ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Κάψιμο ή ταφή; Πώς θες να πας στον άλλο κόσμο;

Μία δημοσιογράφος επισκέπτεται τα τρία μεγαλύτερα γραφεία τελετών της Θεσσαλονίκης, που προσφέρουν τόσο την επιλογή του ενταφιασμού όσο και αυτήν της αποτέφρωσης και μας ‘βοηθούν’ να διαλέξουμε.

Είχα τους αριθμούς και τα ονόματά τους σημειωμένα, αλλά καθυστερούσα να πάρω τηλέφωνο. Η απροθυμία μου ήταν ανεξήγητη, αν σκεφτείς πως εγώ (και όχι κάποια δύναμη από το υπερπέραν) είχα προτείνει να ασχοληθώ με την αποτέφρωση και τα γραφεία κηδειών. Είχα μάλιστα στείλει και το προσχέδιο στα κεντρικά του Oneman, στο οποίο πάνω πάνω είχα γράψει με σιγουριά πως η εισαγωγή μου, αυτό δηλαδή που διαβάζεις τώρα, θα ήταν αφιερωμένη στην έλλειψη της εξοικείωσής μας με τον θάνατο, την απροθυμία μας να συζητάμε γι’ αυτόν ή σχετικά με αυτόν θέματα, καθώς και τις περιορισμένες επιλογές ταφής (θρησκευτική ή πολιτική) που μας προσφέρει η ελληνική Πολιτεία. Πολύ ωραία όλα αυτά, για να τα γράψω έπρεπε όμως πρώτα να πάρω τηλέφωνο. Και για κάποιον λόγο δίσταζα. Το deadline πλησίαζε. Και το deadline σε ένα κείμενο για τον θάνατο είναι σοβαρή υπόθεση, οπότε είχα πλέον χάσει την υπεροπτική μου θέση. Δεν ήμουν πολύ σίγουρη πως δικαιούμουν να γράψω μια εισαγωγή για την έλλειψη εξοικείωσης, δεν ήμουν καν σίγουρη πως θα είχα θέμα για να γράψω εισαγωγή, αν πρώτα δεν σήκωνα το τηλέφωνο να καλέσω απλά σε ένα γραφείο -και ας ήταν τελετών. Εκλογίκευσα την κατάσταση, επιβλήθηκα στον εαυτό μου και λίγα λεπτά ευγενικών συνομιλιών αργότερα προστέθηκαν στις σημειώσεις μου οι ώρες τριών διαδοχικών ραντεβού. “Εκτός απροόπτου”, όπως μου διευκρίνισαν, εξίσου διαδοχικά και διακριτικά οι ιδιοκτήτες των γραφείων κηδειών που μόλις είχα μιλήσει. “Φυσικά”, απάντησα σε μία προσπάθεια να ακουστώ άνετη. Σκέφτηκα πως από τη στιγμή που είχα κάνει την αρχή, ήμουν πλέον έτοιμη να μιλήσω και για το ‘τέλος’.

Φαντάζομαι πως για τους περισσότερους από εμάς το ‘τέλος’ ήταν –και ίσως εξακολουθεί να είναι- ταυτισμένο με τη διαδικασία θρησκευτικής ταφής, καθώς αυτό έχουμε μάθει και αυτό υπαγορεύει η επίσημη θρησκεία της χώρας μας.

Μέσα από την επαφή μου με τα γραφεία κηδειών σκόπευα να διαπιστώσω το κατά πόσο ο ενταφιασμός παραμένει η αυτονόητη επιλογή και τι ισχύει στην περίπτωση την αποτέφρωσης.

Παράλληλα με ενδιέφεραν και όλα τα παρελκόμενα του ιδιαίτερου αυτού επαγγέλματος, καθώς η πιο κοντινή εικόνα που είχα σε λειτουργό κηδειών ήταν ο γνωστός κιτρινωπός χαρακτήρας του Λούκυ Λουκ, που κυκλοφορούσε με μια μεζούρα και ένα φέρετρο ανά χείρας. Ήμουν δηλαδή ολοκληρωτικά και γνήσια άσχετη, ή απλώς τυχερή.

Αποτέφρωση: “Και τι θα πούμε στον κόσμο”;

Το πρώτο ραντεβού είχε οριστεί για νωρίς το απόγευμα, με τον λειτουργό κηδειών, Αντώνη Χρυσίδη. Συνάντησα πρώτα τον Κώστα, τον φωτογράφο, ο οποίος έδειχνε εντελώς χαλαρός με το θέμα του ρεπορτάζ μας, οπότε αποφάσισα να μην του αποκαλύψω τις σκέψεις μου, πως δηλαδή μη έχοντας επισκεφτεί ξανά γραφείο τελετών δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Μάλλον κάποιον εκθεσιακό χώρο με φέρετρα; Συγγενείς που θα κλαίνε στους καναπέδες; Μήπως κάτι χειρότερο; Τίποτα από όλα αυτά δεν ίσχυε. Καθισμένη στην πολυθρόνα και με τον Αντώνη πίσω από το γραφείο του, με μία στοίβα χαρτιά ανάμεσά μας και την εικόνα της Παναγίας να μας κοιτάει από τον τοίχο, τίποτα δεν μαρτυρούσε τη δραστηριότητά του, παρά μόνο οι κάρτες με το μαύρο φόντο και τα χρυσά γράμματα που ήταν ακουμπισμένες μπροστά μου: ‘Τελεταί Χρυσίδη’.

“Το γραφείο υπάρχει από το 1977, το ίδρυσε ο αδερφός μου που είχε ήδη εργαστεί ως υπάλληλος σε άλλο γραφείο. Τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησα αυτή τη δουλειά ένιωθα περίεργα για το πώς θα συστήνομαι, τι ακριβώς θα λέω. Ένιωθα πως με το που ανέφερα το επάγγελμά μου δημιουργούταν ένα ‘πάγωμα’ στην ατμόσφαιρα. Πλέον νομίζω πως ο κόσμος το έχει ξεπεράσει, δεν μας κοιτάνε όπως παλιότερα. Αυτό που συνηθίζω να λέω είναι πως οι ιατροδικαστές βλέπουν πολύ χειρότερα από εμάς”.

Στην έρευνα μου για τα γραφεία τελετών της Θεσσαλονίκης είχα εντοπίσει τυχαία το site του γραφείου οπότε ήξερα πως παρείχαν την υπηρεσία της αποτέφρωσης με μεταβάσεις στη Βουλγαρία, δεν γνώριζα όμως πως ο αδερφός του Αντώνη, που δεν ζει πλέον, ήταν από τους πρωτοπόρους στον χώρο.

“Ήδη από τη δεκαετία του ’90 ως γραφείο θέλαμε να προσφέρουμε την αποτέφρωση. Η διαδικασία τότε ήταν μεγάλη και χρονοβόρα, είχες να περάσεις τελωνείο, να εκτελωνίσεις… Δεν είχε ακόμα ψηφιστεί το σχέδιο νόμου που σου επιτρέπει πλέον να κάνεις ό,τι θέλεις. Ήδη όμως μας έστελναν νεκρούς από όλη την Ελλάδα. Στην εκκλησία δεν μπορούσαν να ‘διαβαστούν’, αν και οι περισσότεροι από αυτούς που επέλεγαν τότε την αποτέφρωση έκαναν πολιτικές κηδείες”.

Όπως μαθαίνω, στην Ελλάδα, από το 1990 υπάρχει απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ότι δεν αποδέχεται την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας για τους νεκρούς που αποτεφρώθηκαν -με δική τους επιθυμία είτε καθ’ υπόδειξη των συγγενών τους. Η ελληνική Βουλή το 2006 είχε θεσπίσει νόμο ο οποίος επέτρεπε την “αποτέφρωση νεκρών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, των οποίων οι θρησκευτικές πεποιθήσεις επέτρεπαν τη μετά θάνατον αποτέφρωση”. Πλέον, με τον νόμο του 2014, το κράτος οριστικά αποσύνδεσε το δικαίωμα της αποτέφρωσης από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ενδιαφερομένων. Την ίδια χρονιά, το 2014, η Εκκλησία της Ελλάδος με εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου που απεστάλη σε όλες τις Μητροπόλεις διευκρίνισε πως η Εκκλησία δεν θα τελεί νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους αποδεδειγμένα και οικειοθελώς έχουν δηλώσει την επιθυμία για καύση του σώματός τους. “Τώρα είναι στην κρίση του κάθε Μητροπολίτη το αν θα τελέσει ή όχι ένα τρισάγιο. Παλιά πολλές φορές γινόταν το εξής: Κάναμε τη νεκρώσιμη ακολουθία και μετά λέγαμε πως ‘η ταφή θα γίνει εκτός Θεσσαλονίκης, περάστε για τη δεξίωση’. Και ο νοών νοείτο”, μου εξηγεί ο Αντώνης.

“Πλέον η ζήτηση έχει αυξηθεί, εγώ προσωπικά μπορεί να τύχει να πάω και 3 ή 4 φορές τον μήνα στη Βουλγαρία. Τις μισές φορές μου έχουν οι ίδιοι ζητήσει πως όταν έρθει εκείνη η ώρα θέλουν να αποτεφρωθούν, και τις άλλες μισές το έχουν πει στους συγγενείς τους. Για να γίνει η αποτέφρωση χρειάζεται και η σύμφωνη γνώμη του άμεσου συγγενή. Μου έχει συμβεί περιστατικό με δύο αδέρφια που η μητέρα τους ήθελε να αποτεφρωθεί να διαφωνούν μεταξύ τους για το τι θα κάνουν. Ο ένας έλεγε ‘και τι θα πούμε στον κόσμο, πού την πήγαμε;’. Τελικά αποφάσισαν να σεβαστούν την επιθυμία της”.

“Να σου δείξω ένα video, ή φοβάσαι”;

Σε ό,τι αφορά το πρακτικό κομμάτι, η διαδικασία της αποτέφρωσης διαρκεί 75-90 λεπτά και πραγματοποιείται στους 900 με 950 βαθμούς Κελσίου. Ο θανών θα πρέπει όσο ήταν εν ζωή (ή οι συγγενείς πρώτου βαθμού μετά το θάνατό του) να έχει συμπληρώσει μια δήλωση επικυρωμένη από δημόσια Αρχή στην οποία να δηλώνει υπεύθυνα ότι η τελευταία επιθυμία του νεκρού ήταν η αποτέφρωση της σορού του. Σε ορισμένες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία, πρέπει ο ίδιος ο θανών να έχει κάνει τη δήλωση. Επιπλέον χρειάζεται και η ιατροδικαστική γνωμάτευση που να συναινεί στην αποτέφρωση, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει προηγηθεί κάποια εγκληματική ενέργεια. Για να μεταβεί η σωρός στη Βουλγαρία πρέπει να γίνει η ταρίχευση του σώματος, γιατί μεταβαίνει ο νεκρός εκτός χώρας, και η μεταφορά να γίνει με κανονική νεκροφόρα.

“Η διαδικασία είναι αρκετά απλή, και αν γίνει κρεματόριο στην χώρα μας θα μπορεί να γίνεται και αυθημερόν. Τα δύο χαρτιά, της συναίνεσης και η ιατρική γνωμάτευση, μεταφράζονται στα βουλγάρικα και διατηρούνται στο αρχείο του αποτεφρωτηρίου. Στη συνέχεια κλείνουμε το ραντεβού”.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το γεγονός ότι συνήθως οι συγγενείς δεν ακολουθούν. “Ένα 5% – 10% ακολουθεί. Είναι το ταξίδι, αλλά είναι και μία πολύ σύντομη διαδικασία. Να σου δείξω video ή φοβάσαι;

Το πρώτο που πρόσεξα ήταν το μέγεθος του φέρετρου. “Ο μπαμπάς του παιδιού ήταν που πήρε την απόφαση”, μου διευκρίνισε ο Αντώνης. Το παρακολουθούμε για αρκετά δευτερόλεπτα να στέκεται ακίνητο πάνω στη ράμπα μέχρι που κάποια στιγμή εμφανίζεται η υπάλληλος, ανοίγει την πόρτα του φούρνου, κάτι πατάει, η ράμπα αρχίζει να κινείται και το φέρετρο πλέον τσουλάει μέσα στον φούρνο.

Πριν προλάβει η πόρτα να κλείσει πίσω του, βλέπουμε φευγαλέα κάτι σαν φωτιά στο βάθος.

“Και εκεί να είσαι μόνο αυτό βλέπεις. Σε καναδυό συγγενείς πρότεινα να το τραβήξω με βίντεο και να τους το δώσω. Πιστεύω πως δεν έχει νόημα να ταλαιπωρηθούν, από τη στιγμή που κρατάει τόσο λίγο και δεν υπάρχει κάτι να δεις. Εμείς μπορούμε να πάμε και από πίσω, έχει ένα μάτι και βλέπεις τι ακριβώς γίνεται. Εντάξει, αυτό είναι σοκαριστικό, δεν λέω περισσότερα. Η όλη παραμονή στο αποτεφρωτήριο διαρκεί συνολικά διαρκεί 3, 3,5 ώρες. Για την ίδια την αποτέφρωση παίζει ρόλο ακόμα και το αν ο άλλος είναι παχύς ή αδύνατος. Ρούχα, φέρετρο, σώμα, όλα αυτά καίγονται και γίνονται μία τεράστια μάζα, την οποία παίρνουν και τη βάζουν σε ένα φυγοκεντρικό μηχάνημα. Φαντάσου το σαν πλυντήριο. Το ειδικό βάρος των οστών είναι πιο βαρύ. Το μηχάνημα αυτό διώχνει τη στάχτη από όλα τα υπόλοιπα και μένει μόνο η τέφρα των οστών. Όταν έρχονται μαζί οι συγγενείς διαλέγουν εκεί την τεφροδόχο. Αλλιώς αν έχουμε πάει μόνοι μας τη μεταφέρουμε και τους την παραδίδουμε σε πλαστικό για να είμαστε πιο ασφαλείς. Το κεραμικό έχει τον κίνδυνο να σπάσει”.

Βγάζει και μας δείχνει ένα flyer με διάφορες επιλογές τεφροδόχων. Παρατηρώ πως οι δύο έχουν πάνω τους τον σταυρό. Αργότερα από το site της Ελληνικής Κοινωνίας Αποτέφρωσης θα επιβεβαιώσω τα λεγόμενα του Αντώνη: “Σύμφωνα με τα διεθνή κρατούντα και τη νομοθεσία της κάθε χώρας μπορεί να θαφτεί μέσα στη γη σε ένα νεκροταφείο, να παραμένει σε έναν ειδικό χώρο που φυλάσσονται οι τεφροδόχοι και ονομάζονται τεφροφυλάκια, αντίστοιχα των οστεοφυλακίων, να διασπαρθεί σε χώρους που ήταν η τελευταία επιθυμία του θανόντος ή των στενών συγγενών, ακόμα και να φυλαχθεί μέσα σε τεφροδόχους στα σπίτια ή σε χώρους που επιθυμούν οι συγγενείς”.

Τον ρωτάω τι κάνουν οι περισσότεροι με την τέφρα των συγγενών τους. “Μία φορά ήμουν με δύο αδερφές που έκαψαν την τρίτη αδερφή. Ήμασταν οι τρεις μας στο αυτοκίνητο καθώς επιστρέφαμε και με το που μπήκαμε στην Ελλάδα μου ζήτησαν να ανοίξω το παράθυρο. Ήθελε να πετάξει τη στάχτη στον αυτοκινητόδρομο. Τις έπεισα τελικά να τη ρίξουμε στον Νέστο. Σε άλλες περιπτώσεις η ρίψη έγινε στο Σέιχ Σου, τον Θερμαϊκό, ακόμα και τη λίμνη των Ιωαννίνων. Συνήθως ξέρω από πριν τις επιθυμίες των πελατών μου. Ακούμε πάρα πολλά, συναντάμε σκέψεις, αδυναμίες. Προσαρμοζόμαστε στα θέλω του πελάτη, αλλά και της οικογένειας”. Αν και υποψιάζομαι την απάντησή του, τον ρωτάω τι θα επιλέξει για τον εαυτό του. “Προτιμώ την αποτέφρωση. Παίρνεις τη στάχτη, που είναι και υγιεινή, και τελείωσες. Ενώ τώρα κάνεις και δεύτερη και τρίτη κηδεία. Αν δεν έχει λιώσει ο νεκρός τον βάζεις και τον ξαναβάζεις. Τα χώματα έχουν κορεστεί. Για τα συνθετικά ρούχα δεν το συζητάω. Όπως τα βάζουμε τα βγάζουμε”.

Το φέρετρο που είναι ξύλινο αποσυντίθεται, αλλά το ανθρώπινο σώμα με αυτά τα χώματα δύσκολα. Σε άλλες χώρες απαγορεύεται ο,τιδήποτε εκτός του μασίφ ξύλου που είναι το πιο υγιεινό, αλλά είναι και ακριβό. Κατά μέσο όρο, μαζί με τα δημοτικά τέλη που είναι 500 ευρώ και τα 200 περίπου ευρώ που παίρνει η εκκλησία, η ταφή φτάνει τα 2.000 ευρώ. Στην ίδια τιμή κυμαίνεται και η καύση. Βγαίνουμε από το γραφείο έχοντας μαζί μας το flyer με τις τεφροδόχους και μπόλικο υλικό να συζητήσουμε στο αυτοκίνητο, μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη στάση μας, το γραφείο ‘Οίκος Τελετών Βλάχου Κωνσταντίνου’ του Κωνσταντίνου Ρωμέλιου.

Λειτουργός κηδειών, ετών 28

Το πρώτο που προσέχω, πέρα από την προσεγμένη διακόσμηση του γραφείου είναι η ηλικία του καλοντυμένου συνομιλητή μου. Δεν κρατιέμαι και σχεδόν αμέσως τον ρωτάω, για να μάθω πως είναι μόλις 28 χρονών. “Το γραφείο το άνοιξε στις αρχές του ’70 ο παππούς μου. Ήταν το 13ο γραφείο της πόλης. Επειδή μεγάλωσα δίπλα του, ήδη από το 2000 ξεκίνησα να βλέπω κάποια πράγματα, χωρίς όμως να δουλεύω. Δεν με σόκαρε το θέαμα του θανάτου και για αυτόν τον λόγο ήμουν συνέχεια μέσα στο μαγαζί. Στο σχολείο με ενοχλούσε πάρα πολύ το ότι με αντιμετώπιζαν λες και είχα κάποιο πρόβλημα, λόγω της δουλειάς του παππού μου. Στην Α’ Λυκείου το φιλοσόφησα και από τη Β’ Λυκείου άρχισα και εγώ ο ίδιος να το διακωμωδώ, και πράγματι τότε σταμάτησαν οι κοροϊδίες. Από μικρός όμως ήμουν συνειδητοποιημένος στο τι ήθελα να κάνω. Εργάστηκα και σε άλλες δουλειές πριν έρθω στο γραφείο, ήξερα όμως πως η κύρια ενασχόλησή μου θα ήταν αυτή”.

Φαίνεται πως στα γραφεία κηδειών, τουλάχιστον σε αυτά που μετράνε ήδη ορισμένες δεκαετίες ζωής, όχι μόνο κυριαρχεί η οικογενειακή παράδοση, αλλά και η οικογενειακή –κατά βάσει αντρική, διαχείριση. Ο Κωνσταντίνος μου εξηγεί τη δική τους περίπτωση:

“Το 2009 το γραφείο πέρασε σε εμένα και τη μητέρα μου, ενώ με την απώλεια του παππού μου σταδιακά μπήκε στη δουλειά ο πατέρας και ο αδερφός μου. Έχω ακόμα έναν αδερφό που ασχολείται αλλά δεν δουλεύει ακόμα ενεργά και μία μικρότερη αδερφή. Για την αδερφή μου δεν είναι πως δεν θέλουμε να ασχοληθεί, αλλά καλό θα ήταν να ακολουθήσει κάτι που να την αντιπροσωπεύει περισσότερο. Το γραφείο τελετών το θεωρώ καθαρά αντρικό επάγγελμα. Όχι πως η γυναίκα δεν μπορεί να το καταφέρει, αλλά έχει άλλου είδους βάρη να σηκώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι γυναίκες που μπαίνουν σε αυτό το επάγγελμα από σπόντα δεν νομίζω να το αντέξουν τόσο εύκολα. Είναι ένα αντικείμενο που δεν το οικειοποιείσαι τόσο εύκολα. Βλέπεις πάντα την κακή πλευρά των πραγμάτων, γίνεσαι πιο δυνατός, έχεις πιο σκληρό στομάχι, μεγαλώνει πιο εύκολα, είσαι πιο σκληρός. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορώ να διανοηθώ την απώλεια δικών μου προσώπων, ακόμα με πονάει ο θάνατος του παππού μου. Όλοι μας όμως βιώνουμε τουλάχιστον έναν θάνατο κοντινού μας ανθρώπου, παρ’ όλα αυτά σηκωνόμαστε και προχωράμε”.

Νεκρός. Ενταφιασμός. Αποτέφρωση. Πριν από όλες αυτές τις λέξεις πρόσθεσε ένα σύντομο κόμπιασμα μπροστά. Είναι η δική μου δήλωση αμηχανίας για ένα θέμα που προφανώς δεν έχω μάθει να συζητάω, για φράσεις που δεν έχω συνηθίσει να συνθέτω: “Και αν δηλαδή, εεε, ο νεκρός δεν έχει, εεε, δεν είναι έτοιμος για εκταφή; Πού τον σκορπίζετε, εεε, την τέφρα εννοώ”; Ευτυχώς ο Κωνσταντίνος έδειχνε να είναι εξοικειωμένος με τις ημιτελείς ερωτήσεις που του έθετα.

“Συνολικά, αν συμπεριλάβω και τους υπαλλήλους των συνεργατών μου για μία κηδεία απασχολούνται περίπου 40 άτομα. Από τον υπάλληλο που θα ‘κολλήσει’ τα χαρτιά, αυτόν που θα ασχοληθεί με τα γραφειοκρατικά, που θα φτιάξει το φέρετρο, αυτός που θα το διανέμει. Οι συγγενείς επιλέγουν το σεντόνι, το φέρετρο… Είναι ένα σύνολο πραγμάτων που πρέπει να γίνουν. Πολλές φορές, όταν μας παίρνουν τηλέφωνο για να μας ενημερώσουν πως πέθανε ο άνθρωπός τους, δεν ξέρουν τι να μας πούνε, οι σκέψεις και τα λόγια τους δεν είναι συγκροτημένα. Αυτό είναι φυσιολογικό, αν και οι μεγαλύτεροι συνήθως είναι πιο εξοικειωμένοι με την έννοια του θανάτου. Αλλά και αυτοί κατά βάση δεν ξέρουν τι ακριβώς κάνει το γραφείο τελετών, νομίζουν πως είμαστε υπεύθυνοι για όλα. Για παράδειγμα, το κοιμητήριο Αναστάσεως του Κυρίου εδώ στη Θεσσαλονίκη είναι σε απελπιστικά χάλια κατάσταση. Δεν μπορείς καν να περπατήσεις από τα χόρτα και τα χώματα. Σαν Σωματείο φυσικά και έχουμε διαμαρτυρηθεί. Ο κόσμος όμως θα τα βάλει με το γραφείο. Εμένα η δουλειά μου κανονικά είναι μέχρι την πύλη του κοιμητηρίου. Μετά, το μόνο που έχω να κάνω είναι να τον πάω μέχρι τον τάφο, εκεί τον παραλαμβάνουν οι εργάτες ταφής. Την ευθύνη για τη συνολική εμφάνιση και κατάσταση του κοιμητηρίου την έχει ο Δήμος και όχι εγώ. Στην ταφή υπάρχει Α’ και Β’ κατηγορία. 840 ευρώ η Α’ που είναι πιο κοντά στην είσοδο και 510 η Β’. Στην ουσία είναι το ενοίκιο του χώρου για τρία χρόνια”.

Μιλούσε με άνεση, έδειχνε να έχει φιλοσοφήσει τη φύση και τον χώρο της δουλειάς του και όπως μας ενημέρωσε είναι και Αντιπρόεδρος Βορείου Ελλάδος της Ένωσης Λειτουργών Γραφείων Κηδειών Ελλάδος. Νοερά σε όλα αυτά τα στοιχεία πρόσθετα διαρκώς και την ηλικία του. 28 χρονών. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς είναι άραγε να πρέπει να είσαι διαρκώς και ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα. “Συνήθως τα τηλεφωνήματα είναι μεταμεσονύχτια, που ο οργανισμός είναι και πιο χαλαρός. Ξεκινάμε αμέσως την τελετή και την φροντίδα. Είναι δύσκολο, σε ξυπνάνε από τον ύπνο σου και πρέπει ταυτόχρονα να ξυπνήσει και ο εγκέφαλός σου για να μπορέσεις να απαντήσεις και να ανταποκριθείς σωστά. Στη συνέχεια ενημερώνω με τη σειρά μου το προσωπικό και ξεκινάει η παραλαβή του νεκρού. Στη Θεσσαλονίκη είναι σύνηθες το να πηγαίνουν τους νεκρούς στα σπίτια. Στην Αθήνα, όχι. Αυτό εξαρτάται και από το καταστατικό της οικοδομής που πολλές φορές ορίζει να μην εκτίθενται νεκροί προς ασπασμό μέσα στην πολυκατοικία. Επίσης σε πολλά κτίρια δεν επιτρέπεται να ανοίξεις γραφεία τελετών, γιατί δεν συναινεί το 51% των ένοικων ή ο ιδιοκτήτης της οικοδομής”.

“Αυτοί θα έρθουν σε εμάς, όχι εμείς σε εκείνους”

Η συζήτηση μας γρήγορα έφτασε και στις αποτεφρώσεις -ο Κωνσταντίνος ως επαγγελματίας επίσης έχει προσωπική εμπειρία.

“Έχω πάει αρκετές φορές στο αποτεφρωτήριο της Βουλγαρίας. Η διαδικασία με το που φτάνεις είναι πολύ απλή. Τα ραντεβού που έχουμε εμείς από την Ελλάδα θεωρούνται εξπρές, δηλαδή περνάς όλη τη σειρά και μπαίνεις στο αποτεφρωτήριο, πληρώνοντας το τριπλό αντίτιμο από αυτό που πληρώνουν οι Βούλγαροι. Από το 2005 και μετά έχει αυξηθεί η ζήτηση και λόγω των αντιλήψεων του κόσμου αλλά κυρίως, αυτό που εκλαμβάνουμε εμείς, είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι που επιλέγουν την καύση δεν θέλουν να κηδευτούν όχι λόγω της αντίληψης που έχουν για την θρησκεία, αλλά εξαιτίας της κακής εικόνας που έχουν για την εκκλησία. Συνήθως με ενημερώνουν και τι σκοπεύουν να κάνουν με την τέφρα ώστε να ετοιμάσω και την κατάλληλη τεφροδόχο. Το μαρμάρινο ή πήλινο τεφροδοχείο δεν ανοίγεται, σφραγίζεται. Οπότε αν θες να σκορπίσεις την τέφρα στη θάλασσα επιλέγεις πλαστικό ώστε να το ανοίξεις. Το άλλο πρέπει να το σπάσεις”. Μου επιβεβαιώνει αυτό που μου είπε και ο Αντώνης Χρυσίδης νωρίτερα, πως οι συγγενείς τις περισσότερες φορές δεν ακολουθούν, και δίνει την δική του εξήγηση: “Ο χώρος δεν είναι σωστά διαμορφωμένος για να παρευρεθεί κόσμος, για αυτό και εμείς τους συμβουλεύουμε να μην έρθουν. Για παράδειγμα δεν έχει άλλη είσοδο ώστε να μπαίνουν από αλλού οι συγγενείς και από αλλού οι σοροί”.

Στη διαδρομή μας λίγο νωρίτερα είχα κάνει στον Κώστα την ίδια ερώτηση που σκόπευα να κάνω και στους τρεις λειτουργούς κηδειών, αν θα επέλεγε δηλαδή για τον εαυτό του ενταφιασμό ή αποτέφρωση. Μου απάντησε πως δεν το έχει σκεφτεί ποτέ. Ο Κωνσταντίνος -που ούτως ή άλλως έδειχνε να έχει σκεφτεί όλα όσα αφορούν τον θάνατο- μου είπε αμέσως πως: “θα προτιμούσα τον ενταφιασμό, αλλά όχι στη Θεσσαλονίκη. Δεν μου αρέσει το εμπόριο που γίνεται μετά. Θα προτιμούσα σε ένα χωριό. Στη χώρα μας έχουμε πολλά ήθη και έθιμα για τον θάνατο, που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Στη Θεσσαλονίκη όλα γίνονται πολύ τυπικά λόγω της πίεσης του χρόνου και του όγκου της δουλειάς. Όταν υπάρχουν 12 και 13 κηδείες την ημέρα καταλαβαίνεις πως η κάθε νεκρώσιμη ακολουθία θα γίνει σε 15’ με 20’. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις και πολλά πράγματα. Στο χωριό μπορεί να κρατήσει και 40’. Η όλη διαδικασία πραγματοποιείται πιο παραδοσιακά και το σημαντικότερο, δεν βγάζουν τον άνθρωπο σου σε τρία χρόνια. Εδώ μπορείς να κάνεις παράταση από τα τρία και να πας στα τέσσερα, μετά όμως τα δημοτικά τέλη τα ίδια σου λένε “βγαλ’ τον”, είναι πάρα πολλά τα χρήματα. Πολλές φορές ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να βγει, αυτό θέλω να αποφύγω γιατί είναι πολύ άσχημο. Υπάρχει κόσμος που δεν μπορεί να το αντέξει, το βλέπει στον ύπνο του, το σκέφτεται διαρκώς”.

Όση ώρα μιλάμε έχει χτυπήσει δύο φορές το τηλέφωνο του, δεν έχει έρθει όμως κανείς μέσα στο γραφείο. Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και όσο ήμασταν στον Αντώνη, μόνο τηλεφωνήματα και κανένας επισκέπτης. Βέβαια τα 30’ της απογευματινής παραμονής μας δεν είναι ενδεικτικά. Ή μήπως είναι;

“Σίγουρα δεν είναι εύκολο να μπεις σε ένα γραφείο τελετών. Οι περισσότεροι από εμάς προσπαθούμε να έχουμε τον χώρο μας ευχάριστο ώστε να μπει ο άλλος και να μιλήσει μαζί μας. Οι μισοί που μπαίνουν στο γραφείο και ρωτάνε για τις αποτεφρώσεις έρχονται και λίγο για πλάκα. Όταν όμως τους μιλήσεις σοβαρά ξεκινάει η συζήτηση. Πολλές φορές μας λένε πως ενδιαφέρονται για τους ίδιους και όχι για κάποιο δικό τους πρόσωπο. Ηλικιακά θα έλεγα ανήκουν στο γκρουπ 50 με 60. Έχουμε πάρα πολλές προλήψεις ως λαός και πολλά «κολλήματα» με τον θάνατο. Για το δικό μας επάγγελμα συχνά λένε ‘μακριά από ‘μας’ και δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτοί είναι τελικά που θα έρθουν σε εμάς και όχι εμείς σε εκείνους. Το επάγγελμα μας δεν είχε ποτέ δομές, είναι καθαρά εμπειρικό, δεν είχε ποτέ νομοθεσίες παρά μόνο υπουργικές αποφάσεις. Όπως μάθαινες να κάνεις τη δουλειά έτσι την έκανες, σωστά ή λάθος. Για αυτόν τον λόγο έχουμε καταθέσει στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Παιδεία πρόταση για Σχολές Επαγγελμάτων Κηδείας. Η δουλειά μου μου αρέσει πάρα πολύ και ζω για αυτήν. Είναι το πρώτο μέλημά μου μαζί με την οικογένειά μου και μετά έρχονται τα υπόλοιπα”.

Live Streaming: Μπαμπούλας Α.Ε.

“Το άλλο με τον νεκρό το ξέρετε”;

Μάλλον αυτή είναι μία από τις πιο σύντομες προτάσεις για να παγώσεις το γέλιο σε μια παρέα. Αναφέροντας όμως το όνομα του Φάνη Μπαμπούλα το πιθανότερο είναι να δημιουργήσεις μία ευχάριστη ατμόσφαιρα, όπου ο καθένας θα έχει να σου πει για ‘το βίντεο που γελάει με τα φέρετρα, το έχεις δει;’ ή για ‘τη βιτρίνα του, θυμάσαι πώς την είχε στολίσει πέρσι τα Χριστούγεννα’; Η ικανότητα του να διαχειριστεί τόσο έξυπνα το όνομα και την ιδιότητα του, ειδικά σε μία χώρα που δεν φημίζεται για την εξοικείωσή της με το black humor, είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή. Φτάνοντας στο γραφείο του σταθήκαμε λίγο στο πεζοδρόμιο, ώστε να θαυμάσουμε τη φωτογραφία της επιγραφής. Ο Κώστας αμέσως ύψωσε τον φακό του, ενώ εγώ ήδη είχα αρχίσει να χαμογελάω. Μήπως τελικά είναι κολλητικό; Μας υποδέχεται ο εξίσου ευδιάθετος γιος του, ο Βασίλης.

“Το γραφείο το ίδρυσε ο πατέρας το 1978, το 1982 συνεταιρίστηκε με τον θείο μου και το 2004 χώρισαν τις επιχειρήσεις τους. Ξεκίνησα το 2006. Ως παιδί δεν είχα κανένα πρόβλημα, υπήρχε πάντα καλοπροαίρετο χιούμορ από τους συμμαθητές μου, και αρκετά πειράγματα. Ήταν θέμα συζήτησης, όλοι με ρωτούσαν σχετικά. Δεν ήταν απόφαση που την είχα πάρει από μικρός. Όταν όμως τελείωσα τις σπουδές μου (Διοίκηση Επιχειρήσεων) αποφάσισα να ασχοληθώ. Μπορώ να πω πως μπήκα πλήρως στο κλίμα μετά από δυο τρία χρόνια, τότε άρχισα να σκέφτομαι και να συνειδητοποιώ και μπορώ να πω πως άλλαξε και η φιλοσοφία μου για τη ζωή. Βλέπεις τα ουσιαστικά προβλήματα και αποφασίζεις να αγχωθείς λιγότερο.

Ως λαός δεν είμαστε καθόλου εξοικειωμένοι με τον θάνατο. Υπάρχει κόσμος που περνάει έξω από το γραφείο και φτύνει ή γυρνάει το κεφάλι του από την άλλη -όχι μόνο μεγάλες ηλικίες αλλά και νεαρά παιδιά. Αντιμετωπίζουμε τον θάνατο σαν κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ, ενώ είναι το μόνο βέβαιο. Το πιο χαρακτηριστικό είναι πως αν πας σε μία οικοδομή να ιδρύσεις γραφείο τελετών θα έχεις αμέσως αντίδραση από την ίδια την οικοδομή. Όλοι αντιδρούν επειδή νομίζουν πως θα έχεις νεκρούς και πως θα είσαι ένα δυσάρεστο θέαμα. Στην ουσία είναι ένα απλό κατάστημα. Εμείς που έχουμε δικό μας οίκο τελετών σημαίνει πως οι νεκροί παραμένουν εκεί, στους ειδικούς ψυκτικούς θαλάμους και τα νεκροστάσια. Μπορούμε να πούμε πως τα καταστήματα είναι απλά σημεία πώλησης. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε πως τα γραφεία ανοίγουν ανεξέλεγκτα χωρίς προδιαγραφές, απλά με τη χορήγηση μίας άδειας υγειονομικού ενδιαφέροντος, και πως πρέπει να θεσπιστούν κάποια όρια”.

Το αρωματικό κερί που έχει αναμμένο πάνω στο γραφείο του περιέργως πώς δεν παραπέμπει σε κάποια πένθιμη ατμόσφαιρα, αντιθέτως τονίζει τον προσεγμένο χαμηλό φωτισμό και το μοντέρνο υλικό των τοίχων. Στη βιβλιοθήκη ξεχωρίζει μία φωτογραφία με τον πατέρα του, χαλαροί, χωρίς τα κοστούμια τους, να συζητάνε καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι έξω από το γραφείο.

Τον ρωτάω για τις εκσυγχρονισμένες υπηρεσίες που προσφέρουν. “Έχουμε θεσπίσει το προσύμφωνο τελετής, στην Αμερική χρησιμοποιείται πολύ, στην Ευρώπη όχι και τόσο. Μπορείς να έρθεις σε εμάς και να συμφωνήσεις την τελετή σου μέσω ενός ερωτηματολογίου με 35 θέματα, να τα καταγράψεις και να μας τα αφήσεις. Παίρνεις ένα αντίγραφο εσύ, και ένα ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος σου. Με αυτόν τον τρόπο ούτε επιβαρύνονται οι συγγενείς για να αποπληρώσουν, ούτε υπάρχουν θολά σημεία. Μερικές από τις ερωτήσεις είναι αν θέλεις μακιγιάζ, ποιοι θέλεις να ειδοποιηθούν, πού θέλεις να γίνει η τελετή και με τι κόστος, αν θέλεις μουσική, τι θέλεις να παρέχεις στη δεξίωση, αν θέλεις γεύμα ή έναν απλό καφέ. Λόγω της οικονομικής κρίσης το επιλέγουν και για να ξέρουν ακριβώς τι θα στοιχίσει ώστε να αποταμιεύσουν τα χρήματα. Πέρα από το ότι θέλουν να κάνουν οι ίδιοι τις επιλογές τους πολλές φορές επιλέγουν το προσύμφωνο ώστε να μην επιβαρύνουν τα παιδιά τους, ο Έλληνας το έχει αυτό ως αίσθημα. Μπορεί να γίνει και πολύ συγκεκριμένο, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι του μακιγιάζ που μπορείς να ζητήσεις μέχρι και Botox που εφαρμόζεται σε νεκρούς, είναι μία καινούργια μέθοδος που κάνει το πρόσωπο πιο φυσικό. Προσπαθούμε να το εξελίξουμε όσο γίνεται.

Επίσης παρέχουμε τη δυνατότητα για live streaming – κάλυψη κηδείας για όσους έχουν συγγενείς στο εξωτερικό. Τους δίνουμε ένα link και μπαίνει και βλέπει την κηδεία σε ζωντανή μετάδοση. Κάνουμε διάφορα τέτοια, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν τα επιλέγει πολύ ο κόσμος, δεν είναι στην κουλτούρα μας. Θεωρώ πως σε μία πενταετία από τώρα θα είναι πιο διαδεδομένα. Προσπαθούμε να εξελισσόμαστε διαρκώς. Στον Οίκο Τελετών που μόλις ολοκληρώσαμε, μία έκταση 1.500 τ.μ., έχουμε μέχρι και ιατρείο, γιατί μπορεί κάποιος συγγενής λόγω της φόρτισης να χάσει τις αισθήσεις του”.

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο

Ο Φάνης Μπαμπούλας, που δεν ήταν στο γραφείο όταν φτάσαμε, μας διέκοψε για λίγο με την είσοδο του. Μας χαιρέτησε ευγενικά και αμέσως αποχώρησε. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω τον Κώστα να τον ακολουθεί. Αργότερα στις φωτογραφίες είδα πως είχε πάει στο δικό του γραφείο να διαβάσει εφημερίδες. Στο μεταξύ με τον Βασίλη μιλούσαμε για τις αποτεφρώσεις.

“Τις ξεκινήσαμε το 2006. Κατά την ταπεινή μου άποψη έχει γίνει λίγο υπερβολικό το όλο ζήτημα, καθώς δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα δικά μου στοιχεία δεν βλέπω να είναι μεγαλύτερο το ποσοστό από 1% των θανάτων ετησίως αυτών που επιλέγουν την αποτέφρωση. Πρέπει όμως να το αποδεχτούμε και να έχει ο καθένας το δικαίωμα της επιλογής του. Από τη στιγμή που συμβαίνει είναι κρίμα αυτά τα χρήματα να φεύγουν στο εξωτερικό, ας γίνει στην Ελλάδα, να μην ταλαιπωρείται και ο κόσμος.Από το 2007 το ακούμε, πως πολλοί Δήμοι ενδιαφέρονται. Αυτό που βλέπω είναι πως ο κόσμος δεν είναι ενάντια στη νεκρώσιμη ακολουθία, ο κόσμος είναι ενάντια στην ταφή. Τα κοιμητήρια στη χώρα μας δεν έχουν προσεχθεί, δίνεις αρκετά χρήματα και ο χώρος δεν είναι περιποιημένος, το περιβάλλον δεν είναι σωστό. Σε αυτό είναι ενάντια, οι περισσότεροι που επιλέγουν αποτέφρωση δεν το κάνουν για λόγους πεποίθησης για αυτό εξάλλου 9 στους 10 θέλουν και το μυστήριο της νεκρώσιμης ακολουθίας, την επιλέγουν για λόγους κατάστασης”.

Την επόμενη μέρα στη συνομιλία μου με τον Αντώνη Αλακιώτη, Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινωνίας Αποτέφρωσης που ιδρύθηκε το 1997, θα μου εξηγήσει πως δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το πόσοι Έλληνες μεταβαίνουν ετησίως στη Βουλγαρία για αποτέφρωση. Ο ίδιος τοποθετεί το ποσοστό στο 3,5 με 4%. Με 100.000 θανάτους ετησίους το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 3.500 με 4.000 αποτεφρώσεις, εκ των οποίων οι 500, σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Αλακιώτη προέρχονται από τη Β. Ελλάδα.Μου διευκρινίζει πως την επιλογή της αποτέφρωσης των νεκρών αποδέχεται ο Βουδισμός, ο Ινδουϊσμός και ο Ταοϊσμός ως βασική προϋπόθεση του τελετουργικού τους, καθώς και όλα τα χριστιανικά δόγματα, Καθολικοί-Ευαγγελιστές, Διαμαρτυρόμενοι, Ορθόδοξοι, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης αντίθετοι στην αποτέφρωση των νεκρών είναι ο Ζωροαστρισμός, οι Ορθόδοξοι Ιουδαίοι και οι Μουσουλμάνοι.

Επιστρέφοντας στην κουβέντα μου με τον Βασίλη, και κάνοντας του την ερώτηση για το τι θα επέλεγε ο ίδιος, είμαι από πριν βέβαιη για την απάντηση: “Αν τα κοιμητήρια λειτουργούσαν όπως τα βλέπουμε στην Ευρώπη, ή όπως τα βλέπουμε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις που δεν υπάρχει συνωστισμός, σίγουρα θα επέλεγα την ταφή. Τη νεκρώσιμη ακολουθία οπωσδήποτε. Αλλά ακόμα και με αυτή την κατάσταση πάλι την ταφή θα επέλεγα. Είναι σημαντικό το να μπορούν οι συγγενείς σου να έρθουν στο κοιμητήριο, είναι άλλη η επαφή. Βλέπω πάρα πολύ κόσμο να κάθεται στον τάφο του αγαπημένου του, είναι μια αίσθηση θαλπωρής να τον έχεις τον άλλον κοντά σου.Την τέφρα οι περισσότεροι δεν την παίρνουν σπίτι τους, επιλέγουν να την σκορπίσουν κάπου. Θάλασσα, βουνό, στον κήπο, έχουμε ακούσει διάφορες επιλογές.

Σχόλιο από την stand-up comedian, Κατερίνα Βρανά:

“Έχουμε έναν φόβο σαν λαός προς τον θάνατο και τις ασθένειες και νομίζω λειτουργούμε πολύ με την νοοτροπία ότι αν δεν το αναφέρεις, τότε δεν το προκαλείς. Είναι όπως στο Χάρι Πότερ που δεν λένε ποτέ τον Βόλντερμορτ με το όνομά του από φόβο, και εν τέλει αυτό του προσδίδει μία έξτρα αύρα φόβου και δέους. Γενικά θα έλεγα ότι σαν λαός την έχουμε μια δεισιδαιμονία, οπότε αυτό μας σταματάει απ’ το να εκφράσουμε ό,τι black humor έχουμε μέσα μας”.

Επιστρέφοντας στην κουβέντα μου με τον Βασίλη, και κάνοντας του την ερώτηση για το τι θα επέλεγε ο ίδιος, είμαι από πριν βέβαιη για την απάντηση: “Αν τα κοιμητήρια λειτουργούσαν όπως τα βλέπουμε στην Ευρώπη, ή όπως τα βλέπουμε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις που δεν υπάρχει συνωστισμός, σίγουρα θα επέλεγα την ταφή. Τη νεκρώσιμη ακολουθία οπωσδήποτε. Αλλά ακόμα και με αυτή την κατάσταση πάλι την ταφή θα επέλεγα. Είναι σημαντικό το να μπορούν οι συγγενείς σου να έρθουν στο κοιμητήριο, είναι άλλη η επαφή. Βλέπω πάρα πολύ κόσμο να κάθεται στον τάφο του αγαπημένου του, είναι μια αίσθηση θαλπωρής να τον έχεις τον άλλον κοντά σου.Την τέφρα οι περισσότεροι δεν την παίρνουν σπίτι τους, επιλέγουν να την σκορπίσουν κάπου. Θάλασσα, βουνό, στον κήπο, έχουμε ακούσει διάφορες επιλογές”.

“Μία φορά νοικιάσαμε ιστιοφόρο και τη σκορπίσαμε στο Αιγαίο, ήταν η επιθυμία ενός Γερμανού που ζούσε στην χώρα μας. Ως γραφείο κάνουμε ο,τιδήποτε μας ζητήσει ο πελάτης, εφόσον είναι στα μέτρα του δυνατού. Προσπαθούμε να εξειδικευτούμε πλήρως στη δουλειά μας και να καλύπτουμε όλες τις απαιτήσεις. Μου αρέσει πάρα πολύ η δουλειά μου και κυρίως οι απαιτητικοί πελάτες, είναι μία πρόκληση σε μια τόσο δύσκολη στιγμή να τον ικανοποιήσεις. Πελάτης μας είναι τόσο αυτός που έχει φύγει όσο και αυτός που έχει μείνει, όταν όμως υπάρχει αντιπαράθεση στις επιθυμίες τους συνήθως ακολουθείται η επιθυμία του νεκρού. Θεωρώ ότι η όλη πορεία βασίστηκε στο ότι αγαπάμε αυτό που κάνουμε. Το όνομά μας ήταν δίκοπο μαχαίρι, επειδή είναι πολύ χαρακτηριστικό αν έκανες λάθη θα στιγματιζόσουν στη μνήμη του άλλου και κανένας πελάτης δεν θα μας επέλεγε. Συνεπώς ήταν και δύσκολο στην πορεία των χρόνων να αποδείξεις πως δεν έγινες γνωστός λόγω του ονόματος”.

Στην έξοδο ήρθε να μας χαιρετίσει ο Φάνης Μπαμπούλας. Μιλήσαμε για λίγα λεπτά, -δεν είπαμε κάτι σημαντικό, συγκεκριμένα συζητήσαμε για πόσο πολλές γραβάτες έχει- καθώς όμως κατευθυνόμασταν με τον Κώστα προς το αυτοκίνητό και οι δύο γελούσαμε χωρίς συγκεκριμένο λόγο.

Η ζωή μετά

Όταν έφτασα σπίτι πλέον είχε νυχτώσει. Ανοίγοντας τον υπολογιστή η πρώτη είδηση που διάβασα ήταν για την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Πάτρας να προχωρήσει στην κατασκευή αποτεφρωτηρίου. Μέσα στις επόμενες μέρες πύκνωσαν για μία ακόμα φορά οι συζητήσεις, καθώς και οι αναμενόμενες διαμαρτυρίες από την πλευρά της εκκλησίας, για να ακολουθήσει στις 20 Φεβρουαρίου η ψήφιση του «παράλληλου προγράμματος» της κυβέρνησης, όπου μεταξύ άλλων δίνεται πλέον η δυνατότητα στους δήμους να λειτουργούν αποτεφρωτήρια νεκρών όχι μόνο σε εκτάσεις ιδιοκτησίας τους, αλλά και σε εκτάσεις που τους έχουν παραχωρηθεί. Επίσης, κάθε πρόσωπο θα μπορεί με δήλωσή του σε συμβολαιογράφο να ορίσει τον τόπο και τη μέθοδο ταφής του.

Μέσα από τις συζητήσεις μου με τους λειτουργούς κηδειών διαπίστωσα πως η επιλογή μετάβασης στη Βουλγαρία, πέρα από την προφανή δυσκολία και τα οικονομικά έξοδα που συνεπάγεται η μετακίνηση, φαίνεται να είναι μία σχετικά αυτοματοποιημένη διαδικασία. Παραμένει όμως μία επιλογή εκτός της χώρας μας και αυτό από μόνο του θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Ακόμα και αν η έμπρακτη άρνηση του μονοπωλίου της εκκλησίας είναι υπόθεση μίας μαχητικής μειοψηφίας, το ζήτημα του αποτεφρωτηρίου συμπυκνώνει πολλά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Αδράνειες θεσμικές και πολιτισμικές, συνήθειες, αλλά και πρακτικές που απαγορεύουν στην ουσία ένα βήμα που δεν θα αλλάξει τη ζωή όλων. Στην ουσία δεν θα αλλάξει τη ζωή κανενός. Θα επιτρέψει όμως σε κάποιους –πολλοί ή λίγοι είναι αδιάφορο- να έχουν έναν αξιοπρεπή θάνατο, όπως δηλαδή τον φαντάζονται.

Έβγαλα από την τσάντα μου το flyer με τις τεφροδόχους, τις κάρτες “Τελεταί από το 1997” και απάντησα από μέσα μου στην ίδια ερώτηση που είχα κάνει στους συνομιλητές μου σήμερα: Τι προτιμώ άραγε για τον εαυτό μου;

Το άρθρο δημοσιεύτηκε την 1η Μαρτίου 2016.