Γιώργος Χρυσοστόμου: «Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο χωρίς απωθημένο»
Ο ηθοποιός βγαίνει από το κοστούμι του Αρτούρο Ούι, φορά φτερά για τους κατά Άρη Μπινιάρη Όρνιθες και βγαίνει σε καλοκαιρινή περιοδεία. Επαγγελματικά, διανύει μία από τις πιο φορμαρισμένες περιόδους της καριέρας του. Προσωπικά, την πιο ήρεμη. «Ό,τι μούρλα ήταν να κάνω, την έχω κάνει».
- 14 ΙΟΥΝ 2024
Κανονικά, το ραντεβού μας με τον Γιώργο Χρυσοστόμου είχε οριστεί για το Θέατρο Κιβωτός. Εκεί, όπου γίνονται οι πρόβες για την παράσταση με την οποία θα περιοδεύσει φέτος το καλοκαίρι: τους Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. Και λέω κανονικά, γιατί για τις ανάγκες της φωτογράφισης, αποφασίσαμε τελικά, τελευταία στιγμή να το μεταφέρουμε από το Κιβωτός σε ένα διπλανό καφέ-μπαρ και στους δρόμους πέριξ αυτού. Συμφώνησε και ήταν πολύ κουλ με αυτό.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, όμως, κατάλαβα ότι με αυτή την αλλαγή μπορεί και να έπαιξα στιγμιαία με το μυαλό του, με τους «ψυχαναγκασμούς» του όπως θα έλεγαν κάποιοι, με το πρόγραμμα που αναγράφεται στην ατζέντα του και ακολουθεί για να οργανώνει τη μέρα, την εβδομάδα, τον μήνα, όπως ο ίδιος προτιμά. Τον βγάλαμε κάπως εκτός προγράμματος.
Προφανώς, το αναφέρω καθ’ υπερβολή -για να μην παρεξηγηθώ, ήταν κάτι παραπάνω από συνεργάσιμος σε όλα και δεν υπήρξε καμία δυσαρέσκεια-, απλά μου πέρασε σαν σκέψη όταν μου είπε ότι είναι οργανωτικός από παιδί, ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο χάος, ότι το να οργανώνει το πρόγραμμά του καθημερινά, να το ακολουθεί κατά γράμμα και να φτιάχνει μία ρουτίνα είναι ο δικός του τρόπος για να έχει στο τέλος της κάθε μέρας χρόνο και χώρο για τον εαυτό του και τους ανθρώπους του.
Η οργάνωση και η διαχείριση του χρόνου γενικότερα είναι κάτι που μοιράζεται με τον Άρη Μπινιάρη και τους έκανε να δέσουν επαγγελματικά και θεατρικά. Μετά το Η άνοδος του Αρτούρο Ούι, που τη φετινή σεζόν επαναλήφθηκε για δεύτερη χρονιά και θα επανέλθει από το φθινόπωρο στο Θέατρο ARK για έναν τρίτο κύκλο παραστάσεων, οι δυο τους ετοιμάζονται για τη δεύτερη συνεργασία τους. Με τους Όρνιθες θα ταξιδέψουν σε ανοιχτά θέατρα της Αττικής και της περιφέρειας, αλλά και στην Επίδαυρο στις 9 και 10 Αυγούστου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από την αριστοφανική κωμωδία και το ταίριασμα με τον Άρη Μπινιάρη, πέρασε στην όραση 360 μοιρών που έχει όταν ανεβαίνει στη σκηνή, τις κριτικές που αποφεύγει να διαβάζει, την εικόνα που έχει πολύς κόσμος για εκείνον αλλά το ποιος είναι στην πραγματικότητα, τα θολά χρόνια της νύχτας και της έντασης για να καταλήξει στο ησυχαστήριό του: στο σπίτι.
Ο κύκλος του Η άνοδος του Αρτούρο Ούι έκλεισε για φέτος. Ξέρω ότι θα επανέλθετε του χρόνου, αλλά πώς είναι το συναίσθημα όταν μία παράσταση ρίχνει αυλαία;
Είναι μία πένθιμη διαδικασία, την οποία ο καθένας βιώνει διαφορετικά, με τον τρόπο που μπορεί για να αντιμετωπίσει το κλείσιμο αυτού του κύκλου. Κάποιος συγκινείται και κλαίει, κάποιος άλλος χαμογελάει και αποχαιρετά με θέρμη, ενώ μπορεί να υπάρξει και ένας τρίτος που να έχει ανάγκη να κατασκευάσει έναν καυγά για να διαχειριστεί «το αντίο».
Τα πάντα συμβαίνουν και υπάρχει εξήγηση για αυτό: στην Ελλάδα λειτουργούμε πολύ με το συναίσθημα κι αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό στον επαγγελματικό τομέα. Η συναισθηματική εμπλοκή και η οικειότητα προαπαιτούν πολύ προσωπική δουλειά για να κρατηθεί μία ισορροπία και να είναι το περιβάλλον επαγγελματικό, που σαν λέξη έχει μέσα της κυνισμό, τον οποίο δεν αντέχουμε σαν DNA.
Λειτουργείς έτσι; Εμπλέκεσαι συναισθηματικά στις δουλειές σου;
Πιο παλιά, στο ξεκίνημά μου, ναι. Ήμουν πολύ συναισθηματικός, αλλά ήμουν και σε μία πολύ ανώριμη φάση της ζωής μου. Στις δουλειές, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι θα μείνουμε δεμένοι για πάντα, ότι είμαστε ομάδα, ότι αυτή η ομάδα που συστήθηκε για μία παράσταση θα αντέξει στον χρόνο. Όταν με το πέρασμα του χρόνου αυτό καταρρέει, είναι βαθιά επίπονο.
Αρκετά χρόνια μετά, άρχισα να συνδέομαι μόνο την ώρα της δουλειάς – γιατί και το να πάρεις τελείως απόσταση δεν γίνεται, είναι η φύση της δουλειάς μας που πρέπει να συνδεθούμε με τους ανθρώπους και να ανοίξουμε ψυχικά μας κομμάτια. Πέρασα επίσης και από τη φάση, που δεν συνδεόμουν ούτε την ώρα της δουλειάς. Το απέφευγα, καθόμουν μόνος μου, έκανα τον ρόλο μου και πήγαινα σπίτι.
Και τώρα;
Τώρα, έχω βρεθεί σε μία ισορροπία που κι αυτή θέλει δουλειά για να κρατηθεί. Σε μία ενδιάμεση περιοχή, μία γκρίζα ζώνη, που την αποκαλώ συνεργατική αγάπη. Δηλαδή είμαστε συνεργάτες, σε αγαπώ, σε εκτιμώ αλλά δεν ζητάω παραπάνω πράγματα από σένα. Ναι, θα πούμε τα προβλήματά μας σαν άνθρωποι αλλά δεν θα επενδύσουμε συναισθηματικά ο ένας στον άλλον.
Έχει συμβεί και με φίλους πολύ αγαπημένους να πούμε «αφού είμαστε φίλοι, γιατί δεν κάνουμε μία παράσταση μαζί» και να πάει τελικά πολύ χάλια αυτό, γιατί λειτουργούσαμε με συναισθήματα και δεν είχαμε καθαρότητα στο επαγγελματικό κομμάτι.
Και το ακριβώς αντίθετο όμως, μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Συμφωνώ και έχει τύχει να δουλεύω σε παράσταση που όλα ήταν εντελώς απρόσωπα, ασύνδετα, τυπικά και το πράγμα δεν λειτουργούσε. Δεν επέτρεπε στον ηθοποιό να χαλαρώσει για να εκτεθεί.
Από την άλλη, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που κάνουν την κατάσταση δυσλειτουργική πολλές φορές. Όπως το να θέλεις να δουλεύεις για πάντα με κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, γιατί φοβάσαι να βγεις μόνος σου στη ζούγκλα της εύρεσης εργασίας.
Έχω περάσει και από το να μείνω με μία ομάδα για πολύ καιρό και από το freelancing, που έχει μεν γοητεία, αλλά και οικονομική και συναισθηματική ανασφάλεια. Μοιάζει λίγο με κάποιους ενήλικες που βλέπεις να μένουν ακόμα με τους γονείς τους εμμονικά. Η δουλειά μας έχει να κάνει με τη χημεία των ανθρώπων κι αν τη βρεις δύσκολα την αφήνεις.
Την έχεις βρει στον Άρη Μπινιάρη. Τι είναι αυτό που βρήκατε ο ένας στον άλλον;
Η άποψή μας για τη ζωή και την τέχνη είναι συμβατή. Μας συνδέει τρομερά η σχέση με τον ρυθμό και με τη διαχείριση του χρόνου, γενικότερα. Πολλές φορές πριν καν μου πει τι θέλει, του λέω «κατάλαβα, καταλάβα» κι αυτό είναι ανακουφιστικό.
Ο Άρης από ό,τι μου εξομολογήθηκε βρήκε σε μένα έναν πολύ πειθαρχημένο ηθοποιό, διαβασμένο, οργανωτικό, συνεπή. Συνδεόμαστε πολύ στο οργανωτικό κομμάτι. Είμαι άνθρωπος που γράφει κάθε μέρα στην ατζέντα του τι έχει να κάνει, που φτιάχνει πρόγραμμα, που το ακολουθεί κατά γράμμα, που οργανώνει την καθημερινότητά του σε καθημερινή βάση και σε βάθος χρόνου. Κι αυτή η ρουτίνα είναι ο δικός μου τρόπος για να έχω στο τέλος της κάθε μέρας χρόνο και χώρο για τον εαυτό μου και τους ανθρώπους μου.
Κάποιοι θα το πουν αυτό ψυχαναγκασμό, OCD.
Το ξέρω. Με έχουν ρωτήσει κιόλας κατά πόσο τελικά αυτή η ρουτίνα, του να γίνουν έτσι ακριβώς τα πράγματα όπως τα έχω γράψει στην ατζέντα μου, είναι εν τέλει πρόβλημα ή λύση. Στον καθένα μπορεί να είναι ό,τι θέλει. Σε μένα λειτουργεί σαν λύση. Κάποιοι λειτουργούν τέλεια μέσα στο χάος. Εγώ δεν μπορώ. Δεν είναι θέμα σωστού και λάθους. Ο καθένας όπως μπορεί. Εγώ από παιδί λειτουργώ έτσι. Οργάνωνα τα πάντα για να βρίσκω ελεύθερο χρόνο για όσα με ευχαριστούσαν.
Μία δουλειά σήμερα προνοεί ένα πρόβλημα των τριών εβδομάδων μπροστά. Αυτή είναι μία γενικότερη στάση που έχω για τη ζωή. Κι εδώ κουμπώνω πολύ με τον Άρη.
Αυτό το κούμπωμα λοιπόν σας οδήγησε στη δεύτερη συνεργασία, στους Όρνιθες. Ποιος θα είναι ο ρόλος σου;
Παίζω τον Ευελπίδη και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος τον Πεισθέταιρο, αλλά εδώ, δεν μιλάμε για ρόλο. Είναι ένα ντουέτο. Δύο ήρωες που λειτουργούν σαν ένας. Έχουν βαρεθεί αυτό που συμβαίνει στην πόλη τους, θέλουν να ξεκολλήσουν από ένα σύστημα που τους έχει πνίξει και να βρουν μία υγεία, κάτι που είναι πιο ποιητικό, κάτι που θα τους αναπτερώσει ψυχικά. Το βρίσκουν στη φύση και στον κόσμο των πουλιών που τους δίνει την ιδέα να ιδρύσουν μια καινούργια πολιτεία στους αιθέρες, μεταξύ γης και ουρανού.
Κι ενώ τη χτίζουν, έρχονται άνθρωποι από την προηγούμενη πόλη και ζητάνε να πάρουν κομμάτια από αυτό τον καινούργιο τόπο. Μπαίνει δηλαδή στη μέση το ιμπεριαλιστικό κομμάτι, που είναι αδηφάγο. Είναι κάπως σαν αυτό που συμβαίνει σήμερα. Λες “βρήκα την πιο ωραία παραλία της Αθήνας” και την ανεβάζεις στο Instagram και μετά, πάνε όλοι.
Εκτός από το στοιχείο της φύσης, την ψυχική αναπτέρωση τη βρίσκουν και μέσα από την ποίηση. Το ποιητικό κομμάτι της παράστασης είναι τρομερό. Ο Άρης μαζί με την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου έχουν διασκευάσει το έργο, έχουν αφαιρέσει την υβρεολογία του Αριστοφάνη και τα αστεία της αρχαιότητας που δεν ταιριάζουν με το σήμερα και με πολύ έξυπνο τρόπο έχουν μπολιάσει την κωμωδία με ποιητικά κομμάτια, που σε συνδυασμό με τη συγκινητική μουσική που έχει συνθέσει ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης φτιάχνουν μία πολύ ωραία παλέτα.
Γενικά, έχουν πετύχει μία πολύ ωραία διασκευή, που είναι ένα rollercoaster για την ψυχή – εκεί που κλαις, ξαφνικά, αρχίζεις και γελάς.
Σαν να καταλαβαίνω, όπως το λες, ότι σου αρέσει αυτό το rollercoaster.
Το είχα ανάγκη. Κάνω κωμωδία, μετά από δύο χρόνια (σ.σ. μετά το Το Σώσε στο Θέατρο Παλλάς σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη). Φέτος, είχα το Ναυάγιο στο Mega, που δεν ήταν μία ευχάριστη ιστορία. Καλά για τον Αρτούρο Ούι, δεν το συζητώ καν.
Έχω καταλάβει ότι το νευρικό σύστημα από την επανάληψη αρχίζει και επηρεάζεται. Δεν το συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα που συμβαίνει. Στα σκάει εκ των υστέρων, ψυχοσωματικά. Εγώ ας πούμε έκανα υπερφαγίες. Κάτι δεν μπορούσα να διαχειριστώ και έτρωγα, έτρωγα… Μου συνέβαιναν πράγματα και έκανα ότι δεν τα έβλεπα. Τώρα, όμως που προσπαθώ να τα αντιμετωπίσω ξέρω ότι η επανάληψη και η λούπα επηρεάζει το είναι μου. Οπότε το να παίζω τον Αρτούρο Ούι ξανά μέσα στη χρονιά ήθελε διαχείριση σωματικά και ψυχικά.
Πώς είναι να μπαίνεις σε έναν τέτοιο ήρωα, στον αποτρόπαιο αυτόν γκάνγκστερ του μεσοπολέμου;
Το δύσκολο δεν είναι να μπεις, αλλά να βγεις από έναν τέτοιο ήρωα. Ο Άρης με βοήθησε όμως πολύ σε αυτό με σοφία και τρυφερότητα. Του είπα ότι φοβάμαι, ότι εγώ δεν μπορώ να υποστηρίξω κάποιον με τον οποίο δεν συμφωνώ, αυτόν τον φασίστα, αυτό το τέρας.
Ξέρεις, υπάρχει μία φυσική τάση του ηθοποιού να θέλει να γίνεται συμπαθής. Ο λόγος που ανεβαίνει στη σκηνή είναι για να τον συμπαθήσουν, για να τον αγαπήσει ο κόσμος. Τουλάχιστον εγώ έτσι ξεκίνησα. Παρ’ όλα αυτά πέταξα τελείως το να είμαι συμπαθής σαν Γιώργος. Όταν ο κόσμος ερχόταν και μου έλεγε «ήθελα να ανέβω πάνω στη σκηνή να σε χτυπήσω», ήξερα ότι έκανα σωστά τη δουλειά μου.
Ποιο ήταν λοιπόν το μυστικό για να μπορέσεις να βγεις αλώβητος από τον Αρτούρο Ούι;
Δεν έπρεπε να εμπλακώ συναισθηματικά κι αυτό που με βοήθησε ήταν να μην μπω σε υπερβολική ανάλυση του κειμένου, δηλαδή τι εννοεί εδώ, τι θέλει να πει με το τάδε και το δείνα. Φρόντισα να πάρω μόνο νότες, γεύση και χρώματα από το κείμενο και να ακολουθήσω τη σωματικότητα που ήθελε ο Άρης να έχω στην ερμηνεία μου. Κάπως έτσι, σώθηκα. Γιατί αν έμπαινα στον ρόλο με τις μεθόδους που μάθαμε τύπου Στανισλάφσκι, να γίνω ο ήρωας, θα έκανα ζημιά, θα έχανα τον εαυτό μου.
Συμβαίνει επίσης και κάτι άλλο με τον Αρτούρο και όχι μόνο με αυτόν. Πολύς κόσμος πιστεύει επίσης ότι εγώ δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο εκείνη την ώρα πάνω στη σκηνή, παίζοντας τον ρόλο, ότι είμαι έτσι στη ζωή μου: ότι μιλάω με αυτή την αγριάδα, ότι είμαι έτοιμος να τα σπάσω όλα. Αυτό είναι όμως κατασκεύασμα του άλλου και εγώ έχω κάνει πολύ αγώνα για να μην το παίρνω προσωπικά. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη συγκεκριμένη παράσταση με τον συγκεκριμένο ρόλο. Μία κοπέλα ας πούμε μού είχε πει όταν έπαιζα στη σειρά του Alpha, Αγγελική ότι «να έναν τέτοιον άντρα θέλω, σαν κι εσένα, ψύχραιμο και ώριμο». «Μα εγώ ξέρεις, δεν είμαι έτσι», της είχα απαντήσει.
Και πώς το αντιμετωπίζεις αυτό;
Γενικά, επειδή μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, μπαίνω στη διαδικασία του να εξηγήσω και να συζητήσω ώστε να καταλάβουν ότι πρέπει να ξεκολλάει το μυαλό τους από την εικόνα που φτιάχνουν όχι μόνο για μένα, αλλά για τον εκάστοτε ηθοποιό.
Άρα δεν έχεις πρόβλημα να έρχονται να σου μιλάνε μετά την παράσταση ή όταν σε πετυχαίνουν στον δρόμο.
Παλιά, με έφερνε σε αμηχανία. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, πώς να το διαχειριστώ. Τώρα, όχι. Κοίτα, κρατάω πάντα μία μικρή απόσταση γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιον έχεις απέναντί σου, αλλά γενικά, δεν έχω πρόβλημα.
Έχω πρόβλημα με το να ακούσω κάτι κακό μετά το τέλος της παράστασης. Είναι η στιγμή που ο ηθοποιός είναι στην πιο ευάλωτη στιγμή του. Είναι κάθιδρος, έχει δώσει το είναι του πάνω στη σκηνή, δεν αντέχει την κριτική εκείνη την ώρα. Είναι σαν ένα παιδί που έχει ζωγραφίσει μία ζωγραφιά και θέλει να ακούσει το μπράβο.
Επίσης, συνηθίζουμε να λέμε «αυτός ο ηθοποιός δεν είναι καλός», «η τάδε παράσταση δεν είναι καλή», «αυτή η ταινία είναι χάλια». Αυτό είναι αντικειμενοποίηση του υποκειμενικού. Η ταινία μπορεί να είναι καλή για κάποιον, μάπα για κάποιον άλλον. Είναι όπως σου λέει ένας φίλος «μα αυτή η γυναίκα είναι πανέμορφη, πώς δεν σου αρέσει;» και εσύ του απαντάς «μα δεν μου αρέσει», γιατί πολύ απλά δεν είναι του γούστου σου. Ξέρω λοιπόν ότι σε κάποιον κόσμο αρέσω, επειδή ακριβώς είμαι του γούστου του και σε άλλους δεν αρέσω και είναι πολύ OΚ αυτό.
Είσαι από τους ηθοποιούς βέβαια που ο κόσμος, στην πλειοψηφία του, σε αγαπάει πολύ.
Ναι μωρέ, δεν έχω παράπονο και είμαι ευγνώμων.
Διαβάζεις τις κριτικές ή τις αποφεύγεις;
Τις αποφεύγω να πω την αλήθεια.
Επίσης, οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι κατά γενική ομολογία λένε καλά λόγια για τη δουλειά σου.
Κι αυτό το ξέρω και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων.
Βρίσκεις λόγο ύπαρξης των κριτικών;
Προφανώς, και ναι, αλλά διαφωνώ με την κριτική στην πρεμιέρα. Είναι η πιο λάθος μέρα. Είμαστε όλοι πάντα τόσο κουρασμένοι και στρεσαρισμένοι. Η κούραση και η ένταση είναι στο peak τους. Άσε να τρέξει η παράσταση λίγο καιρό και μετά, καλοδεχούμενα όλα, θετικά και αρνητικά.
Όταν είσαι πάνω στη σκηνή, βλέπεις, παρατηρείς τι συμβαίνει κάτω;
Ακούω τα πάντα. Είναι σαν να ξυπνάει μέσα μου μία 6η αίσθηση και η όρασή μου να γίνεται 360 μοιρών.
Το πιο τραγελαφικό που έχει πιάσει το μάτι σου;
Έναν τύπο να τρώει σάντουιτς σαν να είναι στο σινεμά. Στον Αρτούρο είχε γίνει.
Θέλω να επιστρέψουμε στους Όρνιθες, γιατί το ότι παίζεις έναν ήρωα που είναι απογοητευμένος από τις συνθήκες ζωής στην πόλη του και αναζητά έναν νέο τόπο όπου θα μπορέσει να ζήσει με ηρεμία και χαρά, έχει τρομερή αντιστοιχία με το σήμερα.
Ενώ ερχόμουν για να σε συναντήσω, άκουγα σειρήνες από ασθενοφόρα, από περιπολικά, φωνές, κόρνες. Υπάρχει τέτοια ένταση στην πόλη, όλοι είναι στα κάγκελα σχεδόν σε καθημερινή βάση, που ειλικρινά αναρωτιέμαι πώς γίνεται να απορούμε που ολοένα και περισσότεροι παθαίνουμε ψυχωσικά επεισόδια. Όλος αυτός ο χαμός μπαίνει στο αίμα σαν δηλητήριο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Πού βρίσκεις ηρεμία;
Στο σπίτι. Είναι το ησυχαστήριο μου. Ήμουν για πολλά χρόνια μέσα στη νύχτα, στον κόσμο, στη βαβούρα, στην ένταση, στο ξενύχτι. Τώρα, μου αρέσει να χουχουλιάζω στο σπίτι. Το απολαμβάνω.
Θα έλεγες ότι τα έκανες όλα, τα έζησες όλα τη σωστή στιγμή;
Συνήθως, άντρες της γενιάς μου έχουν κάνει όλη την correct φάση στην αρχή και ξαφνικά στα 40-45 τους πιάνει μία μούρλα να ζήσουν όλα εκείνα που δεν έζησαν νεότεροι. Εγώ τα έκανα αυτά. Ό,τι ήθελα να κάνω, ό,τι μούρλα μου ερχόταν στο κεφάλι, την έκανα. Είμαι χορτασμένος. Θα φύγω δηλαδή από αυτόν τον κόσμο χωρίς απωθημένο. Έζησα τα θολά χρόνια και έχει έρθει πλέον σε μία ησυχία το πράγμα μέσα μου που την απολαμβάνω.
Επίσης, δεν ντρέπομαι που τα έζησα. Δεν νιώθω ταμπού και το λέω γιατί είναι φορές που μου έχουν πει «αχ μωρέ μη μιλάς για αυτά, που είσαι γνωστός». Αλήθεια; Πίνει όλη η Ελλάδα αλκοόλ και ουσίες και είμαι εγώ το πρόβλημα; Πρέπει να κρυφτώ; Κρύβεται πολύς κόσμος πίσω από το δάχτυλό του και αυτό δεν είναι θαρραλέο. Οποιοσδήποτε έρχεται και μας κουνάει το δάχτυλο για το τι είναι σωστό και λάθος ή θα ήθελε πολύ να κάνει αυτό που επικρίνει και ζηλεύει ή το έχει κάνει ήδη. Όταν το κάνεις όμως, φρόντισε να πάρεις και την ευθύνη.
Έζησα σε μία μικρή κοινωνία, αυτή της Ρόδου, με τον φόβο του τι θα πει ο κόσμος, τι θα πει ο γείτονας. Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να ζω με αυτό, ας πει ο καθένας ό,τι θέλει. Δεν με αφορά. Έχω κάνει προσωπικό αγώνα για να ξεφύγω από το ότι έπρεπε να ευχαριστήσω τους γονείς μου, τους γείτονες, τον κόσμο, τους συναδέλφους μου για να κερδίσω την αποδοχή τους. Και τότε είναι που φτάνεις σε μία ηλικία και λες “για να ευχαριστήσω εμένα, τι στο καλό έκανα τελικά ρε συ;”.
Έχεις θέμα με την απόρριψη;
Έχω τρομερό θέμα με την απόρριψη. Δηλαδή να μιλήσω σε κάποιον και να μιλάει στο τηλέφωνο και να μη μου μιλήσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Θα σκεφτώ κατευθείαν ότι δεν με συμπαθεί. Είναι και η δουλειά του ηθοποιού βλέπεις που είναι ετεροπροσδιορισμένη και έχει άμεση σχέση με το τι θα πει κάποιος τρίτος για σένα και έρχονται όλα κάπως και δένουν. Έπιανα παλαιότερα τον εαυτό μου να ζητιανεύει διαρκώς επιβεβαίωση, επιβράβευση που είναι πολύ ρούφηγμα ενέργειας. Είναι σαν να σε ταΐζουν, ενώ πρέπει να τρως. Πλέον, έχω μάθει να τρώω. Να δίνω τα μπράβο εγώ στον εαυτό μου και να είμαι καλά με αυτό.
***
Όρνιθες
Μετάφραση: Τάσος Ρούσσος
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Δραματουργική επεξεργασία-Διασκευή: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου-Άρης Μπινιάρης
Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Κινησιολογία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Μάσκες Χορού: Δήμητρα Καίσαρη
Ά βοηθός σκηνοθέτη: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου
Β βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Πρασσάς
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Επικοινωνία-Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Διαφήμιση-social media: Renegade Media
Παραγωγή: Τεχνηχώρος Θεατρικές Παραγωγές
Φωτογραφίες promo: Μαρίζα Καψαμπέλη
3D graphics: Εριφύλη Δουκέλη
Video promo: Θωμάς Παλυβός
Παίζουν:
Πεισθέταιρος: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Ευελπίδης: Γιώργος Χρυσοστόμου
Έποπας: Κώστας Κορωναίος
Χρησμολόγος-Προμηθέας: Στέλιος Ιακωβίδης
Ποιήτρια-Ίρις: Κωνσταντίνα Τάκαλου
Μέτων-Ηρακλής: Ερρίκος Μηλιάρης
Επίτροπος-Ποσειδώνας: Μάριος Παναγιώτου
Συκοφάντης: Θανάσης Ισιδώρου
Χορός: Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου.
Προπώληση εισιτηρίων της περιοδείας εδώ και για την Επίδαυρο εδώ.