Ο Γιώργος Μαζωνάκης ήταν έτοιμος για κάτι πιο τζαζ. Φυσικά.
90 λεπτά στον «οίκο» του ενός και μοναδικού Έλληνα σταρ, ακούγοντάς τον να μιλάει για πράγματα που δε συνηθίζει. Για τη νύχτα και το τίμημα της διασημότητας, τη συνεργασία με τους Glacial και την παρουσία του στα social media, τον έρωτα και την επόμενη μέρα (του) μετά την πανδημία.
- 7 ΜΑΙ 2021
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ.
Από νωρίς στο φεστιβάλ υπήρχε ένας ψίθυρος. Τα club kids της Αθήνας, ας μην ξύσουμε σημερινές πληγές αλλά, ήταν έτοιμα να τα παίξουν μια ακόμα φορά όλα για όλα στις σκηνές του ADD Festival 2018. Όμως ήθελαν και να τσεκάρουν πριν χαθούν στα σκοτάδια: «Θα βγει ο Μαζωνάκης;». Όσο περνούσαν οι ώρες, η φήμη εξελισσόταν σε βεβαιότητα. Μέχρι που «ο Μαζωνάκης βγήκε». Μαζί με το ντουέτο των Glacial. Ένας σαξοφωνίστας (ο Ιλάν Μανουάχ), ένας τύπος πίσω από ένα λάπτοπ (Lemos) κι ο Γιώργος Μαζωνάκης με κοντό σορτσάκι κι αθλητική ζακέτα. Ηδυπαθής «βετεράνος», σαν να είναι εκεί για να ενώσει όλες εκείνες τις φορές που κάποιος έχει πει στην παρέα του ότι τον έχει δει στα chill out rooms της ιστορίας του αθηναϊκού clubbing.
Να χύνεται στον καναπέ που είχε τοποθετήσει επί σκηνής ο Κωνσταντίνος Ρήγος, αφού μόλις έχει τραγουδήσει το «Δεν Είμαι Εγώ», ενώ από κάτω τα κινητά είναι μπερδεμένα. Να αποθανατίσουν τη στιγμή ή να καλέσουν όσους τη χάνουν επειδή βρίσκονται σε άλλο stage;
Η στιγμή έμοιαζε με την ένωση δύο κόσμων, στην πραγματικότητα ήταν η επικύρωση μιας διαχρονικής σχέσης. Ο Γιώργος Μαζωνάκης, είτε τραγουδούσε Φοίβο είτε Κραουνάκη, είτε εμφανιζόταν σε πίστες είτε σε live clubs, είχε πάντα κάτι να πει σε αυτό το πλήθος. «Είμαι συνηθισμένος εδώ και πολλά χρόνια να με σταματάει ο κόσμος και να μου λέει “εγώ ελληνικά δε γουστάρω, αλλά Μαζωνάκη ακούω”. De facto αυτό. Είναι ο τρόπος που επικοινωνώ μαζί τους, είναι ίσως ότι -ακόμα κι αν δεν έχουν έρθει να με δουν- κάπου έχουν πετύχει τα live μου στο ίντερνετ ή την τηλεόραση, είναι κι ότι με έβλεπαν στα δικά τους μέρη αφού πήγαινα πολύ συχνά στα κλαμπ να ακούσω ξένους DJs (τις εποχές που το clubbing ήταν καθημερινή υπόθεση), είναι φυσικά και οι συνεργασίες που έχω κάνει. Πιστεύω ότι και η αισθητική που εκπέμπω, το πώς θα ντυθώ ή θα μιλήσω, το οποίο ξεκινάει, βέβαια, από τη μουσική, τους μιλάει επίσης.
Εγώ από μικρός ήθελα να μεγαλώσω, και τώρα που είμαι μεγάλος (σ.σ. γελάει) η νεότερη γενιά με θεωρεί δικό της. Ίσως, τους αρέσει να ακούνε και ιστορίες από πιο dark εποχές, είναι ένας μύθος κι αυτός που μάλλον με κάνει πιο άμεσο και με φέρνει κοντά τους».
Ανήκω κι εγώ κατά καιρούς σε εκείνες τις «φυλές» που περισσότερο ενστικτωδώς επικοινωνούσαμε μαζί του. Ακόμα κι αν ενίοτε μας φαινόταν «ξένη» (ή/και βάρβαρη) η κουλτούρα της πίστας, από την οποία πάντα όμως έβρισκε τον τρόπο να ξεχωρίζει. Ο Γιώργος Μαζωνάκης, το παιδί από τις γειτονιές του Πειραιά που τα κατάφερε. Έπαιρνε το λεωφορείο από τη Νίκαια για το Πολυκλαδικό του Αιγάλεω και κάποια στιγμή, μαθητής ακόμα, τρύπωσε στην ταβέρνα με το ζωντανό πρόγραμμα που κράτησε για πρώτη φορά μικρόφωνο. Δεν τον απασχόλησε ποτέ το δίλημμα «διάσημος ή πετυχημένος». Ήθελε σαν τρελός το πρώτο, το δεύτερο θεωρούσε ότι, έτσι κι αλλιώς, (θα) πήγαινε μαζί.
Δούλεψε πολύ γι’ αυτό. Για να κερδίσει το δικαίωμα στα φώτα (ή να επιβάλλει τον εαυτό του στους προβολείς). Σε μια εποχή που όπως λέει ο ίδιος, «έφτυνες αίμα για να βγεις στην τηλεόραση – όχι όπως σήμερα που υπάρχουν “επαγγελματίες διάσημοι” που δεν ξέρουμε τι δουλειά κάνουν». Κι έπειτα έγινε το «παιδί της νύχτας», ενσάρκωσε τον ρόλο για τον οποίο τραγουδούσε. «Παλιόπαιδο» μοντέρνας κοπής, πολύ μακριά όμως από τη μυθολογία του «πολλά βαρύ» λαϊκού τραγουδιστή. Με τις εμφανίσεις με ρούχα κορυφαίων διεθνών σχεδιαστών που συζητήθηκαν, με παρέες κι αναφορές σε όλες τις όχθες, με την ικανότητα να βρίσκεται κάποια στιγμή στα χείλη όλων. Όλοι είδαν κάποια στιγμή στο ρολόι τους ότι «τέσσερις πήγε», όλοι είπαν «φεύγω για μένα» και χτύπησαν το χέρι στο τραπέζι, όλοι συντονίστηκαν κάποια στιγμή στο εθνικό δίκτυο επιτυχιών όπως το «Θέλω να γυρίσω στα παλιά» με τους Goin’ Through.
Και, φυσικά, το «Gucci φόρεμα». «Είναι το τραγούδι της Ισχυρής Ελλάδας;», τον ρωτάω και γελάμε. Κυκλοφόρησε το 2003. Σε μια άλλη εποχή, σχεδόν σε μια άλλη χώρα. «Είναι το τραγούδι με το οποίο χωρίσαμε την Αθήνα στη μέση. 18 χρόνια μετά δεν έχει μειωθεί ούτε στο ελάχιστο η δυναμική του. Ακόμα και σήμερα με το που μπαίνει, όποιο κι αν είναι το σκηνικό, γίνεται χαμός. Το Gucci είμαι εγώ. Ο Φοίβος το είδε σε μένα, το έγραψε για μένα».
Ο Γιώργος Μαζωνάκης λάμπει όταν μιλάει για το crossover του. «Είναι τεράστια περιουσία για μένα», το συμπυκνώνει σε μια ατάκα. Σχεδόν τρία χρόνια μετά από εκείνο το ADD, είμαστε στο σαλόνι του υπέροχου σπιτιού του στη Βούλα και στο τραπέζι βρίσκεται το φυσικό προϊόν αυτής της συνεργασίας. Σε βινίλιο το άλμπουμ των Glacial που πέρασε διά πυρός, σιδήρου και πανδημίας μέχρι που τελικά κυκλοφόρησε στο εκλεκτικό παριζιάνικο label των Hôtel Costes.
Ο ένας από τους δύο curators του label, ο Αντριάν Ντε Μομπλάν, πέταξε μάλιστα στην Αθήνα ειδικά για να τον συναντήσει. «Με τίμησε πολύ αυτή η κίνησή του. Όταν μου είπε ότι “η φωνή μου έχει στοιχειώσει” αυτό το τραγούδι και πρέπει να το μοιραστούμε με τον κόσμο, στα ελληνικά και όχι σε άλλη γλώσσα για να μην “αλλοιωθεί” η ταυτότητά του, καταλαβαίνεις ότι ένιωσα πολύ μεγάλη χαρά που αυτό το κομμάτι -σε μουσική των Glacial και του Κάρολου Μαυρογέννη και στίχους της Ελεάννας Βραχάλη-, θα ταξίδευε παντού. Μου αρέσει πολύ ότι κυκλοφόρησε σε βινίλιο, σου μεταφέρει την αίσθηση ότι το τραγούδι είναι και δικό σου, το ακούς, το κρατάς στα χέρια σου. Άλλη αίσθηση».
Είμαστε στον «οίκο» του, όπως του αρέσει να το αποκαλεί, εκεί που επικρατεί ο λόγος του. Οι επισκέπτες φοράνε ποδονάρια για να προστατευθεί το δρύινο πάτωμα, οι μεγάλες τζαμαρίες αποκαλύπτουν τις γωνιές του κήπου που ο Μαζώ γυρίζει τα περιβόητα σόσιαλ βίντεό του, το βλέμμα καρφώνεται στο ψηλό ταβάνι όταν φεύγει από τα προσεκτικά επιλεγμένα αντικείμενα του ντεκό, η πλευρά του στον γαλάζιο καναπέ είναι αδιαπραγμάτευτη («η αριστερή», θα φροντίσουν να σε ενημερώσουν διακριτικά οι συνεργάτες του).
Είναι κουρασμένος όπως όλοι μας. Δε θέλει να βλέπει άλλο διαφημίσεις φαρμάκων και ηρεμιστικών, ούτε άλλους γιατρούς στην τηλεόραση. Ανησυχεί για όλες αυτές τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς, για το ότι περάσαμε πολύ καιρό χωρίς να είναι καθαρά επιλογή μας το τι κάνουμε καθημερινά. Έχει τη θάλασσα κοντά, την καθημερινή γυμναστική του, εκείνους που έχουν carte blanche για το ησυχαστήριό του. Του φτάνουν. Ο κορονοϊός, έτσι κι αλλιώς, απλά πάτησε ένα προαποφασισμένο φρένο. «Είχα αποφασίσει με τους συνεργάτες μου να πάρουμε μια ανάσα ενός χρόνου. Για να δούμε πώς θα εξελίξουμε αυτό που κάνουμε. Δε θέλω να λιμνάζω, ψάχνω πάντα να βρω καινούριο ενδιαφέρον. Εκεί ακριβώς μπήκε στη ζωή μας ο κορονοϊός. Εντελώς ειρωνικά ήρθε να “εξυπηρετήσει” το πλάνο μου. Δε μου έχει λείψει λοιπόν κάτι ιδιαίτερα. Πολύ ταπεινά και γήινα θα σου πω ότι ούτε το live μου έχει λείψει. Είμαι χορτάτος. Γι’ αυτό και το διάλειμμα».
Ξεκινάμε να γράφουμε κι ο Γιώργος Μαζωνάκης είναι έτοιμος να μιλήσει για πράγματα που δε συνηθίζει…
Όπως τον κύκλο που αισθάνεται ότι έχει συμπληρώσει στη νύχτα. «Δεν μπορώ, δε θέλω άλλο το ξενύχτι. Όχι οργανικά – σωματικά είμαι “έλα να σε πάω πάρτι για 3 μέρες”. Ο τρόπος με έχει κουράσει. Δεν είμαι φάμπρικα να βγαίνω κάθε Παρ.-Σαβ., σώνει και καλά στις 2-3 η ώρα τη νύχτα. Τα τελευταία χρόνια που κάνουμε συναυλίες, διαπιστώνω ότι ο κόσμος έχει το ίδιο power και στις 10 το βράδυ. Ε, το χρωστάω και σε όλους αυτούς που τόσα χρόνια μου λένε ότι δεν αντέχουν να το ξημερώνουν.
Θέλω να αλλάξω τις ενορχηστρώσεις, να πάει η μπάντα σε άλλη κατεύθυνση, ίσως να βάλω και φαγητό. Άλλωστε, έχω φύγει εδώ και χρόνια από τη λογική της πίστας και χαίρομαι όταν το αναγνωρίζουν. Έβαλα πρώτος καναπέδες, το γυρίσαμε σε one man show, σταμάτησε ο κόσμος να χορεύει πάνω στη σκηνή. Θέλω να κάνω και μια μεγάλη συναυλία για ανθρώπους σε κοινωνικές ομάδες με ανάγκη που δεν τους είναι εύκολο να πάνε σε μια συναυλία, να ψυχαγωγηθούν. Το θέλω πολύ!»
Θέλω κάποια στιγμή να πώ ένα τραγούδι -ένα ρεφρέν ή ένα ξεκίνημα έστω- και να μην ακούγεται τίποτα από κάτω. Κι ας γίνει μετά “της πουτάνας”…δε με πειράζει.
Ίσως, την έχετε ξανακούσει αυτήν την ιστορία. Είναι τόσο παλιά όσο μυθικοί ερμηνευτές όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης ή ο Γιώργος Νταλάρας. Η νύχτα που, από κάποια στιγμή και μετά, γίνεται ανυπόφορη. Οι πρωταγωνιστές της, αναγκασμένοι να τηρούν τους κανόνες της, εγκλωβίζονται σ’ αυτούς μέχρι που είναι σε θέση να τους σπάσουν. Ο «Μαζώ» το κάνει 33 χρόνια. Σταδιακά κουράστηκε. Φοράει όμως την πιο εκφραστική μούτα αποδοκιμασίας του όταν ακούει για «κρίση στη νύχτα».
Πιστεύει ότι η κρίση είναι κοινωνική, οικονομική, πολιτική – φυσικά θα απλωθεί και μετά τα μεσάνυχτα. Έτσι όπως το θέτει, δύσκολο να του δώσεις άδικο. Ίσα-ίσα, το προτιμά που τα τελευταία χρόνια -δηλαδή τώρα- τα πράγματα προσγειώθηκαν. Ένα πράγμα τον ενδιαφέρει από δω και μπρος: «Ελπίζω να μην ακουστεί λάθος: θέλω κάποια στιγμή να πω ένα τραγούδι -ένα ρεφρέν ή ένα ξεκίνημα έστω- και να μην ακούγεται τίποτα από κάτω. Κι ας γίνει μετά “της πουτάνας”…δε με πειράζει. Έτσι μ’ αρέσει να είναι το πρόγραμμά μου, πολυμορφικό. Κι αυτό που θέλω είναι να μπαίνω και να βγαίνω στη νύχτα όποτε γουστάρω».
Φρένο-γκάζι, γκάζι-φρένο.
Προσπαθώ να τον κρατήσω λίγο στο νυχτερινό τρένο. Τα νυχτερινά μαγαζιά, οι «πίστες» ή τα «μπουζούκια», πείτε τα όπως θέλετε, υπήρξαν κατ’ εξοχήν το θέατρο της Μεγάλης Ελληνικής Υπερβολής. Πώς μπορεί να τη ζούσε ο άνθρωπος που ήταν στο επίκεντρο; Ως σπίρτο που άναβε τη σπίθα του παραναλώματος… «Ξέρεις πόσες φορές έχουν τηλεφωνήσει την επόμενη μέρα σε μένα ή στη Βάσω (σ.σ. η αδερφή και πολύτιμη συνεργάτιδά του) ή σε συνεργάτες μας για να ζητήσουν συγγνώμη για τη συμπεριφορά τους που ήταν “κομμένο λουρί” το προηγούμενο βράδυ; Κι αυτό, μην πω ψέματα, είναι κάτι που συνήθως μ’ αρέσει. Το έχω δει αμέτρητες φορές να συμβαίνει, να βλέπεις το μάτι του κόσμου να γυαλίζει. Από την άλλη, δύο φορές έχω κόψει τον κερατοειδή στο μάτι μου από λουλούδι. Και τους έχω πετάξει έξω από το μαγαζί. Άλλο να ξεσπάς κι άλλο να ξεπερνάς τα όρια. Ή να κάνεις επίδειξη. Το θεωρώ απογοητευτικό και λυπητερό, σε τελική ανάλυση βάρβαρο. Γι’ αυτό, τα πρώτα τραπέζια δεν τα πρόσεχα ποτέ. Έκλειναν φίλοι μου και τους έλεγα “δε θα σε δω σήμερα”, καμιά φορά με παρεξηγούσαν κιόλας. Το κινητό επίσης με ενοχλεί τα τελευταία χρόνια. Αυτή η μανία να φωτογραφήσεις, αντί να ζήσεις, τη στιγμή. Τους το λέω καμιά φορά, ακόμα και πάνω από τη σκηνή. Δες το με τα μάτια σου μωρέ…».
Κι εκείνος, μέσα σε όλη αυτήν την παραφροσύνη, άραγε παρασύρθηκε; «Δούλεψα πάντα leader. Αποφάσιζα πάντα για τα πάντα. Με το κεφάλι ψηλά και τη μύτη κάτω. Η έκφραση “έχω καβαλήσει” δεν υπήρξε ποτέ στο λεξιλόγιό μου. Κοίτα, έχω μεγαλώσει στη Νίκαια. Πηγαίνω ακόμα στη μάνα μου, ξέρω τι γίνεται κι αφουγκράζομαι τον κόσμο, δεν εθελοτυφλώ. Δεν έχω υπάρξει ποτέ υπερόπτης. Κι ούτε ακριβά γούστα και τέτοια έχω. Ένα ωραίο σπίτι θέλω, άντε και μερικά κοσμήματα…ούτε αυτοκίνητα, ούτε σκάφη με νοιάζουν. Αν έχω κάνει υπερβολές; Μπορεί. Μου’χει τύχει να έχω δει παλιά εμφάνιση και να μη μ’ αρέσω τραγουδιστικά, πιθανώς γιατί έχω πιει κανένα ποτό παραπάνω και παραείμαι χαλαρός. Αυτό, ναι, έχει συμβεί…».
Μπορείς να ακούσεις πολλά από τον «Μαζώ» γι’ αυτά τα 33 χρόνια στις σκηνές. Έχει έναν πολύ διασκεδαστικό τρόπο να τα γειώνει κιόλας. «Ο μεγαλύτερος μύθος για τη νύχτα είναι ότι έχει πολλή ίντριγκα, διαφθορά, μαυρίλα – αυτό που νομίζει ο κόσμος ότι “όλα γίνονται τη νύχτα”. Ψέμα είναι αυτό. Το αντίθετο επίσης είναι μύθος – ότι δήθεν τη μέρα είναι όλα μέλι-γάλα». Δύο πράγματα θα αποφύγει: τη νοσταλγία και τη λογική «περνούσαμε καλά στα καμαρίνια κι αυτό έβγαινε..». Για τις συνεργασίες του, δεν είναι καθόλου διπλωμάτης. Δε θα πει ονόματα, αλλά δε θα πει και ψέματα. «Με όλα τα σχήματα έχω περάσει μια χαρά. Αν και με τα χρόνια έχω πει ότι δε θέλω άλλο. Γιατί άλλο η συνεργασία κι άλλο η συστέγαση. Να είναι τρία μαγαζιά σε ένα. Δε μ’ αρέσει αυτό, να έρχεται ο καθένας και να κάνει το δικό του, χωρίς να υπάρχει κεντρική ιδέα. Καμιά φορά, ΟΚ, μπορεί και να μην ταιριάζουν τα χνώτα σου, αλλά -ξαναλέω- το πρόβλημα είναι να μην μπορείς να συνεννοηθείς σε επίπεδο μουσικό, καλλιτεχνικό, αισθητικής, εικόνας».
«Δέκα εκατομμύρια Έλληνες, ένας πραγματικός σταρ». Ίσως ο πιο εύστοχος τίτλος που έχει μπει ποτέ για εκείνον. Τον θυμάται, κολακεύθηκε. Και τον σχολιάζει…«Γεννιέσαι έτσι. Εγώ δε θα το πω “σταριλίκι”, θα το πω “φως”. Εγώ είμαι πολύ οικείος, οι άλλοι κομπλάρουν μπροστά μου. Με τα χρόνια όμως το έχω δει κι ως αποστολή μου. Αν μπορώ, να φτιάχνω την ημέρα του άλλου, έτσι και με συναντήσει κάπου τυχαία. Από την άλλη, υπάρχουν και φορές που δεν είναι και το καλύτερό μου. Έχει να κάνει με το πως θα με πλησιάσουν, αν θα είναι ευγενικοί στον τρόπο που μου μιλάνε. Καμιά φορά το αρνούμαι, λέω “δεν είμαι ο Μαζωνάκης”. Κι επειδή είμαι λάτρης της υποκριτικής, συχνά τους “πείθω”».
Η ανανέωση, ή αν θέλετε η επανεφεύρεση, της εικόνας του Γιώργου Μαζωνάκη τα τελευταία χρόνια γίνεται και μέσα από τα social media. Χωρίς επιτελεία και πολύπλοκες στρατηγικές (υπάρχουν κι αυτά, αλλά μπαίνουν σε άλλα κομμάτια του brand «Μαζώ»). «Απλά, του είπα κι εγώ αλλά κι άλλοι φίλοι μας “κάνε και για τον κόσμο αυτά που κάνεις μεταξύ μας και πεθαίνουμε στα γέλια”», λέει η Βάσω, όσο εκείνος κάνει τον ανήξερο ότι δεν ξέρει πόσο συζητιούνται και πώς γίνονται viral σε χρόνο ρεκόρ τα ποστ του στο Instagram.
Σε ένα account που ακολουθούν σχεδόν 300.000 άνθρωποι – και δεν ακολουθεί κανέναν- κι ο «Μαζώ» δίπλα σε (λίγες) τυπικές «επαγγελματικές» πόζες βγάζει κατά κανόνα τον εαυτό του αρετουσάριστο. Ακομπλεξάριστο. Πότε με ύφος (κυριολεκτικά) «μόλις ξύπνησα», πότε με το λάστιχο να ποτίζει και να εύχεται «καλή δροσερή εβδομάδα», πότε διατυπώνοντας ερωτήσεις που όλους μας έχουν απασχολήσει κάποια στιγμή όπως «ποια είναι η διαφορά του κουνελιού από τον λαγό». Πάντα με πονηρό ύφος κι ανθυπομειδίαμα, ακριβώς στο όριο της παρωδίας είτε του εαυτού του είτε του ίδιου του μέσου. Παράγοντας φυσικά μερικές κλασικές στιγμές όπως το «καλό μήνα με αβγά από υπέροχες κοτούλες» ή η μίμηση της Νατάσας Θεοδωρίδου με το τιμόνι-μαξιλάρι.
Παίρνει το ίδιο ύφος με τα βίντεο. «Να σου πω τι; Ότι δεν ξέρω να στέλνω μέιλ; Ότι δεν ξέρω την ορολογία των σόσιαλ; Ως ένα παιχνίδι το κάνω… Γενικά, είμαι πολύ ντροπαλός. Και τα τελευταία χρόνια τη δουλεύω την εξωστρέφειά μου, για να ξεπεράσω τις ντροπές, τα ενοχικά και τους φόβους μου. Επίσης, έχω τύχη να περιστοιχίζομαι πάντα από φίλους και συνεργάτες με genius χιούμορ. Μου έλεγαν “μα βγάλε και προς τα έξω αυτό που είσαι”. Ε, το έκανα κι εγώ. Τα περίφημα αβγά όντως μου τα είχε φέρει εκείνη την ημέρα ο φίλος μου ο Απόλλωνας. Καθόμουν έξω και τα έτρωγα, και σε κάποια στιγμή αποφασίζω να πατήσω το βίντεο. Κάπως έτσι, αυθόρμητα, έγινε και το βίντεο με τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Είμαι πολύ παρατηρητικός και φυσιογνωμιστής. Μου αρέσει πολύ να κοιτάζω π.χ. τις ταμπέλες των μαγαζιών και να σκέφτομαι τις ιστορίες πίσω από τα ονόματά τους.
Ξέρεις, παλιά στο σχολείο, πίστευα ότι αυτός που έχει χιούμορ δε θα είναι ερωτεύσιμος. Είναι κάποια πράγματα που κάθονται μέσα μας χωρίς λόγο, σε όλους συμβαίνει. Ε, μεγαλώνοντας, τα σπας κι απελευθερώνεσαι».
Είναι κάποιες στιγμές στις συνεντεύξεις, οι στιγμές στις οποίες ελπίζει αυτός που έχει πατήσει το record -ειδικά όταν έχει απέναντί του ανθρώπους που έχουν πλήρη έλεγχο στο πόσο θα εκτεθούν-, που δε χρειάζεται να ρωτήσεις. Ο Γιώργος Μαζωνάκης έχει πάρει φόρα. Είμαστε στο σημείο που κοντράρονται η δημόσια εικόνα με τον αληθινό εαυτό, το τίμημα της αναγνωρισιμότητας με τις υποχρεώσεις που δημιουργεί. Δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν έχεις κάτσει απέναντι σε κάποιον που σου λέει λεπτομέρειες για τη ζωή σου που δεν ισχύουν. Στον Γιώργο Μαζωνάκη φυσικά έχει τύχει…
Είμαι μάλλον συντηρητικός. Δεν το λέω για καλό, μέσα μου με τυραννά. Είμαι άνθρωπος με βαθιά πίστη και δεν έχω ακόμα ισορροπήσει το θέμα της ευχαρίστησης και της απόλαυσης με το τι είναι “καλό”, με το τι είναι ενάρετο.
«Συζητάνε π.χ. ακόμα και σήμερα ότι φόρεσα μια βερμούδα με ένα πανί μπροστά, αλλά εγώ δεν το καταλάβαινα ούτε τότε ούτε τώρα γιατί. Και υπ’ όψιν, θεωρώ ότι είμαι μάλλον συντηρητικός. Δεν το λέω για καλό, μέσα μου με τυραννά. Είμαι άνθρωπος με βαθιά πίστη και δεν έχω ακόμα ισορροπήσει το θέμα της ευχαρίστησης και της απόλαυσης με το τι είναι “καλό”, με το τι είναι ενάρετο για να το πω καλύτερα. Είναι καταστάσεις που μου δημιουργούν ενοχές, τις οποίες θέλω να διώξω γιατί είναι τα πιο άχρηστα συναισθήματα. Πάντα, λοιπόν, είμαι σε δυο βάρκες – με το ένα πόδι πατώ στο ξενύχτι και την κραιπάλη και με το άλλο στην ηρεμία και τη γαλήνη. Υπάρχουν μερικές φορές που με ζορίζει ότι πρέπει να ντυθώ, να υπηρετήσω ένα συγκεκριμένο styling για να πάω κάπου, ενώ θέλω να είμαι περισσότερο ανέμελος. Όμως δε με κατακρεουργεί, ούτε με καπακώνει ότι είμαι δημόσιο πρόσωπο. Δεν αισθάνομαι ότι αν βγω από εκεί χάνω τη δύναμή μου ή τον μπούσουλά μου. Ίσα-ίσα που με λυτρώνει να είμαι στο βουνό, στην Κρήτη ας πούμε, και να ξεκουράζομαι μακριά απ’ όλα».
Πάλι μια σύγκρουση. Ποιος δε θα ήθελε τη ζωή του; Αλλά και πώς διαχειρίζεσαι τη μοναξιά που συνεπάγεται; «Είμαι μοναχικός, ναι. Όχι όμως μονόχνωτος. Έχω κάνει δουλειά για να περνάω καλά με μένα. Με σφαλιάρα ή με χάιδεμα στον εαυτό μου. Ας πούμε, δεν έχω ανακαλύψει μέσα μου αν μου λείπει ο έρωτας. Από μικρός, να ξέρεις, εγώ πίστευα ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν καριέρα όχι σχέσεις. Ήταν οι φίλοι μου με τις γκόμενες τους κι εγώ με ένα τσαντάκι κι ένα organizer να πηγαίνω από δουλειά σε δουλειά. Έτσι έμαθα. Και το θεωρώ ακόμα λίγο αλαζονεία να τρέχω πίσω από έναν έρωτα και να πέφτω στα πατώματα ενώ γύρω μου γίνεται χαμός, χάνουμε τον λόγο μας, αποξενωνόμαστε λόγω της τεχνολογίας, προσπαθούμε να τα προλάβουμε όλα που γίνονται τόσο γρήγορα. Μου φαίνεται λίγο αστείο. Από την άλλη, ποτέ μη λες ποτέ.
Είμαι μοναχικός, ναι. Ας πούμε, δεν έχω ανακαλύψει μέσα μου αν μου λείπει ο έρωτας. Από μικρός πίστευα ότι οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν καριέρα όχι σχέσεις.
Ο έρωτας είναι μια παράνοια. Κι εγώ με τις παράνοιες δεν τα πάω καλά. Στη ζωή μου έφυγα, αλλά δεν ξέφυγα ποτέ. Και με τον έρωτα ξεφεύγεις. Δεν είμαι control freak, αλλά μου φαίνεται άκομψο, παράταιρο, παράωρο που λέμε και στην Κρήτη. Κάποιες φορές που πήγα να μπω σε μια τέτοια φάση, συνειδητοποίησα ότι όντως παίρνεις τα πάνω σου όταν είσαι ερωτευμένος. Αλλά σημασία έχει να κρατήσει, να βρεις έναν συνοδοιπόρο. Όχι να πάθεις έναν ντουβρουτζά και να λες μετά τι μαλάκας ήμουν. Φεύγει η καψούρα μετά από 3 μήνες και λες “μα είναι δυνατόν να ήμουν εγώ με αυτόν τον άνθρωπο;”…Μπορεί να είναι κι άμυνα, να μην έχω δουλέψει αυτό το συναίσθημα από μικρό παιδί μέχρι τώρα, μπορεί να μην το θεωρούσα σωστό ή να πίστευα ότι δε μου αξίζει. Και σίγουρα, έχει παίξει ρόλο ότι έγινα γνωστός. Επίσης, ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι εξουσίας και μένα δε με ενδιαφέρουν αυτά. Άλλο να είσαι ερωτεύσιμος on stage, πρέπει να τους καβλώνεις τους από κάτω. Άλλο όμως να θες απεγνωσμένα επιβεβαίωση εκτός σκηνής».
Αλλαγή θέματος, ανανέωση στους εσπρέσο. Ο Γιώργος Μαζωνάκης έχει επιδοθεί σε μια σταυροφορία εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Θέλει να σώσει το μπουζούκι, Ή να μας πείσει να του ξαναδώσουμε τη σημασία που του πρέπει. «Το μπουζούκι είναι υπέρτατο όργανο. Κι όμως, φτάσαμε σε ένα σημείο να θεωρείται ντεμοντέ και βήτα, του σπασίματος και του τσαμπουκά. Ακόμα και στα ίδια τα “μπουζούκια”, έπρεπε να φτάσει το πρώτο όνομα για να ακούσεις μπουζούκι». Η πρωτοβουλία που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει βρει σημαντική ανταπόκριση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κι έχει κερδίσει την υποστήριξη μεγάλων ονομάτων όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Μανώλης Καραντίνης, ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Νατάσα Μποφίλιου, ενώ κι ο Μίκης Θεοδωράκης απέστειλε σχετική τιμητική επιστολή.
Μήπως όμως το κακό ξεκίνησε στα 90s; Μήπως έγινε τότε ένας πλαστικός εκσυγχρονισμός του λαϊκού τραγουδιού για να παίζεται στα κλαμπ και να ανεμίζουν οι χαρτοπετσέτες στον αέρα των «ελληνάδικων»; «Σταμάτησε να βγαίνει λαϊκό τραγούδι, συμφωνώ. Έβγαινε κάτι πιο πρόχειρο, εύπεπτο, δήθεν ποπ. Κι όλο με στίχους για μια ατέλειωτη καψούρα που εκφράζεται με φθηνό τρόπο. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Να ξαναμπεί στη θέση του, να έρθει μπροστά και να το ξαναδούμε ίσως και με άλλες ενορχηστρώσεις. Ξεκινήσαμε μια πρωτοβουλία με τον Θανάση Πολυκανδριώτη ούτως ώστε π.χ. όσοι σπουδάζουν σε ωδείο το μπουζούκι να παίρνουν κρατικό πτυχίο όπως αυτοί που μαθαίνουν πιάνο ή κιθάρα. Έχω μεγάλο όνειρο να κάνω μια συναυλία με μπουζούκια και συμφωνική μπάντα. Ήρθε λοιπόν και με βρήκε και το “Ώρες Μικρές” του Γιώργου Σαμπάνη και της Ελένης Γιαννατσούλια, ένα υπέροχο ζεϊμπέκικο που στην αρχή βρήκε πόρτες κλειστές παντού, ότι ο κόσμος δήθεν δεν το ήθελε.
Όσο μου το έλεγαν, τόσο πείσμωνα. Κι έγινε νούμερο 1 στα ραδιόφωνα. Έχει αλλάξει η εποχή στη δισκογραφία, προφανώς, αλλά για μένα είναι ευλογία να μπορώ σήμερα να κυκλοφορώ ακόμα ένα φυσικό προϊόν προσεγμένο με αρχή, μέση και τέλος κι artwork που επιμελήθηκε ένας σπουδαίος φωτογράφος όπως ο βρετανός Φιλ Πόιντερ. Να παρουσιάζεις στον κόσμο μια ολοκληρωμένη, προσεγμένη δουλειά που θα γουστάρει να την βλέπει, να την ακούει, να την αγγίζει, να του μεταδίδεις την αισθητική σου και να καταλαβαίνει ότι προσέχεις στη λεπτομέρεια του αυτό που κάνεις και δεν είναι “ξεπέτα”/πρόχειρο. Όλα απαιτούν το χρόνο τους.
Έτσι δουλέψαμε στο τελευταίο μου άλμπουμ “Αγαπώ Σημαίνει” (σ.σ. το 13ο στούντιο άλμπουμ της καριέρα του). Έκανε 10 στα 10 επιτυχίες. Πόσο συχνά γίνεται πια αυτό;».
Έτσι έχει περάσει αυτός ο τελευταίος χρόνος για τον Γιώργο Μαζωνάκη. Με το πόδι στο φρένο, έτοιμος να ξαναπατήσει το γκάζι. Η χριστουγεννιάτικη εμφάνισή του στο MEGA (με ρεκόρ τηλεθέασης) κυκλοφόρησε ως live άλμπουμ σε youTube και Spotify, ενώ έχει τρέξει και μια σειρά διαδραστικών συναυλιών με τίτλο «ΕΥΧΗΣ 3ΡΓΟ» που είναι πολύ ευχαριστημένος γιατί κατάφερε να πετύχει τη διάδραση με τον κόσμο μέσω της concer.tv. Τώρα, είναι μπροστά και σε εκείνον το άνοιγμα…
«Σαν να μην πέρασε μια μέρα, το φαντάζομαι το πρώτο live μετά την πανδημία. Νομίζω ότι ο κόσμος θα είναι έτοιμος να τα δώσει όλα. Τσουνάμι προβλέπω».
- Μπορείτε να πάρετε μια γεύση για την πρωτοβουλία «Μπουζούκι. Οι Ευαίσθητες Χορδές»
- Μπορείτε να ακούσετε το Mega Live.
- Το άλμπουμ των Glacial “Hardcore Lounge” (με τη συμμετοχή του Γιώργου Μαζωνάκη στο «Δεν Είμαι Εγώ») κυκλοφορεί από την Hôtel Costes.