρον’ απέξω’)
(Terrence Malick, αυτό ακριβώς εννοούσα για την Πύλη)
Δεν μπορείς να βγάλεις από τον ρομαντικό συλλέκτη ούτε το μεράκι ούτε το ρομαντισμό με τον οποίο κάνει ό,τι κάνει. Το αρχείο των περιοδικών του Παντελή είναι αχανές -και προφανώς δεν χωράει στο σπίτι του παρότι μια χαρά ευρύχωρο- αλλά ξέρεις, περιμένεις για την ακρίβεια, ότι έχει μια ιστορία για κάθε τεύχος. Μία για ένα Active του ’97, μία για το πρώτο πρώτο Nitro, μία για το περίπτερο απ’ το οποίο ψώνιζε τα Ποπ & Ροκ, μία για την γκόμενα που είχε τον καιρό που αγάπησε τα κείμενα του Esquire. Μία για τη βιντεοκασέτα με το χορταστικό Britney Spears πάνω στη λευκή κορδέλα. Ωπ, αυτό δεν είναι περιοδικό. Ωπ, τι σημασία έχει;
“Τι άκουγα στα 17; Χαριτοδιπλωμένο, Καλλίρη, τέτοια άκουγα. Έρχεται τότε η ξαδέρφη μου και μου δίνει το ‘Vs.’ των Pearl Jam, ένα best of των Violent Femmes και το σινγκλάκι, το ‘Girls and Boys’ των Blur. Είχε κι ένα Ποπ & Ροκ εκεί πέρα κι έψαχνα να βρω τι είναι όλα αυτά. Έτσι άρχισα να μαζεύω περιοδικά και δίσκους. Όχι ότι δε μας αρέσει ο Χαριτοδιπλωμένος ακόμα, έ;”
Την ημέρα των γενεθλίων του, το timeline του Παντελή Κατσιάκου γεμίζει με ευχές από δεκάδες δημοσιογράφους της πιάτσας, δεκάδες αναγνώστες των δημοσιογράφων της πιάτσας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις των ελληνικών social media. Δεν είναι απλά καλό παιδί και αγαπητός. Είναι το πιο στέρεο (#διπλής) case study αυτού που λέμε ‘η δύναμη του ίντερνετ στα καλύτερα της’.
Στο σαλόνι, φάτσα όπως μπαίνεις απ’ την εξώπορτα, βρίσκεται η τροπαιοθήκη με τα cd. Τρεις ντάνες, οι δύο ακραίες πιο ντούκικες, η μεσαία πιο μαζεμένη, που ξεχειλίζουν από (αυθεντικά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία) cd. Μετράω περίπου εξήντα σε κάθε ράφι, μετράω τα ράφια και πρόχειρα έχουμε πάνω χίλια στο σαλόνι. Φυσικά έχει κι άλλα. Παντού. Μετά από μια ξενάγηση στο χώρο, είσαι σίγουρος ότι θα βρεις και μέσα στο ψυγείο. Όχι μόνο cd. Και περιοδικά και εισιτήρια συναυλιών και, ειλικρινά, κάθε λογής memorabilia. Ο αθεόφοβος είχε και κάτι μπύρες ΠΑΟΚ στο δωμάτιο που κοιμήθηκα.
Στο πάνω πάνω ράφι κάθε ντάνας, ο Παντελής αυτοσχεδιάζει με κασέτες Γενιά του Χάους, Panx Romana ή Keep Shelly in Athens, με μυθικά λευκώματα για τα 90 χρόνια ΠΑΟΚ, με συλλεκτικές κασετίνες Villa 21, Bob Dylan, Joy Division. Υπολόγισα ότι αν με φυλάκιζε στο σαλόνι του μέχρι να ακούσω και το τελευταίο δευτερόλεπτο μουσικής από τα ράφια, τα δεσμά μου θα έσπαγαν μετά από 850 ώρες. 850 ώρες είναι ένας μήνας, πέντε μέρες και κάτι ψιλά.
(ΠΑΟΚ είσαι)
Η κουβέντα μαζί του είναι ένα διαρκές πινγκ πονγκ. Το μπαλάκι πέφτει από τα περιοδικά στη μουσική και από τις συναυλίες σε κουτσομπολιά του χωριού. Ή εικόνες ενηλικίωσης. Το μόνο που προσπαθώ να κρατήσω έξω από την κουβέντα είναι ο ΠΑΟΚ. Θέλω ξεχωριστή κουβέντα για τον ΠΑΟΚ.
“Είχα ένα στέκι στα Τρίκαλα που έπαιζε αυτά που ήθελα να ακούω, αλλά έκλεισε. Μετά δεν έβγαινα πολύ, δεν μ’ ένοιαζαν ούτε οι γκόμενες, ούτε τίποτα. Δεν μ’ ένοιαζε πού γίνεται ο χαμός. Έχω περάσει γιορτές στην καφετέρια του χωριού. 3 ευρώ το αλκοόλ. Και το Gordon’s Space. Πλήρωνα και τα ποτά των άλλων καμιά φορά. Κάποιος πρέπει να τα πληρώνει”.
Και κάποιος (αναγνώστης) πρέπει να κρατάει ζωντανή την επαφή με τους γραφιάδες. Κάποιος πρέπει να κάνει την αλληλεπίδραση, να διορθώσει, να ρωτήσει, να δείξει ότι το κοινό καταναλώνει κριτικά, όχι παθητικά. Όταν ο Βαλλάτος χαρακτήρισε δίσκο της χρονιάς το ντεμπούτο του Burial στο Free, ο Παντελής του έστειλε μέιλ ζητώντας του τον λόγο. Όταν ο σπουδαίος Χαράλαμπος Τσιριμονάκης ελάττωσε τις περιγραφές του για το ισπανικό πρωτάθλημα, ο Παντελής τον ρώτησε αυτοπροσώπως. Κι όταν ο Τσάβαλος γκρίνιαξε το 2008 για το πόσο λίγοι έσπευσαν τελικά στη συναυλία των Fuck Buttons στο An Club, ο Παντελής όρθωσε ανάστημα και τον ενημέρωσε ότι τα έξοδα για κάποιον που ζει στην επαρχία είναι υπερβολικά για ένα κατέβα στην Αθήνα, ειδικά για μια συναυλία των 35 ευρώ. Ο Τσάβαλος του εξήγησε ότι είπε ‘καναπέδες’ το αθηναϊκό κοινό και ότι δεν ήθελε να θίξει κανέναν που μένει στα Τρίκαλα.
(Τα υπάρχοντά μου για το εισιτήριο Τρύπες)
Έτσι έχτισε την προσωπική του σχέση με τους αγαπημένους του γραφιάδες. Τη σχέση με τη μουσική, με την πραγματική τέχνη δηλαδή, την έχτισε ταξιδεύοντας για συναυλίες. Από το θρυλικό Rock of Gods του 1996 με Bad Religion, Iggy Pop, Moby και Στέρεο Νόβα μεταξύ άλλων μέχρι μια συναυλία των Κόρε. Ύδρο στο six d.o.g.s. στην οποία τον αναγνώρισα και μιλήσαμε για πρώτη φορά. Ουσιαστικά, τον αναγνώρισα από τη φωτογραφία του στο Facebook. Όπως τον αναγνώρισαν και οι περισσότεροι μουσικογραφιάδες που τον πέτυχαν στο παρθενικό Saristra, πίσω από τον πάγκο που έστησε με τις δημιουργίες της η Μαριάννα.
Στο προσκεφάλι του ξεκουράζεται η αυτοβιογραφία του Sir Alex και το ‘Μουρίνιο, ο Εξωγήινος’. Πολύ πριν από Γιουνάιτεντ, όμως, ο Παντελής είναι ΠΑΟΚ. Το όνομα του wifi στο σπίτι του είναι ‘Pablo Garcia’ (φιλικό tip: είναι ανοιχτό), ενώ πάνω από το ταμείο του μίνι μάρκετ, βρίσκεται ένα λάβαρο με τον δικέφαλο. Δεν τον χορταίνεις όταν τουιτάρει emojis ανάλογα με το αν έβαλε ή έφαγε γκολ η ομάδα. (Εντάξει, το κάνει και με τη Γιουνάιτεντ αυτό).
Είναι από σόι γεμάτο Παναθηναϊκούς, γιατί έπαιζε ένας ξάδερφος εκεί. Τον είχε πάρει ο Παναθηναϊκός από τα Τρίκαλα και έγραφε τότε η Ηχώ, ‘ο ΠΑΟ πήρε τον Κρόιφ των Τρικάλων’. Ήταν παιχταράς, αλλά είχε ένα μεγάλο κουσούρι, τα ναρκωτικά.
ΠΑΟΚ με έκανε το κλάμα του Μπάνε (σ.σ. στον χαμένο τελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης για το Κυπελλούχων του ’92). Με τον Μπάνε και τον πρώην δήμαρχο Πειραιά στην ομάδα, πώς να μη γίνεις ΠΑΟΚ; Ήρθε μετά και το 1-1 στην Άρσεναλ και λέω, εδώ είμαστε.
Το παρθενικό του ματς στην Τούμπα ήταν ένα ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός (σεζόν 1996-97). Το ντέρμπι που θα θυμάμαι για πάντα ως ‘αυτό που ο Ελευθερόπουλος πιάνει το φάουλ του Φραντζέσκου’. Η εκδρομή από τα Τρίκαλα τον ξενέρωσε (πολλά ναρκωτικά, λεηλασίες μαγαζιών στις στάσεις, καδρόνια και παλούκια για τυχόν συναπάντημα με Αρειανούς και άλλα τέτοια συμπαθητικά) κι έτσι ανηφορίζει μόνο για μικρά, ειρηνικά παιχνίδια που δεν θα διακοπούν στο 4ο λεπτό όπως ένα ΠΑΟΚ-Άρης για το Κύπελλο, μετά από μπουκάλι που έφαγε ο Κόκε στο κεφάλι. Ο Παντελής γύρισε στα Τρίκαλα το ξημέρωμα.
Στο παιδικό του δωμάτιο θα βρεις τη φανέλα του ΠΑΟΚ με το νούμερο 12 την οποία δεν την έχει φορέσει κανείς μετά τον Τζο Νάγκμπε (άσχετο, αλλά ποιος δεν έχει πάρει τον Νάγκμπε στο ‘Γίνε Πρόεδρος’ του Εθνοσπόρ;). Η φανέλα με το 12 είναι για τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Για τα ‘παοκτσάκια’ όπως τους λέει ο Παντελής κάθε φορά που λέμε για κάποιον που διαβάζει και είναι δηλωμένος οπαδός του ΠΑΟΚ.
(Ό,τι καλύτερο συνέβη ΠΟΤΕ στη Φήκη Τρικάλων)
O ‘Πυρετός της Μπάλας’ του Hornby στρογγυλοκάθεται πάνω σε τρία βιβλία που είναι γυρισμένα από την ανάποδη κι έτσι η τάχη τους κοιτάει προς τον τοίχο. Είμαστε πάλι στο παιδικό δωμάτιο με τον ποπ θησαυρό του Παντελή. Τα εισιτήρια των συναυλιών δεν είναι μπερδεμένα με τα εισιτήρια των γηπέδων. Αλλά τα εισιτήρια των συναυλιών είναι μπερδεμένα μεταξύ τους. Στο ίδιο ταμπλό, θα βρεις από το αυτόγραφο του Αγγελάκα στο πακέτο των Lucky Strike μέχρι εισιτήριο από γλέντι του Α.Ο. Δενδροχωρίου με line-up Γωγώ Τσαμπά, Γιώργο Βελισσάρη και Νεκτάριο Κοκκώνη. Αλλά και εισιτήρια από συναυλίες Θανάση, Xaxakes, Sisters of Mercy, Patty Smith, Morrissey, Manu Chao, Nick Cave και Ολέθριο Ρήγμα. Τα πάντα στο ταμπλό είναι ροκ. Απλά ο τύπος που το έφτιαξε είναι πανκ.
Υπάρχει απάντηση στο ‘Γιατί όλο το ίντερνετ ασχολείται με τον Παντελή Κατσιάκο’. Μου ήταν αρκετά σαφής ήδη πριν τον ζήσω στην έδρα του. Πριν καν αρχίσουμε τις Guinness στο Σινάτρα στο κέντρο των Τρικάλων, που δεν είναι κάτι ιδιαίτερο αλλά σερβίρει το ελιξήριο του (id est, Guinness) οπότε παράλληλα είναι κάτι ιδιαίτερο. Η απάντηση μού έγινε απόλυτα σαφής γυρνώντας από τη Φήκη.
Μάλιστα· ο Παντελής εκμεταλλεύεται στο έπακρο το πόσο δίπλα έφερε τα πάντα το ίντερνετ. Επικοινωνεί με τους ανθρώπους που διαβάζει και καμιά φορά τους τρακάρει στα στέκια τους στην Αθήνα αν τον βγάλει ο δρόμος για καμιά συναυλία. Μάλιστα· καταφέρνει ταυτόχρονα να μοιάζει λες και ζει σε λυόμενο στη μέση της Αγίας Ειρήνης, έτσι πάνω από κάθε μικρή ή μεγάλη εξέλιξη της Φάσης, καθώς στέκει. Αλλά το νόημα δεν κρύβεται ούτε στο πρώτο ούτε στο δεύτερο μάλιστα. Το νόημα είναι σ’ αυτά που δεν φαίνονται, έτσι δεν πάει πάντα;
Οι 5 καλύτερες συναυλίες που είδε: Οι Radiohead στον Λυκαβηττό (2000), οι Panx Romana στο Zero στη Θεσσαλονίκη (1996) όταν προσπάθησε να τους κλείσει για ένα live στα Τρίκαλα, ο Roger Waters στο ΟΑΚΑ (2013) γιατί δεν τα ‘χε ξαναδεί αυτά (εννοούσε, “να μην καπνίζει ούτε ένας σε ολόκληρο στάδιο”), μία του Θανάση στη Θεσσαλονίκη, γιατί έδωσε το πρώτο του φιλί με τη Μαριάννα και οι Τρύπες στο ‘Ακρόαμα’, ένα μπουζουξίδικο στα Τρίκαλα. “Πρέπει να γίνει ένα reunion Τρύπες στο ΟΑΚΑ, δεν πρέπει;” Αν πρέπει λέει…
Στο αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο γραφιάδων-κοινού, οι πάντες γκρινιάζουν για τους πάντες. Είναι το έθιμο πια. Έχουμε μπλέξει τόσο τα μπούτια μας, ημιδιανοούμενοι γραφιάδες και καχύποπτοι αναγνώστες, που αυτό που βγαίνει στον αφρό είναι πάντα η γκρίνια. Και ως γνωστόν, κανείς δεν σερβίρει καλύτερα την γκρίνια από τα social media. Εκεί λοιπόν που οι αναγνώστες έχουν χωρίσει τα γούστα τους και αγαπούν με μένσιον ή κράζουν αμένσιοτα ή αρχίζουν τουίτς με υποκείμενο ”ο άλλος…”, ο Παντελής ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Δεν είναι γλείφτης. Δεν θα μπορούσε, του βγάζεις τις λέξεις με το στανιό. Απλά έχει κάνει στην άκρη την γκρίνια. Προφανώς δεν του αρέσουν τα πάντα, αλλά έχει εξαιρέσει τον εαυτό του από το παιχνίδι του κραξίματος ή της τρολ προσκολλήσεως σε accounts με δημόσιο λόγο. Κανείς δεν παίζει στο τερέν των social media όσο ‘for the love of the game’ παίζει ο Παντελής Κατσιάκος.
“Το Twitter είναι το αγαπημένο μου. Γράφω για ΠΑΟΚ, Γιουνάιτεντ και μουσική. Δεν πρήζω κανέναν, δεν κράζω κανέναν. Με το Twitter κατάλαβα τη δύναμη των social media. Όταν σου λέει κάποιος ότι τον βοήθησες να κόψει το τσιγάρο, επειδή απλά τουίταρες την προσπάθειά σου όταν το ‘κοβες εσύ, το συναίσθημα είναι φοβερό. Βέβαια αυτός αδυνάτισε όταν το ‘κοψε, ενώ εγώ πάχυνα”.
(Στην εποχή του ελληνικού ίντερνετ, το μίνι μάρκετ ‘Το Κέντρον’ είναι σαφώς το μεγαλύτερο αξιοθέατο της Φήκης Τρικάλων. Και ο Παντελής, ο πιο διάσημος κάτοικος)
Το σπίτι του είναι μόνο μερικά βήματα πίσω από το μίνι μάρκετ, σε μια πάροδο που ξεκινάει με μια ξεχαρβαλωμένη μπασκέτα στο πλάι του πρώτου κτίσματος. Από το παράθυρο του δωματίου μου, βλέπω δύο γειτόνισσες να πλένουν κάτι χορταρικά σε μια γούρνα και να διαφωνούν για το πόσο σπανάκι θέλει η πίτα. Αριστερά μου μια τσάντα αναρωτιέται ‘Γιατί δε χορεύετε ρεεεε;’, ενώ στην κουζίνα περιμένουν τη Φραντζέσκα κι εμένα ζεστά κρουασάν και τυρόπιτες.
Είναι ένα τυπικό πρωινό Σαββάτου στη Φήκη, ένα χωριό ελάχιστων χιλιάδων κατοίκων, δέκα, άντε δεκαπέντε λεπτά μακριά καταπράσινη απόσταση από το κέντρο των Τρικάλων. Ο Παντελής Κατσιάκος ξύπνησε και σήμερα στις 06.30, έβαλε και σήμερα τη ζακέτα με το σήμα της Γιουνάιτεντ και έτρεξε και σήμερα να μεταφέρει τα γάλατα απ’ την εξώπορτα του μίνι μάρκετ ‘Το Κέντρον’, στα ψυγεία του. Αυτό που δεν έκανε και σήμερα ήταν να καπνίσει μετρημένα εννιά τσιγάρα με τον φραπέ του. Αντ’ αυτού, τσέκαρε το Twitter του μέχρι να μπει ο πρώτος πελάτης.