© 24Media / Κωνσταντίνος Μπαντούνας
ARTE POVERA

Η εμμονή του Beats Pliz να φτιάξει το πρώτο συμφωνικό ραπ άλμπουμ

Ένα όνειρο ζωής που τον τελευταίο καιρό παίζει σε σινεμά και Spotify, τρέχοντας από στόμα σε στόμα. Μιλήσαμε για το σύμπαν του Arte Povera, με τον ιθύνοντα νου, παραγωγό και σκηνοθέτη του πρότζεκτ, Φώτη Γεωργιάδη, γνωστό ως Beats Pliz.

Μου έκανε εντύπωση που η αίθουσα είχε μία αίσθηση community, δεν καθόσουν απλά ανάμεσα σε θεατές που έτυχε να βρεθείτε στο ίδιο σινεμά. Όσοι πήγαν ήξεραν γιατί ήταν εκεί. Για τη σκηνή του Σαντάμ με το παγωτό καϊμάκι, για να λυθεί η απορία του πώς κινείται ο ΛΕΞ μέσα στο στούντιο, πώς γράφει επί τόπου το κομμάτι του ο Hawk, ή για να παρακολουθήσουν τελικά το ταξίδι ενός θεσσαλονικιού παραγωγού στα μουσικά «σαλόνια» της Ευρώπης, σε στούντιο που ειδικεύονται στην ορχηστρική ηχογράφηση, ένα ταξίδι με όραμα να φτιαχτεί το πρώτο συμφωνικό ραπ άλμπουμ.

Είναι το ταξίδι για την παραγωγή του Arte Povera, που ζωντανεύει στο πανί: Τέτοια εποχή, έναν χρόνο πριν, ο Φώτης Γεωργιάδης (δηλ. Beats Pliz) πήρε απόφαση να χρηματοδοτήσει ένα όνειρο ζωής. Πέταξε με το αεροπλάνο για Πράγα, Σόφια και Βουδαπέστη για να ηχογραφήσει αντίστοιχα τα έγχορδα, τη χορωδία και τα πνευστά επάνω σε παρτιτούρες για sampling. Έπειτα, πίσω στα εδάφη του, το υλικό αυτό μεταμορφώθηκε σε έναν από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους της ελληνικής ραπ ιστορίας, παρέα με ένα επικό dream team από MCs.

Σε όλη αυτή την πορεία των πραγμάτων, μια κάμερα ήταν ανοιγμένη στο rec.

Η ιστορία της κινηματογράφησης ξεκίνησε αυθόρμητα, όπως μου αναφέρει σε ένα σημείο της συνέντευξης ο Φώτης, «για να γίνει κάτι σαν ταινιάκι στο YouTube», αλλά τελικά (με τη στήριξη της Minos EMI) μπήκε στις αίθουσες του σινεμά κι από τότε, τρέχοντας από στόμα σε στόμα μεταξύ των φαν, έχει φτάσει #1 μουσικό ντοκιμαντέρ ανεξάρτητης παραγωγής στην ιστορία του ελληνικού box office, παράλληλα με τα νούμερα που διαγράφει το άλμπουμ Arte Povera στο Spotify.

Κάποια απ’ τα κομμάτια του έχουν γίνει ήδη γνωστά και ραπάρονται από θεατές κατά τη διάρκεια της προβολής. Το ντοκιμαντέρ είναι ο τρόπος να κατανοήσεις τελικά από πού πηγάζει ο τόσο ασυνήθιστα γεμάτος ήχος του ραπ άλμπουμ («γενικά, είχα στο μυαλό μου ότι ο ράπερ είναι περικυκλωμένος από ορχήστρα», εξηγεί με δικά του λόγια ο Beats Pliz στο φιλμ), αλλά και τον αθεράπευτα ρομαντικό, σχεδόν εμμονικό τρόπο που έγινε πράξη αυτό το μεγάλο –και στην αρχή αβέβαιο– πλάνο από το πείσμα ενός και μόνο κεντρικού προσώπου να δώσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Στο μικρόφωνο, ο ιθύνων νους του πρότζεκτ, ο (μεταξύ άλλων) παραγωγός, συνθέτης, mixer, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του Arte Povera, ο Beats Pliz.

Το πρώτο που μου έβγαλε το φιλμ είναι ένα συγκινητικό feeling για το πόσο πολύ το κυνήγησες. Μπορείς να θυμηθείς τη στιγμή που κλείδωσε μέσα σου και είπες «πάμε να το κάνουμε»;
Να σου πω, τέτοια ξεκάθαρη στιγμή δεν υπήρξε. Στην ουσία, είναι μια ιδέα που κατοικεί στο μυαλό μου από παλιά, γιατί συνέχεια με απασχολούσε το πώς θα μπορούσα να αναπτύξω μουσικά ένα beat, πώς να κάνω έναν ήχο δηλαδή να ακούγεται πιο «μεγάλος», πιο ογκώδης, να μοιάζει με συμφωνική ορχήστρα. Και από το 2019 περίπου, που ξεκίνησα να βγάζω χρήματα από τα βίντεο κλιπ και έπειτα από τις περιοδείες, έκανα σοβαρά αποταμίευση. Ουσιαστικά, όσα λεφτά έβγαζα από το ραπ, τα έβαζα στην άκρη για να τα ξαναρίξω στο ραπ με το πρότζεκτ για το συμφωνικό άλμπουμ. Σκέψου ότι κάθε κομμάτι από το Arte Povera κόστισε περίπου όσο ένας δίσκος, όπως λέω στην ταινία.

Τότε, ας πούμε για τη στιγμή που ένιωσες ότι δεν είσαι τρελός και ότι δε θα πάει στράφι ο κόπος σου.
Αυτό συνέβη σε δεύτερη φάση, όταν πια κάναμε το listening με τα παιδιά και είδα ότι ανταποκρίνονται θετικά. Γιατί φαντάσου ότι πέρσι τέτοιον καιρό έκανα τις ηχογραφήσεις με τις ορχήστρες στο εξωτερικό και έφτιαξα τα beats, χωρίς να γνωρίζω αν πράγματι θα είναι πρόθυμοι οι ράπερς που εγώ ήθελα και εκτιμώ –οι «Avengers» του ελληνικού ραπ, όπως τους ονομάζω– να πατήσουν επάνω κομμάτια τους. Μπορεί να είχαν τσινίσει. Δηλαδή, το ντοκιμαντέρ δείχνει πώς εξελίχθηκαν όντως τα πράγματα, δεν είναι κάποιου είδος σενάριο· σε όλη την πορεία του πρότζεκτ, είχα μαζί μου τον Billo (σ.σ. Βασίλης Μπαραχάνος) στην κάμερα, με το σκεπτικό να προκύψει στο τέλος ένα φιλμάκι που θα κατέγραφε την ιστορία. Τελικά, ζήσαμε το όνειρο και βγήκε στους κινηματογράφους.

Κάπου αναφέρεις ότι έχεις γράψει ολόκληρο δίσκο κλασικής μουσικής και δε βγήκε ποτέ.
Ναι, πρόκειται για ένα δεύτερο πρότζεκτ που έχω στο συρτάρι για τα επόμενα χρόνια. Είναι ένα άλμπουμ που παντρεύω συμφωνική μουσική με ηλεκτρονική, κάτι που ξεκίνησα να προσπαθώ από το 2011-2012 και ουσιαστικά μου έδωσε όλες τις απαραίτητες γνώσεις για να υλοποιηθεί το Arte Povera – πώς να γράφω τις παρτιτούρες, πώς να διαχειρίζομαι πολυοργανικά σύνολα κ.ο.κ. Ήταν η περίοδος που σπούδαζα ηχοληψία στην Κεφαλονιά και είχα μεταπηδήσει μουσικά στη house και την electro από τις ροκ μπάντες που έπαιζα παλιότερα. Το ραπ στην κονσόλα μου ήρθε πιο μετά, παρόλο που ουσιαστικά μεγάλωσα με αυτή τη μουσική και σχολείο ακόμη έκανα ταγκιές στα θρανία «Είμαι ο τυπάς που δεν πας».

Έχοντας την εμπειρία λοιπόν από τόσα είδη, τι έχεις να πεις σε όσους λένε ότι το ραπ είναι φτωχή μουσική;
Είναι κάτι που όντως ακούω πολύ συχνά και εκείνο που απαντάω πάντα είναι «μη κρίνεις ένα ολόκληρο genre από κάτι που άκουσες». Η ραπ μουσική, όπως κάθε είδος, έχει δεκάδες υποκατηγορίες. Πόσο λογικό θα ήταν, ας πούμε, να απαξιώσω όλο το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, επειδή άκουσα ένα pop κομμάτι; Το νόημα που κατάλαβα, άλλωστε, με το Arte Povera είναι ότι όσο επενδύεις χρόνο στη μουσική, ανοίγεις νέους δρόμους. Όλα ξεκίνησαν επειδή, ως ακροατής, έψαχνα ορίτζιναλ ορχηστρικό ραπ και δεν υπήρχε – έχουν γίνει διασκευές κλασικών κομματιών σε samples ή συναυλίες με ορχήστρα, αλλά όχι άλμπουμ. Και έτσι, αποφάσισα να το κάνω. Τα όρια, λοιπόν, και το «ταβάνι» ανά είδος είναι εντελώς σχηματικό, εμείς το καθορίζουμε.

Συμφωνείς ότι χρονικά ζούμε την εποχή που οι παραγωγοί σταματούν να είναι οι «αφανείς ήρωες» της ραπ μουσικής;
Ναι, το πράγμα αλλάζει τα τελευταία χρόνια με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αλλά πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση εδώ, γιατί έχει προκύψει μια παρανόηση στην όλη ιστορία. Είναι διαφορετική δουλειά εκείνη του beatmaker από εκείνη του παραγωγού – ο beatmaker, όπως λέει το όνομα, είναι ο άνθρωπος που φτιάχνει το beat και το στέλνει, ενώ ο μουσικός παραγωγός έχει υπ’ ευθύνη του όλη τη μουσική επιμέλεια· μπαίνει δηλαδή σε μια παραπάνω διαδικασία στο στούντιο, μαζί με τον ράπερ, για να δουλέψουν από κοινού τα κομμάτια, ώστε να καταλήξουν σε κάτι πιο ολοκληρωμένο και αισθητικά γεμάτο. 

Για παράδειγμα, πίσω από τους τρεις δίσκους του ΛΕΞ ήταν ο Dof Twogee, ένας παραγωγός που για μένα είναι μέντορας και θεωρώ τα Dof Sessions μια ιστορική στιγμή στο χρονοδιάγραμμα της ελληνικής ραπ. Όσο μεγαλώνει η εμπιστοσύνη που έχουν οι ράπερς στους παραγωγούς, τόσο περισσότερα άρτια έργα θα κυκλοφορούν.

Ποιον στόχο εξυπηρετεί τελικά η ταινία στο σύμπαν του Arte Povera;
Έχω δομήσει το πρότζεκτ σε τρία μέρη (1. Arte Povera The Documentary, 2. Arte Povera The Album, 3. Arte Povera Instrumentals), διότι μιμούμαι τον τρόπο που αναπτύσσεται ουσιαστικά μία σονάτα κλασικής μουσικής: στο φορμά αυτό, πρώτα είναι η Έκθεση, όπου παρουσιάζεται η ιδέα στον ακροατή, έπειτα είναι η Ανάπτυξη αυτής της ιδέας και τέλος έρχεται η Επανέκθεση, όταν επιστρέφεις στην αρχική μελωδία με διαφορετικό τρόπο. 

Ο λόγος που ξεκινάω με το ντοκιμαντέρ είναι για να παρακολουθήσει το κοινό τη χρονολογική εξέλιξη της διαδρομής αυτής, πριν φτάσει στα αυτιά του ο ήχος του άλμπουμ, ούτως ώστε να καταλάβει κιόλας γιατί δίνεται τόσο χώρος στο ορχηστρικό κομμάτι, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη πρακτική της ραπ μουσικής που λέει ότι το beat είναι απλά το χαλί που πατάει ο ράπερ. Αλλιώς δεν είναι δυνατόν να το νιώσει όπως πρέπει.

Εμένα μου έμεινε η εικόνα της συμφωνικής ορχήστρας που εμφανίζεται και εξαφανίζεται με το πάτημα της κονσόλας.
Αυτή η σκηνή είναι ο ορισμός του sampling: ο πιο ξεκάθαρος τρόπος για να καταλάβει κάποιος πώς δουλεύει. Στην ουσία, ήταν η εικόνα που έφτιαχνα εγώ στο μυαλό μου, όταν γύρισα στο bedroom studio στο σπίτι μου στην Θεσσαλονίκη με τις ηχογραφήσεις· φανταζόμουν μια χορωδία γύρω μου να εμφανίζεται μόλις πατούσα το play. Και επειδή βράζει το βίντεο κλιπ-μικρόβιο μέσα μου, το αποτύπωσα οπτικά στην ταινία. Αν παρατήρησες, όλοι οι μουσικοί ήταν στα μαύρα ντυμένοι, χωρίς να διακρίνονται τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά Έτσι ακριβώς τους φανταζόμουν. Ούτε ηλικία, ούτε φύλο, ούτε χαρακτηριστικά. Στο μυαλό μου, όταν ήμουν μπροστά στην κονσόλα, ήταν σαν χαρακτήρες από video game, που δεν έχει ξεκλειδώσει ακόμα.

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε όλη τη διαδρομή στην Ευρώπη και τη στιγμή που, φορώντας κλασικά το καπέλο, έσκασες στα αστραφτερά στούντιο, μπροστά σε πολυμελείς ορχήστρες για την ηχογράφηση. Θέλω να μου πεις ειλικρινά: Ένιωσες καθόλου σαν τη μύγα μες το γάλα;
Πριν φτάσω, σκεφτόμουν ότι θα με αντιμετωπίσουν σαν έναν ράντομ τύπο που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει κάτι που δε βγάζει καν νόημα. Πρώτο στούντιο ήταν στην Πράγα, τεράστιο και τρομακτικά μεγαλοπρεπές· μπαίνοντας μέσα, ενώ περπατάω, βλέπω στα αριστερά μου αφίσες από τις προηγούμενες δουλειές που έχουν υλοποιήσει – ανάμεσά τους ταινίες με τις οποίες μεγάλωσα, από τον Τιτανικό μέχρι το Ψυχώ. Μιλάμε για στούντιο που ηχογραφούν για παραγωγές από το Netflix μέχρι τη Warner Bros και την Universal.

Και εκείνο που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα τελικά, όπως με κάθε ευκαιρία τονίζω, είναι ο επαγγελματισμός που έδειξαν προς το πρόσωπό μου: ένιωσα πραγματικά ότι μου συμπεριφέρθηκαν σαν να ήμουν ένας μεγάλος συνθέτης, ενώ εγώ ήμουν απλά ένα παιδί που ήθελε να ακούσει τις συνθέσεις του ορχηστρικά. Το μόνο τους μέλημα ήταν να βγει το αποτέλεσμα ακριβώς όπως το είχα οραματιστεί. Το αστείο είναι ότι αρκετές φορές με ρώτησαν με απορία που η παρτιτούρα είχε μόνο 16 μέτρα, αλλά ήταν αδύνατο να τους εξηγήσω πώς θα το μετατρέψω σε sample. Οπότε, έλεγα απλά «άψογα, προχωράμε».

Ποια δευτερόλεπτα από όλο αυτό το ταξίδι πιστεύεις θα μείνουν χαραγμένα για πάντα μέσα σου;
Νομίζω, το σημείο που άκουσα ζωντανά το σόλο του βιολιτζή στο στούντιο στην Πράγα για το κομμάτι του Σαντάμ. Διότι ναι μεν είχα δοκιμάσει στο στούντιο τη μελωδία με ψηφιακό τρόπο, αλλά είχα αμφιβολίες για το αν τελικά αυτό είναι εφικτό να παιχτεί από ανθρώπινο χέρι. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, ζήτησα από τον πρότζεκτ μάνατζερ να πάω μπροστά στην ορχήστρα και όταν άκουσα την εκτέλεση του βιολιτζή να βγαίνει κατευθείαν, ήταν η πρώτη φορά που άφησα τον εαυτό μου να χαμογελάσει· συνειδητοποίησα επιτέλους ότι το πλάνο μου γίνεται πράξη και καλό είναι να πάψω να αγχώνομαι για να το ζήσω.

Σε είχαν φάει οι αμφιβολίες, ε;
Ήξερα ότι όσα backup πλάνα και να είχα, εάν τελικά στράβωνε, θα χαονόμουν. Η εμμονή που είχα με το πρότζεκτ ήταν τελικά το πιο δύσκολο πράγμα. Αυτή η εμμονή για να το φτάσω στο καλύτερο δυνατό επίπεδο, όπως και το να πείσω τους ανθρώπους γύρω μου ότι αυτό που είχα στον νου μου ήταν εφικτό.

Είναι πολύ σημαντικό, επίσης, που μέσα απ’ το ντοκιμαντέρ βλέπουμε backstage πλάνα με αγαπημένους καλλιτέχνες της σκηνής στο στούντιο, υλικό το οποίο γενικά δεν υπάρχει εκεί έξω.
Ναι, ένας λόγος που συμπεριέλαβα αυτό το υλικό στο μοντάζ ήταν γιατί δεν υπάρχουν behind the scenes στην ελληνική ραπ σκηνή· ήταν ένας τρόπος για να φανεί ότι ανεξάρτητα από το τι ραπάρει ο καθένας, είναι παιδιά-μάλαμα, κανονικοί άνθρωποι που κάνουν χαβαλέ στο στούντιο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ας πούμε, ήταν ο Σαντάμ που σταθερά προκαλεί γέλιο στο κοινό του ντοκιμαντέρ: μου έδειξε απλά τόση εμπιστοσύνη και μέσα σε δευτερόλεπτα ξέχασε την ύπαρξη της κάμερας στο δωμάτιο. Έτσι, έχουμε την επική σκηνή που έχει σκαλώσει και δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη γεύση παγωτό καϊμάκι, λέγοντας ότι αυτό είναι νερό. Ήταν αδύνατο να τον πείσουμε, οπότε σε κάποια φάση λέει «φέρε τη σοκολάτα» και ο ΛΕΞ απαντάει το επικό «σοκολάτα και φράουλα θέλει το μωρό».

Πώς τον είδες τον ΛΕΞ στο στούντιο;
Η σκηνή που ολοκληρώνουμε θεωρητικά το rec και λέει «σβήστα όλα, πάμε απ’ την αρχή» είναι ό,τι πιο πραγματικό έχω μέσα στο ντοκιμαντέρ. Στην ουσία, είχαμε τελειώσει το κομμάτι και επειδή διέκρινα μια-δυο λεπτομέρειες που δεν του άρεσαν, πχ μια άρθρωση, το γυρίσαμε ξανά απ’ το μηδέν – και εγώ αμέσως, αντί να σκεφτώ την ταλαιπωρία, είπα «τέλεια, θα το ζήσουμε ακόμη μία φορά, θα μείνουμε εδώ μέχρι να τελειώσει, εννοείται».

Μάλλον μοιράζεστε την ίδια εμμονή για την τελειομανία. Πιο «σκυλί στη δουλειά» ποιον είδες;
Τον Dani Gambino, αφενός, που μπήκε μέσα και πυροβόλησε το ραπ σαν να το ηχογραφούσαμε για τρίτη φορά, με φουλ άνεση, ενώ είναι από τα πιο δύσκολα κομμάτια του δίσκου σε εκτελεστικό επίπεδο. Και αφετέρου, ο Hawk εννοείται, ο οποίος άκουσε εκείνη την ώρα το κομμάτι, του δώσαμε λίγο χρόνο και έγραψε επί τόπου τα raps του – πραγματικά, συγκλονιστικό να συμβαίνει μπροστά σου.

Τελικά, είναι Arte Povera ή Arte della povertà που χτύπησες στην πλάτη;
Όπως ίσως γνωρίζεις, arte povera ήταν ένα κίνημα καλλιτεχνών που έδρασε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι για τα έργα τους χρησιμοποιούσαν ευτελή υλικά που έβρισκαν έξω, πράγμα το οποίο στο μυαλό μου ταιριάζει με τη διαδικασία του sampling, επειδή παίρνεις έτοιμα τα υλικά σου για να δημιουργήσεις. Το arte della poverta, όμως, αποτυπώνει καλύτερα τη φιλοσοφία της ραπ μουσικής για μένα: είναι η τέχνη των φτωχών, από την άποψη ότι είναι η τέχνη εκείνων που δεν έχουν κάτι να χάσουν. Δεν παράγεται δηλαδή για να αποφέρει κάτι, γι’ αυτό είναι αφιλτράριστη και ατόφια.

***

Info

Το Arte Povera – The Documentary παίζεται στα Village Cinemas, ενώ το Arte Povera –The Album κυκλοφορεί σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα και τις streaming πλατφόρμες από τη Minos EMI, a Universal Music Company. Βρείτε το εδώ.