Η Κατερίνα Στανίση αφηγείται τη ζωή της στο OneMan
Από το εργοστάσιο στη Γερμανία μέχρι το Madison Square Garden και από τα πρώτα τραγούδια με τον Τάκη Μουσαφίρη μέχρι τον Καζαντζίδη, τον Σούκα και τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Μια μεγάλη λαϊκή φωνή που κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει.
- 29 ΑΠΡ 2021
ΦΟΡΕΜΑ: ΠΑΡΗΣ ΒΑΛΤΑΔΩΡΟΣ
Η Κατερίνα Στανίση κάθεται δίπλα μου, ζητά συγγνώμη που άργησε να μου φέρει ένα ποτήρι νερό και η παραδοχή μου ότι το ζήτησα τυπικά, από ευγένεια, μόνο και μόνο για να μη φανώ ακατάδεκτος, δε δείχνει να αλλάζει κάτι. Συνεχίζει να μου ζητά συγγνώμη που δεν έχει κάτι παραπάνω να με κεράσει, γιατί «αναψυκτικά δεν έχουμε ποτέ στο σπίτι, δεν πίνω», αλλά κυρίως γιατί δεν είμαστε καν στο δικό της σπίτι. Εδώ και καιρό έχει -σχεδόν- μετακομίσει στη μητέρα της για να την προσέχει.
Στην κουβέντα που θα ακολουθήσει θα ακουστεί πολλές φορές μια μακρινή φωνή να τη ζητάει μέσα από κάποιο δωμάτιο, για να παίρνει ως απάντηση «τι είναι το κορίτσι μου, τι θέλει;» και με εμένα να μένω μόνος για μερικά λεπτά.
Με σχεδόν 50 χρόνια μέσα στη νύχτα, χρυσούς δίσκους και συνεργασίες που θα ζήλευε όποιος έχει σταθεί μπροστά από μικρόφωνο σε αυτήν τη χώρα, η Κατερίνα Στανίση αποτελεί μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση λαϊκής τραγουδίστριας. Μια μεγάλη λαϊκή φωνή που κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει, όσο κι αν διαφωνούσε με το ρεπερτόριό της, μια γυναίκα πολύ αγαπητή από μεγάλα και ετερόκλητα κομμάτια του πληθυσμού, ακόμη και άσχετα με τη μουσική της.
Συζητήσαμε για τα χρόνια που δούλευε στη Γερμανία, για τον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Γιατρά που έφυγαν πρόσφατα, για τα πανηγύρια και το Madison Square Garden και για τη νύχτα που δεν ήταν πάντα τόσο όμορφη όσο είναι σήμερα.
Θέλω να μιλήσουμε λίγο για τη νύχτα της δεκαετίας του ‘80. Αναρωτιέμαι αν έχετε δει τη σκηνή με το μαγαζί, το Βιετνάμ στο Όλα Είναι Δρόμος.
Εσύ λες αυτό που έχει το τραγούδι της Μαράντη μέσα, το Θα Πάρω Φόρα.
Ναι και υπάρχει και μια άλλη ταινία, το Αυτή η Νύχτα Μένει. Κατάφεραν αυτές οι δύο ταινίες να δείξουν πραγματικά πώς ήταν τα μπουζούκια της επαρχίας;
Είναι αληθινά αυτά που δείχνανε. Οι ίδιοι μπορεί να μην τα είδανε, τα είδανε άλλοι όμως. Και τα μιμήθηκαν. Τα έχουν πετύχει αλλά έπρεπε να πάρουνε εμένα να τους τα πω (σ.σ. χαμογελάει). Είμαι από 15 χρονών στα μπουζούκια και έχουν δει τα μάτια μου πολλά. Είναι ωραία, ειδικά τώρα, που έχουν εξευγενιστεί τα μαγαζιά και δε γίνονται πια φασαρίες, που δεν υπάρχουν πια τα «μπήκα στο μαγαζί και κάνω ό,τι γουστάρω» ή να πειράξεις τη γυναίκα του αλλουνού.
Τότε όμως ήταν πιο οξύθυμοι γιατί τους περνούσε κιόλας αυτό. Εκείνα τα χρόνια ο πελάτης (ο τακτικός και καλά) έκανε κουμάντο στο μαγαζί. Αν δε σε συμπαθούσε, μπορεί να έχανες και τη δουλειά σου. Ήταν σκληρή η νύχτα τότε.
Γι’ αυτό και αναγκάζονταν, γυναίκες άντρες, να κατεβαίνουν στα τραπέζια να μιλάνε, να κάνουν παρέα στους πελάτες;
Ε, βέβαια. Υπήρχε πολύ αυτό το κονσομασιόν.
Δημόσιες σχέσεις μόνο; Όχι κάτι άλλο; Αν απλώνανε χέρι, τους το κόβανε;
Κοίταξε να σου πω κάτι. Άλλος το δέχεται, άλλος όχι. Δεν μπορούμε να το πούμε για όλους με σιγουριά.
Και έπρεπε να φαίνονται «διαθέσιμοι» οι καλλιτέχνες, γι’ αυτό και δεν μπορούσατε για παράδειγμα να τα φτιάξετε με έναν σερβιτόρο.
Όχι να μην τα ‘χεις μόνο, ούτε να μιλήσεις δεν μπορούσες. Σε έδιωχναν. Με τον συνάδελφό σου να μιλήσεις ή να καθίσεις σε ένα τραπέζι μαζί του, απαγορευόταν. Ακόμα και στο ξενοδοχείο που έμενες είχαν τα μάτια κεραίες.
Ε, μωρέ τι αφεντικά ήταν αυτά τώρα, δεν ήταν όλοι έτσι. Αυτοί τώρα πουλήσανε τα πρόβατα και γίνανε επιχειρηματίες για να γαμήσουνε -με συγχωρείς για τη φράση. Τον σωστό επιχειρηματία δεν τον νοιάζει τι κάνεις στην προσωπική σου ζωή.
Θυμάμαι ένα ζευγάρι χορευτές, που είχαν πει ότι είναι αδέρφια για να βρούνε δουλειά σε ένα επαρχιακό μαγαζί. Μια μέρα όμως που μπήκα στο καμαρίνι ξαφνικά τους είδα που φιλήθηκαν στο στόμα. Δεν είπα τίποτα βέβαια εγώ. Όταν οι άλλοι όμως το πήρανε χαμπάρι, τους διώξανε.
Είχατε και σημάδια στα πόδια απ’ τα ποτήρια, τα πιάτα;
Ε, άγρια διασκέδαση αυτή. Έβγαλα νύχι δύο φορές. Δεν ήξερες από που θα σου ‘ρθει. Είναι πολύ καλά που αυτά έχουνε σταματήσει. Να πετάνε ποτήρι να σου κόβει τη φλέβα; Δεν λέμε, να πίνει ένας άνθρωπος, δεν πουλάμε γάλα, αλλά να έχει και σώας τα φρένας.
Παραγγελιές έχετε προλάβει, σας έχουν ζητήσει;
Βέβαια. Έχω προλάβει και το μικρόφωνο εκείνο που ήτανε το τετράγωνο, που δεν ήξερες ποια είναι η καλή και ποια η ανάποδη μεριά του.
Στα μαγαζάκια της επαρχίας τότε υπήρχαν πολύ καλοί μουσικοί και εκπαιδευμένοι, οι οποίοι είχαν μεγάλο ρεπερτόριο, για όλα τα γούστα. Εκεί ψήθηκα πολύ. Προσπαθούσα να αποφεύγω τις κακοτοπιές όσο μπορούσα και ήμουνα συνέχεια πάνω στην πίστα για να αποφεύγω την τραπεζαρία. Και έτσι μάθαινα τραγούδια, κάνοντας φωνητικά στον έναν, στον άλλον.
Δουλεύατε δηλαδή παραπάνω από μόνη σας για να αποφεύγετε να κάνετε κονσομασιόν κάτω.
Βεβαίως. Αυτές οι εμπειρίες έχουν και τα καλά και τα κακά τους. Και αυτά με έκαναν πιο επαγγελματία. Δηλαδή εγώ τώρα τον άλλον, με το που μπαίνει στο μαγαζί, τον κόβω απ’ το κοστούμι, ξέρω τι θέλει να του πω.
Στην αρχή σας βοήθησε πολύ ένας άνθρωπος, ο Νίκολσον. Θυμάμαι τον είχατε ψάξει και στο Πάμε Πακέτο για να τον ευχαριστήσετε.
Κάποιοι άνθρωποι που ήρθαν στη ζωή μου, πιστεύω ότι ήταν θεόσταλτοι. Αυτός ο άνθρωπος είχε φέρει ένα πρόγραμμα με τη Τζένη Βάνου στη Γερμανία. Εγώ εκεί μεγάλωσα, εκεί ζούσα και τον βρήκα τότε που είχα αρχίσει να τραγουδάω και ήμουν ακόμα στα χαμένα. Κι εκεί που καθόταν στο μαγαζί πήγα να τον γνωρίσω και μου λέει «εσύ γιατί τραγουδάς εδώ, τέτοια φωνή; Άντε να έρθεις στην Ελλάδα». Λέω «ετοιμαζόμαστε, τα εισιτήρια για το τρένο μαζεύω».
Πώς και τον έλεγαν «Νίκολσον»;
Ήταν το καλλιτεχνικό του. Είχε ένα γραφείο, τι να σου πω, τόσο μεγάλο, λες και ήταν πολιτικός, γεμάτο μέσα ντουμάνι από επιχειρηματίες. Άλλος ήθελε μπαλέτα, άλλος ήθελε τραγουδιστές… Τη Μοσχολιού, τον Αντύπα, τον Μητροπάνο, όλους αυτός τους είχε. Και όταν ήρθα στην Αθήνα πήγα και τον βρήκα. Και μόλις με είδε, σηκώθηκε όρθιος, μ’ αγκάλιασε, πήρε τηλέφωνο και αμέσως μου ‘κλεισε δουλειά στη Λάρισα.
Τον εκτιμούσαν πολύ οι μαγαζάτορες διότι και λόγο είχε, και ήξεραν ότι αυτό που θα τους στείλει είναι το σωστό. Και μου ‘δωσε και προκαταβολή. Τότε μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στη Ομόνοια μαζί με τη μάνα μου και τον μικρό μου τον αδερφό, δεν είχαμε φράγκο. Σκέψου ότι πήγα να τον βρω με κάτι ρούχα που μου είχε δώσει μια Γερμανίδα, γιατί ήθελα να με δει έτσι ωραία ντυμένη.
Με τα λεφτά της προκαταβολής πήρα ένα πακέτο Καρέλια που κάπνιζα, ένα κουτί μπισκότα για το λεωφορείο και 50 δραχμές τσαλακωμένες στο χέρι μου, για να έχω μόλις φτάσω στη Λάρισα, να πάρω ταξί να με πάει στο μαγαζί. Τραγουδούσε και ο Πασχάλης Τερζής εκεί για κάποια περίοδο, αλλά δεν είχε ακόμα δισκογραφία ήταν στην αρχή. Μιλάμε για το ‘74.
Και στη συνέχεια γνωρίσατε κι ένα πολύ μεγάλο, ο οποίος έφυγε πρόσφατα απ’ τη ζωή: τον Τάκη Μουσαφίρη.
Εκτιμώ όλους όσους μου έδωσαν τραγούδια γιατί θα πει ότι με πίστεψαν, αλλά με τον Τάκη είχαμε άλλο δέσιμο. Ήμουν ένα κορίτσι 20 χρονών όταν τον γνώρισα. Δεν ήξερα ούτε από εταιρείες ούτε που να απευθυνθώ ούτε τίποτα. Απλώς μου έδινε φτερά ο απλός κόσμος που ερχόταν να διασκεδάσει, και οι μουσικοί, οι συνάδελφοι μου.
«Αφού τα λες ωραία γιατί να είσαι ουρά των αλλωνών, πρέπει να κάνεις δικό σου δίσκο», μου λέγανε. Υποσχέσεις όμως άκουγα πολλές. Ο Μουσαφίρης ήτανε ο πιο σουξεδιάρης συνθέτης της εποχής του. Δεν υπήρχε τραγουδιστής που να έπαιρνε τραγούδι του και να μην έκανε επιτυχία. Μεγάλα τραγούδια που μας μείνανε. Με αυτά δουλεύουμε εμείς ακόμα. Εκείνος μου έδινε διάφορα τραγούδια για το μαγαζί, τα μάθαινα εγώ με τους μουσικούς, και τελικά τα παίρνανε άλλοι για δίσκο, πιο γνωστοί.
Ε, και μια μέρα κι εγώ, εκεί που είχα πιει και κανά ποτήρι…
Του λέτε «γράψε και για μένα κάτι».
Έκανε τότε την καλλιτεχνική επιμέλεια στο μαγαζί του Καρουσάκη, και δεν ξέρω, τον έπιασα σε καλή στιγμή; Ήταν και πολύ καλός άνθρωπος, βέβαια, ήθελε έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή να μου κάνει δίσκο. Και μου λέει τότε «έλα δω…».
Πίστεψέ με, με τέτοια ευκολία έγραφε αυτός ο άνθρωπος. Είχε στο σπίτι του κάτι πακέτα τσιγάρα, κάτι τετράγωνα, κι έγραφε ατάκες πάνω τους. Και παίρνει ένα και μου το δείχνει και του δίνω κι εγώ ένα φιλί απ’ τη χαρά μου. «Μυστικέ μου έρωτα», έγραφε. Την άλλη μέρα το φέρνει σε παρτιτούρα, λέει στους μουσικούς «περάστε το».
Το κομμάτι το τραγουδούσα δύο χρόνια χωρίς να έχει δισκογραφηθεί. Με ζώνανε τα φίδια γιατί όλοι του το ζητούσανε. Πήγα κι εγώ μια μέρα τρομοκρατημένη και μου λέει «εγώ τους είπα ότι το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για τα μάτια της Κατερίνας, και το ορκίζομαι στον γιο μου -ένα παιδί είχε, τον Βασιλάκη, γι’ αυτόν ζούσε- δεν πρόκειται να δοθεί σε κανέναν άλλον».
Δεν είναι λίγο ιδιαίτερο τραγούδι; Δεν είναι σαν να έχει δύο διαφορετικά ρεφρέν, και καθόλου κουπλέ;
Αυτό είναι εξυπνάδα, γιατί κοίταξε, στα περισσότερα τραγούδια το κουπλέ είναι πιο κάτω, και μετά τα δίνεις στο ρεφραίν, αλλά αυτό ξεκινάει όπως το Αναστατώνομαι του Καρβέλα. Κι αυτό είναι από ρεφραίν. Ε, μετά από εκεί και πέρα ήρθαν και άλλες συνεργασίες. Συνεργάστηκα με πολύ καλούς συνθέτες, γιατί ο παραγωγός μου ο Καραγιάννης πρόσεχε πάρα πολύ το ρεπερτόριό μου.
Και βέβαια συνεργάστηκα και με τον Καζαντζίδη. Καμιά φορά τα όνειρα βγαίνουν πραγματικότητα.
Πώς γνωριστήκατε;
Στο στούντιο που έγραφα με τον Τάκη Σούκα και τον Θανάση Πολυκανδριώτη, την ίδια εποχή έγραφαν κι εκείνοι. Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε ο Σούκας και ήταν ο κουμπάρος του Στέλιου. Του λέει «να έρθουμε κι εμείς να πιούμε έναν καφέ;». Απ’ την ώρα που το ‘πανε, η ψυχή μου δεν ξέρω που πήγε απ’ τον φόβο μου, απ’ το τρακ.
Εγώ βέβαια νόμιζα ότι θα μπει ένας Καζαντζίδης βαρύς, αμίλητος, με την μύτη εκεί πάνω και τελικά βλέπω έναν άνθρωπο καταδεκτικό, ομιλητικό, να με αγκαλιάζει σαν να με ήξερε χρόνια… Καταδέχτηκε και ζήτησε να ακούσει τα τραγούδια που γράφανε σε μένανε.
Ήσασταν όμως ήδη γνωστή τότε.
Ναι αλλά αν ήταν άλλος θα έλεγε «τι να ακούσω τώρα, σιγά». Γιατί να σου πω κάτι; Σ’ αυτήν τη δουλειά χρειάζονται γερά φρένα, μπορείς να ξεφύγεις πολύ. Η δόξα και το χρήμα συνήθως μας χαλάνε, δεν μας φτιάχνουν.
Λέει ο Καζαντζίδης «τον δικό μου τον “διάλογο” τον έχεις ακούσει; Βάλε ρε Τάκη να ακούσει η Κατερίνα». Μου είπε «εγώ απέχω, αλλά σε παρακολουθώ και μ’ αρέσεις. Έχεις έναν λυγμό που μ’ αρέσει πολύ». Ε, τι να πω, προσευχήθηκα κι εγώ μέσα μου, και λέω «έχει γούστο να μου πει να το τραγουδήσουμε μαζί». Τελικά ήτανε ο ουρανός ανοιχτός και πράγματι μου το ζήτησε.
Μετά που γνωριστήκαμε πήγαινα και στον Άγιο Κωνσταντίνο και τον έβλεπα που ήταν με τη γυναίκα του. Ψάρευε, έκανε παρέα με απλούς ανθρώπους, του Θεού. Πήγαινα κι εγώ να ακούσει τα τραγούδια μου, μού έλεγε «κοίταξε Κατερίνα, το Ποιος Είστε Κύριε, το Τρέχεις σαν το Τρένο είναι εμπορικά πολύ».
Δεν τον πείραζε όμως; Δεν σας έλεγε να μη διαλέγετε τόσο εμπορικά;
Όχι, ήξερε τι ήθελε κάθε εποχή. Αυτοί οι μαλάκες που λέγανε -με συγχωρείς- «ε, πάλι για ξενιτιά θα μιλήσει», κάνανε λάθος γιατί τότε ήταν έτσι ήταν τα πράγματα σε όλη την Ελλάδα. Και ο άνθρωπος αυτός τραγουδούσε τα βιώματά του. Δεν τραγουδούσε ψεύτικα. Εγώ όταν ήμουν 14 χρονών στη Γερμανία και πρωτομπήκα στη δουλειά στο εργοστάσιο, γυρνούσα μετά σπίτι, άκουγα τα τραγούδια του -τα Μουτζουρωμένα Χέρια για παράδειγμα- κι έκλαιγα. Όσοι δεν έχουν κάνει ξενιτιά, δεν ξέρουνε.
Πώς να μην τον αγαπήσει ο κόσμος, αφού σου τραγουδάει και αφηγείται τη δική σου τη ζωή; Μου έλεγε «να προσέχεις το ρεπερτόριο σου, γιατί μπορείς να πεις πολλά τραγούδια και κάποια στιγμή να είσαι γυμνή. Και να πεις τρία και να μείνεις στην ιστορία».
Τελευταία φορά που τον είδατε;
Έναν χρόνο πριν πεθάνει. Είχαμε πάει κάπου προς την Ιστιαία για δουλειά και στον γυρισμό, περάσαμε από τον Άγιο Κωνσταντίνο να πούμε ένα «γεια». Τον είδα έτσι σαν καταβεβλημένο, κουρασμένο, του λέω «Στέλιο τι έχεις, σε βλέπω λίγο βαρύ λίγο στεναχωρημένο», «όχι», μου λέει. Κι όμως ήταν άρρωστος. Φεύγοντας μου έκανε εντύπωση ότι ώσπου να χαθούμε ήταν απ’ έξω. Μας κοίταζε, μας ξεπροβόδιζε. Τόσο καλός άνθρωπος ήταν.
Και λέω στον αδερφό μου «ρε συ Αντρέα δεν τον βλέπω καλά, λες να πάθει τίποτα;». «Εσύ όλα τα ξέρεις, μου λέει, άσε μας», και φύγαμε.
Έχετε συνεργαστεί και με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Λένε ότι ήταν ο μόνος που τον έφτανε κάπως στη φωνή. Ίσχυε αυτό;
Κοίταξε, ήτανε άλλο πράγμα, δεν μπορούμε να τα συγχέουμε. Μεγάλη φωνή κι αυτός, προσωπικότητα μεγάλη.
Πού τραγουδούσατε μαζί;
Σε ένα μαγαζί στην Πλατεία Αμερικής, το Μονσενιέρ.
Είχατε πει ότι έκανε πολλές πλάκες.
Ήταν καλαμπουρτζής πολύ. «Άντε βγες πες τα κουκλάρα μου», έλεγε… Του άρεσε να σε ενθαρρύνει. Αλλά καλός άνθρωπος κι αυτός. Πολύ καλός. Έφυγε νέος πολύ. Θυμάμαι κάπου τραγουδούσε με τον Σούκα και την Λαμπράκη και πήγαμε να τον δούμε, αλλά τελικά είδα έναν άλλον Αγγελόπουλο. Τον είδα φοβερά αδυνατισμένο.
Ο Σούκας με σήκωσε και με έβαλε να πω το Ερωτά μου Αγιάτρευτε, και εκεί τον είδα ότι ήταν άρρωστος.
Πάντα μαζί με τον Καζαντζίδη αναφέρετε και τον Νταλάρα, τον έχετε πολύ ψηλά. Σας είχε επιλέξει να τραγουδήσετε μαζί στον Ορφέα και όταν αυτές οι παραστάσεις κυκλοφόρησαν σε δίσκο, ξεπέρασε τις 700.000 πωλήσεις. Είστε κι εσείς μέσα;
Φυσικά, σε ένα από τους πιο εμπορικούς ελληνικούς δίσκους. Και ο Νταλάρας ήταν ο Νταλάρας, έκανε παραστάσεις και ο κόσμος έτρεχε να τον δει. Φτασμένος καλλιτέχνης, και πολύ μπροστά από κάποιους άλλους.
Κάποια στιγμή στα 13 μου, η μαμά έμεινε στη Γερμανία κι εγώ με τον μικρό μου τον αδερφό ήρθαμε για λίγο στη γιαγιά. Τότε έπιασα δουλειά με μια ξαδέρφη μου στην κορδέλα, κόβαμε ξύλα, κάτι μεγάλα καδρόνια. Εκεί το αφεντικό και η γυναίκα του ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και μας είχαν ένα ραδιάκι μικρό. Και ακούω μια φορά τον Νταλάρα να τραγουδά «εγώ ποτέ μου δεν αγαπώ, ποτέ μου δεν στεριώνω», και κοίτα πώς τα έφερε η μοίρα να γνωρίσω εγώ τον Νταλάρα, και να τραγουδήσω αργότερα μαζί του.
Και μέσα σε μία νύχτα, από την απευθείας μετάδοση του Ορφέα στη ΕΡΤ, έγινα γνωστή.
Γιατί να το ξεχάσω, τέτοια τύχη που θα την έβρισκα; Αλλά κι αυτός μου έχει πει ότι «Κατερίνα μου, έδωσες εξετάσεις σε όλα».
Ναι αλλά εσείς του το κλείσατε πρώτη φορά το τηλέφωνο γιατί νομίσατε ότι σας κάνουν φάρσα. Τον βρίσατε κιόλας;
(σ.σ. Κοιτάζει κάτω και γελάει) Δεν τον έβρισα. Με έπαιρναν τότε τηλέφωνο κάποιοι που είχανε μάθει τον αριθμό μου και λέγανε διάφορα πρόστυχα. Λέει «είμαι ο Νταλάρας, την κυρία Στανίση θα ήθελα», ευγενέστατος ο άνθρωπος. «Τι; Ο Νταλάρας; Άσε μας κάτω ρε μεγάλε» και του το ‘κλεισα. «Άκου μαλακία που σκαρφίστηκε τώρα ο άλλος να πει», σκέφτηκα από μέσα μου. Και μετά με ξαναπήρε.
Όταν το θυμάμαι, ντρέπομαι ακόμη. Τελικά μου ζήτησε να πάω μαζί του στον Ορφέα, αλλά πρώτα ήρθε να με δει στο Μονσενιέρ που ήμουν με τη Σακελλαρίου, γιατί εντάξει, ακούει τη φωνή αλλά μπορεί να δει και καμιά σκυλοκατάσταση από κοντά. Όλα μετράνε.
Πήγατε και στο εξωτερικό;
Βέβαια, στην Αμερική, και μείναμε και στα καλύτερα ξενοδοχεία, από Hilton και πάνω. Το χάρηκα πολύ, αλλά βέβαια είχε πολλή δουλειά γιατί ανεβαίναμε σε τρία αεροπλάνα την ημέρα, ήταν μεγάλες οι αποστάσεις. Μερικές φορές φτάναμε στο παρά πέντε και δεν προλαβαίναμε ούτε να ντυθούμε να βγούμε να τραγουδήσουμε.
Τραγουδήσαμε στο Madison Square Garden. Εκεί είχε πολλές εισόδους κι εγώ χάθηκα, και λέω στον security: “singer”; “Go girl, go, go”, «τράβα» μου λέει και μου έδειχνε μπροστά.
Γνώρισα μέρη κι έμαθα να στέκομαι και σε άλλους χώρους, από αυτούς που ήμουν μαθημένη. Εγώ ήμουν μπουζουξού και δεν είναι επιλήψιμο αυτό που λέω. «Μπουζουξού» εννοώ ότι θα βγω να τραγουδήσω το πρώτο μου πρόγραμμα, θα κατέβω κάτω στον κόσμο, θα τον αγγίξω, αν έχει κάποιος φαλάκρα θα του τη χαϊδέψω, θα κάνουμε τα καλαμπούρια μας, θα βγω στο δεύτερο πρόγραμμα, όλα αυτά τα ωραία που γίνονται στα μπουζούκια κι έχεις την επικοινωνία με τον κόσμο.
Πρόσφατα έφυγε και ο Σπύρος Γιατράς. Είχατε συνεργαστεί πολλές φορές;
Λυπήθηκα πάρα πολύ γιατί βλέπεις έναν άνθρωπο δύο μέτρα, γίγαντα, θεριό, και δεν πιστεύεις ότι του έτυχε κάτι τέτοιο. Πρώτη φορά συνεργαστήκαμε το ‘89.
Σας έγραψε το τη Φωνή της Καρδιάς μου θα Ακούσω, που νομίζω είναι και ένα απ’ τα καλύτερα σας τραγούδια.
Ναι, βέβαια. Τραγούδια που μου έμειναν προίκα. Αργότερα κάναμε πάλι δουλειά, το Αδυναμίες, το Αν Ήσουν ένα Δάκρυ μου, ένα απ’ τα ωραιότερα ζεϊμπέκικα που έχω τραγουδήσει.
Αυτός ο άνθρωπος άλλαξε όλον τον στίχο στην ελληνική μουσική. Πολύ ψαγμένος αλλά και πολύ άμεσος, δηλαδή με λόγια που να σε τσεκουρεύουνε, να τα καταλαβαίνεις. Θυμάμαι ηχογραφούσα στο στούντιο ένα αργό τσιφτετέλι, το Μιλώ, που το είχε γράψει ο ίδιος μαζί με τον Χρυσοβέργη -πάντα μαζί γράφανε αυτοί οι δύο- και συγκινήθηκε τόσο πολύ που έκλαψε.
Εσείς έχετε κλάψει σε τραγούδι κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης;
Έκλαιγα πολύ στο Τη Φωνή της Καρδιάς μου θα Ακούσω γιατί τραβούσα κι εγώ τα δικά μου, αλλά και επειδή ως ιστορία είναι συγκινητικό.
Ξέρετε δεν μπορούν πολλοί να καταλάβουν ότι νύχτα και δίσκοι σε σας είναι κάτι το αλληλένδετο. Ότι μπορεί να κάνετε τραγούδια αποκλειστικά για να ακούγονται 1 η ώρα τη νύχτα στο μαγαζί και να γίνεται πανικός και όχι για το cd.
Ξέρω για ποιο τραγούδι θα πεις, για το Συγγνώμη κύριε, Ποιος Είστε. Θα μου πεις ότι είναι σλόγκαν. Τι σλόγκαν τώρα… Το ‘92 το τραγούδησα και μέχρι τώρα -όχι οι παλιοί, γιατί αυτοί λες, εντάξει, το ξέρουν- τα νέα τα παιδιά το ζητάνε και σηκώνονται όλοι.
Αυτό είναι μία λαϊκή εμπορική επιτυχία.
Τραβήξατε όμως και μια γραμμή να πείτε ότι «αυτό το κομμάτι που μου δίνεις τώρα Καρβέλα δε θα το πω. Παραπάει».
Εντάξει, έχουν συμβεί πολλά. Δεν μας πάνε και όλα τα τραγούδια. Εγώ τραγουδώ αυτά που μπορώ να υποστηρίξω, και να περάσω στον κόσμο. Θέλω αυτά που μιλάνε στους απλούς ανθρώπους, που λένε τις απλές και καθημερινές ιστορίες τους.
Σας αγαπάνε πολύ οι απλοί άνθρωποι. Έχετε σκεφτεί γιατί;
Πάρα πολύ. Και όχι μόνο αυτοί. Αφού πήγαινα κάποτε με το αυτοκίνητο για δουλειά στο Ποσειδώνιο και σε ένα σημείο από όπου περνούσα κάθε βράδυ, είχε κάτι κοριτσάκια, ντυμένα κραυγαλέα, ξέρεις, που έβγαιναν για «δουλειά». Και έλεγαν «α, η Κατερίνα, η Κατερίνα». Πιάναμε τη συζήτηση, με ρωτούσαν «Κατερίνα μου, τι κάνεις;», ε κι εγώ τι να ρωτήσω στα κορίτσια; «Πώς πάει η δουλειά», τις ρωτούσα. «Τίποτα Κατερίνα μου, ούτε σεφτέ δεν κάναμε σήμερα», μου έλεγαν.
Ξέρεις τι αγάπη μου ‘χουνε; Πολύ. Κοίτα δεν σε αγαπάνε μόνο απ’ τα τραγούδια σου αλλά και από τη στάση ζωής και τον χαρακτήρα σου. Σε γνωρίζουν φυσικά και μέσα απ’ τα κομμάτια γιατί τους τραγουδάς αυτό που θέλουνε οι ίδιοι να πούνε.
Έχετε δει κόσμο να κλαίει πάνω στην πίστα;
Α ναι, άντρες γυναίκες. Ειδικά στο Κουτούκι του Γιαβρή. Αφού τώρα που το είπα στο Mega, πάλι έστελναν οι άνθρωποι μηνύματα. Ένας ήθελε να στείλει δώρα.
Ένα άλλο έγραφε «πες της Κατερίνας σε παρακαλώ να μας πάρει, είναι ο άντρας μου άρρωστος, έχει καρκίνο, και ακούσαμε αυτό το τραγούδι το Είσαι Αρρώστια που δεν Γίνεται Καλά και συγκινηθήκαμε».
Και μου έδωσε ο αδερφός μου τον αριθμό και τους πήρα τηλέφωνο στο σπίτι τους. Με το που είπα «γεια σας, τι κάνετε», έκαναν σαν τρελοί. Μίλησα με τον άνθρωπο για τα προβλήματά τους, για την ασθένεια του, έτυχε και εκείνοι να είναι απ’ τη Γερμανία και αρχίσαμε να συζητάμε για τη δουλειά εκεί.
Ο Πολυκανδριώτης, ο Νικολοπουλος, ο Σούκας… Κάθε φορά σας έδιναν και μια καινούργια συμβουλή ή είχατε φτάσει σε ένα σημείο που λέγατε ότι «κοίτα, εγώ είμαι αυτή, έτσι τραγουδάω»;
Όχι, αυτό είναι εγωιστικό. Μ’ αρέσει να με συμβουλεύουνε γιατί έτσι μαθαίνω. Η πολλή σιγουριά μας κάνει κακό και δεν μας αφήνει να εξελιχθούμε.
Εγώ δεν είμαι «είπα τα τραγούδια μου και τελείωσε». Έχω ακούσει και ακούω πολλά είδη μουσικής. Όταν κάνεις αυτήν τη δουλειά επιβάλλεται να έχεις ακούσματα. Και ξένη μουσική έχω ακούσει.
Υπάρχει κάτι ξένο που να το αγαπάτε πολύ;
Μ’ άρεσε πολύ η disco, η country μουσική, η soul, κάποια αραβικά…
Στο Ισραήλ σας αγαπάνε πάρα πολύ.
Όταν πήγα στο Ισραήλ πρώτη φορά τρελάθηκα. Λέω «μήπως είμαι στην Αθήνα;». Μα να τα τραγουδάνε όλα; Αγαπούν πολύ την ελληνική μουσική εκεί και κυρίως τους λαϊκούς.
Ο Καρβέλας έχει πει μία ιστορία στον Μαστοράκη (σ.σ. καταλαβαίνει αμέσως και χαμογελάει). Άρα τη θυμάστε.
Τι το ‘θελε και το ‘πε; Κοίταξε να δεις με τον Καρβέλα και τη Βίσση είχαμε τραγουδήσει στη Φαντασία το ‘84 ή ‘85, και από τότε δεν έκατσε πάλι να συνεργαστούμε. Μετά από χρόνια όμως είχα πάει στην Καλαμάτα για να εμφανιστώ σε ένα μεγάλο μπουζουξίδικο και έτυχε να είναι και εκείνοι στην πόλη, γιατί θα έδιναν μία συναυλία. Έτυχε, λοιπόν, να μείνουμε και στο ίδιο ξενοδοχείο.
Πήγα τους είδα, ήταν και η μαμά του Καρβέλα εκεί, μια πολύ καλή κυρία. Φεύγοντας, όπως είμαι στην πόρτα, μού λέει ο Καρβέλας «είδες πώς την έκανα τη Βίσση;». Του λέω τότε κι εγώ «Συγγνώμη κύριε, αλλά η Βίσση ήταν ήδη γνωστή». «Τι είπες, μου λέει; “Συγγνώμη κύριε;”». «Ναι», του λέω.
Μετά μιλήσαμε στο τηλέφωνο, πήγαμε στο σπίτι, κάναμε και πρόβα το Ποιος Είστε… Αυτός τότε έγραφε μεν επιτυχίες αλλά ακόμα δεν είχε γράψει τα τόσο πολύ λαϊκά, όπως αυτά που έδωσε σε μένα, οπότε του λέω «άκου να δεις, για να σε κατατοπίσω, εμένα θα με βλέπεις σαν να δίνεις τραγούδια ρε παιδί μου σε άντρα. Όταν γράφεις να σκέφτεσαι τον Στράτο με… γυναικείο γεννητικό όργανο». Και άρχισε να γελάει.
Δεν το ‘πα για να ταπεινώσω τον Στράτο προς Θεού. Να τον κατατοπίσω ήθελα.
Ο πιο επιτυχημένος δίσκος σας εμπορικά ποιος είναι;
80.000 αντίτυπα το Μυστικέ μου Έρωτα.
Πλατινένιος δηλαδή;
Όχι τότε ήταν 100.000 πωλήσεις ο πλατινένιος. Χρυσός ήτανε, γιατί υπήρχε και η πειρατεία, οι κασέτες. Κανονικά θα έπρεπε να το πάρω δυο φορές χρυσό.
Περίμενα να μου πείτε κάποιο δίσκο με τον Καρβέλα.
Όλοι αυτοί οι δίσκοι πουλήσανε, και αυτός χρυσός έγινε. Δεν τους σνομπάρω τους χρυσούς, ειδικά για εκείνη την εποχή. Ήταν κι αυτοί ένα βραβείο από τον κόσμο, τους αγόρασε γιατί σ’ αγαπούσε.
Και ήταν και ο πρώτος δίσκος σας.
Ναι. Αργότερα όταν πουλούσα για παράδειγμα 50.000 δίσκους, που δεν ήταν λίγοι βέβαια, στεναχωριόμουνα, και έπαιρνα τηλέφωνο έναν άνθρωπο της εταιρείας στις πωλήσεις, και μου έλεγε: «Έλα δω. Στεναχωριέσαι εσύ που πούλησες τόσο; Ξέρεις πόσα λεφτά είναι αυτά για την εταιρεία; Μήπως τα πήρες εσύ;».
Αλλά να πω και ένα παράπονό μου. Κάπου με τις εταιρείες τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Βλέπεις ότι έξω τους παλιούς που έχουνε προσφέρει, ακόμα και στις εταιρείες που τα έχουν πάρει χοντρά, τους τιμούν. Βλέπεις τον Tom Jones, που ο άνθρωπος έχει μεγαλώσει, ότι θα κάνει δίσκο, θα τον προτιμήσουνε, θα τον προωθήσουν… Εδώ όμως πουλάς 100.000 και άμα πουλήσεις 50.000 σε γράφουν στα τέτοια τους.
Για μένα οι περισσότεροι απ’ αυτούς στις εταιρείες δεν είναι επαγγελματίες. Το παλιό δεν το πετάς, το διορθώνεις.
Σας έτυχε αυτό;
Βέβαια. Το καταλαβαίνω να προωθούν τους καινούργιους καλλιτέχνες και καλά κάνουν, έτσι πρέπει. Αλλά έναν άνθρωπο που ξέρεις ότι έχει ακόμα να δώσει, πώς τον γράφεις; Εσύ χάνεις, δεν χάνει αυτός, γιατί αυτός την έκανε καριέρα του.
(σ.σ. υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία στον τοίχο απέναντι μου) Αυτός είναι ο αδερφός σας ο μεγάλος;
Όχι, ο μικρός.
Είναι κάπως τραγική αυτή η ιστορία που και τον πατέρα σας και τον μεγάλο τον αδερφό σας τους χάσατε όσο ήσασταν πάνω στην πίστα και τραγουδούσατε.
Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα.
Ο πατέρας μου ήταν ετοιμοθάνατος και εγώ είχα πάει στο Λονδίνο με τη Ρίτα, δεν μπορούσα να μην πάω, είναι σκληρή η δουλειά μας πολύ. Και το ίδιο βράδυ μόλις κατέβηκα απ’ την πίστα μου είπανε ότι ο πατέρας μου τελείωσε. Και θυμάμαι ότι μπήκα στο αεροπλάνο και έσπρωχνα με τα πόδια το πάτωμα, για να πάει τάχα μου πιο γρήγορα. Άστα.
Στον θάνατο του αδερφού σας, πού ήσασταν;
Εδώ στην Αθήνα. Τον είχανε στο νοσοκομείο και μόλις κατέβηκα απ’ την πίστα με ειδοποίησε ο αδερφός μου ο μικρός. Πρωτοχρονιά του 1990 ήταν.
Άρα θα πρέπει να μείνατε και να συνεχίσατε να τραγουδάτε μέχρι το πρωί. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βράδυ.
Δεν είχα άλλη επιλογή. Είναι σκληρή η δουλειά μας σου ξαναλέω.
Και ο πατέρας μου και ο αδερφός μου είχαν θέμα με το ποτό. Από κίρρωση πέθαναν. Κρίμα πάνω απ’ όλα γιατί έφυγαν πολύ νέοι. Ο πατέρας μου 53 και ο αδερφός μου 42 χρονών.
Να πάμε λίγο πάλι στις συνεργασίες σας. Έχετε εμφανιστεί και με τον Γιώργο Ζαμπέτα.
Τραγούδησα πρώτη φορά μαζί του σε ένα μαγαζί στη Βούλα, που αργότερα έγινε δημαρχείο και λεγόταν Μπον Νουί… Τι τράβηξα, λέει γελώντας. Όποιος καθόταν δίπλα του τραβούσε τα μαρτύρια, τραγουδούσες και σου έκανε συνέχεια πλάκες. Περνούσε ωραία η νύχτα, σου έδινε και θάρρος ρε παιδί μου, πολύ καλός άνθρωπος.
Από εκείνον πώς και δε ζητήσατε ποτέ να σας γράψει κάτι;
Κι όμως. Μια μέρα είχαμε πρόβα στη Φαντασία, γιατί κι αργότερα που έγινα γνωστή ας πούμε, ξανανταμώσαμε εκεί και τραγουδήσαμε, και μου λέει «έλα να σου παίξω ένα τραγούδι». Μου άρεσε, δεν θυμάμαι καθόλου ποιο ήταν, αλλά δεν άφησε ο παραγωγός μου. Δεν ξέρω γιατί.
Θυμάμαι μια φορά που ήμουν πολύ νέα ακόμη, με ρωτάει το αφεντικό «εδώ μέσα ποιος είναι το μεγαλύτερο όνομα;» και του είπα κι εγώ ένα όνομα γυναικείο. Μου απαντάει «ο Ζαμπέτας είναι και δεν το ξέρει».
Ξέρεις τον είχανε εκεί και έβγαζε ένα πρόγραμμα έτσι πιο δεύτερο, ενώ ήτανε λίρα χρυσή. Μακάρι να το τραγουδούσα και ας μην γινόταν επιτυχία. Γιατί θα είχα τον Ζαμπέτα σαν εμπειρία, σαν βιογραφικό.
Από διάσημους που έχετε δει στην πίστα, ποιος χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκικο;
Αυτός που μπήκε φυλακή, ο Τσοχατζόπουλος. Είχε έρθει τότε στη Θεσσαλονίκη κάπου το ‘90, και σηκώθηκε και χόρεψε το Ένας Μάγκας στον Βοτανικό. Ήταν και άντρακλας όμως, ε; Και υπόσταση και όλα του.
Κάπου είχα διαβάσει για ένα περιστατικό στο οποίο ήσασταν μπροστά. Είχαν πιάσει έναν και τον έδερναν δίπλα στο καμαρίνι σας επειδή δεν είχε να πληρώσει.
Σε μαγαζί στην Αθήνα συνέβη αυτό. Ήταν ένας ανθρωπάκος εκεί, ε και ξέφυγε λίγο στον λογαριασμό, κανά χιλιάρικο. Εγώ είμαι μέσα στο καμαρίνι μου και ετοιμάζομαι και τον ακούω που λέει στον μπράβο «δεν έχω ρε παιδιά, να πάω σπίτι να τα φέρω…», «τίποτα, του έλεγε, θα φας ξύλο». Τον έχει στριμώξει τώρα ο μπράβος, και βγαίνω έξω τρέμοντας, του λέω «έλα δω ρε συ, γιατί τον κάνεις τον άνθρωπο έτσι;».
Οι μπράβοι με αγαπούσανε, με εκτιμούσανε, μάλλον γιατί και εγώ τους μιλούσα και δεν τους σνόμπαρα.«Κοίτα Καιτούλα τι με έβαλε τώρα το αφεντικό να κάνω για ένα χιλιάρικο. Έτσι μου ‘ρχεται να του το δώσω εγώ». «Να του το δώσω κι εγώ ρε, του λέω, άστον άνθρωπο». Τελικά, τη γλίτωσε. Πώς να τραγουδήσω τώρα εγώ μετά από αυτό το πράγμα;
Δεν μπορώ σε μαγαζί που είμαι εκείνη τη στιγμή το πρώτο όνομα, να επιτρέψω να γίνονται αυτά.
Δεν ήταν όμως παντού έτσι.
Υπήρχαν και τα πολύ καλά μαγαζιά όπου είχαν άλλη νοοτροπία, όπως ήταν η Φαντασία, η Νεράιδα, τα Δειλινά, το Αρχιπέλαγος.
Θυμάμαι τον Κοσμά τον Καλογράνη, τον αδερφό του Μενιδιάτη, που ήτανε αφεντικό εκεί, και μια φορά ήταν ένα ζευγαράκι που είχε ξεμείνει. Και πήγε το παιδί στο ταμείο, λέει «ξέρετε, ξεφύγαμε λίγο στον λογαριασμό και δεν έχω. Τι να κάνω; Να σας δώσω το ρολόι μου;». «Όχι, λέει αγόρι μου, ποιο ρολόι, τίποτα δεν θέλω. Πόσα μας χρωστάς; Τόσα. Πάρε και πεντακόσια να πάρετε κι ένα ταξί να φύγετε».
Ε τι σου λέω τώρα, αυτοί ήτανε μάγκες… Τώρα τι να πάρεις από το ζευγαράκι;
Σας είχα δει σε εκπομπή στα τέλη του ‘90 να παίζετε πιάνο, και συγκεκριμένα το Μινόρε της Αυγής. Παίζετε ακόμα;
Ψιλομάθαινα τότε, αλλά τα έχω αφήσει. Είχα μια δασκάλα και πήγαινα και πολύ καλά. Είναι καλό να παίζεις μουσική και γιατί σε αγαλιάζει, αλλά και γιατί μαθαίνεις μερικά πράγματα. Είναι καλό ο τραγουδιστής να ξέρει ένα όργανο.
Και μπουζούκι έπαιζα.
Μιας και λέμε για το ‘80, τότε τραγουδήσατε και Μάνο Ελευθερίου;
Πολύ μικρή, ναι, 24 χρονών. Τον είχα γνωρίσει, απλός πολύ, αλλά έλεγε πολλά, ήτανε πολύ σοφιστικέ άνθρωποι αυτοί.
Σας έχω δει μικρός, αρχές του ‘90, σε πανηγύρι σε χωριό της Θήβας. Πηγαίνατε από τότε που κάνατε πολύ μεγάλη επιτυχία, τότε που θα έλεγε κανείς ότι δεν τα είχατε ανάγκη.
Το ‘90 τα πανηγύρια δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τις συναυλίες τις μεγάλες. Είχαν μουσικάρες, είχαν ήχο τέλειο, δεν ήταν σαν τα πανηγύρια που φανταζόμαστε. Ήταν πιο οργανωμένα τα πράγματα.
Είναι μεγάλο σχολείο το πανηγύρι για τον τραγουδιστή γιατί εκεί πρέπει να έχεις ρεπερτόριο, κουράγιο, υπομονή…. Χορεύουνε κάτω στο χώμα και έρχεται το χώμα στο στόμα σου, έχει τα καλά αλλά έχει και τα κακά του. Επίσης είναι πολλές ώρες, πας το βράδυ και φεύγεις με τον ήλιο, έτσι για δύο παρέες, γιατί αυτές οι δύο παρέες θέλουν να αφήσουν χρήματα, θέλουν να διασκεδάσουν.
Έτσι όπως μου την περιγράφετε, πληρώνεται αυτή η δουλειά;
Δεν πληρώνεται ποτέ τίποτα. Έχω πάρει βέβαια χρήματα καλά ειδικά το ‘90, αλλά και πάλι λέω ότι εμένα, έτσι όπως δουλεύω με την ψυχή μου, που δεν κοιτάω την ώρα να κατέβω, που και να κουραστώ κάνω την ακούραστη, δεν μπορεί κανένας να με πληρώσει. Θέλει υπομονή, αντοχή, δεν είναι «άντε βγήκα έκανα το προγραμματάκι μου, κούνησα το κωλαράκι μου, έχω και το καμαρινάκι μου να πάω να κάτσω και πιο δίπλα το σπίτι μου».
Εκεί είναι ταξίδια, είναι χιλιόμετρα, είναι κούραση… Εκεί δεν κάνεις πρόβα και λες «θα έρθω πάλι στη 1 να τραγουδήσω». Εκεί ξεκινάνε νωρίς.
Είναι σχολείο όμως, είναι τριβή.
Μεγάλοι οργανοπαίκτες των πανηγυριών με τους οποίους έχετε παίξει; Με τον Ζέρβα πχ;
Με τον Λευτέρη έχουμε παίξει πολύ, αλλά όχι μόνο στα πανηγύρια, και στα καλύτερα μαγαζιά. Με τον Μπέκο το κλαρίνο έχω παίξει, με τον Χριστόπουλο…
Τι δεν είναι και τόσο ωραίο όμως στο πανηγύρι; Το ότι μυρίζουν οι ψησταριές ας πούμε σας ενοχλεί;
Καθόλου, αφού ξέρεις ότι έτσι είναι εκεί. Εμένα άλλα με ενοχλούν που τα βρίσκεις παντού. Με ενοχλεί εσύ να τραγουδάς και ο άλλος να έχει γυρισμένη την πλάτη του ή να μιλάει δέκα ώρες στο τηλέφωνο… Αφού ήρθες να διασκεδάσεις, κάτσε να το χαρείς.
Στο πανηγύρι βλέπεις ότι πιάνονται χέρι-χέρι και χορεύουνε, αυτό δεν υπάρχει σε κανένα μέρος του κόσμου. Είναι πολύ ωραίο, είναι όλοι γνωστοί, χωριανοί, γείτονες. Ο άλλος στο πανηγύρι άμα μερακλώσει γίνεται χαμός, σπάει κιβώτια σαμπάνιες, τι λες τώρα… Και λες και τα σουξέ σου από πέντε φορές το καθένα. Μου λένε «ααα το πες πριν για τον τάδε, τώρα το θέλω εγώ.»
Ναι αλλά αυτός που κάνει τόσες ζημιές, γενικά στα κέντρα, τον νοιάζει να διασκεδάσει ή να κάνει επίδειξη; Αυτό δεν σας νευριάζει λίγο, που ήρθε για να δείξει τα λεφτά του και όχι για να σας ακούσει;
Κανένας δεν χαλάει έτσι άμα δεν έρθει στο μεράκι του. Ο Έλληνας έτσι είναι. Χορεύουν τα παιδιά του κι εκείνος τους ανοίγει σαμπάνιες, ρίχνει χαρτούρα. Είναι η περηφάνια του. Ο άλλος έκανε 500 χλμ μια φορά στη Γερμανία για να ακούσει να λέω ένα τραγούδι.
Ισχύει ότι μια φορά στη Θεσσαλονίκη, κάποιος τραγουδιστής έστειλε έναν μπράβο να σας κατεβάσει από την πίστα, ενώ εσείς τραγουδούσατε ακόμη;
Ναι και μεγάλος τραγουδιστής μάλιστα. Όταν έγινε αυτό δεν ήμουνα μικρούλα, ούτε πήγα ως παρτενέρ. Είχα δικό μου ρεπερτόριο.
Τίγκα από κόσμο το μαγαζί και μόλις έχω τραγουδήσει ίσα-ίσα ένα τέταρτο, βλέπω έναν ψηλό να έρχεται στην πίστα. Σκύβει, πλησιάζει στο αυτί μου και μου λέει «είπε ο κύριος τάδε να κατεβείτε». Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό το πράγμα στην καριέρα μου. Συνήθως μου λένε «πες κι άλλα». Λέω κανα δυο τραγούδια ακόμα, κατεβαίνω και ήταν εκεί. «Άλλη φορά να μας λες πόση ώρα θες να τραγουδάμε», του λέω.
Τι είναι αυτά τα πράγματα τα ξεπεσμένα; Θα κατεβάσεις εμένα απ’ την πίστα;
Δυο φορές το έκανε. Πέρασαν τα χρόνια, παίρνανε τηλέφωνα, ξαναπαίρνανε, έβαζε δικούς του να μου κάνουν προτάσεις να δουλέψουμε ξανά μαζί. Τελείωσε, ποτέ ξανά. Γίνονται πολλά στη δουλειά μας μωρέ. Είναι και η ίδια η φύση της που μας επηρεάζει, είναι και ο ανταγωνισμός, είναι και η ζήλια. Θα μου πεις «εσύ δεν ζήλεψες;». Να ζηλέψω σε σημείο που να κάνω κακό σε κάποιον, όχι. Εγώ ήθελα να τα έχω καλά με όλους, αφού συνεργαζόμαστε, γιατί να βγάζει ο ένας το μάτι του αλλουνού;
Γενικά έχει και κακό όνομα αυτός.
Προηγουμένως που μιλήσατε για τα κορίτσια της νύχτας, εννοούσατε και trans άτομα;
Όχι, δεν νομίζω να υπήρχαν ανάμεσά τους.
Γιατί σας έχω ακούσει να λέτε ότι στις Κούκλες είχατε δει την πιο πετυχημένη μίμησή σας. Πηγαίνετε σε τέτοια μέρη, δεν έχετε πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους.
Εγώ γιατί να τα κρίνω αυτά τα κορίτσια; Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει τη ζωή που θέλει να κάνει, δεν έχω κανένα κόλλημα εγώ ούτε με τρανσέξουαλ, ούτε με τους γκέι, ίσα ίσα που έχω συνεργαστεί με τέτοιους ανθρώπους, και μου έχουν φερθεί καλύτερα από κάποιους που συχνά τους λένε «άντρες πραγματικούς», και δεν έχουν κρατήσει τον λόγο τους. Αυτοί ήταν άντρες και στον λόγο τους. Τους εκτιμώ και δεν ρώτησα κανέναν ποτέ «είσαι γκέι». «Αφού με βλέπεις, τι με ρωτάς;».
Και έχω και πολλούς φίλους.
Τον γάμο, το δικαίωμα να παντρεύονται. Αυτά πώς τα βλέπετε;
Ε, σε αυτό είμαι λιγάκι παραδοσιακή. Μη με παρεξηγήσετε.
Είστε απ’ τις λίγες διάσημες γυναίκες που δεν έχετε διστάσει να μιλήσετε για την κακοποίηση που γνωρίσατε στις σχέσεις σας.
Οι παλιοί έλεγαν «άνθρωπο βλέπεις, ψυχή δεν ξέρεις». Δεν ξέρουμε τι κουβαλάει ο καθένας μέσα στο μυαλό του, μέσα στην ψυχή του. Φταίνε τα παιδικά του χρόνια; Ο χαρακτήρας του; Δεν προσπάθησε να βελτιωθεί; Τώρα αν κάτσεις να αναλύσεις καθενός τα μυαλά, δεν βρίσκεις άκρη.
Αυτός δηλαδή νομίζουν ότι είναι ο αντρισμός; Αυτό είναι το νταηλίκι τάχαμ και καλά; Το «χτυπάω τη γυναίκα μου και ανοίγω και τα παράθυρα να με ακούει η γειτονιά ότι είμαι άντρας;».
Στο βάθος είναι θρασύδειλοι αυτοί, βρίσκουν και τα κάνουν. Χτυπάς τη γυναίκα σου; Γιατί δεν πας να χτυπήσεις κανέναν νταγλαρά;
Το κλασικό ερώτημα «και γιατί δεν φεύγει;» σας ενοχλεί;
Αυτή είναι μια κουβέντα πολύ εύκολη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Γιατί φοβάται, γιατί έχει οικογένεια, έχει παιδιά, γιατί δεν έχει που να πάει. Κάποια στιγμή θα φύγει όμως.
Τώρα υπάρχουν και ειδικές γραμμές στήριξης.
Δεν θες να φτάσεις εκεί, λες «μπορεί να φτιάξουν τα πράγματα».
Ποιος ήταν ο πιο γελοίος λόγος για τον οποίον κάποιος μπορεί να σήκωσε χέρι πάνω σας;
Δεν χρειάζεται, τον βρίσκει μόνος του. Σου κάνει καψόνι. «Βράσε το νερό», το βράζεις. «Ξαναβράσε», το ξαναβράζεις. «Ξανά»… Αν θέλει να βρει ο άλλος αφορμή, άστα.
Και τα επόμενα σχέδια σας τώρα ποια είναι;
Ο Γιώργος Αρσενάκος απ’ την Panik μου έκανε μία πρόταση να τραγουδήσω ξανά ένα κομμάτι το οποίο το είχα τραγουδήσει πρώτη φορά το 1994, το Έλληνες Είμαστε. Πήγα προχθές και το ηχογράφησα και χάρηκα που δεν άλλαξε ούτε ο τόνος μου ούτε τίποτα, γιατί όσο μεγαλώνεις, ξέρεις…
Και θέλει τώρα μετά το Πάσχα να το βγάλει και με βιντεοκλίπ γιατί είναι και πάντα επίκαιρο, ειδικά τώρα με όλα αυτά που περνάμε.
Έλληνες είμαστε ρε παιδιά, θα βρούμε τρόπο…