Η λογοτεχνική κλιμάκωση της φρίκης χάρισε στον Γ. Παπαδάκη το βραβείο Μυθιστορήματος
- 16 ΟΚΤ 2020
Δεκαετία του ’50, στην άγρια αλλά και όμορφη ορεινή Κρήτη, ένας νεαρός ταχυδρόμος, πράος και απόλυτα εναρμονισμένος με την ηθική του τόπου του, αποφασίζει να παντρευτεί λίγο πριν κλείσει τα 30. Η γνωριμία και ο γάμος που θα ακολουθήσει γίνεται μέσω προξενιού, και την εξαπάτηση που υφαίνουν εις βάρος του θα την αντιληφθεί μέσα στην εκκλησία. Από αυτό το σημείο και μετά η ιστορία θα πάρει μία άγρια τροπή γεμάτη από την εσωτερική ένταση του ήρωα, ο οποίος μόνο υπομένει και ποτέ δεν εναντιώνεται. Είναι ο “καλός γιος”, ο “καλός γείτονας”, ο “καλός συγχωριανός”, μέχρι που θα βάψει τα χέρια του με αίμα. Και όχι οποιουδήποτε το αίμα. Εμείς, έχουμε το προνόμιο να βλέπουμε μέσα του και αντιλαμβανόμαστε την πράξη του ως φυσική συνέπεια των όσων ζει. Δεν έχουν όμως την ίδια εικόνα και οι υπόλοιποι.
Αυτά είναι όσα είπαμε με τον συγγραφέα, διδάκτορα φιλοσοφίας και διευθυντή Γυμνασίου σχολείου, Γιώργο Παπαδάκη:
Γιατί μάς αρέσει τόσο πολύ να διαβάζουμε ιστορίες τοποθετημένες στο παρελθόν;
Γιατί όλοι μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, παραμένουμε παιδιά. Και μάς αρέσει να ακούμε παραμύθια. Μάς μεταφέρουν αλλού, μάς ταξιδεύουν. Μάς αρέσει να αφήνουμε τον ρυθμό της ζωής μας -που μπορεί να είναι και δύσκολος- και να μπαίνουμε σε ένα άλλο σύμπαν, να ακολουθούμε άλλα πεπρωμένα, που μας αποκαλύπτουν την ανθρώπινη μοίρα. Διαχρονικά ο άνθρωπος γοητεύεται από τη φυγή προς τους μύθους. Είναι μια υπέρβαση του παρόντος, χωρίς το οποίο όμως δεν υπάρχει συνείδηση του χρόνου. Και σε εμάς που γράφουμε αρέσει πολύ να διαβάζουμε ή να ακούμε ιστορίες -πολλές απ’ τις οποίες βέβαια χρησιμοποιούμε και στα γραπτά μας. Φανταστείτε πόσο δύσκολη είναι η ώρα της γραφής, κατά την οποία ο συγγραφέας πρέπει να δώσει ένα παρόν στη δράση των ηρώων και να φύγει ο ίδιος εντελώς από το παρόν του.
Το ρωτάω γιατί τελευταία υπάρχουν και πολλές επιτυχημένες σειρές στην τηλεόραση που είναι τοποθετημένες στην μεταπολεμική Ελλάδα. Γιατί είναι τόσο γοητευτική αυτή η περίοδος;
Σε ό,τι αφορά εμένα έχω το εξής χαρακτηριστικό: σχεδόν ποτέ δεν έχω γράψει για σύγχρονα πράγματα. Πρέπει να κατασταλάξουν μέσα μου για να μιλήσουν, για να πουν αυτά που έχουν να πουν. Το παρελθόν έχει ήδη κατασταλάξει, έχει ερευνηθεί, έχει περάσει σε μύθους, σε λαϊκές δοξασίες και αυτό προσφέρεται και για τα σήριαλ βέβαια, αλλά και για τη λογοτεχνία.
Έχετε πει σε συνέντευξη ότι υπάρχουν πράγματα που σας τρομάζουν στην Κρήτη του ‘50. Υπάρχουν πράγματα που να σας τρομάζουν όμως και στη σημερινή Κρήτη;
Ναι, η Κρήτη του ‘50 με τα έθιμα τα απαιτητικά και τα σκληρά σε μερικές τοποθεσίες, σε χωριά κυρίως με υψόμετρο, που ήταν αποκομμένα από τον πολιτισμό του κάμπου κλπ, με τρόμαζε. Και αυτά τα έθιμα παραμένουν, όπως και οι δυσκολίες, μέχρι και σήμερα. Η βεντέτα, ας πούμε, δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς απ’ την Κρήτη. Παραμένει. Και βλέπουμε και στην ειδησεογραφία από καιρού εις καιρόν, ότι μέχρι και φόνοι έχουν γίνει στη μέση του δρόμου, συχνά για ασήμαντη αφορμή.
Γι’ αυτό συντηρείται η νοοτροπία του ‘50; Επειδή είναι αποκομμένα αυτά τα μέρη;
Αυτό πιστεύω γιατί την Κρήτη την ξέρω, έζησα μέχρι τα 18 μου εκεί. Οι παραθαλάσσιες περιοχές δέχονται τουρισμό, βλέπουν άλλον τρόπο ζωής, άλλες συμπεριφορές και αλλάζουν, προσαρμόζονται. Στα πολύ ψηλά και αποκομμένα μέρη όμως παραμένουν ακόμα τα ήθη και τα έθιμα, όπως ήταν σχεδόν προπολεμικά. Να μην πω και από περασμένους αιώνες. Και μένουν αναλλοίωτα.
Βέβαια, τα μέρη αυτά είναι συγκεκριμένα και πολύ λίγα.
Και δεν έχουν μόνο αρνητικά χαρακτηριστικά.
Όχι, βέβαια, έχουν κι άλλα. Είναι η φιλοξενία του Κρητικού που παραμένει μνημειώδης. Αυτό υπάρχει βέβαια σε όλη την Ελλάδα, αλλά στην Κρήτη ακόμα ειδικότερα. Και πολλοί περιηγητές το έχουν θίξει αυτό, τους είχε κάνει εντύπωση η φιλοξενία. Και ο Καζαντζάκης βέβαια μιλάει γι’ αυτό πάρα πολύ. Η αγάπη για τον ξένο… Αυτά είναι σημαντικά πράγματα, δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε. Η σχέση του Κρητικού με τον θάνατο και με την αθανασία μέσω της γενεαλογίας, έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο ηρωισμός, ακόμα και η αυτοθυσία.
Παράλληλα όμως υπάρχουν και αυτά που επιζούν από πολύ παλιές εποχές και που διαδίδουν μία φήμη για την Κρήτη που δεν είναι πολύ καλή.
Συγγνώμη που επιμένω τόσο σε αυτό το κομμάτι, απλά ένιωσα ότι το βιβλίο σας ήταν και μια επικριτική ματιά ας πούμε προς τη “λεβεντιά της Κρήτης”, από έναν άνθρωπο που μεγάλωσε εκεί. Σαν να λέγατε “είμαι δικός σας, αλλά θα σας πω και τα άσχημα που έχετε”.
(γελάει) Ναι ναι, δεν έχετε άδικο, υπάρχει μια επικριτική τάση, γιατί αυτά πιστεύω πρέπει να εξαλειφθούν, όπως οι μπαλοθιές στους γάμους για παράδειγμα. Έχουν σκοτωθεί άνθρωποι απ’ αυτές.
Μιλώ με αγάπη για την Κρήτη και τα τοπία της, για το ανθρώπινο περιβάλλον της, αλλά δεν μπορώ να αποσιωπήσω αυτά που της δημιουργούν κακή φήμη.
Είπατε ότι ανάμεσα σε αυτά τα 24 χρόνια που μεσολάβησαν απ’ το πρώτο σας μυθιστόρημα έως αυτό το βιβλίο είχατε γράψει κι άλλα μυθιστορήματα που ίσως να τα κυκλοφορήσετε κάποια στιγμή. Να περιμένουμε κάτι σύντομα;
Ναι. Μπορεί να σιωπούσα αυτά τα χρόνια γιατί είχα πολύ εντατική δουλειά στο σχολείο και σε ένα άλλο ιστορικό και απαιτητικό σχολείο, που ήμουν τότε.
Σε ποιο ήσασταν;
Στο Πειραματικό του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δούλευα πάρα πολύ με τα παιδιά, ανέλαβα και θέση ευθύνης εκεί στο σχολείο και ήταν δύσκολο γιατί έχω απαιτήσεις από τη δουλειά μου, δεν θέλω να φύγει κάτι από τα χέρια μου χωρίς να είμαι σίγουρος ότι είναι καλό. Ωστόσο, ναι, το επόμενο βιβλίο, αυτό που θα βγει τον Φεβρουάριο του 2021, έχει γραφτεί πριν από τον ‘Ταχυδρόμο’.
Μπορείτε να μου πείτε χρονικά πότε γράφτηκαν τα βιβλία ή το κρατάτε μόνο για εσάς;
Ε, αυτό ίσως δεν πρέπει να ειπωθεί. Ο ‘Ταχυδρόμος’ πάντως, γράφτηκε το 2014. Το πρωτόλειο γράφτηκε καλοκαίρι, τον Ιούλιο, μέσα σε 30 μέρες. Μετά υπέστη αρκετές μετατροπές, χωρίς όμως να αλλάξει το βασικό σώμα και η πλοκή.
Για να βγήκε σε 30 μέρες, αυτό σημαίνει ότι το δουλεύατε πολύ καιρό μέσα σας.
Το κουβαλούσα αρκετό καιρό μέσα μου, ίσως και δύο χρόνια. Το κουβαλούσα, το σχεδίαζα ώσπου ήρθε η στιγμή… Αυτή τη στιγμή δεν την περιμένει κανείς, έρχεται ξαφνικά και δεν μπορεί κανείς να κάνει αλλιώς, παρά μόνο να καθίσει και να γράψει αυτά που η σκέψη τού υπαγορεύει. Και θυμάμαι πάντα αυτό που έχει πει ο Ρεμπώ σε ένα από τα γράμματα προς τον καθηγητή του Ιζαμπάρ, ότι η ποίηση, η έμπνευση λέω εγώ, φθάνει στο άγνωστο μέσα από μια μεγάλη, τεράστια και λογική απορρύθμιση όλων των αισθήσεων. Είναι μια “εμπύρετη” περίοδος η διαδικασία της γραφής, που απαιτεί την αναστολή της “κανονικότητας” προκειμένου να ξεδιπλωθεί στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή μια άλλη πραγματικότητα, ίσως περισσότερο απαιτητική από την αληθινή…
Ξέρετε, συχνά μία απ’ τις συμβουλές που δίνουν οι συγγραφείς στους επίδοξους νέους συγγραφείς είναι να αφιερώνουν κάθε μέρα κάποιες ώρες στο γράψιμο. Να λένε για παράδειγμα “εγώ σήμερα απ’ τις 8 μέχρι τις 10 θα γράψω ό, τι και να γίνει”. Εσείς δεν λειτουργείτε έτσι.
Ναι, αυτό το λένε πολλοί και από ό,τι ξέρω το έκανε και ο Γιάννης Ρίτσος. Έγραφε κάθε μέρα και συμβούλευε τους νέους ποιητές να γράφουν. Το κατανοώ, έχει μία αξία αυτό, ναι. Για να μην αποκοπεί κάποιος από τη συνήθεια της γραφής. Δεν είναι λάθος. Εγώ όμως δεν λειτουργώ έτσι, όχι.
Στην αρχή φοβήθηκα ότι ο ήρωας μπορεί να έχει μία κρητική προφορά. Γιατί αποφύγατε να αναπαραστήσετε τον τρόπο ομιλίας εκείνων των χρόνων;
Αυτό το απέφυγα γιατί είχα φανταστεί ότι ήταν αποκομμένος από την ντοπιολαλιά, ήταν εγγράμματος, είχε τελειώσει το γυμνάσιο, είχε τελειώσει δηλαδή όλες τις εγκύκλιες σπουδές και για την εποχή εκείνη εθεωρείτο μορφωμένος. Και προοριζόταν για δάσκαλος, το θυμάστε αυτό; Και βέβαια κάποιες ατυχίες, τον εμπόδισαν να γίνει.
Και κυρίως ο εαυτός του.
Ο εαυτός του, ναι. Και λίγο το ύψος, αλλά και ο εαυτός του. Ο αγχώδης εαυτός του. Εκεί λοιπόν θεώρησα ότι δεν έπρεπε να βάλω στοιχεία ντοπιολαλιάς σ’ αυτόν, αλλά τα έβαλα σε άλλους. Και στη μητέρα του και στην προξενήτρα και σε άλλους.
Ξέρετε την προξενήτρα την έχουμε στο μυαλό μας ως μια καλοκάγαθη γυναίκα, που “θέλει το καλό μας”. Στο βιβλίο σας όμως ήταν πολύ σκοτεινό πρόσωπο.
(γελάει) Ε, είχαν και πονηριά αυτές πάρα πολύ μεγάλη, αυτό είναι γνωστό. Δεν ήταν πάντα αγαθές οι προξενήτρες, γιατί ήθελαν με κάθε τρόπο να πετύχει το προξενιό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που ήταν κατά κανόνα άγνωστοι μεταξύ τους. Εκεί λοιπόν χρησιμοποιούσαν όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα… και την πονηριά και πολύ το ψέμα.
Και εδώ φαίνεται το ψέμα.
Στο βιβλίο πηγαίνετε απ’ το ένα περιστατικό στο άλλο σχεδόν χωρίς ανάσα. Έχει πολύ γρήγορη δράση. Έχετε κόψει το “λίπος”.
Ναι, έχω κόψει. Για ποιο λόγο όμως; Γιατί ήθελα να μείνω στο ουσιώδες, δεν μ’ αρέσει να πλατειάζει το βιβλίο. Και απ’ τη φύση μου, θέλω να λέω ουσιαστικά πράγματα, να μην υπάρχουν παρεκκλίσεις. Και έτσι κρατάει και το ενδιαφέρον του αναγνώστη περισσότερο. Μ’ αρέσει η ουσία. Αν σκεφτούμε ότι η ουσία παράγεται από το θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος ειμί, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συμπυκνωμένος λόγος είναι αυτός που οφείλει να μείνει και να υπάρχει, πέρα από την πολυλογία και τα επί μέρους. Η μνήμη, εξάλλου, λειτουργεί με το σύστημα της συγκράτησης της ουσίας, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεν θα είχαμε τρόπο να διαχειριστούμε, να ξεχάσουμε, τους ωκεανούς των δεδομένων, που δεν ανανεώνονται. Ο άνθρωπος τρελαίνεται αν δεν έχει το προνόμιο της λησμονιάς.
Σάς αρέσουν και τα αστυνομικά μυθιστορήματα;
Πέρα απ’ την Αγκάθα Κρίστι, η οποία βέβαια είναι εξαιρετική, όχι, δεν διαβάζω. Αλλά δεν την αρνούμαι.
Θα μπορούσε πολύ εύκολα το δικό σας βιβλίο να ήταν αστυνομικό. Αν βέβαια οι χωροφύλακες εκείνης της εποχής μπορούσαν να κάνουν ποτέ τους ντετέκτιβ. Έχει πολλή αγωνία η υπόθεση.
Αγωνία έχει, ναι. Το έχω σκεφτεί αυτό για την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά δεν ξέρω αν μού πηγαίνει. Μ’ αρέσει να υπάρχει μία πλοκή, η οποία να μην είναι και σύνθετη, μπορεί να είναι μια απλή πλοκή, αλλά να παρεμβαίνουν και στοιχεία στοχασμού, όπως θα είδατε εδώ. Τι παράδειγμα να σας φέρω; Το όνειρο με τον Καραβάτζιο, η ερμηνεία του μαύρου που γίνεται προς το τέλος και έχει λόγο ύπαρξης εκεί, επίσης η επίσκεψη του ιερέα στο κελί του. Αυτά ήθελα να μείνουν. Είναι σκέψεις και είναι στοχασμοί που θέλω να μπαίνουν μέσα στην πλοκή.
Νιώθω ότι σας ιντριγκάρει και λίγο η σκοτεινή φύση του ανθρώπου. Στο βιβλίο ένιωσα σαν ψάχνετε ποια είναι η γραμμή που αν την περάσει κανείς, δεν έχει γυρισμό, τι μπορεί να ωθήσει ένα πρόβατο σαν τον ήρωα να κάνει ένα έγκλημα.
Πράγματι, με ενδιαφέρει η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής. Με ενδιαφέρει να την εξερευνώ, μού δίνει δύναμη στη σκέψη και στη γραφή. Γιατί αλλιώς θα έμενα σε επιδερμικά πράγματα, σε αυτά που βλέπουμε. Εγώ θέλω να βλέπω πίσω απ’ το βλέμμα και πίσω απ’ την όψη των ανθρώπων. Αυτό νομίζω έχει ενδιαφέρον. Αλλιώς δεν αξίζει να μιλάμε για πράγματα εντελώς επιφανειακά.
Αλλιώς θα ήταν η ιστορία σαν ένα μονόστηλο, μία απλή είδηση στην εφημερίδα.
Ε, ναι, αυτό δεν με ενδιαφέρει εμένα. Όσο για το “πρόβατο” που είπατε, άλλοι τον έχουν χαρακτηρίσει άβουλο, κτλ. Ήταν ένας οραματιστής όμως, ήταν ένας καλόπιστος άνθρωπος, που ήθελε να ζήσει τη ζωή μαζί με τους άλλους χωρίς εντάσεις, αυτό ήταν ο ταχυδρόμος. Δεν εναντιωνόταν.
Ξέρετε τι μού έκανε εντύπωση; Όταν κάνει το έγκλημα στο τέλος, είναι λίγο και σαν να απορεί με τον θυμό των συγχωριανών του, σαν να λέει “μα αφού αυτό κάνουμε στον τόπο μας, αυτό έπρεπε να γίνει, έκανα αυτό που λέει η κοινωνία μας, τι πρόβλημα έχετε τώρα, δεν κατάλαβα”.
Είναι πάρα πολύ δυνατό αυτό που λέτε. Α, με καταπλήσσει αυτό. Ίσως έτσι είναι. Κοιτάξτε, η κοινωνία που τον ώθησε να παντρευτεί, να αποδεχθεί τον τρόπο με τον οποίο παντρεύτηκε, τον περίεργο, να αποδεχτεί τα έθιμα της, είναι η ίδια κοινωνία που τον έσπρωξε να μη δέχεται το στίγμα του παιδιού του. Θεώρησε ότι θα ήταν πάντα στιγματισμένο το παιδί, όπως ο παππούς της γυναίκας του, ο τρελός του χωριού, και γι’ αυτό τον ώθησε ουσιαστικά η κοινωνία να φτάσει εκεί που έφτασε. Και η οποία μετά το έγκλημα, τον εγκατέλειψε. Οι συγχωριανοί του έφτασαν μέχρι και να λιθοβολήσουν το αυτοκίνητο της αστυνομίας που τον πήγε για την αναπαράσταση.
Είστε θεολόγος. Μήπως το θεωρητικό σας υπόβαθρο φταίει που ενδιαφέρεστε τόσο για το τι υπάρχει στον ψυχισμό των ανθρώπων, όπως μου είπατε πριν;
Ναι, μπορεί να είναι και αυτό, αλλά είναι πράγματα που τα κουβαλάμε από το DNA μας. Και είναι ο χαρακτήρας μας αυτός. Μετά βέβαια προστίθενται και πράγματα από τις σπουδές, από τη μελέτη, από την αναγνωστική μνήμη, αυτά αλλάζουν κάπως τον άνθρωπο, αλλά βασικά από μικρό παιδί με ενδιέφερε να μπαίνω στη ψυχή, στην αθέατη σκέψη των ανθρώπων.
Μπαίνετε και λίγο στη θέση τους, θέλετε να δείτε τον κόσμο από τα δικά τους μάτια.
Με ενδιαφέρει αυτό, γιατί αν δεν γίνει, δεν υπάρχει κατανόηση. Και έχω πει και αρκετές φορές ότι ζητώ από τους αναγνώστες να κατανοήσουν τον ήρωα, και αυτό που έκανε. Δεν λέω να τον επικροτήσουν, αλλά να μην τον απορρίψουν άκριτα. Υπήρχαν πάρα πολύ σημαντικοί λόγοι που τον έκαναν να φτάσει στο σημείο αυτό.
Μέχρι να εμφανιστεί ο παπάς στο τέλος, έλειπε κάπως η εκκλησία από το βιβλίο. Δεν έπαιζε τότε κι αυτή τον ρόλο της σε όλη αυτήν την “νοοτροπία”;
Έπαιζε, πολύ σημαντικό, βέβαια.
Νιώθω ότι λείπει λίγο απ’ το βιβλίο. Και λέω μήπως το κάνατε για να την “προστατέψετε” ως θεολόγος.
Θα το δεχτώ ότι λείπει, απλά δεν ταίριαζε με την πλοκή αυτό, δεν υπήρχε τρόπος να το βάλω κάπου. Όταν ήρθε όμως η ώρα του, μπήκε. Και μάλιστα με μια βαθιά συζήτηση που είχε εκεί στο κελί. Και επίσης στο τέλος, στην τελευταία σελίδα, που κατακλύζεται από τη νοσταλγία του παιδιού του και θέλει να το ξαναδεί αλλά σε ένα άλλο κόσμο, που δεν μαραίνονται τα λουλούδια, που δεν υπάρχουν αρρώστιες… Εννοεί τον άλλον κόσμο, τον πνευματικό. Την αθανασία της ψυχής, δηλαδή.
Πιστεύετε ότι αυτός ο άνθρωπος θα πήγαινε στον Παράδεισο;
Χμ… Είναι μια ερώτηση τρομερή αυτή. Θέλει σκέψη και περίσκεψη αυτό. Ο ιερέας του είπε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Αυτό πιστεύει η ορθόδοξη εκκλησία, αυτή είναι η ουσία του χριστιανισμού, η συγχωρητικότητα, η μετάνοια, μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξει εξομολόγηση και μετάληψη. Ο Θεός, για όσους πιστεύουν, είναι σαν ένας πατέρας, που περιμένει πάντα την επιστροφή του παιδιού του από το λάθος. Μ’ αυτή την αναγωγή στην ανθρώπινη κλίμακα μπορεί ίσως να κατανοηθεί ο Θεός.
Ο ήρωας όμως είναι σαν να μην κατάλαβε τι έκανε, πώς να ζητήσει συγχώρεση; Ακολουθούσε πιο πολύ τους άγραφους νόμους της κοινότητάς του.
Αυτός δεν κατάλαβε, ναι. Πάντως μία λογοκρατική άποψη θα ήταν ότι θα έπρεπε να φροντίσει να κάνει αλλιώς τα πράγματα εξ αρχής, να συμπεριφερθεί διαφορετικά και να μη φτάσει σε αυτό το σημείο. Ή να είχε δεχτεί τη θεραπεία του παιδιού… μπορεί κάπως να είχε βελτιωθεί, με φάρμακα, δεν ξέρω.
Ναι, απλά για εκείνη την εποχή και φάρμακα να έπαιρνε, πάλι θα ήταν στιγματισμένος.
Τότε έκαναν και ηλεκτροσόκ, και δεν ήθελε βέβαια να τον αφήσει να υποστεί όλα αυτά -μη ξεχνάμε και τι συνέβαινε σ’ εκείνο το απάνθρωπο ψυχιατρείο, στη Λέρο. Υπήρχε εκείνη την περίοδο, λειτουργούσε. Αλλά και για το Δαφνί εδώ, υπάρχουν ιστορίες όχι ευχάριστες.
Όταν το γράφατε το βιβλίο, το νιώθατε ότι θα είχε τέτοια αποδοχή;
Μού βάζετε δύσκολα τώρα. Κοιτάξτε. Κακά τα ψέματα, όταν γράφουμε, κάτι ξέρουμε εκείνη τη στιγμή αν είναι καλό ή κακό. Αυτό γράφτηκε σχεδόν σε μία πυρετώδη κατάσταση. Ήταν έντονη η αφοσίωση στη γραφή και καθώς το ξαναδιάβαζα, έβλεπα ότι είχε πράγματα να πει. Δεν φανταζόμουν βέβαια ποτέ ότι θα ‘παιρνε βραβείο, ότι θα γινόταν best seller, όπως μου λένε τώρα ότι έγινε.
Σε ποια έκδοση βρίσκεται τώρα;
Νομίζω είναι στην τρίτη.
Να σας πω την αλήθεια επειδή είμαι από εκείνους που ψάχνουν τις λίστες και τα βραβεία, εξαιτίας του Κρατικού Βραβείου αγόρασα το βιβλίο.
Κάποιοι κριτικοί το έχουν επισημάνει αυτό. Ότι τα βραβεία αποκαλύπτουν και κάποια κρυμμένα, ας το πούμε βιβλία, που ίσως να μην τα ανακάλυπτε κανείς. Αθόρυβα.
Εγώ κι απ’ τη φύση μου δεν θέλω να κάνω πολύ θόρυβο…
Πιστεύετε υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς -και παλιότεροι ίσως- που δεν πήραν ποτέ κάποιο βραβείο, με αποτέλεσμα να μείνουν στην αφάνεια και να αδικηθούν;
Θα υπάρχουν, δεν μπορεί να μην υπάρχουν γιατί στην Ελλάδα γράφουμε και αρκετά -σε αντίθεση με άλλα κράτη. Στην Ελλάδα και λόγω της μακραίωνης παράδοσης μας από τον Όμηρο, γράφαμε πάντα πολύ. Και πάρα πολύ ποίηση βέβαια. Αλλά δεν θα ‘θελα να αναφερθώ σε ονόματα.
Τα βιβλία που έχω αγαπήσει είναι γνωστών συγγραφέων, έχουν τιμηθεί με βραβεία. Πιστεύω ότι αν κάτι είναι καλό ή έχει κάτι να πει, δεν θα μείνει στην αφάνεια.