Γιώργος Καρράς: Από τις Τρύπες ως τις Ασκήσεις Απλότητας
- 22 ΙΑΝ 2023
Ακριβώς γι’ αυτό αποτέλεσε ένα από τα πιο χαρμόσυνα νέα του 2022 η ξαφνική και επίσημη ανακοίνωση τον περασμένο Νοέμβριο για την κυκλοφορία του πρώτου σόλο δίσκου αυτού του σπουδαίου μπασίστα στις 13 Ιανουαρίου.
Ημέρα που ο ίδιος έγραψε στο Facebook τα εξής:
«Αγαπητοί φίλοι,
Μετά από πολύ καιρό έχω τη χαρά να κυκλοφορεί η νέα μου δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Ασκήσεις Απλότητας» από την εταιρία United We Fly.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Τίτο Καργιωτάκη και τον Χρήστο Χαρμπίλα στο στούντιο των οποίων ηχογραφήθηκε και έγινε η επεξεργασία αυτού του άλμπουμ για την ανεκτίμητη βοήθεια τους.
Ευχαριστώ επίσης όλους τους μουσικούς και όσους με βοήθησαν στην πραγματοποίηση αυτού του άλμπουμ έναν έναν ξεχωριστά.
Ευχαριστώ και όλους εσάς που με τα μηνύματα και την αγάπη σας μου δίνατε δύναμη να συνεχίσω. Καλή ακρόαση!»
Και τώρα μπορεί να μιλήσει για το πώς έφτασε ως εδώ.
Τα τελευταία 20 χρόνια είχα επαφή με την μουσική και δημιουργικά ήμουν ενεργός αλλά δεν είχα στο μυαλό μου να κάνω κάποιο δίσκο γιατί θεωρούσα ότι αυτό μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια μπάντα. Οι προσπάθειες που έκανα για να την δημιουργήσω δεν είχαν επιτυχία.
Έψαχνα να βρω μουσικούς για να δημιουργήσω ένα μουσικό σχήμα με σκοπό να δουλέψω μαζί τους κάποιες ιδέες μου. Τυχαία ένα βράδυ συνάντησα τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και του είπα κουβεντιάζοντας τι σκεφτόμουν να κάνω και ότι έψαχνα μουσικούς αλλά κανείς δεν είχε τον χρόνο ή και την διάθεση ακόμη να μπει στην διαδικασία των προβών για την δημιουργία μουσικής. Τότε μου εξήγησε πως έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα και ότι δεν γίνεται πλέον αυτό με τον τρόπο που ήξερα. Χαρακτηριστικά μου είπε: «Γιώργο, ό,τι κάνεις, θα το κάνεις μόνος σου και όταν το τελειώσεις θα βρεις μουσικούς να το παίξουν». Έτσι πήρα την απόφαση να δουλέψω μόνος μου και όταν μετά από αρκετό καιρό καταγραφής και δοκιμών είδα ότι υπήρχε αρκετό υλικό, τόσο που θα μπορούσε να γίνει ένα άλμπουμ, τότε γεννήθηκε η ιδέα του δίσκου και έτσι άρχισα να ψάχνω μουσικούς για να το ηχογραφήσω.
Ξεκίνησα έχοντας από την αρχή δεδομένη την πρόθεση και την επιθυμία δύο παλιών μου φίλων και συνεργατών, του Μπάμπη Παπαδόπουλου και του Γιώργου Χριστιανάκη, να με βοηθήσουν για ό,τι θα χρειαζόταν να ηχογραφήσω από κιθάρες και πιάνα. Ο σημαντικότερος όμως αρωγός της προσπάθειάς μου αυτής ήταν ο Τίτος Καργιωτάκης, στον οποίο χρωστάω κατά ένα μεγάλο μέρος την επιστροφή μου.
Δούλευα μόνος στο σπίτι και όταν χρειαζόταν να ακούσω κάτι, άλλες φορές έστελνα στους μουσικούς με email αρχεία σε μορφή midi και μου τα έστελναν πίσω σε μορφή audio ή κάποιες άλλες φορές πριν την πανδημία έρχονταν στο σπίτι μου και δοκιμάζαμε ήχους και μελωδικές γραμμές. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Δεκέμβρη του 2019 και πριν προλάβουμε να κάνουμε πολλά πράγματα σταμάτησαν λόγω της πανδημίας. Συνεχίσαμε τις ηχογραφήσεις με μεγάλα διαλείμματα όταν αυτό ήταν εφικτό. Έτσι φτάσαμε στο 2022 που ολοκληρώθηκε ο δίσκος.
Οι δυσκολίες που είχα ήταν οι συνεχείς διακοπές και τα μεγάλα διαλείμματα λόγω της πανδημίας – αυτό σε αποσυντονίζει και χάνεις τον ειρμό. Όσον αφορά την μουσική δεν υπήρξε πρόβλημα κανένα γιατί οι μουσικοί που έπαιξαν είναι εξαιρετικοί και ο καθένας τους έδωσε ό,τι καλύτερο είχε.
Οι ηχογραφήσεις κρύβουν εκπλήξεις και χρειάζεται να κάνεις αλλαγές, γιατί μερικές φορές όταν ηχογραφήσεις κάτι, ακούγεται διαφορετικά από αυτό που είχες στο μυαλό σου. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να κάνω αλλαγές σε κάποιο κομμάτι, όλα κύλησαν ομαλά. Σε αυτό βοήθησε ότι τα μεγάλα διαλείμματα μου έδωσαν την ευκαιρία να βλέπω και να ξαναβλέπω τα κομμάτια και να τα διορθώνω όπου χρειαζόταν.
Έκλεισε ένας κύκλος με την ολοκλήρωση αυτού του δίσκου και ελπίζω και εύχομαι στο μέλλον να ανοίξουν κι άλλοι.
Δεν με ενδιαφέρει να επιβεβαιώσω την όποια ιδέα μπορεί να έχει κάποιος για μένα. Δεν μπορεί να καθορίζεται η δημιουργικότητα σου από τις προσδοκίες του κοινού. Δημιουργείς για να εκφράσεις τον εαυτό σου και αυτό που νιώθεις. Δεν δημιουργείς για να ικανοποιήσεις προσδοκίες άλλων. Όταν κάποιος λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο αυτοπεριορίζεται και εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος. Με ενδιαφέρει να κάνω την μουσική που αρέσει σε μένα πρώτα και αν αυτή η μουσική έχει και την αποδοχή του κόσμου θα είναι το καλύτερο. Και με τις Τρύπες αυτό κάναμε.
Δεν έχω άλλο τρόπο να προσελκύσω το κοινό παρά μόνο με την μουσική μου οπότε δεν με απασχολεί το πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό.
Οι καλλιτέχνες με τα έργα τους απευθύνονται, όπως κι εγώ, σε όλο τον κόσμο και δεν κατανοώ τον διαχωρισμό, να απευθύνεσαι δηλαδή σε κάποιους και σε κάποιους άλλους όχι. Για μένα δεν υπάρχει η έννοια του ιδεατού ακροατή. Η τέχνη δεν γίνεται για τους ειδήμονες. Αν η τέχνη δεν απευθυνόταν σε όλους τους ανθρώπους, αναρωτιέμαι θα είχε νόημα η ύπαρξή της.
Δεν έχω άλλο τρόπο να προσελκύσω το κοινό παρά μόνο με την μουσική μου
Αυτό που θα ευχόμουν να συμβεί σε όποιον ακούσει το άλμπουμ είναι να του αρέσει η μουσική μου και να περάσει καλά ακούγοντάς την, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον κάθε ακροατή.
Η μουσική μπορεί να σε βοηθήσει να συγκεντρωθείς. Στα τραγούδια είναι αλήθεια ότι ο λόγος σου δείχνει τον δρόμο που θα πάρεις ενώ στην ορχηστρική μουσική είσαι ελεύθερος να περιπλανηθείς σε όποιον δρόμο θέλεις. Αλλά ακόμη κι αυτό σε βοηθά να συγκεντρωθείς στο ταξίδι που κάνεις με την μουσική.
Κάποτε έκανα προσπάθειες να γράψω στίχους αλλά βλέποντας ότι δεν έκανα κατά την γνώμη μου κάτι αξιόλογο, σταμάτησα.
Μουσική ακούω αρκετά με ακουστικά κάνοντας περίπατο στην παραλία της Θεσσαλονίκης νωρίς το πρωί. Τελευταία ακούω Steve Reich, Simeon ten Holt και Arvo Pärt.
Δεν υπάρχει εύκολη ή δύσκολη μουσική. Υπάρχει μουσική που μας αρέσει ή δεν μας αρέσει.
Η αλήθεια είναι ότι κάποτε βάζαμε να ακούσουμε έναν δίσκο και η διαδικασία της ακρόασης ήταν κάτι σαν μυσταγωγία. Τώρα αυτό δεν συμβαίνει. Νομίζω ότι για να ακούσεις πραγματικά μουσική πρέπει να απαλλάξεις το μυαλό σου από εξωτερικά ερεθίσματα, να απομονωθείς και να εστιάσεις σε αυτό που ακούς. Δεν πρόκειται όμως να υποδείξω πώς να ακούσει κάποιος την μουσική μου.
Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το Wish Υοu Were Here των Pink Floyd. Ήταν η εποχή που απέκτησα πικ απ και άρχισα γενικά να αγοράζω δίσκους. Το πρώτο τραγούδι που προσπάθησα να παίξω ήταν το “Let it be” των Beatles. Θυμάμαι ότι κάποιος μου είχε δείξει τις συγχορδίες και εγώ προσπαθούσα να το παίξω χωρίς ακόμα να μπορώ καλά καλά να τοποθετήσω τα δάκτυλα μου στην κιθάρα. Το πρώτο κομμάτι που έπαιξα με μπάντα ήταν ένα τραγούδι δικό μας που είχαμε κάνει με εκείνη την μπάντα. Αργότερα θυμάμαι να παίζουμε με άλλη μπάντα ένα κομμάτι από τους Thin Lizzy, το “Don’t believe a word” – άρεσε στον κιθαρίστα που παίζαμε μαζί και το προσπαθήσαμε.
Όταν γύρω στα 15 μου χρόνια μου ζήτησε ένας παλιός συμμαθητής από το Δημοτικό να παίξω σε μια μπάντα, δεν είχα παρά μόνο μια ακουστική κιθάρα. Οι άλλοι είχαν ηλεκτρικές κιθάρες οπότε αναγκαστικά εγώ, για να είμαι στη μπάντα, έπρεπε να παίξω μπάσο. Υπήρχε ένα μπάσο κάποιου γνωστού που δεν το ήθελε κι έτσι το δανείστηκα και άρχισα να παίζω με αυτό. Μετά, και να ήθελα να παίξω κάποιο άλλο όργανο, όλοι με θεωρούσαν μπασίστα. Έτσι μπήκε στην ζωή μου το μπάσο. Είναι αυτό που λένε «να μην σου βγει το όνομα».
Τότε δεν είχαμε την δυνατότητα να αγοράσουμε κάποια καλή συσκευή αναπαραγωγής, οι περισσότεροι είχαμε ραδιοκασετόφωνο. Ανταλλάζαμε κασέτες για να ακούσουμε μουσική και αν κάποιος γνωστός σου αγόραζε ένα δίσκο, μπορούσες να τον αντιγράψεις σε κασέτα και να τον ακούς κι εσύ. Όταν απέκτησα πικάπ, άρχισα να αγοράζω δίσκους αλλά και αυτό χρειαζόταν πάλι να έχεις χρήματα. Όταν αγοράζαμε έναν δίσκο εκείνη την εποχή τον «λιώναμε» πάνω στο πικάπ γιατί μέχρι να έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε τον επόμενο περνούσε πολύς καιρός. Όσο για το ραδιόφωνο, εκτός από τον Γιάννη Πετρίδη δεν υπήρχε κάτι άλλο να ακούσεις για να ενημερωθείς.
Αν θυμάμαι καλά η πρώτη φορά που έπαιξα ζωντανά μπροστά σε κοινό ήταν το ’76 ή ’77 σε ένα φεστιβάλ στο θέατρο Κατερίνα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Νομίζω ότι από την πρώτη στιγμή που κατάφερα να παίξω κάτι στην κιθάρα μου, κατάλαβα ότι δεν θα αποχωριζόμουν τη μουσική ποτέ.
Θυμάμαι πολλά γενικά και αόριστα από τις πρώτες πρόβες με τις Τρύπες χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη έντονη ανάμνηση. Κάτι που θυμάμαι είναι ότι παίζαμε σε ενισχυτές που δεν ήταν για κιθάρα ή μπάσο, ήταν σαν αυτούς που είχαν στα σχολεία, που τους βάζαμε κάτι μεγάφωνα -και αυτά κατασκευές δικές μας- και πολλές φορές σε έναν ενισχυτή έπαιζαν δύο όργανα ταυτόχρονα. Τον πρώτο μας δίσκο τον γράψαμε με δανεικούς ενισχυτές από τους Blues Wire και με τύμπανα που μας έφεραν κάποιοι φίλοι και γνωστοί του Νίκου Παπάζογλου.
Εκείνη την εποχή χαιρόμασταν κάθε φορά που καταφέρναμε να κάνουμε ένα τραγούδι, δεν υπήρχε όραμα. Υπήρχε μόνο η χαρά του να κάνουμε τραγούδια και καμία σκέψη και οραματισμός για το μέλλον.
Σίγουρα μας ενδιέφερε να ακούσουμε και να ενημερωθούμε για τις μουσικές από τον έξω κόσμο. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν υπήρξε ποτέ τέτοιο σημείο σύγκλισης των επιρροών μας. Άκουγε ο καθένας αυτά που του άρεσαν και πολλές φορές συνέβαινε κάποια μουσική να αρέσει και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό σου.
Δεν ξέρω αν αναπολώ γιατί τότε οι περιχαρακώσεις είχαν και ευτράπελα, πχ έπεφτε ξύλο μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων. Αλλά σίγουρα δεν μου αρέσει αυτό που συμβαίνει σήμερα, το να είσαι λίγο απ’ όλα. Η μουσική που ακούς σηματοδοτεί και την αισθητική σου που είναι μία και μοναδική. Δεν μπορείς να οικειοποιείσαι όλες τις αισθητικές.
Η εποχή εκείνη ήταν λίγα χρόνια μετά τη χούντα και χαρακτηριζόταν από την έντονη διάθεση του κόσμου μετά από χρόνια σιωπής και φόβου να εκφραστεί. Εμείς αισθανόμασταν ότι ασφυκτιούσαμε και η μουσική ήταν το μέσο για να εκφραστούμε. Δηλαδή για να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στα κακώς κείμενα αλλά και την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον κόσμο στον οποίο καλούμασταν να ζήσουμε. Η δυστυχία πάντα αποτελεί το έναυσμα για δημιουργία.
Παίζαμε σχεδόν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο τριήμερα ή διήμερα στο ΑΝ και όταν έγινε η πρόταση από τον Νίκο Λώρη της DiDi να κάνουμε συναυλία στον Λυκαβηττό ήταν κάτι σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Τότε κάποιοι φίλοι του προσπάθησαν να τον νουθετήσουν, λέγοντάς του να μην το κάνει. Κανείς μας δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κάτι είχε αλλάξει. Αυτό το καταλάβαμε όταν παίξαμε στο θέατρο του Λυκαβηττού που ήταν κατάμεστο και γύρω στα βράχια, έξω από το θέατρο, κρέμονταν κι άλλος κόσμος.
Υπήρχε στη Θεσσαλονίκη η αίσθηση της σκηνής, υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των μουσικών και των συγκροτημάτων. Να σκεφτείς ότι οι περισσότερες μπάντες κάναμε πρόβα στην ίδια πολυκατοικία στα Λαδάδικα. Όταν σταματούσες να παίζεις, άκουγες τι έπαιζε η διπλανή μπάντα γιατί παίζαμε σε χώρους που ήταν φτιαγμένοι να γίνουν γραφεία και δεν υπήρχε μόνωση. Όταν ήθελες κάτι ή είχες κάποιο πρόβλημα πήγαινες στον γείτονα και το ζητούσες. Δανείζαμε και δανειζόμασταν ενισχυτές, όργανα και ό,τι άλλο είχε ο καθένας μας. Και τα βράδια συχνάζαμε συνήθως στα ίδια στέκια.
Υπήρχε ένας αναβρασμός αλλά ο κόσμος που άκουγε αυτή την μουσική και αυτά τα συγκροτήματα και ερχόταν συνειδητά στις συναυλίες γνωρίζοντας τι πάει να ακούσει, ήταν πάντα λίγος. Ακόμα και όταν εμείς φτάσαμε να έχουμε πολύ κόσμο στις συναυλίες μας, μου δόθηκε πολλές φορές η εντύπωση ότι δεν παρευρίσκονταν εκεί όλοι για το ίδιο λόγο ή είχαν μπερδέψει κάποια πράγματα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι κάποιον να φωνάζει στον Αγγελάκα: «Γιάννη, εσύ κι ο Νότης» – δηλώνοντας έτσι τις προτιμήσεις του. Τώρα τι σχέση είχε ο Γιάννης με τον Νότη είναι ένα ερώτημα που πρέπει να το θέσουμε στους επιστήμονες να μας το απαντήσουν.
Ήταν αναπάντεχο αυτό που μας συνέβαινε, ζούσαμε ένα όνειρο και το ζούσαμε ξύπνιοι. Παίζαμε την μουσική που μας άρεσε και είχε αποδοχή, περνούσαμε ωραία και βγάζαμε και κάποια λεφτά. Κανείς εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μπορούσες να το καταφέρεις αυτό παίζοντας ροκ μουσική. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσει ένας μουσικός λεφτά ήταν αν έπαιζε στα σκυλάδικα ή στις ταβέρνες.
Με έχουν σταματήσει πολλές φορές στο δρόμο και έχουμε πιάσει κουβέντα. Αν η προσέγγιση από κάποιον άγνωστο γίνεται με ευγένεια, δεν έχω πρόβλημα. Συνήθως με ρωτάνε αν θα ξαναενωθούν οι Τρύπες για να κάνουν κάποιο live. Άλλοι πάλι μου λένε πόσο μας αγαπάνε και πόσο θα θέλανε να δουν ένα live γιατί όταν παίζαμε είτε ήταν ακόμη αγέννητοι ή ήταν πολύ μικροί για να έρθουν.
Όλοι δουλεύαμε παράλληλα για να βιοποριστούμε – και ο Μπάμπης έπαιζε σε ταβέρνες και ο Γιάννης δούλευε σε μπαρ ακόμη και όταν η μπάντα άρχισε να γεμίζει Λυκαβηττούς. Πώς θα μπορούσα να βιοποριστώ αποκλειστικά από την μουσική αφού και στα καλύτερα της μπάντας αυτά που κέρδιζα από την μουσική δεν ήταν αρκετά για να ζήσω την οικογένεια μου; Για μένα δεν υπήρχε τρόπος να βιοποριστώ από την μουσική, έτσι αυτό που σε προσγειώνει τελικά είναι η πραγματικότητα εφόσον θέλεις να έχεις σχέσεις μαζί της.
Επειδή η ζωή με έχει διδάξει να μην κάνω σχέδια για το μέλλον θα πω μόνο ότι θέλω να κάνω συναυλίες και να παρουσιάσω αυτό τον δίσκο. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω. Όσο αυτό θα είναι εφικτό. Όσον αφορά έναν επόμενο δίσκο, θα ήθελα να καταφέρω να ηχογραφήσω κάποια τραγούδια που έχω φτιάξει μαζί με δύο μουσικούς, τον Ηρακλή Ιωσηφίδη και τον Άγγελο Μπουρνά που παίζουμε τον τελευταίο χρόνο μαζί.
Αφότου ολοκληρώθηκε ο δίσκος δεν τον άκουσα πολλές φορές γιατί μέχρι να τελειώσει ένας δίσκος τον ακούς αναγκαστικά στην επεξεργασία του ήχου τόσο πολύ που έχεις κουραστεί. Θα τον ακούσω μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όταν θα έχει κάτσει η σκόνη. Για τον εαυτό μου πάντως δεν έμαθα τίποτε περισσότερο από ό,τι ήδη ήξερα.
Ο πρώτος σόλο δίσκος του Γιώργου Καρρά με τίτλο «Ασκήσεις Απλότητας» θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από τη United We Fly.