H Βίκυ Παπαδοπούλου κάποτε προσπάθησε να γυρίσει το δικό της Blair Witch Project στο Ρέμα Χαλανδρίου
Η τρομερά ταλαντούχα πρωταγωνίστρια του Έτερος Εγώ της COSMOTE TV μας εξηγεί γιατί κάθε ρόλος είναι μία πρόκληση για εκείνη, αφηγείται το εφηβικό της όνειρο που (δεν) έγινε πραγματικότητα, θυμάται την αγάπη της για τα θρίλερ που έβλεπε μικρή και αποκαλύπτει μία διαφορετική, τελείως απρόσμενη πλευρά του χαρακτήρα της.
- 8 ΙΟΥΝ 2022
Μια μελαχρινή μαθήτρια δημοτικού κάθεται, ως συνήθως, μόνη στο σαλόνι του πατρικού της στο Χαλάνδρι – όπως ακριβώς το προτιμά, όπως ακριβώς θα συνεχίσει να συμβαίνει σταθερά μέχρι και το τέλος του Λυκείου. Ο μικρότερος αδελφός της (που τώρα είναι τριαθλητής και συνιδιοκτήτης εστιατορίου) παίζει στο διπλανό δωμάτιο ενώ οι γονείς της είναι κλεισμένοι στην κρεβατοκάμαρα τους. Ξαφνικά, ένας δολοφονικός κλόουν, αυτός του original It του Stephen King, εμφανίζεται στην οθόνη του VCR βίντεο της.
«Η πρώτη βιντεοκασέτα που έχω δει στη ζωή μου ήταν θρίλερ. Δε θυμάμαι ποιο. Εκείνο που μου έχει μείνει πάντως ήταν το πρώτο It. Είχα τρομοκρατηθεί σε σημείο που, για πολύ καιρό μετά, φοβόμουν τα σιφόνια. Έβλεπα γενικότερα πολλά θρίλερ. Πάντα εντελώς μόνη μου, γιατί στους γονείς μου δεν άρεσαν» Κάποιες ταινίες την ακολούθησαν μετά, δημιουργώντας της φοβίες.
Πέρα από το It και τα σιφόνια, ήταν και τα ασανσέρ (στα οποία δεν έμπαινε) από το γιαπωνέζικο The eye αλλά και οι κούκλες εξαιτίας του all time classic Chucky που τις προκαλούσαν φόβο. «Όχι, δεν τις πέταξα από το δωμάτιο μου. Τις κοιτούσα, όμως, πολύ “καχύποπτα”. Σε φάση “άμα κάνετε βλακεία θα σας αποκεφαλίσω”».
Η μικρή μελαχρινή με το αλαβάστρινο πρόσωπο μπορεί να τρομάζει, αλλά δε σταματά χαμογελά. Η αδρεναλίνη που νοιώθει να κυλάει στο αίμα της, της αρέσει. Για αυτό και συνεχίζει να βλέπει. Όχι, μόνο θρίλερ αλλά και οτιδήποτε πέφτει στα χέρια της (περιπέτειες, ψυχολογικά δράματα και αργότερα Almodovar και τους λοιπούς εμβληματικούς σκηνοθέτες).
Στο τέλος της ημέρας τακτοποιεί τις βιντεοκασέτες της ημέρας στην Paxos τσάντα της ώστε, μετά το σχολείο την επόμενη ημέρα, να της επιστρέψει στο βιντεοκλάμπ του κυρίου Παρασκευόπουλου στην πλατεία. Σκοπός της; Να ψάξει με τις ώρες να βρει τις επόμενες.
Το όνειρο που (δεν) έγινε πραγματικότητα
«Αναζητούσα πάντα στα θρίλερ αυτή την αδρεναλίνη, την οποία δυσκολεύομαι να βρω γιατί μάλλον έχω πάθει πλέον ανοσία. Σκέψου ότι πλέον, για να ξεκουραστώ, παρακολουθώ crime documentaries. Δε χρειαζόταν να βγω έξω. Μέσα από τις ταινίες τα ζούσα όλα. Αισθανόμουν ότι, μέσω αυτών, πήγαινα παντού». Μια έκκριση αδρεναλίνης που προσπάθησε να προκαλέσει και στους συμμαθητές της όταν, κατά τη διάρκεια μιας κατάληψης στην 1η Λυκείου, κατάσχεσε τη βιντεοκάμερα του μπαμπά της και βάλθηκε να γυρίσει το δικό της Blair Witch Project στο Ρέμα Χαλανδρίου.
«Το concept ήταν ότι είχαν στραγγαλίσει κάποιον στο ρέμα, ήμασταν όλοι ύποπτοι και ψάχναμε το δολοφόνο. Εγώ ήμουν η αστυνομικός-ανακρίτρια. Δυστυχώς ξεκίνησε το σχολείο και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που γύρισα. Το αν θα είναι, όπως ρωτάς, και η τελευταία είναι κάτι που θα το δείξει ο χρόνος». Μια ταχυκαρδία και μια έκκριση αδρεναλίνης που η Βίκυ, δηλωμένη workaholic (με εξαίρεση τα καλοκαίρια που πηγαίνει στην αγαπημένη της Πάτμο) έχει πλέον αντικαταστήσει με τους απαιτητικούς ρόλους που καλείται να παίξει.
«Η αλήθεια είναι ότι, αν μου αρέσει μια δουλειά, με πιάνει αντίστοιχα μια ταχυκαρδία. Και όχι, μιας και ρωτάς, δε θα ήθελα να σβηστεί κάτι από το βιογραφικό μου. Γιατί από όλες ανεξαιρέτως τις συνεργασίες μου έχω αποκομίσει κάτι καλό. Δεν ακυρώνω τίποτα». Όχι, η Βίκυ Παπαδοπούλου, το κορίτσι που πρωτοερωτευτήκαμε ως μούσα του Παπακαλιάτη στο Δυο μέρες μόνο πριν εξελιχθεί σε μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, ποτέ δεν έχει παίξει σε βιντεοκασέτα. Αλλά αυτός ήταν ο τρόπος μέσα από τον οποίο αγάπησε τον κινηματογράφο. Σε τέτοιο σημείο ώστε, αρχικά, πήγε στη δραματική σχολή προκειμένου -όπως «αφελώς» νόμιζε- να έχει μια πιο σφαιρική άποψη για τα πράγματα πριν κάνει το όνειρό της πραγματικότητα: να γίνει, δηλαδή, κριτικός κινηματογράφου.
Εντάξει, σινεκριτικός δεν έγινε ποτέ. Αλλά η Βίκυ συνεχίζει να καταναλώνει ταινίες και σειρές με αξιοθαύμαστο ρυθμό. Με τη μόνη διαφορά ότι δεν τις βλέπει πια μόνη, αλλά αγκαλιά με τον -επίσης ηθοποιό- σύζυγό της Θάνο Τοκάκη. Με τον οποίο, μάλιστα, φέτος συμπρωταγωνιστεί στο Ψέματα του Alpha όπου υποδύεται μια αστυνομικό-ερευνήτρια. «Μη φανταστείς, μια ατάκα έχουμε ανταλλάξει όλη και όλη. Γενικότερα το να δουλεύεις μαζί με τον άνθρωπό σου έχει μια ευκολία γιατί λες μια κουβέντα και συνεννοείσαι αφού είναι κοινά και τα προβλήματα και τα καλά. Είναι ωραίο».
Από τα θρίλερ στα αστυνομικά
Ποιος ήταν ο βασικός λόγος που βρεθήκαμε για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια (έλεος και ντροπή της, δεν έχει αλλάξει καθόλου); Πρωταγωνιστεί στους δύο πρώτους κύκλους της σειράς Έτερος Εγώ της COSMOTE TV, ενώ ταυτόχρονα κάνει γυρίσματα για τον τρίτο και τελευταίο κύκλο με τίτλο Νέμεσις. «Στο Έτερος Εγώ υποδύομαι μια πολύ δυναμική και φιλόδοξη δημοσιογράφο η οποία, όμως, δεν είναι “ανήθικη”. Μπλέκεται στα πόδια της αστυνομίας προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια. Αναπτύσσοντας στην πορεία και μια ερωτική σχέση με έναν από τους αστυνομικούς»
Έναν επόμενο κύκλο για τον οποίο φαίνεται δικαίως ενθουσιασμένη. «Το τι γίνεται στον τρίτο, τη Νέμεσις, που γυρίζουμε τώρα, προφανώς δε θα σας το αποκαλύψω. Απλώς, αν σου αρέσουν οι πρώτοι δυο, με τον τρίτο σίγουρα θα ξετρελαθείς αφού μπαίνουν νέα πρόσωπα, νέες ιστορίες και συνεχίζεται και η ιστορία του Ερπετού»
Αν συνυπολογίσεις στην εξίσωση ότι πέρυσι είδαμε τη Βίκυ και στο Σιωπηλός Δρόμος, μια ακόμη σειρά με εξαιρετικά productions values, μοιάζει σαν να έχει το «μονοπώλιο», σαν να είναι η παρουσία της προαπαιτούμενο για κάθε σκηνοθέτη που σέβεται τον εαυτό του. «Ήδη από τον 1ο κύκλο του Έτερος Εγώ, πριν καν δούμε το τελικό αποτέλεσμα, αισθανόμουν ότι θα είναι μια πολύ αξιόλογη δουλειά από όλες τις απόψεις. Το καταλάβαινες από το σενάριο, το cast, το συνεργείο, τον τρόπο που ο Σωτήρης Τσαφούλιας κινούσε τα νήματα και από το πως όλοι οι συντελεστές ήθελαν το κοινό καλό χωρίς να νοιάζεται κανείς για την ατομική του προβολή. Και, τελικά, επιβεβαιωθήκαμε. Ομολογώ ότι ναι μεν περίμενα την ανταπόκριση του κόσμου, αλλά δεν περίμενα ότι θα είναι τόσο μεγάλη και ότι θα υπάρχει τέτοιος “φανατισμός”. Επίσης είναι επίτευγμα για όλους ότι η συγκεκριμένη σειρά κατάφερε να δημιουργήσει κάποια standards και κάποιες προσδοκίες στο κοινό, βοηθώντας στο να γίνουν δουλειές αντίστοιχης αισθητικής και προσοχής»
Μια εξέλιξη και μια καριέρα που ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό της -συγκλονιστικά στιλάτης- αυτής γυναίκας, με τη βραχνή φωνή που κάθε ομηρική σειρήνα θα ζήλευε, όταν την πρωτογνώρισα σε ένα γραφείο lifestyle περιοδικού στις αρχές της χιλιετίας. Με εκείνη να έχει λουκ μηχανόβιας, ανακατεμένα μαλλιά και το κράνος από το παπάκι της στο χέρι. «Είμαι πολύ χαρούμενη που έχω καταφέρει, όλα αυτά τα χρόνια, να δουλέψω με ανθρώπους που εκτιμώ και οι οποίοι με έχουν κάνει καλύτερη ηθοποιό. Ακόμη, πολλές φορές, και καλύτερο άνθρωπο. Είμαι από τους ανθρώπους που συνδέομαι πραγματικά και σέβομαι και εκτιμώ όταν η δουλειά γίνεται με πραγματική αγάπη».
Κάθε ρόλος και μία πρόκληση
Εντάξει, δεν αποκαλύπτω κάτι καινούργιο με το να επισημαίνω ότι η Βίκυ, από υποκριτική άποψη, είναι και του «σαλονιού» και του «αλωνιού». Μια από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική, Ελληνίδα ηθοποιός, που έχει διαπρέψει και ως πρωταγωνίστρια του Παπακαλιάτη και ως -εντελώς αλλαγμένη- πρωταγωνίστρια του «η επιτομή του τι σημαίνει η σύγχρονη Ελλάδα» Γιάννη Οικονομίδη (Το Μικρό Ψάρι, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς).
«Πέρα από ένα άνθρωπο που θαυμάζω πολύ ως καλλιτέχνη, ο Γιάννης έχει γίνει φίλος πια. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ο τρόπος που δουλεύει. Όταν καταφέρει και μοιραστεί το όραμά του μαζί σου, όταν σε πιστέψει και τον πιστέψεις, τότε όλο αυτό γίνεται “συνωμοτικό”, τύπου “πάμε να κάνουμε μια σκανταλιά μαζί”. Επίσης, μπορεί να με φανταστεί σε πράγματα που, λόγω του φιζίκ μου, είναι δύσκολο να με δει κάποιος άλλος». Βλέπε διεφθαρμένη, λαϊκή, ξανθιά. Πάντως, όχι αυτό που θα περίμενες.
«Όπως με φανταστεί ο σκηνοθέτης, αυτό και θα είμαι. Και, παρότι δε μου φαίνεται, να το ξέρεις, έχω συναναστραφεί με τόσο ακραία διαφορετικούς ανθρώπους που δεν το φαντάζεσαι». Η ίδια δεν το θεωρεί κάτι σπουδαίο. Αντιμετωπίζει κάθε δουλειά ως μια πρόκληση – και, λίγο, σαν ψυχοθεραπεία. Επίσης, τόσο on όσο και off the record, έχει τα καλύτερα να πει για κάθε συνεργάτη της. Όχι, επειδή πρέπει, αφού γνωριζόμαστε πολύ καλά για να μείνει στην επιφάνεια. Τα εννοεί. Από κάθε δουλειά κρατάει μια καλή εμπειρία.
Συν μια ομάδα viber όπως αυτές που διατηρεί π.χ. για τον Σκοτεινό Δρόμο, την ομάδα του Οικονομίδη και τη θεατρική παράσταση Οδύσσεια του Bob Wilson (από το 2012) με την οποία βρέθηκε να παίζει σε Αθήνα και Μιλάνο.
Η άλλη, αναπάντεχη πλευρά της
Αυτό που δεν είναι αμέσως φανερό από κάποιον που διαβάζει τις συνεντεύξεις της, εκεί που οι δημοσιογράφοι επιμένουν να μένουν στην επιφάνειά της (χαρακτηρίζοντας τη συνήθως στιλάτη, αιθέρια κ.τ.λ.) είναι η άλλη πλευρά της Βίκυς. «Δίνω στους ανθρώπους την εντύπωση ότι είμαι “Βούδας”, πολύ ήρεμη και συγκροτημένη. Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να είμαι και να μην χάνω, όπως παλιότερα, τον έλεγχο».
Την άλλη πλευρά της δηλαδή, εκείνη που τη μεταμορφώνει σε αθυρόστομη «λύκαινα» όταν αισθάνεται ότι κάποιος πειράζει δικό της άνθρωπο. «Είμαι στο αυτοκίνητο με τη μητέρα μου να οδηγεί, όταν ένας τύπος πετάγεται ξαφνικά μπροστά μας. Και, παρότι έκανε παρανομία, άρχισε να τη βρίζει. Της είπα “πάρτον από πίσω τώρα, αλλιώς θα σφαχτούμε μεταξύ μας”. Τον φτάνω στο φανάρι. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και αρχίζω τα γαλλικά. Αυτός κάνει μια κίνηση να κατέβει, αλλά σκέφτεται τον κόσμο που είναι μπροστά και συγκρατιέται. Οπότε συνεχίζω να βρίζω. Δε θα ξεχάσω ποτέ ένα 70άρη κύριο με τη μαγκούρα που έχει σταματήσει και με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Κάποια στιγμή, πολύ ευγενικά, μου λέει “Δεν περίμενα από ένα τόσο αγγελικό πρόσωπο να βγει τέτοιος οχετός”. Η αλήθεια είναι ότι νευριάζω δύσκολα, αλλά πολύ. Σαν να γίνεται ένα μπαμ και να βγαίνουν όλα από μέσα μου».
Αυτή που γελάει με την καρδιά της όταν της επισημαίνω το αστραφτερό χρυσό 100αρικο κέρμα που «πληρώθηκε» (ως συμβολική επιβράβευση του θάρρους της) για μια σκηνή αυνανισμού μπροστά στον σκηνοθέτη Γιώργο Τσιτσόπουλο και τους συμφοιτητές της. Το πρώτο της «μεροκάματο» ως ηθοποιός, στη διάρκεια του πρώτου έτους της δραματικής σχολής, που για εκείνη αντιπροσωπεύει την κρίσιμη στιγμή που αποφάσισε να αφήσει τους ενδοιασμούς πίσω της και να κάνει μακροβούτι στην υποκριτική.
«Δε σε πιστεύω ότι γελοιοποιείς μια σκηνή που ξέρεις ότι για μένα έχει τόση αξία. Μα τι άνθρωπος είσαι;». Αυτή που νοιάζεται τόσο για τις φίλες της ώστε έφθασε να δώσει ένα ολόκληρο μισθό σε γνωστό στριπτιτζάδικο προκειμένου να φτιάξει τη διάθεση σε μια φρεσκοχωρισμένη.
«Είχαμε πάει σε μια “γιορτή του κινηματογράφου” σε ένα γνωστό χώρο, μαζί με μια φίλη μου που ήταν -λόγω χωρισμού- σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Οπότε, αφού “γιορτάσαμε το σινεμά”, παίρνω τη γυναικοπαρέα, πάμε στο στριπτιζάδικο που ήταν απέναντι και συνεννοούμαι με τον μετρ να αρχίσει να της στέλνει τον ένα προσωπικό χορό μετά τον άλλο. Ήθελα να την κάνω να γελάσει ξανά. Και τα κατάφερα. Παρόλο που χρειάστηκε να δώσω, στην πορεία, όλο τον μισθό μου».
Αντί επιλόγου
Τι κρατάω για το τέλος; Το γέλιο. Το υπέροχο γέλιο ενός αξιοθαύμαστου ανθρώπου που κάνει όσους βρίσκονται εντός του οπτικού της πεδίου να προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι. «Δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα η ζωή μου. Ταινίες (και πλέον και σειρές) συνεχίζω να βλέπω ακατάπαυστα. Αν και στον άντρα μου δεν του αρέσουν τα θρίλερ, οπότε βλέπουμε μαζί crime documentaries και σειρές τύπου Scenes from a marriage και Succession».
Μία γυναίκα, που κρύβει πολύ σκοτάδι μέσα της. Απλώς, τα τελευταία χρόνια, πλέον το μοιράζεται. Και τις βιντεοκασέτες, αν και εφόσον υπήρχαν ακόμη. «Όσο περνάνε τα χρόνια η αλήθεια είναι ότι τόσο πιο πολύ φωτίζω, ενώ θα περίμενε κανείς το αντίστροφο. Δίνω απλώς περισσότερη βάση σε αυτά που έχουν πραγματική αξία για εμένα και αφήνω τα υπόλοιπα να περνάνε και να χάνονται. Η αποδοχή πραγμάτων που δεν μπορούν να αλλάξουν είναι κέρδος στη ζωή».
Αν και, για εμένα, όλη η ουσία της συνέντευξης κρύβεται σε μια άλλη ατάκα της κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Το «Ρε, νομίζεις ότι είμαι σον σον. Για σύνελθε. Αυτό είναι παραπλανητικό», με την άνεση της πολύχρονης γνωριμίας μας. Τώρα, καταλαβαίνεις γιατί δεν υπάρχει τίποτα, κανένας ρόλος, που αυτή η γυναίκα δεν μπορεί να παίξει;