Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Καλομοίρα Παπαγεωργίου παραμυθιάζεται ακόμα από την Αθήνα

Η δημιουργός του Prigipo μιλάει για ό,τι συμβαίνει στην πόλη, για την επιχειρηματικότητα και την εργασιακή πραγματικότητα, για το πάθος να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά όχι για κοσμήματα.

Με μία 15ετή παρουσία στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας και στον χώρο του χειροποίητου κοσμήματος, η Καλομοίρα Παπαγεωργίου έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί. Και όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί, το Prigipo είναι μία ιστορία επιτυχίας.

Πετυχαίνουμε την ίδια και το brand της σε μία περίοδο μεγάλων αλλαγών. Η τουριστικοποίηση του κέντρου της Αθήνας άγγιξε και το δικό της κατάστημα, αφού μέσα στο 2023 της ανακοινώθηκε η πώληση του κτηρίου που στεγάζει ακόμα την επιχείρησή της, προκαλώντας αβεβαιότητα για το μέλλον.

Στην εκπνοή του χρόνου, σε μία περίοδο που παραδοσιακά τα κοσμήματα έχουν την τιμητική τους ως δώρα, ένα ριφιφί ήρθε να επισφραγίσει μία ήδη δύσκολη χρονιά. Οι δράστες βρήκαν πρόσβαση από το διπλανό εγκαταλειμμένο κτήριο, στον αριθμό 32 της οδού Κολοκοτρώνη και αφού άνοιξαν τρύπα στον μεσότοιχο, εισήλθαν στον κεντρικό χώρο του κοσμηματοπωλείου.

Το 2024, ωστόσο, βρίσκει την Καλομοίρα να τα έχει όλα υπό έλεγχο, με πολλή προσπάθεια και δουλειά. Μια νέα στέγη ετοιμάζεται στην Πραξιτέλους ενώ η ίδια σκέφτεται ποιο θα είναι το επόμενο βήμα για ένα brand που ουσιαστικά μεγάλωσε μαζί του. Της ζητάω να βάλει σε ένα πλαίσιο όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς και εξέλιξης και τελικά μόνο για κοσμήματα δεν συζητάμε. Το όραμα της ομάδας, η καταναλωτική συνείδηση, το παρόν της πόλης και η εργασιακή πραγματικότητα, την απασχολούν περισσότερο από ένα όμορφο δαχτυλίδι. Κι αυτό κάνει τα κοσμήματά της ακόμα πιο αγαπητά σε όσους έχουν την τύχη να τη γνωρίζουν καλύτερα.

«Η αλήθεια είναι ότι είμαστε τα καλά παιδιά της αργυροχρυσοχοΐας γιατί προσπαθώ από τη μέρα μηδέν να κάνω αυτό που αγαπώ, αυτό το οποίο όταν το ανακάλυψα ανοίχτηκε μπροστά μου ένας καινούργιος μαγικός κόσμος όπου μπορούσες να φτιάξεις όντως κάτι με τα χέρια σου. Να σε οδηγούν αυτά. Τα χέρια μου έπλαθαν τη σκέψη μου, προέκυπταν ιδέες όσο εγώ είχα επαφή με τα υλικά. Δεν είναι απλώς μια θεωρία όμως, ένα design. Είσαι τεχνίτης. Φωτιά, ψαλίδι, σέγα, σφυρί. Όταν λοιπόν ανοίχτηκε αυτός ο κόσμος μπροστά μου ήθελα πολύ να είμαι μέσα σε αυτό. Το πώς αυτό έγινε επιχείρηση και πραγματικότητα δεν το κατάλαβα ποτέ. Έγινε οργανικά. Έγινε μόνο του, χωρίς μπίζνες», λέει χαρακτηριστικά.

«Τα νούμερά μας είναι διαθέσιμα σε όποιον θέλει να τα δει. Υπάρχει μια τεράστια παραφιλολογία, η οποία βέβαια έχει μια ρίζα ότι ρε παιδάκι μου επιχειρηματίας, άρα απατεώνας»

Ανήκει στη γενιά της κρίσης και των δυσκολιών. Μπορεί στα μάτια όσων βρίσκονται έξω από τον κόσμο του επιχειρείν, να φαίνεται μόνο η καλογυαλισμένη βιτρίνα των κοσμημάτων, αλλά η πραγματικότητα για τις μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, μόνο εύκολη δεν είναι. «Τα νούμερά μας είναι διαθέσιμα σε όποιον θέλει να τα δει. Υπάρχει μια τεράστια παραφιλολογία, η οποία βέβαια έχει μια ρίζα ότι ρε παιδάκι μου επιχειρηματίας, άρα απατεώνας. Αυτό είναι κάπως κουλτούρα στο μυαλό του μέσου Έλληνα. Η αλήθεια είναι ότι αν τα κάνεις όλα σωστά και έτσι όπως πρέπει να τα κάνεις, όχι απλά μπαίνεις μέσα, αν δεν έχεις μεγάλο περιθώριο κέρδους, μπαίνεις μέσα με τα μπούνια. Συντηρείς μια πραγματικότητα, σαν αυτούς που τζογάρουν. Τζογάρουν, κερδίζουν, ξαναποντάρουν. Δέκα χρόνια μετά, έχεις χάσει πιο πολλά από όσα έχεις κερδίσει. Αν θες να είσαι σούπερ τυπικός και σωστός. Γιατί το κάνεις τελικά όλο αυτό; Κοίτα, εγώ δεν ήξερα ότι πάει έτσι. Το κάνεις συνήθως από αφέλεια. Ρομαντικά».

Αναπαράγουμε τα στερεότυπα, είναι γεγονός και όταν μπαίνουν στη σειρά οι λέξεις, νέα γυναίκα επιχειρηματίας δεν μπορείς να τα παρακάμψεις. Η Καλομοίρα θυμάται όταν οι συνεργάτες κοίταζαν επίμονα το στήθος της κι εκείνη προσπαθούσε να τραβήξει το βλέμμα στα μάτια της. Μεγαλώνοντας στην Παιανία, όπως και η Ειρήνη, πρώην συνεργάτιδά της, είχαν μάθει ότι για να τις παίρνουν στα σοβαρά έπρεπε να μιλάνε, να ντύνονται και να φέρονται σαν αγόρια. «Ένας μηχανισμός επιβίωσης σε ένα επαρχιακού τύπου προάστιο της Αθήνας. Γιατί κι εμείς μάθαμε από τις γιαγιάδες μας, οι οποίες και αυτές ήταν στα χωράφια, κανόνιζαν τα πάντα, ήταν αυστηρές μαζί μας, ήταν άγριες, δεν ήταν οι γλυκούλες με τα παραμύθια. Έτσι μάθαμε κι εμείς να είμαστε κάπως άγριες. Πιάνει πάρα πολύ αλλά τώρα που στο λέω δεν ξέρω πώς νιώθω για όλο αυτό».

Τα στερεότυπα όμως είναι για να σπάνε και στην πορεία η ίδια κατάλαβε ότι δεν ήταν τα «τερτίπια» αυτά με τα οποία κέρδισε τελικά την εμπιστοσύνη των συνεργατών της. Υπάρχει κάτι ουσιαστικό από πίσω. «Είμαστε εντάξει απέναντί τους, σεβόμαστε τους χρόνους τους, συζητάμε πάντα οποιαδήποτε ανάγκη προκύπτει και φυσικά έχουμε διεκδικήσει κάποια πράγματα με σωστή συνεννόηση, να είμαστε εντάξει στις πληρωμές, να έχουμε καλή επικοινωνία και να μη λέμε ψέματα. Αυτό είναι που ουσιαστικά αυτή τη στιγμή έχει φέρει και τους άντρες και τις γυναίκες συνεργάτες μας να μας σέβονται πραγματικά. Όχι γιατί τους μιλούσαμε κάπως, αλλά επειδή κι εμείς σεβαστήκαμε τη σχέση μας. Ε, αυτό δεν έχει να κάνει τώρα με το φύλο. Έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μου αλλά και της ομάδας μου, γιατί έτσι λειτουργούμε. Και τώρα με τη ληστεία, με πήραν τηλέφωνο συνεργάτες και μου είπαν ό,τι χρειάζεσαι είμαστε εδώ».

Κρίνει την επιτυχία βάσει των στόχων που έχει φέρει εις πέρας. Σκοπός της δεν είναι να φτιάχνει απλώς κοσμήματα αλλά να καταφέρνει να διατηρεί ζωντανό το όραμα στην ομάδα. Να φτιάχνουν κάτι επειδή έχουν το πάθος να το κάνουν και να προορίζονται για ανθρώπους που θα σέβονται και θα κατανοούν το προϊόν. «Αυτός που εργάζεται στο Prigipo κι έχει φτιάξει το κόσμημα που φοράς μπορεί να είναι ο διπλανός σου, ο φίλος σου. Θέλω να τηρούμε το οκτάωρο, να μην πεθαίνουμε στο άγχος. Και θέλω πάρα πολύ να καταφέρουμε το τετραήμερο με τον ίδιο μισθό. Δεν ξέρω αν θα το πετύχουμε κάποια στιγμή».

«Είναι πιο δύσκολο όταν έχεις κατάστημα αλλά θέλω κάπως να γίνει γιατί όσοι άνθρωποι εργάζονται στην εξυπηρέτηση πελατών έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσφορία του κόσμου. Έχουμε ζήσει άπειρες υστερίες χωρίς ιδιαίτερο λόγο κι εκεί θέλεις να πεις: Αγάπη μου γλυκιά, δεν είναι αυτό το πρόβλημά σου. Έχεις κάποιο άλλο πρόβλημα που πρέπει όμως να το λύσεις; Γιατί αν δεν είμαι εγώ εδώ σε αυτή τη θέση, θα βρίσκεται κάποιος άλλος ή σε ένα άλλο μαγαζί. Ύστερα, αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν Σάββατο. Το πιο απλό, να θέλουν να φύγουν ένα διήμερο. Μου τη σπάει που θεωρούνται αναλώσιμοι, ενώ στην πραγματικότητα όταν εξυπηρετείς, για μένα είσαι το πρόσωπο μιας επιχείρησης. Πουλάς αυτό το προϊόν και το γουστάρεις. Είσαι σε αυτή τη θέση γιατί δεν κάνεις μια δουλειά του ποδαριού και είμαστε τυχεροί που σε έχουμε. Στην ομάδα μου νοιάζονται πάρα πολύ για το σύνολο της εμπειρίας του πελάτη και του μαγαζιού και το φροντίζουν, το πονάνε, το γουστάρουν και είναι εκεί».

Η εργασιακή πραγματικότητα των ανθρώπων που εργάζονται στην επιχείρησή της την αφορά περισσότερο από το προϊόν. Όλοι έχουμε ένα βραχιόλι που έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς, αγαπημένα αθλητικά που κοιμηθήκαμε μαζί τους όταν ήμασταν παιδιά, ένα ρούχο να μας θυμίζει μία ωραία στιγμή, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι πιο σημαντικό από τον ανθρώπινο παράγοντα. «Εννοείται ότι και στα εργασιακά θα κάνω μαλακία και κάτι θα μου ξεφύγει. Το θέμα είναι να την καταλάβεις και να είσαι υπόλογος γι’ αυτήν. Και να φροντίζεις να μην την ξανακάνεις».

Έχοντας υπάρξει στο παρελθόν ένα brand που έπαιρνε θέση στα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα μέσα από τα social media, έχει αποφασίσει πλέον ότι προτιμά να λειτουργεί ο λογαριασμός ως ένα διάλειμμα χαλάρωσης και ξεκούρασης. «Δεν θέλω να προσθέτω σε αυτόν που μας ακολουθεί μία ακόμα έννοια. Έχουμε ανάγκη να χαρούμε και χρειάζεται μία απόσταση και ξεκούραση. Θα σε κρίνουν έτσι κι αλλιώς για ό,τι πεις ή δεν πεις. Προτιμώ να σιωπήσουμε χωρίς όμως να πούμε business as usual. Δεν είναι καθόλου έτσι. Θεωρώ ότι πρέπει να καταλαβαίνω την κοινωνική μου ευθύνη μέχρι εκεί που μπορώ. Σε αυτόν τον μικρόκοσμο που έχουμε φτιάξει, να είμαι όσο πιο σωστή μπορώ».

«Μου τη σπάει που θεωρούνται αναλώσιμοι, ενώ στην πραγματικότητα όταν εξυπηρετείς, για μένα είσαι το πρόσωπο μιας επιχείρησης. Πουλάς αυτό το προϊόν και το γουστάρεις»

Ξεκίνησε να ψάχνει νέο κατάστημα τον Ιούνιο για να καταλήξει να βρει τον Δεκέμβριο, περνώντας μέσα από μία πολύ δύσκολη διαδικασία. Αν μπορεί να πει κάτι με σιγουριά, αυτό είναι ότι τα εναπομείναντα μικρά μαγαζιά στο κέντρο είναι ιδιόκτητα. «Τρέφω έναν σεβασμό για τους ανθρώπους που επιλέγουν να μην κεφαλαιοποιήσουν και να κρατήσουν την επιχείρησή τους. Δεν νομίζω βέβαια ότι το κάνουν για χάρη της ποικιλότητας του κέντρου αλλά επειδή είναι η δουλειά τους. Είναι αυτό που έχτισαν, αυτό που ξέρουν να κάνουν. Τώρα το πώς θα εξελιχθεί μεθαύριο δεν ξέρω να στο πω».

Το Prigipo είναι ένα μαγαζί που γεννήθηκε στο εμπορικό τρίγωνο και εκεί πρέπει να παραμείνει. Το γεγονός μάλιστα ότι το ακίνητο που θα αποτελέσει σύντομα τη νέα του στέγη ανήκει σε πελάτισσα του μαγαζιού (σ.σ. της έχουν κάνει τα στέφανα του γάμου της) επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά, γιατί χρειαζόμαστε ακόμα τις γειτονιές.

«Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί το κέντρο. Έχει αλλάξει σίγουρα χίλια πρόσωπα αλλά αυτό που συμβαίνει τώρα δεν ξέρω αν τελικά μας αρέσει. Και πώς το βλέπει σήμερα ένας νέος άνθρωπος. Όταν ήρθαμε το 2014 στην Κολοκοτρώνη ήταν σαν βουτάμε στα άδυτα, σαν να ανοίξαμε μία κρυφή πόρτα, ειδικά για όσους είχαμε μεγαλώσει σε προάστια, σε ένα άλλο στυλ ζωής. Τώρα δεν ξέρω αν ένα παιδί έχει κάτι να ανακαλύψει ή να δει. Γίνεται όλο πολύ ινσταγκραμικό».

Τα λιγοστά χαμηλά κτήρια, αυτά που μαρτυρούν την παλιά εμπορική ζωή, της προκαλούν νοσταλγία. Ξέρει ότι δεν υπήρχε καμία αθωότητα παλιότερα, αλλά της αρέσει να νομίζει ότι έτσι ήταν. Σε μία Αθήνα που αλλάζει, της αρέσει να τρυπώνει μέσα στους στενούς δρόμους και το πώς ο ήλιος βρίσκει το δρόμο του και φωτίζει έστω και λόγο. Της λείπει ο δημόσιος χώρος. Τελικά, αυτό που αγαπάει στην πόλη είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να την παραμυθιάσει.