H Μαρία Παπαφωτίου δεν συμπάθησε ποτέ τους ρόλους της ωραίας
- 10 ΔΕΚ 2021
Αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, ό,τι πιο τρυφερό έχει να θυμάται από τα παιδικά της χρόνια το έχει ζήσει στο γραφικό χωριό της.
Εκεί, που παρουσίαζε αυτοσχέδια θεατρικά σκετσάκια. Εκεί, που μεγάλωσε τρώγοντας γουρουνόπουλα και πατσά. Εκεί, που σε δύο δεκαετίες και κάτι από τώρα θα ήθελε να επιστρέψει για να ζήσει πλέον μόνιμα ή σχεδόν μόνιμα – τον μισό χρόνο θα μένει στο Μουλάτσι και τον άλλο μισό στην Ικαρία.
Για όλα αυτά όμως θα μιλήσουμε αργότερα.
Η Μαρία Παπαφωτίου ανήκει στη νέα γενιά ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου. Μετρά περίπου έξι χρόνια επαγγελματικής διαδρομής στον χώρο και έγινε ευρέως γνωστή μέσα από τη συμμετοχή της στην παράσταση Ιστορία χωρίς όνομα σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, υποδυόμενη την Πηνελόπη Δέλτα.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνει ότι το επάγγελμα του ηθοποιού δεν το διαλέγεις, σε διαλέγει εκείνο. Ήταν μόλις 12 χρονών όταν κράτησε τον πρώτο θεατρικό της ρόλο: έπαιξε την Ελένη στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας σε σκηνοθεσία Βασίλη Μυριανθόπουλου στο Θέατρο της Λεοντείου στη Νέα Σμύρνη.
Τότε, ούτε που της περνούσε από το παιδικό της μυαλό ότι αυτό θα γινόταν μεγαλώνοντας το επάγγελμά της. Ακόμα και όταν ενηλικιώθηκε όμως, άλλο πράγμα ήθελε να γίνει, άλλο πράγμα σπούδασε.
Η υποκριτική μπήκε στη ζωή της με μία μικρή καθυστέρηση. Εξελίχθηκε όμως σε έναν μεγάλο έρωτα από τα δίχτυα του οποίου, όπως μου αναφέρει κάποια στιγμή προς το τέλος της συζήτησής μας, θα μπορούσε να ξεφύγει στο άμεσο μέλλον. «Στα σχέδια μου είναι κάποια στιγμή να αλλάξω επάγγελμα. Δε με τρομάζουν οι αλλαγές». Προς το παρόν όμως δηλώνει ταγμένη ψυχή τε και σώματι στην ηθοποιία.
Από το Πολυτεχνείο στο θέατρο
Ολοκληρώνοντας το σχολείο, η Μαρία Παπαφωτίου πέρασε στην σχολή που ήταν η πρώτη της επιλογή. Σπούδασε Μεταλλειολόγος Μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. «Ήμουν πολύ καλή στα μαθήματα της θετικής κατεύθυνσης και είχα μία αγάπη για να εξερευνώ ό,τι βρίσκεται κάτω από γη. Ίσως, γιατί η μητέρα μου εργαζόταν επί χρόνια στα Ελληνικά Πετρέλαια», θυμάται.
Μετά από εννέα χρόνια -η σχολή είναι πέντε- ατελείωτου διαβάσματος, πήρε το πτυχίο της αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα. «Όταν τελείωσα το Πολυτεχνείο, είπα “Χριστέ μου, δεν θέλω να μπω ξανά σε κανόνες, σε πρέπει, σε ακαδημαϊκότητες, σε διάβασμα για το διάβασμα. Θα κάνω πράγματα που θα είναι ελεύθερα, που θα προσφέρουν χαρά, που θα μου ανοίγουν το μυαλό.
Τότε, δύο φίλοι μου που ήταν ηθοποιοί στην ομάδα του σκηνοθέτη Νίκου Καραγέωργου (σήμερα είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου) studio ypo to 0 με παρότρυναν να δοκιμάσω τον χώρο της υποκριτικής τέχνης. Ο Νίκος έγινε λοιπόν ο δάσκαλός μου. Αν και δούλευε μόνο με ηθοποιούς που είχαν τελειώσει τη Δραματική Σχολή, με δέχθηκε στην ομάδα του». Εκείνη, μία ουρανοκατέβατη Πολυτεχνίτισσα.
Στα τέσσερα περίπου χρόνια που θήτευσε στο πλευρό του, εργάστηκε κάτι παραπάνω από σκληρά για να αποδείξει ότι αξίζει και ας μην είχε πτυχίο υποκριτικής.
«Γι’ αυτό έχω βιώσει απίστευτη καχυποψία, υπερβολικό αρνητισμό από τους ανθρώπους του χώρου. Θα καταλάβαινα και τις δύο αυτές αντιδράσεις αν ήμουν τεμπέλα, αν δεν υπήρχε από μεριάς μου εργατικότητα, δίψα για μάθηση και έρευνα. Πολλοί καλλιτέχνες με έβλεπαν τότε και έμεναν στο τυπικό του πράγματος, στην απουσία πτυχίου, όχι στην ουσία. Πλέον, τα τελευταία χρόνια όλο αυτό έχει ξεπεραστεί». Σταμάτησε να απασχολεί και την ίδια.
Ο επαγγελματικός ελιγμός που έκανε ήρθε κάπως φυσιολογικά, χωρίς ανακοινώσεις και βαρύγδουπες κουβέντες.
«Όπως δεν ανακοίνωσα ποτέ στον εαυτό μου ότι θα γίνω ηθοποιός, παρομοίως δεν το έκανα και στους γονείς μου και στους δικούς μου ανθρώπους. Αυτό που ξεκίνησα κάπως σαν χόμπι, όπως ο κλασικός χορός για παράδειγμα που έκανα ως παιδί και έφηβη και με τον οποίο συνεχίζω να ασχολούμαι μέχρι σήμερα, κατέληξε να γίνει σταδιακά, καθώς έτυχε να καταφέρω να βιοπορίζομαι από αυτό, το επάγγελμά μου».
Αν κάτι χρωστάει στις σπουδές της στο Πολυτεχνείο είναι ότι προπόνησαν το μυαλό της να δουλεύει σε υψηλές ταχύτητες. «Θεωρώ ότι με έκαναν λίγο πιο εύστροφη. Να είμαι διαρκώς σε εγρήγορση».
Στα έξι περίπου χρόνια που δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως ηθοποιός, η Μαρία Παπαφωτίου έχει συνεργαστεί με αξιόλογους σκηνοθέτες (Σταύρος Στάγκος, Γιάννης Βασιλειάδης, Δημήτρης Λάλος) σε μεγάλες και μικρές αθηναϊκές σκηνές (Από Μηχανής, Βρετάνια, Καρέζη, Μικρό Παλλάς, ΘΟΚ), έχει δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη στο Εθνικό Θέατρο, ενώ έχει κάνει και τηλεόραση. Έχει παίξει στην κυπριακή σειρά Τα πέντε κλειδιά και έχει κάνει ένα μίνι πέρασμα στην αναβίωση του Λόγω Τιμής.
Φέτος, μετά από ένα φορμαρισμένο καλοκαίρι όπου περιόδευσε ανά την Ελλάδα με την Ιστορία χωρίς όνομα, δοκιμάζεται και στα δύο. Συμμετέχει στη σειρά του Μανούσου Μανουσάκη, Κρίσιμες Στιγμές που προβάλλεται στην ΕΡΤ1 -υποδύεται την αντάρτισσα Φρόσω, που μάχεται στα βουνά κατά των Γερμανών κατακτητών- και ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει σε δύο θεατρικές παραστάσεις.
«Θέλω όπου παίζω, να παίζω εκτεθειμένα» μου λέει και της ζητάω διευκρινίσεις. «Τελευταία, οι ηθοποιοί τείνουμε να παίζουμε χωρίς να εκθέτουμε το συναίσθημά μας, να ακολουθούμε νόρμες, υπηρετώντας όλον αυτόν τον μεταμοντερνισμό που μας έχει λούσει. Αυτή η προσέγγιση δε μου ταιριάζει καθόλου. Εγώ θέλω να παίζω με το συναίσθημα μου έξω».
Από τον ασθενή του Μολιέρου, στους ρεμπέτες του Πειραιά
Η φετινή θεατρική χρονιά σηματοδοτεί για την Μαρία Παπαφωτίου δύο πρωτιές. Είναι η πρώτη φορά που θα παίξει σε κωμωδία, αλλά και η πρώτη που καλείται να υποδυθεί έναν κόντρα, εμφανισιακά τουλάχιστον, ρόλο.
Στο έργο του Μολιέρου Ο κατά φαντασίαν ασθενής που κάνει πρεμιέρα στις 10 Δεκεμβρίου από το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης στην Κεντρική Σκηνή στη Λαμία και θα κατηφορίσει από τον Φεβρουάριο στην Αθήνα στο Θέατρο Διάνα, ενσαρκώνει την Τουανέτ. Είναι η ευτραφής, κακότροπη και αστεία υπηρέτρια του Αργκάν (Θανάσης Τσαλταμπάσης), του κεντρικού ήρωα που είναι κατά φαντασίαν άρρωστος και πιστεύει ότι πάσχει από αναρίθμητες ασθένειες.
«Έχω αλλάξει από τη φωνή μου μέχρι το βλέμμα μου και την κινησιολογία μου για να την υποδυθώ. Είναι η πρώτη φορά και η εμπειρία είναι υπέροχη. Μόνο ενθουσιασμό νιώθω», αναφέρει. Τη ρωτώ πώς βιώνει όλο αυτό το θεατρικό τσαλάκωμα της ομολογουμένης πολύ όμορφης εικόνας της.
«Τους ρόλους της ωραίας ποτέ δεν τους συμπάθησα, ούτε στη σκηνή, ούτε και στη ζωή. Ξέρω ότι είμαι καλοφτιαγμένη, αλλά δε μεγάλωσα ποντάροντας σε αυτό. Βασικά, μεγάλωσα απορρίπτοντάς το. Ευτυχώς, που οι γονείς μου μού έλεγαν πάντα να εκπαιδεύω το μυαλό μου. Ίσως, γι΄ αυτό η εξωτερική ομορφιά ποτέ δε με συγκινούσε. Να φανταστείς και τον ρόλο της ωραίας όταν μου δίνουν, εγώ ψάχνω για ατέλειες, αλλιώς μου φαίνεται βαρετό», απαντά και κάπου εδώ βάζει για πρώτη φορά στη συζήτηση αυτό το χωριό με το παράξενο όνομα.
«Ξέρεις, κατάγομαι από το Μουλάτσι. Εκεί, τα κορίτσια μαθαίνουμε από μικρές να τρώμε αγριογούρουνο και πατσά, όχι να φτιασιδωνόμαστε», λέει και γελάει. «Μπορεί να γελάω και σε κάποιον άλλον όλα αυτά να ακούγονται μπούρδες, αλλά τα πιστεύω».
Πιστεύει επίσης ότι ο βασικότερος λόγος που κάνει αυτή τη δουλειά είναι για να παίζει σε κωμωδίες που η ιστορία τους ξετυλίγεται με φρενήρεις ρυθμούς και άφθονο γέλιο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του μολιερικού έργου. «Συνήθως παίζω σε έντονα δραματικά έργα και μου δίνουν αντίστοιχους ρόλους. Οπότε η χαρά μου είναι μεγάλη που θα ξεφύγω από το αναμενόμενο».
Την παράσταση σκηνοθετεί ο Κώστας Γάκης, με τον οποίο η Μαρία Παπαφωτίου συνεργάστηκε στην Ιστορία χωρίς όνομα. Αυτή όμως δεν ήταν η πρώτη τους σύμπραξη. «Γνωριστήκαμε τυχαία σε μία παράσταση στην οποία έπαιζα και ο Κώστας είχε έρθει να παρακολουθήσει. Εκείνος δε με γνώριζε, εγώ όμως τον θαύμαζα για τη δουλειά του. Ο τρόπος που κινείται στον χώρο της τέχνης του θεάτρου μου φαινόταν πάντα αξιοπρόσεκτα ευφυής.
Το 2017 λοιπόν φτιάξαμε τη δική μας θεατρική ομάδα, την Άναμμα ανεβάζοντας την παράσταση Από την Αντιγόνη στη Μήδεια». Όπως μου τονίζει, η συνεργασία τους έχει μακροημερεύσει όχι μέσω κάποιας συμφωνίας για συμπόρευση, αλλά μέσα από έναν ατελείωτο θαυμασμό του ενός για τον άλλον και την ανάγκη και των δύο για το μαζί.
Το επόμενο θεατρικό της βήμα θα είναι σε μία μουσικοθεατρική παράσταση που παρουσιάζεται με επιτυχία αυτή την περίοδο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο Μινόρε της Αυγής σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Στο δεύτερο ανέβασμα του έργου -αποτελεί την αναβίωση της θρυλικής τηλεοπτικής σειράς- με τη νέα χρόνια, θα υποδυθεί τον ρόλο που τώρα κρατά η συνάδελφός της, Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
«Θα είμαι η Σύλβια, μία πλούσια αριστοκράτισσα που βρίσκει τον αληθινό έρωτα, την ομορφιά μίας γνήσιας ζωής στα στέκια των ρεμπέτηδων του Πειραιά το 1939. Αυτή είναι μία εποχή που λατρεύω και ανυπομονώ να ταξιδέψω πίσω στον κόσμο της. Αν και δεν έχω ζήσει στον Πειραιά, τον γνωρίζω απέξω και ανακατωτά καθώς έβγαινα από παιδί με γονείς και φίλους και τον έχω συνδέσει με κάποιες από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου».
«Πώς ήσουν ως παιδί;», τη ρωτώ. «Τσαμπουκάς, αγύριστο κεφάλι», απαντά. Από 5 χρονών δεν άκουγε κανέναν, ούτε τους γονείς της, οι οποίοι παραδέχεται ότι πέρασαν πολύ δύσκολα μαζί της. Ανοίγει μόνη της μία παρένθεση σε αυτό το σημείο για να μου αναφέρει το εξής: «Από τη μία, αυτός ο τσαμπουκάς που έχω με έχει βάλει πολλές φορές σε μπελάδες, από την άλλη, όμως, πιστεύω ότι με έχει σώσει.
Το γεγονός ότι τσιτώνω εύκολα, υψώνω τη φωνή μου και γενικά αντιδρώ όχι μόνο όταν συμβαίνει σε μένα κάτι κακό, αλλά και στους γύρω μου, ίσως να με έχει γλιτώσει από τα χειρότερα σε ένα εν δυνάμει κακοποιητικό, θεατρικό περιβάλλον, στο οποίο έχω και εγώ βρεθεί κατά το παρελθόν. Ήταν άλλωστε τόσο σύνηθες στη δουλειά μας. Ελπίζω πλέον να μην είναι. Ο σεβασμός δεν έχει καμία σχέση με την υποτακτικότητα και καλλιτέχνες που καταπατούν ανθρώπους σωματικά, ψυχικά και ηθικά καμία θέση στο θέατρο».
Εκτός σκηνής και οθόνης
Τον συγκρουσιακό της χαρακτήρα έχει καταφέρει με τα χρόνια να τον λειάνει. «Όσο πιο κοντά βρίσκεσαι σε αυτό που αγαπά η ψυχή σου, τόσο λιγότερο σου γεννάται η τάση να συγκρουστείς. Γίνεσαι λιγότερο οξύθυμος και νευρικός. Τα τελευταία χρόνια είμαι πολύ καλά προσωπικά και επαγγελματικά, αισθάνομαι γεμάτη αγάπη και δημιουργικότητα».
Το να περνάει καλά εντός και εκτός δουλειάς μου τονίζει είναι πολύ πιο σημαντικό από το να προσπαθεί εναγωνίως να κερδίσει δόξα.
Όταν θέλει το μυαλό της να ξεφύγει από τα πάντα και τους πάντες, βγαίνει για τρέξιμο -μία συνήθεια που υιοθέτησε μέσα στην καραντίνα-, πηγαίνει για μπαλέτο, κάνει βόλτες στη φύση, συναντιέται με φίλους σε ταβέρνες, βλέπει σειρές. Αυστηρά και μόνο δικαστικές. «Ό,τι δικαστική σειρά υπάρχει στο Netflix την έχω δει. Είναι κάτι σαν εθισμός. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν στο Πολυτεχνείο μου είχε περάσει από το μυαλό να γίνω δικηγόρος».
Ενώ σε κάποια πράγματα της αρέσει η ρουτίνα, στα επαγγελματικά της ποτέ δε φοβήθηκε τις αλλαγές. Στα άμεσα σχέδιά της μάλιστα είναι να αλλάξει επάγγελμα. «Θα μπορούσα να με φανταστώ σε μερικά χρόνια από τώρα να εργάζομαι από το κομμάτι της θεατρικής παραγωγής μέχρι σε μία εργασία που να σχετίζεται με τη γη, τον αγροτικό τομέα».
Όπως επίσης φαντάζεται τον εαυτό της πριν τα 50 να έχει μετεγκατασταθεί από την Ηλιούπολη όπου ζει σήμερα με τον σύντροφό της και δύο γάτες στα δύο αγαπημένα της μέρη: το Μουλάτσι και την Ικαρία, το νησί καταγωγής του συντρόφου της.
«Δύσκολα ερωτεύομαι», μου απαντά όταν την ρωτώ αν έχει ζήσει ένα σαρωτικό πάθος όπως αυτόν που έζησε η Πηνελόπη Δέλτα, την οποία υποδύθηκε στην παράσταση Ιστορία χωρίς Όνομα.
«Αλλά όταν μου συμβεί και είναι ένας έρωτας αληθινός, αμοιβαίος, τότε αφήνομαι με όλες μου τις αισθήσεις. Έχω ερωτευθεί δύο φορές στη ζωή μου. Η δεύτερη φορά είναι με τον άνθρωπο που είμαι ακόμα μαζί. Πέρα από τις δυσκολίες, τα πάνω κάτω, και τις εντάσεις που μπορεί να έχει μια μακρόχρονη ιστορία έρωτα και αγάπης, στο τέλος της ημέρας νιώθω τύχη, ευτυχία που είμαι με τον μεγάλο μου έρωτα».
*** Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Frater & Soror στο Παγκράτι.