Η μέρα που ο Πάνος Χαρίτος ένιωσε ένα πιστόλι στον κρόταφο
Μία συζήτηση με τον μεγάλο δημοσιογράφο για τις αποστολές του στο Κόσοβο, στο Ιράκ και στη Σιέρα Λεόνε, τις στιγμές που κινδύνεψε, τη φιλία του με τον Γιάννη Μπεχράκη αλλά και το άδοξο τέλος της εκπομπής του στην ΕΡΤ.
- 19 ΦΕΒ 2021
Το επάγγελμα «αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας» δεν έχει ανοίξει ακόμα οπότε ανθρώπους σαν τον Πάνο Χαρίτο αναγκάζεσαι να τους αποκαλείς «δημοσιογράφους». Στην καλύτερη να τους αποκαλέσεις «πολεμικούς ανταποκριτές», το νιώθεις όμως ότι και πάλι κάτι σου ξεφεύγει εδώ. Η συγκέντρωση πληροφοριών σε έναν τόπο όπου σπίτια βομβαρδίζονται, άνθρωποι σκοτώνονται, αλήθειες και γεγονότα παλεύουν να κρυφτούν όσο εσύ κινδυνεύεις να δολοφονηθείς, δεν είναι μια «ανταπόκριση».
Ο ίδιος όμως θα επιμείνει ότι είναι απλά μία δουλειά και όσο θα μας διηγείται τις εμπειρίες του, θα αναρωτιόμαστε πώς αυτός ο εκ φύσεως ήρεμος άνθρωπος διάλεξε τα τελευταία 25 χρόνια να πάει και να ξαναπάει στα πιο επικίνδυνα σημεία του πλανήτη. Απαντά και σ’ αυτό.
Μιλήσαμε για τα πρώτα του βήματα, τις ανταποκρίσεις του από το Κόσοβο, το Ιράκ και τη Συρία, για τη βαθιά του φιλία με τον Γιάννη Μπεχράκη και για την εκπομπή που κόπηκε πρόσφατα από την ΕΡΤ. Μιλήσαμε για πολλά, αλλά πρώτα απ’ όλα για αυτό που πάντα ήθελα να ρωτήσω έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες δημοσιογράφους με εκατοντάδες εμπειρίες σε εμπόλεμες ζώνες:
Ποια ήταν η στιγμή που έφτασες πιο κοντά στον θάνατο από ποτέ;
Στα σύνορα Κοσόβου–Αλβανίας το 1998 όταν ένοπλοι του UCK άκουσαν ότι είμαι Έλληνας δημοσιογράφος. Με έριξαν στο έδαφος, έβαλαν την άκρη της κάνης στο κεφάλι μου κι αν δεν έπεφτε επάνω τους ο Ιλίρ, ο Αλβανός καμεραμάν που δουλεύαμε μαζί μάλλον δεν θα είχε καλή κατάληξη. Μετά, βέβαια, με πήγαν στον οπλαρχηγό τους κι από εκεί κι έπειτα ήμουν ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος που κάλυψε τον πόλεμο από την πλευρά του UCK.
Και μερικές απ’ τις πιο τρομακτικές στιγμές που έχεις ζήσει;
Η Σιέρα Λεόνε είναι από τα πιο σκληρά μέρη. Κυρίως γιατί στις τάξεις τόσο των ανταρτών καθώς και του στρατού υπήρχαν παιδιά με όπλα σε ρόλο στρατιώτη. Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών (χημικών ουσιών που τις εισέπνεαν) κι άντε τώρα ένας λευκός να εξηγήσει τι κάνει εκεί. Θυμάμαι μας σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου στη ζούγκλα περίπου δύο ώρες μακριά από τη Freetown και τους λέει ο οδηγός «είναι Έλληνες από την τηλεόραση» κι απαντάει ένα παιδί 12 ετών με καλάσνικοφ στα χέρια κι από δίπλα ένα άλλο με μια ματσέτα μεγαλύτερη από τα χέρια του: «Έλληνες εντάξει… η τηλεόραση όμως τι είναι;». Εκεί συνειδητοποίησα ότι πλέον ταξιδεύαμε στον χωροχρόνο.
Το Ζαΐρ επίσης (σημερινή Δημοκρατία του Κονγκό) στον εμφύλιο μεταξύ Τούτσι και Χούτου, όπου παραλίγο να μας λιντσάρουν για μια φωτογραφία. Η νοοτροπία του όχλου. Ένας σήκωσε μια πέτρα και ξαφνικά μας περικύκλωσαν άλλοι 80 με πέτρες, έτοιμοι για δράση. Ευτυχώς είχαμε καλό οδηγό που πήρε την κατάσταση στα χέρια του.
Η Λιβύη επίσης είναι απρόβλεπτη. Στη Λιβύη ήταν σαν να βρισκόσουν σε κινηματογραφικό πλατό, στα γυρίσματα πολεμικής ταινίας μόνο που όλα ήταν αληθινά. Η συχνότητα και η ένταση των όσων συνέβαιναν ήταν εξωπραγματικά. Εκρήξεις, θραύσματα, πυροβολισμοί κατά τις μετακινήσεις, πυροβολισμοί στο ξενοδοχείο, βομβαρδισμοί από μαχητικό αεροσκάφος. Όποιο πρωτόκολλο ασφαλείας κι αν ακολουθούσαμε δεν υπήρχε περίπτωση να μη συμβεί κάτι.
Έχεις σκεφτεί τι θα έκανες σε περίπτωση απαγωγής σου;
Υπομονή… Στην πραγματικότητα όλοι το έχουν σκεφτεί και μάλιστα στα σεμινάρια που σε προετοιμάζουν για να μπορείς να αντιμετωπίσεις καταστάσεις και να μπορείς να σταθείς σε εμπόλεμες ζώνες το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί ειδικό κεφάλαιο. Το πλέον σημαντικό είναι να μην έχεις πολλά προσωπικά στοιχεία μαζί σου. Για παράδειγμα ούτε εγώ, ούτε ο εικονολήπτης είχαμε φωτογραφίες στα κινητά μας. Όσο λιγότερα στοιχεία έχουν για εσένα τόσο πιο δύσκολο είναι να διαχειριστούν μια απαγωγή. Εκτός κι αν είναι στοχευμένη. Ωστόσο το ενδεχόμενο ήταν διαρκώς ανάμεσα στα θέματα που προσέχαμε και για αυτό πάντα όπου κι αν πήγαινα φρόντιζα να είναι ενήμεροι άλλοι συνάδελφοι που βρίσκονταν στο πεδίο.
Ξεκίνησες την πορεία σου το 1994. Πήγες χωρίς να ανήκεις ακόμα σε κανάλι ως ελεύθερος επαγγελματίας στον Καύκασο, όπου μαινόταν ο εμφύλιος στην Τσετσενία και στη Γεωργία με την Αμπχαζία.
Η αλήθεια είναι πως ήμουν στο MEGA εκείνη την περίοδο κι έψαχνα τρόπο να βγω στο ρεπορτάζ εκτός συνόρων ωστόσο, η δικαιολογία όταν πρότεινα πράγματα, ήταν πως είμαι αρκετά νέος και η κουβέντα έκλεινε εκεί από την πλευρά τους. Είχα μάλιστα ζητήσει να φύγω ως ανταποκριτής όπου χρειάζονται κάλυψη αλλά δε γινόταν τίποτα.
Τελικά αφού είδα κι απόειδα, πρότεινα σε έναν εικονολήπτη (τον Βασίλη Μουρίκη) που δουλεύαμε μαζί να φύγουμε για τη Γεωργία αρχικά όπου βρισκόταν στα τελειώματα του εμφυλίου. Είχα μαζέψει κάποια χρήματα και θα χρηματοδοτούσα την αποστολή κι ό, τι βγάζαμε από τη δουλειά μας θα το μοιραζόμασταν. Φύγαμε μια εβδομάδα αργότερα και γενικά πήγε καλά γιατί ήμασταν από τους ελάχιστους ξένους εκείνη την περίοδο εκεί.
Τα θέματα που κάνατε τα πουλούσατε σε πρακτορεία και σταθμούς. Κλείσατε συμφωνίες πριν φύγετε ή πήγατε εκεί και μετά αρχίσατε να στέλνετε, αναγκάζοντας τους να σας προσέξουν;
Αρχικά κοιτάξαμε να εστιάσουμε σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Να σου θυμίσω ότι, είχαν προηγηθεί οι καραβιές με τους Ελληνοπόντιους την εποχή της Τσουδερού στο υπουργείο των Εξωτερικών, οπότε στην αρχή ποντάραμε στα σίγουρα. Κατεβήκαμε στο Νότο της Γεωργίας και καλύψαμε την καθημερινότητα στη Γεωργία του εμφυλίου των Ελληνοπόντιων που είχαν μείνει στην Τσάλκα, στο Τσεγκεσβάρι και αυτά ήταν αρκετά για να καλύψουμε τα έξοδα της αποστολής γιατί έφυγαν αμέσως σε ελληνικά μέσα. Από εκεί και πέρα είχαμε την πολυτέλεια να αυτοσχεδιάσουμε. Δεν είχα εμπειρία από εμπόλεμες ζώνες, οπότε πήγαμε βήμα-βήμα μέχρι εκεί που νιώθαμε ότι έφταναν οι δυνατότητές μας.
Τις άκρες πού τις βρήκες;
Στο πεδίο γνωρίστηκα με αρκετούς, μεγαλύτερους ομολογώ, δημοσιογράφους με τους οποίους συνεργαστήκαμε –κυρίως με βοήθησαν και με συμβούλεψαν– κι αυτό ήταν για να το πω λαϊκά, το ξεκλείδωμα της πόρτας. Ήταν το βάπτισμα και η αποδοχή μου από μια κάστα ανθρώπων που ήταν όνειρο ζωής να βρεθώ και να δουλέψω μαζί τους, δίπλα τους στα μέρη που ξαναγράφονταν οι σελίδες της ιστορίας.
Βλέποντας το τότε μέσα απ’ τη σημερινή σου εμπειρία, θα έλεγες ότι είσαι τυχερός που τα κατάφερες; Είχες κάνει τα κλασικά λάθη του αρχάριου;
Θα έλεγα πως ήμουν θρασύς επειδή το τόλμησα. Όχι, δεν κινδύνευσα. Τουλάχιστον σε εκείνη την πρώτη αποστολή. Λάθη, ναι έκανα. Τα λάθη του πρωτάρη. Κυρίως όμως είχαν να κάνουν με τις επιλογές του χρόνου και των τόπων. Σίγουρα θα έπρεπε να ήταν διαφορετικός ο σχεδιασμός, ο χρόνος παραμονής και κάλυψης κάποιων περιοχών και η λανθασμένη απόρριψη κάποιων άλλων. Όταν όμως δεν έχεις έναν μηχανισμό να σε υποστηρίξει και κυρίως να σε διδάξει, τολμώ να πω πως τα πήγαμε εξαιρετικά. Σου ξαναλέω ότι, εκείνη η αποστολή μπορεί να τελείωσε με «ίσα βάρκα-ίσα νερά» στα έξοδα και τα έσοδα αλλά το πραγματικό για εμένα δεν ήταν αυτό. Ήταν να προσπαθήσω και να μετρήσω τις δυνάμεις μου από μόνος μου σε αυτό που ήθελα να κάνω και κανένας στην Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένος να με στηρίξει. Εκ των υστέρων λοιπόν, μπορώ να πω ότι η αποστολή ήταν εξαιρετική γιατί πέτυχα τον στόχο. Πήγα, τα κατάφερα στο βαθμό που μου αναλογούσε, δεν το χρώσταγα σε κανέναν και είχα κερδίσει το δικαίωμα να σηκώνω το τηλέφωνο και να καλώ ξένους συναδέλφους με εμπειρία δεκαετιών, να τους λέω πως σκέφτομαι να πάω στο τάδε μέρος και να μοιράζονται μαζί μου πληροφορίες και επαφές για το πεδίο.
Δεν είχε κάτι και από έναν ρομαντικό τυχοδιωκτισμό όλο αυτό;
Δεν πιστεύω ότι είναι τυχοδιωκτισμός το να κυνηγάς να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα. Είχα βάλει έναν στόχο και θυσίασα πράγματα, τα άφησα στην άκρη για να το πετύχω. Για παράδειγμα η μουσική και η συλλογή βινυλίων με όλο το φάσμα της μαύρης μουσικής ήταν ένα πάθος το οποίο αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο από τα 20 μου χρόνια. Δούλευα σαν DJ σε μαγαζιά, σαν ραδιοφωνικός παραγωγός για αρκετά χρόνια και ταυτόχρονα ήμουν δημοσιογράφος. Τα άφησα στην άκρη όμως χάριν της δημοσιογραφίας.
Ποιον είχες δει να πηγαίνει σε έναν πόλεμο και να πουλάει θέματα σε μεγάλους σταθμούς; Ακολούθησες το παράδειγμα κάποιου;
Δεν μπορώ να πω ότι είχα κάποιο ίνδαλμα – ίσως να γοήτευαν κάποιες περιγραφές του Χέμινγουεϊ και σίγουρα το έργο Ρόμπερτ Κάπα, ωστόσο όχι. Ήταν ο τρόπος ζωής που γοήτευε. Το να μπορείς να είσαι εκεί που συμβαίνουν, την ώρα που συμβαίνουν, όσα θα περάσουν στις σελίδες της ιστορίας. Να είσαι δημοσιογράφος και όχι σερβιτόρος ειδήσεων.
Αυτό το όνειρο ήταν που σε έκανε να εγκαταλείψεις και τα ΤΕΦΑΑ;
Κοίταξε, οι σπουδές για τις σπουδές δεν μου έλεγαν κάτι αν δεν ήταν κοντά σε αυτό που έψαχνα. Έτσι κι αλλιώς, δημοσιογράφος ήθελα να γίνω και είχα βάλει σκοπό να το κυνηγήσω. Η δημοσιογραφία προέκυψε κυρίως από το γεγονός ότι έκανα παρέα με μεγαλύτερους, κάποιοι εξ’ αυτών ήδη δημοσιογράφοι. Με γοήτευε και η δημοσιογραφία όπως την ασκούσαν όσοι δούλευαν για παράδειγμα στην Ελευθεροτυπία της δεκαετίας του ’80.
Ακριβώς δεν θυμάμαι τώρα, πρέπει να ήταν στις αρχές της ίδιας δεκαετίας όταν είδα την ταινία Αποστολή στη Νικαράγουα με το Νικ Νόλτε. Έλεγα νωρίτερα πως ο Χέμινγουεϊ και ο Ρόμπερτ Κάπα, είχαν ξυπνήσει κάτι μέσα μου. Η ταινία αυτή ήταν το κομμάτι που έλειπε για να καταλάβω τι ακριβώς θέλω να κάνω. Ήταν η οπτικοποίηση εκείνου του φανταστικού, μέχρι τότε στο μυαλό μου, κόσμου. Βγήκα από τον κινηματογράφο και την επόμενη έτρεξα σε ένα βιβλιοπωλείο να αγοράσω οτιδήποτε σχετικό με δημοσιογραφία και πολέμους.
Και από εκεί και πέρα, η μία αποστολή έφερε την άλλη; Γιατί συνεχώς κυνηγούσες την επόμενη; Ήταν ένα αίσθημα καθήκοντος ή και λίγο πιο προσωπικό, μπορεί και να εθίστηκες στην αδρεναλίνη;
Μα αυτό ήταν το ζητούμενο. Η διαδοχικότητα. Το διαφορετικό. Το καινούργιο. Όταν καλύπτεις μια εμπόλεμη ζώνη, δεν σημαίνει πως και οι επόμενες θα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με την προηγούμενη. Το αντίθετο. Στη Μέση Ανατολή κάλυψα συγκρούσεις στη Γάζα, τη Βαγδάτη, τη Δυτική Όχθη, τη Λιβύη, το Λίβανο για περισσότερο από μια φορά. Κάθε φορά τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Ακόμα κι αν ήταν τα ίδια, το πεδίο ήταν διαφορετικό. Έπρεπε να μπορείς να το διαβάσεις, να το αποκωδικοποιήσεις για να καταφέρεις να μπεις να δουλέψεις και να βγεις αλώβητος. Πολύ περισσότερο να έχεις πετύχει να μεταφέρεις σωστά τα δεδομένα και την πραγματικότητα. Ξέρεις… αυτό που λένε «το πρώτο πράγμα που πεθαίνει σε ένα πόλεμο είναι η αλήθεια» είναι αληθινό. Δεν είναι υπερβολή. Όταν μεταδίδεις από μια εμπόλεμη ζώνη και όταν δεν αρέσουν οι ανταποκρίσεις σου στις αντιμαχόμενες πλευρές, μπορώ να σου πω με βεβαιότητα πως θα επιχειρήσουν να σε αποδομήσουν. Θα σε αμφισβητήσουν, θα σε περιορίσουν, θα ασκήσουν πιέσεις για να αντικατασταθείς, θα εξαντλήσουν κάθε μέσο για να διαχειριστούν τη ροή των ειδήσεων και την αποτύπωση της πραγματικότητας.
Επίσης, ένας πόλεμος δεν είναι μόνο σφαίρες, θόρυβος και αίματα. Παράπλευρα υπάρχει, η οικονομία, η πολιτική, οι διεθνείς σχέσεις. Είναι ένα τεράστιο παζλ με πολλά μικρά και μεγαλύτερα κομμάτια που πρέπει εν μέσω πολέμου να καταφέρεις να τα βάλεις σε μια σειρά για να αποδώσεις την πλήρη εικόνα. Είναι λοιπόν ένα στοίχημα. Και είναι ακριβώς αυτό το στοίχημα που σε κάνει να περιμένεις και να αναζητάς την επόμενη αποστολή. Είναι η απουσία ρουτίνας. Το ότι δεν υπάρχει γραφείο. Δεν μπορείς να φανταστείς την αίσθηση να ξεκινάς να πας στη δουλειά και να μην κουβαλάς κλειδιά μαζί σου. Το γραφείο σου είναι μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή. Ενίοτε με καπνούς και χαλάσματα τα οποία θα πρέπει να βρεις τρόπο να προσπεράσεις ώστε να φτάσεις όσο πιο κοντά μπορείς εκεί που παίζεται το πιο βρώμικο έργο. Είναι τεράστιο αυτό το στοίχημα. Και είναι ένα καθημερινό επίτευγμα όταν το καταφέρνεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πληρωμή από το να βγάζεις την είδηση εκεί που η συγκάλυψη είναι ο κυρίαρχος στόχος. Να στέλνεις εικόνα από εκεί που η ανθρωπότητα έχει απολέσει τη λογική και την ανθρωπιά της. Να μοιράζεσαι το ελάχιστο φαγητό, τα συναισθήματα των ανθρώπων, τον πόνο, τη χαρά, την αγωνία, τον φόβο και να γίνεσαι ο ταχυδρόμος τους στον έξω κόσμο. Να αναζητάς αυτά που αλλού θεωρούνται δεδομένα –λίγο ρεύμα για να φορτίσεις ή νερό για να πιεις. Αυτή είναι η πραγματική αδρεναλίνη εκεί έξω.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο να το φανταστεί κάποιος αν δεν το ζήσει. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να το μεταφέρω ως συναίσθημα αλλά… αυτό είναι.
Το 2000 ήσουν ο μοναδικός ξένος δημοσιογράφος που έμεινε στη Σιέρα Λεόνε και κάλυψε τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, μετά την απομάκρυνση όλων των ξένων από τη χώρα. Πώς το κατάφερες;
Θα προτιμούσα να μη ήταν έτσι. Ήταν μια δύσκολη αποστολή και έφτασα πολύ κοντά στο να την ακυρώσω. Η Σιέρα Λεόνε ξεκίνησε ως σκέψη αρκετό καιρό, πριν τον Ιούνιο του 2000. Είχα διαβάσει αναφορές των Ηνωμένων Εθνών για την παιδική εκμετάλλευση, την υποχρεωτική και βίαιη στράτευση ανηλίκων από τους οπλαρχηγούς των ανταρτών και τις εκβιαστικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να αναγκάσουν τις οικογένειες να παραδώσουν σε αυτούς τα παιδιά τους. Ματωμένα διαμάντια, ακρωτηριασμοί κι ό,τι δε χωρά ο ανθρώπινος νους ήταν εκεί. Ωστόσο το αεροδρόμιο ήταν κλειστό σε πολιτικές πτήσεις και οι αντάρτες κέρδιζαν ολοένα και περισσότερα εδάφη.
Τρεις εβδομάδες πριν πάμε εμείς – δηλαδή το Μάϊο – οι αντάρτες απήγαγαν τους κυανόκρανους των Ηνωμένων Εθνών και ως πρώην Βρετανική αποικία, η Βρετανία έστειλε ειδικές δυνάμεις για να απομακρύνουν όλους τους ξένους υπηκόους και να επιχειρήσουν την απελευθέρωση των κυανόκρανων. Με το πρώτο αεροπλάνο της RAF πήγε ο Μπεχράκης, μαζί με τον Κουρτ, τον Μιγκέλ και τον Μαρκ. Ήμουν σε επαφή μαζί τους και είχα κανονίσει να φύγουμε κι εμείς για κάτω στις αρχές του μήνα. Ξαφνικά, μια εβδομάδα πριν κατέβουμε, κατά τις 11 το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας συνάδελφος που μου διάβασε ένα τηλεγράφημα του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων για δύο νεκρούς και δύο τραυματίες ξένους δημοσιογράφους. Ήξερα πως λόγω της κατάστασης στη Freetown τα μέσα ενημέρωσης είχαν απομακρύνει όλο το προσωπικό τους και βρίσκονταν εκεί μόνο ένας του Γαλλικού Πρακτορείου κι ο Γιάννης, ο Κουρτ, ο Μιγκέλ κι ο Μαρκ. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο στο Reuters και τον ρώτησα αν ήξερε κάτι. Κατά τις δυο τα ξημερώματα με πληροφόρησαν για το τι ακριβώς είχε γίνει. Ο Κουρτ κι ο Μιγκέλ ήταν νεκροί, ο Γιάννης τραυματίας, ο Μαρκ με ελαφρά τραύματα και θα τους έβγαζαν από τη χώρα το πρωί.
Και παρά τις δολοφονίες δύο γνωστών σου δημοσιογράφων, πήγες.
Μετά από αυτό έμεναν έξι μέρες μέχρι την πτήση μας. Έπρεπε να αποφασίσω τι κάνουμε και ήταν ίσως από τις λίγες φορές που το ζύγιζα, το ξαναζύγιζα και δυσκολευόμουν να αποφασίσω. Τελικά, τρεις μέρες πριν, πήρα τη RAF κι επιβεβαίωσα ότι θα ήμασταν στην πτήση. Πετάξαμε από το Dakar με ένα C-160, μοναδικοί επιβάτες εγώ κι ο εικονολήπτης σε μια πτήση που θυμάμαι πως διήρκησε γύρω στις έξι ώρες και δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Χαμένοι κι οι δυο σε σκέψεις, εικόνες, πρόσωπα, τόπους, αναμνήσεις. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα κάπου όπου έχασαν τη ζωή τους συνάδελφοι που εκτιμούσα και είχαμε βρεθεί στο πεδίο, είχαμε μοιραστεί σκέψεις, φαγητό, είχαμε κοιμηθεί στους ίδιους χώρους, σε κάτι τρισάθλια ξενοδοχεία με ξεφτισμένους σοφάδες και την υγρασία να τρέχει στους τοίχους κι όμως στα δικά μας τα μάτια όλα αυτά ήταν λεπτομέρειες μπρος στο γεγονός ότι, βρισκόμασταν μερικές εκατοντάδες μέτρα από την πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ειδησεογραφίας.
Έτσι λοιπόν προσγειωθήκαμε στη Freetown. Γνωρίζοντας ότι, τέσσερις από τους καλύτερους του είδους δεν θα ήταν εκεί όπως το είχαμε συμφωνήσει. Κι αυτή ήταν μια από τις πιο δύσκολες στιγμές που κλήθηκα να διαχειριστώ όλα αυτά τα χρόνια.
Δούλεψα με τον οδηγό των τεσσάρων που αρνήθηκε εκείνη την ημέρα να τους μεταφέρει στο σημείο που έπεσαν στην ενέδρα. Με πήγε στο σημείο της ενέδρας μιας και ο στρατός είχε ανακτήσει τον έλεγχο. Ευτυχώς για εμένα στη Freetown είχε παραμείνει κι ο συνάδελφος από το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η βοήθεια του οποίου ήταν σημαντική.
Αυτή είναι η ιστορία του πως κατάφερα να είμαι ο ένας από τους δύο δημοσιογράφους που δουλέψαμε τον Ιούνιο του 2000 στη Σιέρα Λεόνε. Δεν ήταν κατόρθωμα, δεν το επεδίωξα και μακάρι να μην ήταν έτσι.
Κάποτε παραλίγο να έρθεις σε «επαφή» με τον χαλίφη του ISIS, τον Αλ Μπαγκντάντι πριν ακόμα γίνει γνωστός. Τι ακριβώς είχε συμβεί;
Ήταν τον Ιανουάριο του 2004 αυτό. Δεν ήταν εσκεμμένο, ούτε τον γνώριζα μέχρι τότε, ούτε είχα ακούσει κάτι για αυτόν.
Οι μετακινήσεις ήταν ήδη προβληματικές στο Ιράκ, ωστόσο ήταν σαφές πως η Φαλούτζα είχε περάσει στον απόλυτο έλεγχο της τζιχάντ. Πληροφορίες υπήρχαν πολλές αλλά τίποτα συγκεκριμένο και κανένα ξένο μέσο ενημέρωσης δεν είχε μπει εδώ και μήνες στην πόλη. Κατάφερα τότε μέσω μίας δύσκολης διαδικασίας να επικοινωνήσω με έναν απ’ τους Ιμάμηδες των τριών μεγάλων τζαμιών της πόλης, που είχαν τον έλεγχο των ένοπλων ομάδων της Φαλούτζα.
Το ζητούμενο ήταν να μπούμε στην πόλη και να μείνουμε 3-4 μέρες καταγράφοντας τη δράση και το ιδεολογικό υπόβαθρο της μιας από τις τρεις ένοπλες ομάδες εκείνης της περιόδου. Πράγματι, το ραντεβού κλείστηκε και προτού φύγουμε, ενημέρωσα κάποιους ξένους συναδέλφους ότι θα μπω στη Φαλούτζα. Κανένας τους δεν μπορούσε να πιστέψει ότι καταφέραμε να μας δεχθούν σε μια χρονική στιγμή που οι αλλόθρησκοι αντιμετωπίζονταν ως εχθροί ασχέτως επαγγέλματος.
20 χιλιόμετρα πριν τη Φαλούτζα μάς σταμάτησαν στο τελευταίο αμερικανικό checkpoint. Με ενημέρωσαν πως για λόγους δικής μου ασφάλειας δεν μου επιτρέπεται να προχωρήσω και τότε ξεκίνησε η «γνωστή» διαπραγμάτευση, ότι «υπεύθυνοι για την ασφάλειά μας ήμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι» κλπ. Μετά από σχεδόν δύο ώρες, υπέγραψα σε ένα χαρτί πως φέρω την ευθύνη της επιλογής μου, και προχωρήσαμε.
Η Φαλούτζα σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις και ειδικότερα τη Βαγδάτη έδειχνε να βιώνει μια κανονικότητα. Η αγορά λειτουργούσε, υπήρχε κόσμος στα μαγαζιά, μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Προσεκτικά φτάσαμε στο Τζαμί με αρκετή καθυστέρηση. Ο Μάχερ, ο οδηγός και φίλος μου, πάρκαρε και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιμάμη για την άφιξή μας. Πρέπει να πέρασαν περίπου 5-7 λεπτά, όταν είδα τον Μάχερ να βγαίνει από το τζαμί μαζί με τον Ιμάμη. Ο Μάχερ περπατούσε κανονικά κι ο Ιμάμης έτρεχε προς το αυτοκίνητο. Κατέβηκα για να τον χαιρετήσω και με το που έφτασε δίπλα μου με έσπρωξε να ξαναμπώ μέσα. Έσκυψε προς το μέρος μου λέγοντάς μου πως πρέπει να φύγουμε γρήγορα. Στην πόλη είχε φτάσει εχθές ο Αλ Μπαγκντάντι κι εκείνη την ώρα βρισκόταν μέσα στο Τζαμί. Δεν γνώριζε πως θα ερχόταν. «Φύγετε γρήγορα. Αν σε καταλάβει δεν μπορώ να κάνω τίποτα» μου είπε.
Επιστρέψαμε στη Βαγδάτη με την απορία ποιος ήταν αυτός τύπος.
Δεν είχα ακούσει τίποτα μέχρι τότε κι ο Μάχερ επίσης. Δύο μέρες μετά ο Μάχερ μου έλεγε πως αυτός θα είναι το επόμενο (μετά τους Αμερικανούς) μεγάλο πρόβλημα του Ιράκ. Επιβεβαιώθηκε πλήρως. Τον Νοέμβριο του 2004 οι Αμερικανοί εισέβαλαν στη Φαλούτζα και την ισοπέδωσαν. Αμέσως μετά ο Αλ Μπαγκντάντι ίδρυσε το Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Ποιος είναι ο πιο «ατρόμητος» -ας το πούμε κάπως έτσι- πολεμικός ανταποκριτής που έχεις γνωρίσει;
Νομίζω πως οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο χώρο είναι κάπως παρεξηγημένοι. Καταρχάς δεν υπάρχει ατρόμητος. Αυτό ισοδυναμεί με απώλεια της λογικής. Όταν βρίσκεσαι σε ένα μέρος όπου «με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρά» που έλεγε κι ο Χατζηδάκις δεν είναι λογικό να μην μετράς το τι συμβαίνει γύρω σου. Ο φόβος υπάρχει. Όλα τα συναισθήματα είναι εκεί. Απλώς δεν τα δείχνεις. Δεν είσαι εκεί ούτε για να πάρεις θέση μέσα από τα λεγόμενά σου, ούτε μέσα από τις αντιδράσεις σου. Κάποιοι το μπορούν, κάποιοι άλλοι όχι. Αν δεν μπορείς να λειτουργήσεις υπό αυτές τις συνθήκες, τότε δεν κάνεις για αυτό. Σε βεβαιώνω πως όλοι όσοι βγαίνουν εκεί έξω και φοβούνται, και πονάνε και κλαίνε και λυγίζουν. Ίσως περισσότερο από άλλους. Και ίσως για αυτό και να το κάνουν. Δεν είναι ατρόμητοι. Μπορούν να λειτουργούν και να παράγουν έργο κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, μπορούν να διαβάζουν, να αποκωδικοποιούν, να κατανοούν, να προβλέπουν αυτό που ξεδιπλώνεται μπροστά τους και να κινούνται με τρόπο που η καταγραφή και αποτύπωση των όσων εκτυλίσσονται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή να γίνουν κατανοητά κι από αυτούς που θα τα παρακολουθήσουν σε μια τηλεόραση, θα τα ακούσουν μέσω ραδιοφώνου ή θα τα αναγνώσουν σε μια ιστοσελίδα.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους αγγίζουν αυτά που διαδραματίζονται γύρω τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετά την ολοκλήρωση μιας αποστολής και πριν την επιστροφή στο σπίτι επιλέγουν κάποιες μέρες “αποτοξίνωσης”, σε κάποιον ενδιάμεσο σταθμό. Κανένας δεν βγαίνει ανέγγιχτος. Απλώς, επιλέγει το τι θα μοιραστεί από όλο αυτό.
Στην έναρξη της εκπομπής-αφιέρωμα που έκανες για τον Γιάννη Μπεχράκη, βούρκωσες. Ήσασταν πολλά χρόνια φίλοι. Θυμάσαι την πρώτη σας συνάντηση;
Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το 1998 στα σύνορα Αλβανίας-Κοσόβου. Το Reuters είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Τροπόγια που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα κι έμεναν εκεί τέσσερα άτομα. Επειδή ήταν χειμώνας και το ένα και μοναδικό ξενοδοχείο που υπήρχε δεν πληρούσε καμία προϋπόθεση (ασφάλεια-υγιεινή) για να φιλοξενήσει κόσμο ρώτησα τους συναδέλφους από το Reuters, αν γνώριζαν κάποιο χώρο που θα μπορούσα να νοικιάσω. «Μπορείς να έρθεις εδώ, ωστόσο υπάρχει μόνο ένα δωμάτιο που θα μπορέσεις να κοιμηθείς και θα χρειαστεί να το μοιραστείς με τον Μπεχράκη» ήταν η απάντησή τους. Βεβαίως, δεν είχα κανένα πρόβλημα στο να μοιράζομαι το δωμάτιο με κάποιον άλλο και ειδικότερα από τη στιγμή που για να οργάνωνα μόνος μου τη διαμονή απαιτούσε χρόνο.
Το σπίτι δεν ήταν κάτι το φοβερό. Ένα τυπικό επαρχιώτικο αλβανικό σπίτι. Στο σαλόνι υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι με video players, μονταζιέρες και φορτιστές, σε μια γωνία υπήρχε μια πρόχειρη κατασκευή με μια μαύρη κουρτίνα που είχε στήσει ο Μπεχράκης σαν σκοτεινό δωμάτιο για να εκτυπώνει τα φιλμ και δυο υπνοδωμάτια. Όταν μπήκα στο δωμάτιο που θα μοιραζόμασταν με τον Γιάννη θυμάμαι την πρώτη μου σκέψη ότι, ίσως στο ξενοδοχείο να ήταν καλύτερα. Υπήρχαν δύο κρεβάτια με ρούχα παντού. Ρούχα του Γιάννη, των ιδιοκτητών του σπιτιού, πράγματα από το σαλόνι συν αλεξίσφαιρα, κράνη, φορτιστές, κούτες με φιλμ. Περισσότερο τρόμαξα από το δωμάτιο παρά από το τι συνέβαινε τρία χιλιόμετρα παραπέρα. Τέλος πάντων φτιάξαμε λίγο το χώρο κι από την επομένη και για περίπου ένα μήνα, με εξαίρεση τις ώρες από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση, που βρισκόμασταν έξω και δουλεύαμε χώρια, όλο τον υπόλοιπο χρόνο μοιραζόμασταν περίπου 40 τετραγωνικά.
Και πώς ήταν αυτή η συγκατοίκηση;
Με το που τελειώναμε το μοντάζ ή τις εμφανίσεις των φωτογραφιών, ανάλογα το τι είχε να κάνει ο καθένας μας, ξεκίναγαν οι ιστορίες. Ατελείωτες ιστορίες. Πολλές από αυτές είναι δύσκολο να τις πιστέψεις. Κι όμως ήταν όλες, πέρα για πέρα αληθινές. Από Βοσνία, Σερβία, Τσετσενία, τις ιστορίες του πολέμου μαζί με τα προσωπικά βιώματα του Γιάννη, τις έκανες ταινία. Ακόμα και η περίοδος πριν την ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο ρεπορτάζ είχε απίστευτο πάθος κι ένταση. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ζούσε. Ο Γιάννης ήταν κατηγορία ανθρώπου πολύ πέρα από τον μέσο όρο. Δημοσιογραφικά είχε μια μια διαίσθηση που εννέα στις δέκα φορές, έβγαζε λαβράκια. Αποκλειστικές εικόνες. Σκληρές τις περισσότερες φορές γιατί έφευγε πάντα λίγο ή και πολύ περισσότερο πιο μπροστά από τους άλλους. Όταν όμως έφτανε εκείνη η μία από τις δέκα μέρες και το αποτέλεσμα δεν ήταν το προσδοκώμενο, δεν τον πάλευες με τίποτα. Ήταν για να σκάσει.
Μετά λοιπόν από εκείνη την αποστολή, συναντηθήκαμε ξανά για διακοπές. Πήραμε τις μηχανές και κατεβήκαμε Πελοπόννησο. Είχε τρέλα με τις Harley.
Η εκπομπή αφιέρωμα στο Γιάννη ήταν το οφειλόμενο αντίο. Ένα «αντίο» που δεν το τόλμησα όσο ήταν στη ζωή. Είχα μάθει –όχι από τον ίδιο– αλλά από το Reuters για την ασθένεια ωστόσο έβγαζα μια άρνηση στο να το αποδεχτώ όλο αυτό. Ο Μπεχράκης πάντα έφτανε κοντά στον θάνατο και πάντα έβγαινε νικητής. Μόνο που αυτή η μάχη ήταν και η τελευταία. Πρέπει να πέρασαν δύο με τρεις εβδομάδες, όταν σήκωσα το τηλέφωνο κι άρχισα να καλώ τους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα του στο πεδίο και στη δημοσιογραφική του διαδρομή. Συμφώνησαν όλοι στην ιδέα για μια εκπομπή αφιερωμένη σε εκείνον. Μπορεί να φάνηκε δύσκολο για εμένα στην αρχή της εκπομπής ωστόσο δεν ήταν εύκολο για κανέναν από όσους ήμασταν στο στούντιο. Ειδικά στην αρχή.
Σε ποια χώρα έχεις νιώσει περισσότερο καλοδεχούμενος ως Ευρωπαίος -ή ειδικότερα ως Έλληνας- ανταποκριτής και πού το περιβάλλον ήταν πραγματικά εχθρικό;
Ως Έλληνας παντού. Με εξαίρεση το Κόσοβο ίσως αλλά κι εκεί μόνο στην αρχή. Μετά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Σίγουρα αντιμετώπισα προβλήματα σε περιοχές υπό τον έλεγχο τζιχαντιστικών ομάδων στη Μέση Ανατολή ωστόσο εκεί δεν είχε να κάνει με την εθνικότητα αλλά με τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Η Ελλάδα γενικότερα χαίρει μεγάλης εκτίμησης στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Φαντάσου ότι το 2009-2010 σε αποστολές στην Υεμένη κι όταν βγήκαμε από τη Σανά με κατεύθυνση περιοχές της Αλ Κάιντα, στο τελευταίο μπλόκο του στρατού επέτρεψαν σε εμένα να προχωρήσω και τον ντόπιο οδηγό, όχι όμως και στον Παλαιστίνιο εικονολήπτη που ήταν μαζί μου γιατί θεωρούσαν δεδομένο πως θα είχε πρόβλημα εφόσον πέφταμε σε checkpoint της Αλ Κάιντα.
Το κλίμα ωστόσο για τους δημοσιογράφους έχει διαφοροποιηθεί παγκοσμίως και άλλαξε κυρίως μετά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, όταν οι δημοσιογράφοι έπαιρναν θέση στα ρεπορτάζ τους για το τι συμβαίνει. Πλέον ελάχιστοι είναι οι δημοσιογράφοι που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και είναι καλοδεχούμενοι παντού.
Δεν είναι λίγο άδικο για τον καμεραμάν να μένει στη σκιά του δημοσιογράφου;
Αυτό ισχύει. Ειδικότερα από τη στιγμή που τα βιώματα, οι κακουχίες, ο κίνδυνος κι οτιδήποτε άλλο εκεί έξω είναι κοινά. Ο εικονολήπτης ειδικά σε ότι αφορά την αναγνωρισιμότητα υστερεί. Αλλά αυτό ισχύει μόνο για το ευρύ κοινό. Στο χώρο η αναγνώριση υπάρχει όπως επίσης και η καταξίωση. Για παράδειγμα εγώ δούλευα πάντα με τρεις εικονολήπτες στις εμπόλεμες ζώνες. Και οι τρεις είχαν την αναγνώριση και τον σεβασμό των συναδέλφων και του χώρου γιατί ήξεραν. Γνώριζαν τι έκαναν. Η δουλειά τους υπήρχε παντού. Από την άλλη υπάρχουν δημοσιογράφοι που στέκουν μπροστά από την κάμερα, χαίρουν απόλυτης εμπιστοσύνης κι αναγνώρισης στις χώρες τους, ωστόσο στην κοινότητα των ξένων ανταποκριτών δεν έχουν καμία αξία, διότι όλοι γνωρίζουν πως δουλεύει ο καθένας. Το να χειραγωγήσεις, να προσποιηθείς, να στήσεις ένα θέμα είναι πανεύκολο. Μπορείς να σταθείς μπροστά από μια ταμπέλα που γράφει Βαγδάτη 40 χιλιόμετρα, να κρύψεις με το κεφάλι σου το «40» και να υποκρίνεσαι πως μεταδίδεις από τη Βαγδάτη. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα.
Το σημαντικό για εμένα δεν είναι να σε αναγνωρίζει το τηλεοπτικό κοινό (σίγουρα έχει τη σημασία του κι αυτό) αλλά οι άνθρωποι που βρίσκονται στον ίδιο χώρο με εσένα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Η ανώτερη τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε κάποιον. Κι αυτό στο χώρο μας ισχύει. Δεν υπερισχύει ο τίτλος αλλά το τι κάνεις εκεί έξω.
Ποια είναι η πιο σκληρή εικόνα που έχεις δει;
Στσ νοσοκομείο της Γάζας το 2008. Το Ισραήλ είχε χρησιμοποιήσει βόμβες λευκού φωσφόρου. Είχα ακούσει για αυτές αλλά δεν είχα δει τα αποτελέσματα της χρήσης. Τις είχαν χρησιμοποιήσει και οι Αμερικανοί στη Φαλούτζα το 2004. Τα βλήματα αυτά έσκαγαν περίπου στα 100 μέτρα από το έδαφος, διασπώνταν σε πολλά μικρότερα κι όπως έπεφταν απλώνονταν σαν ένα δίχτυ. Όπου έπεφταν, όποια επιφάνεια κι αν ήταν αυτή –με εξαίρεση την άσφαλτο και το σίδερο–, την έλιωναν.
Την επομένη του βομβαρδισμού πήγα στο νοσοκομείο της πόλης και υπήρχε ένα κοριτσάκι ανάμεσα στους τραυματίες. Πρέπει να ήταν περίπου τεσσάρων ετών. Ίδια ηλικία με την κόρη μου εκείνη την εποχή. Την είχαν σε ένα κρεβάτι στην εντατική, ήταν γυμνή, το σώμα της είχε δεκάδες στάμπες που στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν και οι γιατροί της έβαζαν διαρκώς αλοιφές και με το που την ακουμπούσαν, η αλοιφή σαν με κάποιο ανεξήγητο τρόπο εξαφανιζόταν. Οι στάμπες ήταν εγκαύματα από το λευκό φώσφορο. Η εξαφάνιση της αλοιφής με το που ερχόταν σε επαφή με το δέρμα οφειλόταν στο ότι τα εγκαύματα ήταν τόσο βαριά που το δέρμα τραβούσε μέσα κάθε τι υγρό. Το κοριτσάκι έκλαιγε κι ήταν σπαραχτικό εκείνο το κλάμα. Έχω βρεθεί αντιμέτωπος με πιο σκληρές εικόνες στο παρελθόν και σίγουρα και μετά από αυτό. Ωστόσο εκείνη την ημέρα, μετά από εκείνο το κορίτσι θυμάμαι ότι σταμάτησα το ρεπορτάζ και γύρισα στο ξενοδοχείο.
Δεν παραείσαι ήρεμος τύπος γι’ αυτήν τη δουλειά;
Ο εαυτός μου είμαι. Δεν μπορώ να είμαι κάτι άλλο. Δεν είναι στο στυλ μου να φωνάζω, να τσακώνομαι, να ουρλιάζω. Δεν θα μπορούσα να προσποιηθώ κάτι που δεν είμαι μόνο και μόνο επειδή βγαίνω στην οθόνη και τριγύρω γίνεται πόλεμος. Άλλωστε να φωνάξεις όταν δίπλα σου φωνάζουν τα γεγονότα, γιατί; Για να γίνεις εσύ το θέμα; Δεν ήταν ποτέ ζητούμενο αυτό.
Όταν ήσουν σε αποστολές, είχες πει ότι στο σπίτι δεν άφηναν τα παιδιά σου να δουν τηλεόραση;
Όχι, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Τηλεόραση έβλεπαν, όπως όλα τα παιδιά. Έβλεπαν προγράμματα που ήταν για παιδιά. Αυτό που συνέβαινε ήταν πως δεν άνοιγε ποτέ η τηλεόραση σε κανάλια με ειδήσεις. Δεν έπαιζαν ειδήσεις στο σπίτι. Συνειδητή επιλογή σαφέστατα.
Και πού τους έλεγαν ότι «έχει πάει ο μπαμπάς»; Η «αποκάλυψη» έγινε με έναν συγκεκριμένο τρόπο για να μην τρομάξουν;
Στα παιδιά έλεγα, βεβαίως, ότι πάω στη Λιβύη, στη Συρία, στο Λίβανο, την Υεμένη, οπουδήποτε πήγαινα τους το έλεγα. Δεν έμπαινα σε λεπτομέρειες, ούτε κι η σύντροφός μου. Δεν υπήρχε λόγος. Βέβαια από τα παιδιά δεν μπορείς να κρυφτείς. Κάποια στιγμή ήμουν στη Λιβύη κι επιτέθηκαν στο ξενοδοχείο μια μέρα που ήμουν ζωντανά στον αέρα. Εκείνη η ανταπόκριση έπαιξε σε αρκετά ξένα μέσα ενημέρωσης, έτσι έπαιξε και στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Την επόμενη μέρα στο σχολείο είπαν στην κόρη μου –ο δάσκαλός της μάλιστα– ότι, είδε τον μπαμπά στην τηλεόραση στον πόλεμο. Ε, μετά από αυτό τους εξήγησα τι ακριβώς δουλειά κάνω και πάλι όμως, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Δίνεις τόσες πληροφορίες, όσες μπορούν να διαχειριστούν χωρίς να προκαλείς άγχος και ανασφάλεια.
Δηλαδή το βίντεο που δείχνει να σας έχουν περικύκλωσαν στο ξενοδοχείο και πυροβολούσαν για να μπουν, είναι από ζωντανή μετάδοση;
Ζωντανά ήταν. Είχαμε γυρίσει από το ρεπορτάζ για να βγω ζωντανά στο δελτίο στις 3. Ανέβηκα στη βεράντα στον ημιώροφο του ξενοδοχείου που μέναμε όπου ήταν τα live positions της EBU και ένα λεπτό πριν τις 3 άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μας από ένα χωράφι απέναντι από το ξενοδοχείο. Έπεσα στο πάτωμα για να προστατευτώ και περίμενα να βγούμε live. Δεν είχα ούτε κράνος, ούτε αλεξίσφαιρο μαζί, τα είχαμε αφήσει στο αυτοκίνητο. Δίπλα μου έστεκαν πεσμένοι άλλοι δύο συνάδελφοι που είχαν ζωντανό την ίδια ώρα. Οι εικονολήπτες της EBU παράτησαν τις κάμερες κι έτρεξαν στο ξενοδοχείο για να προφυλαχθούν. Το ίδιο και οι δύο συνάδελφοι που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή δίπλα μου. Ήξερα από το βαν ότι η εικόνα έφευγε στην Αθήνα ωστόσο δεν ήξερα αν με ακούνε γιατί δεν είχαμε κάνει κανένα τεστ. Αναρωτήθηκα σιωπηρά τι να κάνω. Να αρχίσω να περιγράφω ευελπιστώντας πως ακούν και βλέπουν τι γίνεται στη ΕΡΤ ή να ξεκαλωδιωθώ και να πάω κι εγώ μέσα. Όλα αυτά που σου περιγράφω φαντάσου ότι διήρκησαν δευτερόλεπτα. Πρέπει να ήταν 3 παρά 10 δευτερόλεπτα όταν ξεκίνησα να λέω «δεν ξέρω αν με ακούει το κοντρόλ στην Αθήνα, δεχόμαστε επίθεση στο ξενοδοχείο, βγάλτε με στον αέρα» κι άρχισα να περιγράφω. Εκείνη τη στιγμή ο τεχνικός προϊστάμενος της EBU έτρεξε πήρε την κάμερα στον ώμο του, έπεσε στα γόνατα όπως ήμουν κι εγώ και μου φώναξε «σε βλέπουν και σε ακούνε».
Όλοι έχουν πέσει κάτω, εσύ ήσουν λίγο πιο άνετος και με το τσιγάρο στο χέρι. Μού έκανε εντύπωση αυτό.
Περιέγραφα ό, τι ακριβώς συνέβαινε, με τη διαφορά ότι εγώ τα έβλεπα σε slow motion. Αυτό που λένε πως σε ακραίες συνθήκες βλέπεις τα πράγματα σε αργή κίνηση είναι αλήθεια. Κάλυκες έπεφταν από τα όπλα όσων πυροβολούσαν προς τα έξω, σφαίρες που χτυπούσαν το κτίριο έπεφταν από ψηλότερα γύρω από εμάς. Σιγά-σιγά ολοένα και περισσότεροι εικονολήπτες έβγαιναν να τραβήξουν και βγήκαν και δύο–τρεις δημοσιογράφοι ξανά. Το ζωντανό πρέπει να κράτησε 15 λεπτά κι έπειτα για άλλα 15 λεπτά βιντεοσκοπήσαμε τη μάχη όπου αραιά και που περιέγραφα τι συμβαίνει.
Ε, σε εκείνο το δεύτερο 15λεπτο κάπνισα κι ένα τσιγάρο ή ένα πακέτο, δεν θυμάμαι.
Πληρώνεται καλά αυτή η δουλειά; Αν τη λέει κάποιος «δουλειά».
Γιατί το λες; Μια χαρά δουλειά είναι. Άλλωστε η δημοσιογραφία εξ ορισμού δεν είναι λειτούργημα; Ε, νομίζω ότι το συγκεκριμένο κομμάτι της δημοσιογραφίας συνεισφέρει στο να διασωθεί κάτι από τη χαμένη της τιμή. Τώρα, αν πληρώνεται καλά; Πλέον όχι. Παλαιότερα ναι. Η αιτία βρίσκεται στο ότι, αφενός η ενημέρωση βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται (τεχνολογικά μέσα, αμεσότητα, κόστος, ποιότητα ήχου και εικόνας), αφετέρου κανένα μέσο (με εξαίρεση τα πρακτορεία ειδήσεων, ακόμα κι εδώ όμως έχει πέσει χοντρό ψαλίδι στις δαπάνες) μπορούν να παρακολουθούν την εξέλιξη μιας κρίσης σε βάθος χρόνου με καθημερινή παρουσία λόγω κόστους.
Δεν μάθαμε ποτέ γιατί κόπηκε η εκπομπή από την ΕΡΤ.
Ούτε κι εγώ. Απλώς κύλησε ο καιρός, έληξε η σύμβαση της εκπομπής και δεν απάντησαν ποτέ αν θα συνεχιστεί ή όχι. Τον περασμένο Ιούνιο βρεθήκαμε με τον Διευθύνοντα και τον Πρόεδρο της ΕΡΤ. Στην κουβέντα που κάναμε ο Ζούλας πρότεινε να εμπλακώ σε μια εκπομπή δημοσιογραφικής έρευνας άλλου τύπου που είχαν κατά νου. Απάντησα πως με τα στεγανά που υπάρχουν στην ΕΡΤ και το πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι μια έρευνα δεδομένων των εξαρτήσεων από την εκάστοτε κυβέρνηση δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Ήμουν σαφής και ρώτησα αν θέλουν να συνεχίσουν τα ντοκιμαντέρ έρευνας όπως τα έκανα εγώ. Ο Γαμπρίτσος απάντησε πως δεν είχε κανένα θέμα και ο Ζούλας επιφυλάχθηκε να απαντήσει μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Δεν απάντησε ποτέ. Δεν θα με πείραζε να μου πουν, ξέρεις δεν θέλουμε να συνεχίσουμε για το λόγο αυτό ή εκείνον. Επιλογή μου ήταν να μην είμαι μόνιμος στην ΕΡΤ. Ήξερα ότι μια μέρα μπορεί και να βρεθώ εκτός. Ωστόσο δεν αναζητούσα τη μονιμότητα αλλά ένα μέσο που να μπορώ να κάνω πράγματα τα οποία γουστάρω είμαι περήφανος τόσο εγώ όσο και αυτοί από το παραγόμενο αποτέλεσμα. Μετά από τόσα χρόνια –24 συνολικά– και με όσα έχει κερδίσει και η ΕΡΤ από αυτή τη συνεργασία περιμένεις κάτι να ακούσεις, κάτι να σου πουν, περιμένεις τουλάχιστον ειλικρίνεια. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες είναι που καθορίζουν σχέσεις και ανθρώπους. Που καταλαβαίνεις ποιον έχεις απέναντί σου. Δεν μπήκα στην ΕΡΤ γιατί είχα μπάρμπα στην Κορώνη. Ούτε γιατί κουβαλούσα το επίθετο της οικογένειάς μου. Και στην τελική έδωσα και δεν σταμάτησα να δίνω μέχρι την τελευταία στιγμή.
Το Roads ήταν η μοναδική εκπομπή με εξωτερικά γυρίσματα που με την καραντίνα του Μαρτίου δεν σταμάτησε τα γυρίσματα. Βγάζαμε επεισόδια κι έμπαιναν στο ράφι αντί να παίζουν. Ξαφνικά μια Παρασκευή τέλος Ιουνίου με ενημέρωσαν πως θα ξεκινήσουν να τα προβάλουν από την επόμενη Δευτέρα. Ούτε χρόνος για τρέιλερ, ούτε για δελτίο Τύπου. Τώρα γιατί αποφάσισαν πέρσι να ανανεώσουν την εκπομπή, αφού δεν την ήθελαν δεν έχω καταλάβει.
Όταν άνοιξε ξανά η ΕΡΤ και ανέλαβες τη θέση του κεντρικού παρουσιαστή ειδήσεων, δεν φοβήθηκες ότι μπορεί να χρωματιζόσουν κομματικά; Δεδομένου ότι την ΕΡΤ την άνοιξε ξανά συγκεκριμένο κόμμα και οι επιλογές των προσώπων για σημαντικές θέσεις, παραδοσιακά γίνονται με κομματικά κριτήρια.
Στην ΕΡΤ ήμουν ήδη 21 χρόνια όταν μου έγινε η πρόταση για το δελτίο ειδήσεων. Την ΕΡΤ δεν την αναζήτησα ποτέ. Δεν χτύπησα πόρτες για να βρεθώ εκεί και δεν μπήκα από κανένα παράθυρο. Η ΕΡΤ με αναζήτησε όταν ήμουν στην Αλβανία ως ανταποκριτής του ΑΠΕ και μου ζήτησε τότε ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος να δουλέψω και για τη δημόσια τηλεόραση. Από τότε ό,τι κι αν έκανα η ΕΡΤ ακολουθούσε και με όφελος από αυτή τη συνεργασία. Δεν με έβαλε κάποιο πολιτικό κόμμα. Με τη δουλειά μου μπήκα. Κι όταν μου προτάθηκε το κεντρικό δελτίο, η πρόταση έγινε στη βάση ενός κοινά αποδεκτού προσώπου. Την πρόταση την αποδέχθηκα αμέσως γιατί πέρα από ό,τι άλλο, ήταν η απόλυτη τιμή να είσαι αυτός ο οποίος ανοίγει το δελτίο στη μετά το μαύρο του Σαμαρά εποχή.
Και όταν χρειάστηκε για πρώτη φορά στην καριέρα σου να ασχοληθείς με την πολιτική επικαιρότητα; Στην εκπομπή Focus, για παράδειγμα, ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι;
Η πολιτική δεν ήταν κάτι καινούργιο. Ως ανταποκριτής καλύπτεις τα πάντα. Πολιτική, οικονομία, διπλωματία. Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν τα οικονομικά δεδομένα και οι λεπτομέρειες του ελληνικού ζητήματος αλλά αυτό νομίζω το κάλυψα γρήγορα με αρκετό διάβασμα. Όσο για τις ισορροπίες, έτσι κι αλλιώς ως αρχή μου είχα να εκπροσωπούνται όλοι και να μην φεύγει κανένας χωρίς να έχει απαντήσει σε όλα τα ζητήματα. Όποιος κι αν ήταν αυτός. Κι αυτό το αναγνώριζαν όλοι και δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα κι αυτοί που ασκούσαν κριτική στην ΕΡΤ έρχονταν στο Focus.
Βλέπω σήμερα την ΕΡΤ η οποία έχει κάνει σημαντικά βήματα στον τομέα του προγράμματος αλλά έχει παραιτηθεί από την ενημέρωση. Δεν υπάρχει μια πολιτική εκπομπή. Δεν υπάρχουν ντοκιμαντέρ έρευνας παραγωγής της. Κι από την άλλη να σε κρεμάνε στα μανταλάκια γιατί κρύβεις από δελτία σου το θέμα της Ικαρίας με τον πρωθυπουργό. Στις μέρες που έκανα το δελτίο το θέμα θα έπαιζε και θα ζητούσαμε από την κυβέρνηση να τοποθετηθεί. Την εποχή του διαδικτύου και των social media δεν μπορεί να πιστεύεις πως θα θάψεις ένα θέμα.
Και κάτι τελευταίο. Βλέποντας τόσες πολεμικές σκηνές και τόσες φρικιαστικές εικόνες από κοντά, τελικά αγαπάς ή μισείς τον άνθρωπο;
Κοίταξε, το σίγουρο είναι πως όσες φορές και να συμβεί, δεν το συνηθίζεις ποτέ. Πάντα θα σε ξενίζει, θα απωθεί κι ενδεχομένως θα σε γονατίζει. Το θέμα είναι να βρίσκεις τη δύναμη όταν αυτό συμβαίνει, να το βιντεοσκοπείς ή να το μεταδίδεις γιατί αν δεν το κάνεις η παρουσία σου εκεί ήταν άνευ λόγου. Τώρα αν μισείς ή όχι τον άνθρωπο… Όχι. Σίγουρα όχι τον άνθρωπο. Τον πόλεμο δεν συμπάθησα ποτέ.
*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Πάνου Χαρίτου.