H μέρα που ο Σπύρος Παπαδόπουλος σνόμπαρε τον θάνατο
- 29 ΙΑΝ 2020
Μιλώντας τώρα μαζί του στο Θέατρο Κάππα στην Κυψέλη, κατάλαβα ότι άδικα θα είχα γίνει γραφικός εκείνο το απόγευμα, απλώς θα προκαλούσα μία αμήχανη στιγμή -κυρίως για μένα. Ό,τι και αν του έλεγα απ’ τους ‘Απαράδεκτους’, δεν θα το καταλάβαινε. Δεν θυμάται τίποτα απ’ τη σειρά, πραγματικά. Υπήρχαν στιγμές κατά τα 65 λεπτά της συνέντευξης που του είπα δικές του ατάκες, περιμένοντας ένα γέλιο επιδοκιμασίας -”που τα θυμάσαι ρε μπαγάσα”- αλλά εκείνος γέλασε σαν να τις άκουγε πρώτη φορά. Ή ακόμη καλύτερα για μένα, γέλασε σαν να ήταν δικές μου ατάκες.
Μακάρι να ήταν.
Η συζήτηση μας έκανε κύκλους γύρω απ’ το θέατρο, την τηλεόραση, τον θάνατο και τα παιδικά του χρόνια. Και πάντα κατέληγε στο ίδιο σημείο: στο θέατρο.
Με τι ήρθατε;
Με τη μηχανή.
Όταν κάποιος ακούει τόσο πολύ μουσική όπως εσείς, δεν του λείπει όταν οδηγεί μηχανή;
Όχι, καθόλου. Εγώ πάνω στη μηχανή κάνω όλες μου τις δουλειές (σ.σ. δείχνει το μυαλό του). Σκέφτομαι πράγματα γύρω απ’ τη δουλειά μου. Είναι σαν να είναι το γραφείο μου, ειδικά αν έχω μεγάλες αποστάσεις.
Είναι αλήθεια ότι μια φορά μπήκατε με το κράνος μέσα σε αυτοκίνητο;
Ναι, ναι, στο δικό μου. Είχα μια παλιά Μερσεντές αντίκα, την είχα πάρει από έναν φίλο και την είχα πάει κάπου να τη φτιάξουνε. Και μετά πήγα με τη μηχανή, να την πάρω να την πάω σπίτι. Τη γυρνάω σπίτι και μετά πήρα κι ένα ταξί να γυρίσω στο συνεργείο να πάρω και τη μηχανή. Μεσημέρι, καλοκαίρι ήτανε. Οπότε κατέβηκα απ’ το σπίτι μου και μπήκα με το κράνος μέσα στο ταξί. Με κοιτάγανε όλοι. Κάποια στιγμή μου λέει ένας περαστικός “φίλε, για αγώνες πας;”. Και εκεί κατάλαβα.
Ισχύει ότι κάποιες φορές πηγαίνατε στα γυρίσματα των ‘Απαράδεκτων’ απευθείας μετά από ξενύχτι με τον Μπονάτσο;
Έχει συμβεί αρκετές φορές. Ουκ ολίγες…
Θα μου πείτε καμιά ιστορία;
Δεν λέγονται αυτά (σ.σ. γέλια). Φεύγαμε απ’ το γύρισμα, να πάμε στο σπίτι του, έμενε κάπου εδώ στο κέντρο, στην Πλάκα νομίζω, να φάμε λίγο, να ξεκουραστούμε, να κάνουμε κάνα μπάνιο και να βγούμε.
Και πού πηγαίνατε;
Σε μαγαζιά, σε κλαμπ. Παντού. Μιλάμε για κραιπάλη τότε, μεγάλη κραιπάλη.
Περιοχή;
Παντού, παντού. Εγώ δεν ασχολιόμουνα, δεν είμαι των μαγαζιών, δεν έχω ιδέα. Οπότε με έπαιρνε αυτός. “Σήμερα λέω να πάμε εκεί”. Ένα διάστημα θυμάμαι πηγαίναμε κολλητά στον Ρόκκο, ήταν σε κάποιο υπόγειο δεν θυμάμαι που έπαιζε, μόλις είχε βγάλει το ‘Καραμελένια μου’. Μου άρεσε πολύ και τον έβαζα και το ‘παιζε ξανά και ξανά. Και μετά μόλις τελείωνε, φεύγαμε και με τον Ρόκκο παρέα και πηγαίναμε και πίναμε σε μπαρ και τέτοια.
Υπάρχει κάποιο επεισόδιο που να βλέπετε τις σκηνές σήμερα και να λέτε “πού να ήξερες τι hangover είχα εκείνη τη μέρα;”. Ποια σκηνή να ψάξει κάποιος για να σας δει ξενυχτισμένο;
Πού να θυμάμαι, εδώ δεν θυμάμαι τι έγινε χτες. Έχω και πρόβλημα στο συγκεκριμένο θέμα, στη μνήμη. Γελάει ο κόσμος. Κι επειδή γενικώς είμαι πολύ αφηρημένος, θυμάμαι μόνο μια χοντράδα που είχα κάνει και η οποία δεν έχει σχέση με τις κραιπάλες. Έχουμε γυρίσει τη μισή σκηνή, όπου χτυπάω εγώ την πόρτα για να μου ανοίξει η Δήμητρα να μπω μέσα και κάνουμε ένα break αμέσως πριν γυρίσουμε τη σκηνή που μπαίνω μέσα. Και στο break πάω στην κομμώτρια και της λέω “πάρ’ τα μου λίγο τα μαλλιά”. Και όσο με κουρεύει αφαιρούμαι τελείως εγώ, ταξιδεύω, δεν κοιτάω καν στον καθρέφτη. Και αρχίζει αυτή και μου τα κάνει τα μαλλιά κοντά ενώ ήταν μέχρι τον ώμο μου. Με βλέπω κοντοκουρεμένο και λέω “τώρα τι κάνουμε;”.
Δεν γινόταν όμως να σωθεί κάτι. Και βλέπουμε αυτό που χτυπάω την πόρτα με μακριά μαλλιά και όταν μπαίνω μέσα στο διαμέρισμα τα έχω κοντά. Και λέμε “Απαράδεκτοι ήταν, δεν γαμιέται, άστο, απαράδεκτο είναι κι αυτό” (γέλια).
Από τους guest stars ποιον ξεχωρίζετε;
Ε, με τον Μουστάκα είχαμε τρελαθεί όλοι. Εγώ τον αγαπούσα και πολύ τον Σωτήρη. Εκεί τον γνώρισα, δεν τον ήξερα από πριν αλλά τον αγαπούσα πολύ σαν ηθοποιό. Και μετά κολλήσαμε.
Κάνατε παρέα;
Παρέα όχι, αλλά ήμασταν πολύ κοντά για διάφορα θέματα δύσκολα που περνούσε. Ήμουνα δίπλα του.
Του κάνω μία σειρά από ερωτήσεις για ‘Απαράδεκτους’ και δεν θυμάται τίποτα. Ούτε για τον Τζούμα ως ‘Κωνσταντάν’, ούτε για τον Κοντογιαννίδη ως ‘Θεό’, ούτε για το γιαουρτάκι που έφαγε στο πρόσωπο στο επεισόδιο με την κατάληψη. “Έπαιζε ο Ζαραλίκος εκεί;”, μου λέει. “Αλήθεια; Ούτε που το θυμάμαι”.
Απογοητευμένος, οφείλω να ρωτήσω:
Τα έχετε αφήσει πολύ πίσω δηλαδή, δεν τα έχετε ξαναδεί;
Δεν τα έχω ξαναδεί και δεν τα είχα δει ούτε τότε, ποτέ, ούτε ένα πλάνο. Και η Δήμητρα, επειδή με έβριζε, “και δεν ντρέπεσαι καθόλου ρε” και μια μέρα μου ‘βαλε στο σπίτι της μερικά επεισόδια και είδα.
Οπότε να μη ρωτήσω καν για το ΚΟΛΑΝ.
Το ΚΟΛΑΝ είναι το κόμμα;
Ναι. Ήθελα να ρωτήσω αν τότε τον βλέπατε τον Λεβέντη στην τηλεόραση.
Ναι, ναι, τον βλέπαμε. Στης Δήμητρας μαζευόμασταν και τα βλέπαμε.
Ποιοι;
Η τετράς.
Βλέπατε δηλαδή ότι κλείνουν το κανάλι 69, κλείνουν και τον τάφο τους;
Μας έλεγε η Δήμητρα “ρε παιδί μου, λέω να κάνω αυτό, κοιτάξτε εδώ, ρίξτε μια ματιά”. Εμείς δεν βλέπαμε τηλεόραση, γενικά εγώ δεν έχω δει ποτέ τηλεόραση. Βλέπω μόνο μπάλα και καμιά ταινία. Για το συγκεκριμένο θυμάμαι που μας έβαλε ένα στιγμιότυπο που πρέπει να το είχε βιντεοσκοπήσει μάλλον, όπου ήταν ένας στο τηλέφωνο -αυτόν δεν τον ξεχνάω- που του έλεγε συνέχεια του Λεβέντη “έχεις δίκιο Πρόεδρε, έχεις δίκιο Πρόεδρε, είσαι μεγάλος, έτσι μου λέει και ο Ηρακλής. Ναι, ναι πρόεδρε, έχεις δίκιο, γιατί και ο Ηρακλής αυτό… και ο Ηρακλής το άλλο και ο Ηρακλής, ο Ηρακλής…”, και κάποια στιγμή του λέει ο Λεβέντης “ποιος είναι ο Ηρακλής;”, και του λέει “Ο ΠΟΥΤΣΟΣ ΜΟΥ Ο ΜΕΡΑΚΛΗΣ”. Ε και κλαίγαμε, καταλαβαίνεις. Αρχίζει αυτός μετά “άστο διάολο, εγκάθετοι του ΠΑΣΟΚ” και κάτι τέτοια.
Μια άλλη ιστορία πάντως που θυμάμαι -έτσι, για να σε αποζημιώσω κάπως- είναι ότι σε ένα επεισόδιο παρίστανα τον άρρωστο και έπρεπε να πάρω ένα χάπι. Και επειδή δεν βρίσκαμε, μου λέει ένας απ’ τους τεχνικούς “πάρε αυτό” και επειδή ήξερε ότι ήμουν αφηρημένος, μου λέει “μην το καταπιείς όντως, Σπύρο. Είναι για τον σκύλο μου”. Του λέω “ναι ρε”, “να κάνε λίγο έτσι το χέρι να φανεί στην κάμερα το χάπι”, μου λέει “αλλά μην το πιεις, πρόσεχε”. Εγώ βέβαια το ξέχασα και το ήπια. Κλαίγανε όλοι.
Μπορεί να μη θυμάστε το ‘Φρηκ Άουτ’, το επεισόδιο με την κατάληψη, αλλά θέλω να το συνδέσω λίγο με το σήμερα: πώς βλέπετε αυτές τις επιχειρήσεις της αστυνομίας εναντίον των καταλήψεων;
Τις επιχειρήσεις της αστυνομίας σπάνια μπορεί να τις δει κάποιος με θετικό μάτι. Ακόμα κι αν, πες ότι κάποια στιγμή γίνονται υπερβολές από τα παιδιά -με τα οποία σε πολλά δεν συμφωνώ γιατί είναι πάρα πολλοί πια που δεν είναι αναρχικοί. Παλιά ήξερα πολλούς, τώρα γνωρίζω ελάχιστους, οι οποίοι μάλιστα απέχουν κιόλας γιατί νιώθουν ότι δεν τους εκφράζει όλο αυτό το μπάχαλο.
Ωστόσο είναι νέα παιδιά που έχουνε θυμό, έχουνε ‘εγώ’, έχουνε… ό,τι θέλεις έχουνε, και δικαιούνται να το έχουνε! Και λες ρε μάγκα “όλη σου αυτήν τη μεθοδικότητα, την οργάνωση και την επιθετικότητα, εδώ βρήκες να την εξαντλήσεις;”. Δηλαδή αυτό μας πειράζει τώρα; Οι δέκα καταλήψεις που κάνουν τα παιδιά; Αυτό είναι το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας μας -πολιτικά, κοινωνικά. Μιλάμε έχετε εξευτελίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι από αυτήν τη μαλακία της Κρίσης, αυτοκτονούνε… Έχω δει γέροντα να κλαίει γιατί πήγε στο ATM και δεν είχε λεφτά μέσα στον λογαριασμό του να βγάλει. Περιγράφω όλο αυτό που ζούμε, έτσι; Και εσένα το πρόβλημά σου είναι αυτό; Οι καταλήψεις;
Σινεμά
Έψαχνα τις ταινίες που έχετε παίξει, είναι λίγες. Έχετε πει ότι αυτό το έχετε επιλέξει, ότι έχετε πει πολλές φορές “όχι”.
Ναι, αλλά όχι επειδή είμαι δύσκολος, επειδή δεν καταλάβαινα το σενάριο. Δεν έφτανα καν στο σημείο να μη μ’ αρέσει (γέλια). Ας το καταλάβαινα και ας μη μου άρεσε.
Θυμάστε κάποια ταινία στην οποία είπατε “όχι”;
Δεν έχει σημασία τώρα. Θυμάμαι πάντως ότι μου έρχονταν συνέχεια σενάρια με μια χαρά περίληψη απ’ έξω, η οποία έλεγε ότι αυτός ας πούμε είναι ένας ζωγράφος ο οποίος ερωτεύεται το μοντέλο του κτλ… Και διάβαζα μέσα και δεν έβλεπα τίποτα από όλα αυτά. Χάζευε αυτός 20 λεπτά απ’ το τζάμι, πέρναγε απ’ έξω ένας πιτσιρικάς γυμνός με μια καπαρντίνα και απ’ το βάθος ο αέρας σήκωνε κάτι εφημερίδες (γέλια)…
Έχετε παίξει όμως στο ‘Πεθαίνοντας στην Αθήνα’ του Παναγιωτόπουλου. Γιατί σε εκείνον είπατε “ναι”;
Ο Νίκος μου ‘χε πει κάμποσες φορές και του ‘λεγα όλο “όχι”, και τέλος πάντων, μια μέρα τον είδα στον δρόμο, Θεός σχωρέστονε, και του λέω “γιατί δεν έρχεσαι στο θέατρο;”, και μου απαντάει “δεν πάω εγώ στο θέατρο, τι να κάνω εκεί, δεν μ’ αρέσει, μόνο κινηματογράφος”.
Τι παίζατε τότε, θυμάστε;
Έπαιζα ένα γαλλικό που λεγότανε ‘Το μαγαζάκι της γωνίας’, πολύ ωραίο έργο. Και του λέω για πλάκα “άμα δεν πας εσύ στο θέατρο, δεν πάω και εγώ στο σινεμά”. Και τελικά με πήρε τηλέφωνο “ε ρε πούστη, για πρώτη φορά θα πάω θέατρο”, μου λέει… Και ήρθε. Ε, μετά βγήκαμε, τα είπαμε, γουσταριστήκαμε πάρα πολύ. Σκέψου ότι εκείνος είπε ότι “εγώ δεν έχω ξανασυνεργαστεί με τέτοιον τύπο”, τα βρήκαμε πολύ και στο σετ και εκτός σετ. Ήταν υπέροχος άνθρωπος.
Αλλά είχε αυτό ο Νίκος: κάποτε προσπάθησα να του πω “ρε Νίκο, στο σενάριο -ο ίδιος το έγραφε- αυτό που κάναμε μόλις δεν δένει με το παρακάτω, έχω μια ιδέα” και μου λέει “ρε παιδί μου η ιδέα σου σωστή είναι, αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει να δένει. Εγώ κάθε σκηνή τη βλέπω σαν ταινία. Άμα σήμερα έχω μία πολύ μικρή σκηνούλα και τη γυρίσω ωραία και την ευχαριστηθώ, είναι σαν να ‘κανα μία ταινία. Δεν με ενδιαφέρει εμένα τι λέει ο κόσμος, ούτε αν κατάλαβε ή δεν κατάλαβε”… Και μάλιστα, το πολύ ωραίο αστείο που μου ‘λεγε συνέχεια όταν πρόσθετα εγώ κάτι ήταν “Σπύρο, θα κάνουμε καμιά επιτυχία και θα μπλέξουμε”. (γέλια)
Τόσο πολύ; Πάντως οι ‘Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας’ που είχε κάνει, ήταν επιτυχία. Δεν ξέρω βέβαια αν είχε πουλήσει.
Δεν είχε πουλήσει, όχι. Αλλά θεωρήθηκε μεγάλη. Αυτό τον ένοιαζε τον Νίκο. Να αφήσει μία ταινία που να θεωρείται μεγάλη.
Ποια πιστεύετε ήταν η μεγαλύτερη ταινία του;
Νομίζω οι ‘Τεμπέληδες’.
Μου θυμίζετε πολύ χαρακτήρα σε ταινία του Τσιώλη και μου κάνει εντύπωση που δεν έχετε παίξει σε κάποια.
Ναι, περίεργο και μ’ αρέσει ο Τσιώλης. Ποτέ πάντως δεν βρεθήκαμε, ποτέ δεν μου πρότεινε. Ωραίος σκηνοθέτης.
Σειρές
Γιατί έχετε δέκα χρόνια να παίξετε σε σειρά;
Μωρέ, είναι δύο οι βασικοί λόγοι. Ο ένας είναι ότι βρήκαν ευκαιρία με την κρίση και την εκμεταλλευτήκανε όσο δεν πάει οι διάφοροι “αετονύχηδες” που είναι στα κανάλια και άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα άσχημα πράγματα. Να σου πω ένα απλό για να καταλάβεις: ένα επεισόδιο που κάποτε το κάνανε σε τρεις τέσσερις ημέρες, τώρα το κάνουνε σε μια μέρα. “Έλα έλα, καλό είναι, προχώρα τώρα, να πάμε παρακάτω…”. Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω έτσι… Είμαι και νευρικός, τα γκρεμίζω όλα και φεύγω. Αυτό είναι το ένα.
Το άλλο είναι ότι δεν μου έχουνε έρθει και τίποτα καλά πράγματα. Ένα καλό βέβαια μου ήρθε φέτος, μου είπανε να παίξω στις ‘Άγριες Μέλισσες’.
Και είπατε “όχι”;
Ναι, γιατί ήταν αντικειμενικό το πρόβλημα. Δευτέρα, Τρίτη γράφω εκπομπές, Τετάρτη μέχρι Κυριακή είμαι στο θέατρο. Λέω “βγάλε μου πρόγραμμα εσύ αν μπορείς και εγώ θα ρθω. Θα με θες νυχτερινό. Πότε θα ‘ρθω νυχτερινό που τα κάνουνε όλοι Δευτέρα, Τρίτη; Και θα μπορώ να είμαι κάθε μέρα ας πούμε 9 το πρωί στο γύρισμα, και στις 7 να είμαι στο θέατρο και να παίζω;”… Αντέχω, δεν μασάω εγώ από κούραση, αλλά ούτε να διαβάσω δεν θα είχα χρόνο και μου λέει “έχεις δίκιο”. Μου είχε στείλει το κείμενο και μου άρεσε πολύ, αλλά τη σειρά δεν την έχω δει βέβαια, δεν βλέπω τηλεόραση όπως σου είπα. Βλέπω όμως τον κόσμο ότι είναι ενθουσιασμένος, άρα μάλλον καλά θα το κάνανε.
Υπάρχει κάποια σειρά που κάνατε μόνο για τα λεφτά;
Όχι, αλλά σειρά που δεν ήθελα και την έκανα μόνο και μόνο γιατί ντράπηκα να πω “όχι” στον άνθρωπο που μου την πρότεινε, υπάρχει. Το μόνο που έχω κάνει αποκλειστικά για τα λεφτά, ήτανε αυτό το παιχνίδι, το ‘Κόντρα Πλακέ’. Έκανε τότε τις ‘Κόντρες’ ο Βλάσης…
…θέλω να ρωτήσω κάτι πάνω σε αυτό. Τον πείραξε τον Μπονάτσο το γεγονός ότι ουσιαστικά πήγατε εσείς να κάνετε τη δικιά του εκπομπή;
Όχι ρε, δεν είχαμε τέτοια εμείς (γελάει). Ο Βλάσης είχε αρχίσει κάτι άλλο να κάνει και έρχονται απ’ το Mega και μου λένε “επειδή έχουμε πληρώσει για δύο μήνες ακόμα τα δικαιώματα στους έξω, μπορείς να μας τα κάνεις εσύ τα επεισόδια γιατί ο Βλάσης βρήκε κάτι άλλο;”. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω, απλώς την προηγούμενη ημέρα επειδή μου ‘χε έρθει μία εφορία και δεν ήξερα που να κρυφτώ, και δεν τα είχα τα λεφτά να πληρώσω, και τους λέω “μάγκες; Για δυο μήνες είπατε; Ωραία. Άμα μου δώσετε τα λεφτά που λέει αυτό το χαρτί, το κάνω”. Και μου λένε στα δίνουμε -και ήτανε και πολλά. Ε και μετά αφού πήγε καλά, το κρατήσαμε άλλα δύο χρόνια.
Ο Γιαννόπουλος μου είχε πει για τον Μπονάτσο ότι ήταν πολύ καλός άνθρωπος, και “σκορποχώρι” με τα λεφτά, με την έννοια ότι “έβλεπες ένα μπουφάν, σου άρεσε και σου έλεγε ‘πάρτο ρε. Να πάρε από μένα λεφτά'”.
Τέτοιος ήταν ο Βλάσης, έτσι ήταν, απλά δεν ήταν μόνο αυτό για μας που τον ξέραμε καλά, ειδικά για μένα και τη Δήμητρα που ‘μασταν κάπως πιο κοντά του. Ο Βλάσης, πέρα απ’ τον χαβαλέ και την πλάκα που έκανε όλη μέρα, ήταν κι ένα τρομερά ευαίσθητο παιδί, πολύ τρυφερό, γι’ αυτό ίσως και έκανε αυτά τα πράγματα. Είχε σαν άμυνα αυτό το (σ.σ. τον μιμείται) ΑΑΑΑ ΟΥΟΥ, ΑΑΑ ΟΥΥΥ… Μια μέρα κάπου ήμασταν, για καφέ δεν θυμάμαι, και όπως πήγαινε ως το περίπτερο, τον συναντάει ένας και του λέει “ρε Βλάση μπορώ να σου πω κάτι;”. Λέει αυτός “ναι”. “Ο Μπέζος και ο Σπύρος μ’ αρέσουνε, εσύ δεν μου πολυαρέσεις”. Και του λέει “ΑΦΟΥ ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟΓΟΥΣΤΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ” (γέλια).
Δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν τον ένοιαζε τίποτα… Στην πραγματικότητα όμως, αυτό το πράγμα ήτανε μια άμυνα. Ήταν πολύ τρυφερό παιδί. Γι’ αυτό βοηθούσε συνέχεια και έδινε.
Απ’ την άλλη, πολύ καλά λόγια για σας είχε πει ο Σπυριδάκης λίγο πριν πεθάνει. Είχε πει ότι παρά το γεγονός πως γνωριζόσασταν λίγο, ότι όσο ήταν στο νοσοκομείο, ξενυχτούσατε από πάνω του, σε μια καρέκλα.
(σ. σ. διστάζει λίγο) Ναι.
Θέλετε να το συζητήσετε;
Όντως γνωριζόμασταν ελάχιστα. Κοίτα εγώ δεν κάνω στο θέατρο αυτό που λένε “επίσημες πρεμιέρες”, να καλώ επισήμους ή δημοσιογράφους κι αυτά. Κάνω εδώ και χρόνια μια βραδιά μόνο για ηθοποιούς. Αυστηρά. Θέλω να με βλέπουνε οι συνάδελφοί μου και μετά να βάζουμε φαγητά, ποτά κτλ, και να καθόμαστε μέχρι το πρωί και να μιλάμε. Έτσι κι αλλιώς παίζουμε τις ίδιες μέρες, τις ίδιες ώρες, δεν βλεπόμαστε και ποτέ… Ευκαιρία είναι να τα πούμε.
Οπότε έχουμε καλέσει και τον Σπυριδάκη με τον οποίο είχαμε μία σχέση, ένα “γεια, τι γίνεται;”. Και θυμάμαι ότι σε εκείνο εκεί το τραπέζι καθόταν η κοπέλα που έπαιρνε τηλέφωνα για να επιβεβαιώσει αν θα έρθουν οι καλεσμένοι και την ακούω να λέει “ααα λυπάμαι πολύ, κύριε Σπυριδάκη, ευχαριστούμε”. Της λέω “τι έγινε και λυπάσαι;”, μου κάνει “ήθελε πολύ να ‘ρθει γιατί σε γουστάρει αλλά είναι άρρωστος και ίσως να είναι και αρκετά άρρωστος. Έτσι μου ‘πε”. Τον παίρνω τηλέφωνο του λέω “τι είναι ρε φίλε;”. Μου λέει “ε, έβγαλα μια μαλακία μωρέ, ξέρω γω, και πήγα τώρα για κάτι εξετάσεις και μου λένε πρέπει να το δούμε γιατί μπορεί να ‘ναι και τίποτα περίεργο”. Και αρχίζω και τον παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο, και κάποια στιγμή βγαίνει ότι έχει καρκινάρα κι άρχισα κι εγώ να τρέχω μαζί του. Αλλά μου βγήκε έτσι, δεν ξέρω…
Ήταν και τρομερό άτομο ο Τάκης. Τρομερό.
Καρκίνος
Για τη δική σας αντίστοιχη περιπέτεια με τον καρκίνο μιλάτε πολύ άνετα. Μου κάνει εντύπωση που λέτε ότι δεν φοβηθήκατε καθόλου.
Όχι, δεν φοβήθηκα.
Γιατί; Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο;
Μπα, τι να υπάρχει μετά; Τίποτα δεν υπάρχει. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει.
Δεν πιστεύετε στον Θεό;
Όχι.
Σκεφτόμουν ότι για να μη φοβάται κάποιος τον θάνατο, είτε πιστεύει ότι υπάρχει κάτι μετά και λέει “εντάξει, θα πάω εκεί” ή είναι λίγο της φιλοσοφίας, πώς ό, τι υπάρχει είναι αυτό που ζούμε τώρα.
Ακριβώς αυτό. Ότι άμα πεθάνεις δεν καταλαβαίνεις ότι πέθανες. Και όταν είσαι ζωντανός, είσαι ζωντανός. Είναι η άποψή μου τέτοια γιατί έχω και δυο τρία πολύ σοβαρά -τουλάχιστον φαινομενικά- ατυχήματα με τη μηχανή που έχω περάσει. Σε δύο απ’ αυτά ήμουν σίγουρος ότι “τελειώνω”. Και ήμουν απολύτως ψύχραιμος, έλεγα ‘ωραία, μέχρι εδώ ήτανε”… Για να τύχει τώρα το άλλο το μαλακισμένο να βουτήξει το τζιπ του μπαμπά του κρυφά τη νύχτα, να περάσει το κόκκινο και να πέσει πάνω μου εκείνη την ώρα που ήμουνα στη Βουλιαγμένης, και να με πετάξει κάτω, λέω “ε, αυτό ήτανε’.
Δεν φοβήθηκα ούτε τότε που μου είπανε ότι άμα έχει περάσει και στα άλλα όργανα ο καρκίνος, έχεις τρεις μήνες ζωή. Θυμάμαι πήρα τον γιο μου τηλέφωνο, του λέω “κοίταξε να δεις, μέχρι εδώ, καλά ήμασταν, αυτό”… Τελικά τη γλιτώσαμε. Αλλά δεν τραβάω κάνα ζόρι. Και τελικά απ’ ό,τι μου παν οι γιατροί, το γεγονός ότι πήγα τόσο καλά, σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν και σ’ αυτήν τη συμπεριφορά. Στην αρχή ούτε αυτοί με πιστεύανε, μου λέγανε “νομίζαμε ότι το παίζεις ρε”, και μετά όταν με γνωρίσανε μέσα στο νοσοκομείο, είδανε και αυτοί ότι όντως δεν φοβόμουνα. Έλεγα “ο καρκίνος τη δουλειά του, κι εγώ τη δικιά μου. Εγώ έχω δουλειές. Δεν με χέζετε τώρα, τι μαλακίες είναι αυτές;”.
Δεν του ‘δωσα σημασία. Τον σνόμπαρα.
Τελικά στο Πολυτεχνείο μπήκατε για να ρίξετε τη Φώφη; (σ.σ. πάλι δεν θυμάται την ατάκα απ’ τους ‘Απαράδεκτους’. Απογοήτευση). Είχα δει ένα βίντεο πριν κάνα χρόνο που λέγατε ότι όντως ήσασταν στο Πολυτεχνείο.
Απ’ έξω ήμουνα, ναι. Είχαμε φροντιστήριο εκεί στην Ακαδημίας, μάθαμε τι γίνεται, και με ό, τι χαρτζιλίκι είχαμε -εμείς τότε δεν είχαμε να φάμε βέβαια, αλλά μαζέψαμε κάτι ψιλά, πήραμε κάτι τσιγάρα κτλ- και πήγαμε και τους τα πετάξαμε. Απλώς κάποια στιγμή έγινε ένα ντου απ’ τους μπάτσους, μας κυνηγήσανε, φάγαμε και κάτι ψιλές, και μετά εγώ βρέθηκα κάπου στην Πανεπιστημίου θυμάμαι… Αυτό που θα σου πω τώρα βέβαια είναι τόσο τρελή σύμπτωση που άμα το βάλεις σε ταινία θα σου πούνε “είσαι βλαμμένος παιδί μου;”. Βρέθηκα, λοιπόν, στην Πανεπιστημίου, και έτσι όπως τρέχαμε με προλάβανε, και με βάλανε κάτω δυο τρεις και με δείρανε με τα γκλομπ. Έφυγαν και με αφήσανε εκεί αιμόφυρτο.
Στο φροντιστήριο πήγαινα με έναν φίλο μου από την Καλλιθέα και επειδή έχουν ακούσει στην περιοχή μας ότι κάτι γίνεται στην Αθήνα, ξεκινάει ο πατέρας του να έρθει να τον βρει. Αφήνει το αυτοκίνητο στο Σύνταγμα, κατεβαίνει με τα πόδια, φτάνει στην Πανεπιστήμιου, βλέπει κάτι αίματα γύρω από έναν πεσμένο, πλησιάζει και βλέπει ότι είμαι εγώ. Ούτε μία στο δισεκατομμύριο δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Και με πήρε και με πήγε στο σπίτι.
Στην Υγειά μας
Έχετε ένα μικρό δωματιάκι στο σπίτι σας που μένει ο Μπάσης;
Ο Μπάσης;;; (γελάει)
Ποιος πιστεύετε έχει το ρεκόρ εμφανίσεων στην εκπομπή σας; Στάνταρ είναι εκείνος.
Μέχρι ένα σημείο ήταν η Γλυκερία, αλλά όχι, ψέματα, η Γλυκερία είχε γίνει κάτι σαν θεσμός για τα εορταστικά. Μπορεί να είναι ο Μπάσης. Έως ένα σημείο ήταν και ο Μακεδόνας. Μετά όταν άρχισε με τα αεροπλάνα να πετάει, να φεύγει, ε μάλλον έχεις δίκιο, είναι ο Μπάσης.
Υπάρχει κάποια φορά που έχει φύγει κάποιος από την εκπομπή με ταξί και όχι με το δικό του αμάξι;
Ναι, βέβαια.
Επειδή είχε πιει.
Ναι, ναι. Φύγανε άνθρωποι στα τέσσερα, όχι αστεία…
Κάποιος που θα έρθει να δει την εκπομπή από κοντά, θα την απομυθοποιήσει;
Όχι, αντιθέτως. Μου λέγανε τα πρώτα χρόνια “δεν πιστεύαμε ότι περνάγατε τόσο καλά, πραγματικά. Λέγαμε κάτι άλλο γίνεται, δεν παίζει να ξεχνάτε τις κάμερες και να γλεντάτε”. Από κοντά τους φαίνεται πιο καλό, γιατί είδανε και οι ίδιοι πώς μπορούν να ξεχαστούν.
Δεν φοβάστε ότι τόσα χρόνια με την ίδια εκπομπή, ότι μπορεί να τυποποιηθήκατε λίγο; Σας βλέπουμε να κάνετε κάθε Σάββατο το ίδιο…
Κοίταξε, να στο πω αλλιώς. Την πρώτη χρονιά όταν τελείωσε η εκπομπή και μου λένε “να ανανεώσουμε για δεύτερη”, λέω “δεν υπάρχει περίπτωση. Να ξαναβρώ εγώ τόσα θέματα, τόσες ιδέες;”. Μετά πείστηκα και κατάλαβα το εξής: εμένα μου άρεσε ο Τσιτσάνης, έτσι; Και πήγαινα στο Σκοπευτήριο να τον δω. Ε, δεν πας μια φορά, και λες “α, πήγα εκεί πέρα, δεν ξαναπάω”. Δεν είναι σαν μια ταινία που λες “την είδα, δεν την ξαναβλέπω”. Έτσι και με την εκπομπή. Είναι πια ένα ραντεβού με τον κόσμο, είναι λίγο σαν κοινωνική ανάγκη. Και ας έχει ξαναγίνει κάποιο αφιέρωμα σε ένα καλλιτέχνη. Σου λέει ο άλλος “Τσιτσάνη έχεις καιρό να μου κάνεις” ή “Καλδάρα έχεις να μου κάνεις τρία χρόνια”, και ας έχει γίνει.
Με το που θα νιώσω ότι κουράζει η εκπομπή -γιατί ευτυχώς αυτό θα αποτυπωθεί στα νούμερα- την κοπάνησα αμέσως. Δεν θα πω “παιδιά, να ανανεωθούμε λίγο”, γιατί εγώ θέλω να κάνω αυτό που κάνω τώρα. Όχι κάτι άλλο.
Μοιάζει πάντως σαν να έχει γίνει μια ανανέωση φέτος, έχει αλλάξει λίγο ύφος η εκπομπή. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να σας φανταστώ πριν πέντε χρόνια να καλούσατε τον Νίνο και τον Γονίδη.
Κοίταξε, η αλήθεια είναι ότι έχω βάλει λίγοι νερό στο κρασί μου, γιατί μαθαίνεις πράγματα μεγαλώνοντας. Υπήρξαν άνθρωποι που με εξέπληξαν και είπα ότι “αυτά τα στεγανά που έχω στο μυαλό μου δεν μου αρέσουν”. Για την Πάολα ας πούμε. Δεν την ήξερα την κοπέλα και άκουγα για μία τραγουδίστρια που “εμφανίζεται σέξι, ωραία κοπέλα και μπούρου μπούρου”. Ξέρεις ποιος μου ‘πε πρώτη φορά ότι είναι καλή τραγουδίστρια; Ο Κραουνάκης και μετά μου το ‘πε και ο Σαββόπουλος. Και βλέπω πραγματικά μία πάρα πολύ ωραία τραγουδίστρια, που έλεγε ένα τραγούδι που ούτε το ‘ξερα, ούτε μ’ αφορούσε. Και της λέω “να σου πω, θέλεις να ‘ρθεις στην εκπομπή; Αλλά να πεις τα τραγούδια που θέλω εγώ, που αρέσουν στην εκπομπή με λίγα λόγια”. Και μου λέει “μην ανησυχείς, τα ίδια τραγούδια μας αρέσουνε. Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Αυτά στην πίστα είναι για το μεροκάματο”.
Και όταν είδα περί τίνος πλάσματος πρόκειται και τι καλή τραγουδίστρια είναι, θύμωσα λίγο με τον εαυτό που, ξέρεις, που βάζω αυτές τις ετικέτες. Και επειδή την έχω “πατήσει” κάμποσες φορές έτσι, ανοίγω λίγο το μυαλό μου. Μιας και λέγαμε, λοιπόν, για τον Γονίδη, εγώ τον κάλεσα, αλλά όχι και τον Νίνο. Εκείνον τον κάλεσε ο Γονίδης, γιατί όταν έχεις έναν καλεσμένο και σου λέει “θέλω να φέρω μαζί μου αυτούς, τον φίλο μου, τον συνεργάτη μου”, το σέβεσαι. Τον Γονίδη ο Βλάσης μου τον είχε γνωρίσει. Όπως σου είπα και πριν γυρνούσαμε πολύ τη νύχτα και μου λέει μια φορά “πήγα και άκουσα έναν τραγουδιστή, μαλάκα, τέτοια φωνή έχω να ακούσω πάρα πολλά χρόνια, δεν υπάρχει αυτή η φωνή”.
Από τότε, λοιπόν, τον είχα στο μυαλό μου τον άνθρωπο. Εγώ όμως δεν ακούω τέτοια τραγούδια -όχι ότι έχουν κάτι, απλά είμαι προσκολλημένος εκεί που είμαι. Κάποια στιγμή, λοιπόν, συνειδητοποιώ ότι πλάκα πλάκα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο χθεσινός ο Γονίδης, έχει 30 χρόνια στο τραγούδι πια, έχει καταλάβει έναν χώρο, και απευθύνεται σε ένα κοινωνικό μερίδιο σοβαρό. Και είπα ότι δεν μπορώ να εθελοτυφλώ, να κάνω ότι δεν υπάρχει, πόσο μάλλον όταν η εκπομπή θέλει να απευθυνθεί σε κόσμο που θέλει να διασκεδάσει και να γουστάρει.
Δεν ξέρω κανένα τραγούδι του, το παραδέχομαι. Το είπα και στον ίδιο τον Σταμάτη. Είναι πολύ σπουδαίος τραγουδιστής πραγματικά, είναι μοεζίνης.
“Το πρόβλημά μας δηλαδή είναι οι καταλήψεις;”
Το όνομά σας σπιλώθηκε πριν μερικά χρόνια, όταν βγήκαν τα χρήματα που έπαιρναν κάποιοι στην ΕΡΤ. Είχαν σχέση με την πραγματικότητα αυτά τα δημοσιεύματα; Σας είχαν πληγώσει; Δεν γίνεται να μην το ρωτήσω αυτό.
Με είχε θυμώσει, όχι πληγώσει και δεν είχε καμία σχέση με την αλήθεια. Έμαθα βέβαια γιατί έγινε. Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που έγινε. Το ‘κανε άνθρωπος που δεν είναι πια στη ζωή και που μέχρι τότε είχαμε και μια χαρά τυπικές, κοινωνικές σχέσεις. Στόχευσε πάνω μου, είχε και μέσα δικά του και μια εφημερίδα. Τέλος πάντων, για να καταλάβεις, ένα βράδυ είχα τον Πάριο καλεσμένο και είπε ο Γιάννης ότι ο νέος του δίσκος “θα κυκλοφορήσει αύριο με την τάδε εφημερίδα”. Και την άλλη μέρα εκείνη η εφημερίδα που είχε τον δίσκο του, την έσκισε την εφημερίδα του άλλου. Και ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Ε κι αυτός νευρίασε και άρχισε να γράφει ότι εγώ τα παίρνω για να τα κάνω αυτά. Νόμιζε ότι ήμουνα σαν αυτόν.
Με σταματούσανε άνθρωποι στον δρόμο και μου λέγανε “ντάξει ρε Σπύρο δικός μας είσαι, αλλά εσύ τα κονομάς και ντάξει τώρα”… Είναι αυτό που λένε “πέτα, πέτα λάσπη, κάτι θα μείνει στο τέλος”.
Παιδική ηλικία
Τι δουλειά έκαναν οι γονείς σας;
Η μάνα μου καθαρίστρια -σπίτια, σκάλες και τέτοια- και ο πατέρας μου συνήθως ήταν άνεργος, λόγω των κοινωνικών του φρονημάτων. Κανονικά ήταν εργάτης όμως. Έχει κάνει μέχρι και καντηλανάφτης γιατί ήταν το μόνο μέρος που δεν ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Πληρώνονταν οι καντηλανάφτες;
Πολύ λίγα χρήματα.
Δεν ήταν λίγο αφιλόξενο μέρος για έναν τότε αριστερό η εκκλησία;
Πιεζόταν, αλλά πήγαινε. Μια φορά είχε πάει κι ένας μπάτσος ντυμένος ασπριτζής για να τον ψαρέψει -επειδή είχανε πληροφορίες πώς ήταν κομμουνιστής- και του λεγε “πώς τη βλέπεις την κατάσταση, μας έχουνε πεθάνει οι πολιτικοί μ’ αυτά που κάνουνε”. Αλλά ο πατέρας μου ήτανε ψημένος, δεν μάσησε.
Είχε κάνει και εξορία;
Μακρόνησο για κάνα δυο μήνες και είχε κάνει και λίγο Γυάρο. Τα ‘Γιούρα’ που λέμε. Ήμουν μικρός, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά θυμάμαι ότι μου το κρύβανε οι δικοί μου, μού λέγανε ότι “ο μπαμπάς λείπει για δουλειά”…
Στο σχολείο καθόσασταν με τον αδελφό του Μανώλη Αγγελόπουλου.
Στην Α’ Δημοτικού γιατί στο σχολείο της Παλιάς Κοκκινιάς που ζούσα μας λέγανε “δεν έχουμε θέσεις για τον γιο σας”, ακριβώς λόγω των κοινωνικών φρονημάτων. Και τελικά με δεχτήκανε στην Αγία Βαρβάρα, το οποίο σχολείο ήταν πολύ μακριά, έκανα 45 λεπτά να πάω με τα πόδια κάθε μέρα. Και εκεί ήμουνα στο ίδιο θρανίο με τον Λευτέρη. Μετά πήγα σχολείο στη Νίκαια και τέλος στην Καλλιθέα.
Ολυμπιακός
Ποιος σας έκανε Ολυμπιακό;
Απ’ τη γειτονιά έγινα. Ο πατέρας μου δεν ασχολούνταν. Εκεί που μεγάλωσα είχαμε μερικούς ΑΕΚτζήδες, έναν Εθνικό και όλοι οι άλλοι ήταν Ολυμπιακοί. Και κανέναν Παναθηναϊκό. Αυτό το βλέπεις; (σ.σ. μου δείχνει μια πολύ παλιά φανέλα του Ολυμπιακού που έχει σε κάδρο, γεμάτη υπογραφές) Είχα μαζέψει λεφτά για να πάρω μοτοσικλέτα και έρχεται μία κοπέλα και μου λέει “πέθανε ο πατέρας μου, δεν έχω μία και πουλάω αυτήν τη φανέλα για 500.000 δραχμές”. Της λέω “φέρ’ τη”. Και την αγόρασα. Ποια μηχανή τώρα…
Κοίτα τις υπογραφές, έχει πάνω Πυλίδη, Γκαϊτατζή, Γιούτσο, Σιδέρη… Του ‘63 είναι. Έχει υπογραφή του Αγανιάν… Αυτός είχε ένα σουβλατζίδικο στην Κοκκινιά και πηγαίναμε απ’ έξω και μυρίζαμε, γιατί δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε να φάμε. Πηγαίναμε μπας και τον δούμε κιόλας, αλλά δεν τον είδαμε ποτέ.
Η πρώτη φορά που πήγατε γήπεδο;
Πιτσιρικάς ήμουνα, πρέπει να ήταν με τον Πανσερραϊκό, και επειδή ήμασταν στην Κοκκινιά που ήταν κοντά στο γήπεδο, προκειμένου να γλιτώνουμε τα λεωφορεία, μας παίρνανε οι μεγάλοι -οι 17άρηδες, οι 18άρηδες- και πηγαίναμε δέκα άτομα, δώδεκα άτομα ποδαράτα. Και ήταν ο απόλυτος παράδεισος ας πούμε, να είσαι πιτσιρικάς, να φεύγεις απ’ το σπίτι και να πηγαίνεις με τα πόδια στο Καραϊσκάκη να δεις ματς. Φτάναμε στον ουρανό.
Το παιχνίδι που σας έχει μείνει έντονα από όταν πηγαίνατε σχολείο.
Θυμάμαι μας είχε κερδίσει η Προοδευτική 1-0. Και μετά στην Κοκκινιά ήταν ένας τρελαμένος παπάς, πολύ ωραίος τύπος, Προοδευτικάριος τρελός, και μας είχε κάνει κηδεία κανονική. Είχε πάρει ένα φέρετρο, είχε κολλήσει και κηδειόσημα έξω απ’ τα σπίτια μας “τον λατρευτό μας κηδεύομεν σήμερα Ολυμπιακό”, και τέτοια. Και με είχε πονέσει πολύ αυτό.
Κάποιο άλλο ματς σε πιο μεγάλη ηλικία που να ήσασταν μέσα και να απογοητευτήκατε πολύ;
Κοίτα έχω δει πολύ Champions League και έχω πάει και αρκετά στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, με πόνεσε το 2-2 στη Λα Κορούνια που προηγηθήκαμε και φάγαμε βλακεία γκολ. Και με πόνεσε εννοείται και το ματς με τη Γιουβέντους, το 1-1 με τον αέρα να πούμε…
Ήσασταν μέσα;
Όχι, έπαιζα θέατρο. Είμαι στη σκηνή επάνω, έχουμε προηγηθεί και εγώ είμαι μέσα στην τρέλα. Πίσω απ’ τη σκηνή είχε κάτι βάζελους και με το που βάζει το γκολ η Γιουβέντους στο ‘90, αυτοί πανηγυρίσανε. Μία συνάδελφος, λοιπόν, που παίζαμε μαζί και δεν είχε ιδέα από μπάλα, ήρθε κοντά στη σκηνή και μου κάνει έτσι με τα χέρια σαν να πανηγυρίζει, και λέω από μέσα μου “έληξε, πρέπει να έληξε, κερδίσαμε τη Γιουβέντους, περάσαμε στους τέσσερις”. Βγαίνω μετά έξω, της λέω χαρούμενος εγώ “τι έγινε”, μου λέει κι αυτή ενθουσιασμένη, χωρίς να έχει ιδέα, “1-1!!!”. Γαμώ την @#$%… Εκεί τρελάθηκα.
Δείπνο Ηλιθίων
Να πούμε λίγο για την παράσταση. Είναι ο 4ος χρόνος του ‘Δείπνου Ηλιθίων’ αλλά έχετε πει ότι δεν τη βαριέστε, γιατί κάθε βράδυ κάνετε και από μια μικρή αλλαγή. Χθες που ήρθα, τι διαφορετικό κάνατε από άλλες φορές που προφανώς εγώ δεν το κατάλαβα;
Χτες, συγκεκριμένα είδες κάποιες καινούργιες κινήσεις και ένα διαφορετικό στησιματάκι και δεν έγινε για καλό. Έγινε γιατί ένας συνάδελφος έχει πάθει κάτι -αυτόν που είδες με το μπαστούνι…
Α, δεν ήταν κομμάτι της παράστασης;
Όχι, ήταν λόγω ενός προβλήματος που όντως του προέκυψε και έτσι αλλάξαμε πολλά πράγματα. Δεν είχα χθες στον νου μου μήπως προσθέσω κάτι. Έτσι κι αλλιώς δεν προσθέτουμε κάτι αυτοσχεδιαστικά, η παράσταση πρέπει να ‘ναι σαν παρτιτούρα, αλλιώς δεν γίνεται. Τώρα, στον ρόλο τον δικό μου, ακριβώς για να μη φαίνεται μία στείρα επανάληψη βάζω κάθε μέρα μικρά στοιχηματάκια, πράγματα που μπορεί να μην τα καταλάβεις εσύ, αλλά για μένα κάνουν τη διαφορά.
Είδα πάρα πολλούς ηλικιωμένους ανθρώπους στο κοινό. Σας αγαπάνε πολύ έτσι; Εξαιτίας της εκπομπής να φανταστώ.
Βέβαια, βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι στις απογευματινές πάντα έρχονται μεγάλες ηλικίες γιατί θέλουν να πάνε νωρίς στο σπίτι, φοβούνται… Ξέρεις.
Βλέπεις τις μεγαλύτερες κυρίες που πάνε στο θέατρο και φοράνε τα καλά τους, είναι στην ντυμένες στην πένα, και βλέπεις και εμάς που είναι σαν ερχόμαστε κατευθείαν από τη δουλειά. Αξιοπρεπείς, αλλά χωρίς να φοράμε τα καλά μας ας πούμε. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; Σημαίνει το θέατρο για τους μεγαλύτερους κάτι διαφορετικό από ό, τι στους νεότερους;
Ναι ναι, έτσι ήτανε παλιά. Το θέατρο τότε ήταν εξαιρετική πολυτέλεια, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ήτανε “έξοδος”, δηλαδή “ντύσου γυναίκα, σήμερα θα σε πάω θέατρο”. Το οποίο συνέβαινε μια φορά στα τρία χρόνια, οπότε βάζανε ό, τι καλύτερο είχανε.
Στο ‘Δείπνο Ηλιθίων’ ο ηλίθιος ταυτίζεται με τον καλό; Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό στο θέατρο ή στη λογοτεχνία; Όπως πχ. και στον ‘Ηλίθιο’ του Ντοστογιέφσκι.
Ε ναι, στον Ντοστογιέφσκι σκέψου ότι είναι τόσο καλός που κάποιοι λένε ότι ίσως ο ήρωας να είναι και ο Χριστός. Κοίταξε, η λογοτεχνία τον ταυτίζει, δεν είναι έτσι στη ζωή. Υπάρχουν ηλίθιοι από τους οποίους υποφέρουμε. Υπάρχει πολλή βλακεία γύρω μας, και το εννοώ αυτό. Μάλιστα, όταν διάβαζα κάποια βιβλία πριν ανεβάσω το έργο, ήταν κι ένα ενός Ιταλού καθηγητή Πανεπιστημίου, ένα πόνημα μικρό, που έγραφε περί βλακείας, και έλεγε μέσα χοντρικά ότι “ένας που θα σου κάνει κακό για να κερδίσει κάτι είναι κακοποιός. Ένας που θα σου κάνει κακό χωρίς να κερδίσει τίποτα είναι βλάκας”.
Από τέτοιους υποφέρουμε πολύ.