Η πηγή της ευτυχίας του Jo Nesbo
- 16 ΟΚΤ 2021
Δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να ερωτηθεί κατά πόσο, ακόμη και για έναν καταξιωμένο συγγραφέα όπως ο Jo Nesbo, είναι διαφορετική η διαδικασία συγγραφής ενός διηγήματος σε σχέση με ένα μυθιστόρημα.
Όπως δεν θα μπορούσε παρά να ερωτηθεί -δεδομένου ότι το μεγαλύτερο από τα διηγήματα της συλλογής διαδραματίζεται στην αγαπημένη του Κάλυμνο, όπου επιδίδεται κάθε τρεις και λίγο στο αγαπημένο του σπορ της αναρρίχησης- αν τον ανησυχεί το ενδεχόμενο να κατακλυστεί το νησί, το ησυχαστήριό του, από τα εκατομμύρια των Nesbomaniacs.
Ο Νορβηγός star writer (πάλαι ποτέ ποδοσφαιριστής στη Molde, οµάδα της Α΄ Εθνικής στη Νορβηγία, και ακόμη μέλος του ροκ συγκροτήματος Di Derre) από το σαλόνι του σπιτιού του στο Όσλο, μίλησε στο OneMan και για το αν αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το κοινωνικό της εποχής μας. Για το αν η αστυνομική λογοτεχνία έχει καταφέρει να αφουγκραστεί τον παλμό της τελευταίας πενταετίας και κινημάτων όπως τα #ΜeΤoo και #BlackLivesMatter. Για το αν ένα bestseller βιβλίο είναι κατά κάποιο τρόπο σαν ένα ποπ χιτ. Και τελικά για το ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα συγγραφέα που έχει πουλήσει 50 εκατομμύρια αντίτυπα και έχει ήδη κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
O Jo Nesbo μέσα από τα δικά του λόγια
Αρκετοί δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρξε μια προηγούμενη συλλογή διηγημάτων μου (Karusellmusikk) γιατί γράφτηκε πολύ νωρίς στην καριέρα μου και εκδόθηκε μόνο στα νορβηγικά. Για μένα το γράψιμο του νέου βιβλίου ήταν πολύ ενδιαφέρον και ως προς αυτό: να δοκιμαστώ ξανά σε ένα λογοτεχνικό είδος, το διήγημα, στο οποίο δεν έχω κάνει αρκετές απόπειρες μέσα στα χρόνια.
Αυτό που έχει σημασία είναι το storytelling. Φυσικά υπάρχουν μερικές πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο να γράφεις μυθιστόρημα και διήγημα. Στο μεν μυθιστόρημα, είναι σαν να προσπαθείς να κουμαντάρεις ένα τάνκερ. Είναι καλό να έχεις πριν ξεκινήσεις μια προκαθορισμένη διαδρομή, αλλιώς δεν θα καταφέρεις καν να βγεις από το λιμάνι. Στο δε διήγημα είναι κάπως σαν να γράφεις ένα ποπ τραγούδι. Σου έρχεται μια ιδέα και απλά κάθεσαι, ξεκινάς να γράφεις και περιμένεις να δεις πού θα φτάσεις. Αν δεις ότι δεν προχωράει το πράγμα, μπορείς απλά να το πετάξεις στα σκουπίδια. Είναι διαφορετικό το σκεπτικό. Υπό μία έννοια, στην περίπτωση της διηγηματογραφίας η διαδικασία είναι «ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει».
Αν γράφεις επί δύο χρόνια ένα μυθιστόρημα και ξαφνικά συνειδητοποιήσεις ότι είναι για πέταμα, νιώθεις συντετριμμένος. Αν ένα διήγημα δεν πάει καλά, δεν χάλασε ο κόσμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται σκληρή δουλειά ώστε ένα διήγημα να φτάσει εκεί που πρέπει και μπορεί να φτάσει. Η μητέρα μου, που ήταν βιβλιοθηκάριος και δεινή αναγνώστρια μυθοπλασίας, πάντα μου έλεγε: «Το δύσκολο δεν είναι να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα. Το δύσκολο είναι να γράψεις ένα καλό διήγημα». Στο διήγημα, επέμενε, φαίνεται η αξία ενός συγγραφέα.
Είναι πολύ αργά για να προσπαθήσω να κρατήσω την Κάλυμνο μυστική, για μένα και τους φίλους μου. Ήδη στο νησί καταφτάνουν πάρα πολλοί τουρίστες και αναρριχητές. Δεν υπάρχει πια ούτε ένας σοβαρός αναρριχητής στον κόσμο που να μην γνωρίζει ότι η Κάλυμνος είναι ένα καταπληκτικό μέρος.
Ο Άρχοντας της Ζήλιας είναι μεγάλο διήγημα, θα μπορούσε να σταθεί και ως μικρή νουβέλα. Δεν προέκυψε όμως από μία αρχική ιδέα για μυθιστόρημα που στην πορεία εξελίχθηκε σε κάτι πιο σύντομο. Εξαρχής η ιδέα ήταν για ένα διήγημα, απλά καθώς έγραφα η ίδια η ιστορία ζητούσε κι άλλο χώρο, οπότε μεγάλωσε περισσότερο από όσο σκόπευα αρχικά.
Η ζήλια διατρέχει όλες τις ιστορίες. Είναι ένα θέμα που έχω μεταχειριστεί και σε προηγούμενα βιβλία μου, αλλά εδώ το κάνω πιο έντονα. Εκφράζονται πολλές σκέψεις και αγωνίες γύρω από αυτό το συναίσθημα, του οποίου τη χρησιμότητα οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να εντοπίσουμε. Όταν η ζήλια σηκώνει το άσχημο κεφάλι της, συνήθως αηδιάζουμε με τον εαυτό μας.
Νομίζω ότι αν υπήρχε η δυνατότητα ακρωτηριασμού συγκεκριμένων τμημάτων του εγκεφάλου, οι περισσότεροι θα ήθελαν να ξεφορτωθούν αυτό που γεννάει τη ζήλια. Ακόμη και το αίσθημα του φόβου, θες να το βιώνεις πού και πού, σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Αλλά η ζήλια δεν χρησιμεύει σε τίποτα καλό, ειδικά στη σύγχρονη κοινωνία. Δυστυχώς όμως όλοι ζηλεύουμε κάποια στιγμή, λίγο ή πολύ. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι, αν μαθαίνεις έστω κάτι που θα σου φανεί χρήσιμο στην επόμενη μέρα της ζωής σου. Ως άνθρωποι οφείλουμε να επανεξετάζουμε διαρκώς τη συμπεριφορά μας, να αναρωτιόμαστε αν ανταποκρίνεται σε κάποιους κώδικες ηθικής με στόχο να γινόμαστε καλύτεροι. Το ερώτημα λοιπόν είναι: μπορεί η ζήλια να αφήσει κάτι καλό πίσω της;
Στη Σουηδία το κοινωνικό στοιχείο εντάχθηκε στην αστυνομική λογοτεχνία από τη δεκαετία του ’70 και βοήθησε στην έκρηξη της δημοφιλίας της στη Σκανδιναβία και κατόπιν στον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι το αστυνομικό μυθιστόρημα άρχισε να αποτελεί πρόσφορο έδαφος για συγγραφείς -κατά βάση αριστερούς, όπως για παράδειγμα ο Στιγκ Λάρσον- που ήθελαν να θίξουν πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. Είτε το αναγνωρίζω στον εαυτό μου είτε όχι, είμαι και εγώ κομμάτι αυτής της παράδοσης, ακόμη κι αν δεν το κάνω συνειδητά.
Θα έλεγα ότι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας έχουμε προ πολλού σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και ανταποκρινόμαστε στην ανάγκη του κόσμου να διαβάσει κάτι που ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως είναι η πορνεία, το τράφικινγκ, η διαφθορά των πολιτικών, η βία κατά των γυναικών. Σας ευχαριστούμε, αναγνώστες. Είμαστε ευγνώμονες που μας φορτώσατε με αυτή την ευθύνη.
Ναι, γράφω αστυνομική λογοτεχνία. Διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία. Αλλά δεν είμαι ο απόλυτος ειδικός. Σε ό,τι με αφορά, όταν λέω ότι ευχαριστώ τους αναγνώστες για την ευθύνη που φόρτωσαν στους ώμους μου, το κάνω και με μια δόση ειρωνείας. Δεν ξέρω αν θέλω αυτή την ευθύνη. Αυτό που θέλω όταν γράφω είναι η απόλυτη ελευθερία. Κατά καιρούς με απασχολούν ορισμένα καυτά πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. Θέλοντας και μη οι αγωνίες μου θα περάσουν και στις λέξεις μου.
Είναι πολύ αργά για να προσπαθήσω να κρατήσω την Κάλυμνο μυστική, για μένα και τους φίλους μου.
Γράφω γιατί ακόμη πιστεύω ότι μπορώ να εκφράσω ιδέες και συναισθήματα γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη. Δεν είναι δηλαδή ότι σηκώνομαι το πρωί και αισθάνομαι ότι έχω μια ιδέα που δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς άλλος. Δεν είμαι τόσο αφελής. Ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι και να σκεφτώ θα το έχει ήδη σκεφτεί και κάποιος άλλος πριν από μένα. Η πρόθεσή μου είναι να γράφω με ειλικρίνεια και ίσως έτσι να επιτυγχάνεται η επίφαση της μοναδικότητας. Όμως, ξαναλέω, δεν είμαι αφελής.
Πριν από πολλά χρόνια, όταν σκεφτόμασταν ποιο όνομα να διαλέξουμε για την κόρη μας, καταλήξαμε σε ένα που μας φαινόταν πολύ επαναστατικό και διαφορετικό. Μια δεκαετία αργότερα, είναι από τα πιο δημοφιλή ονόματα στη Νορβηγία. Το λέω αυτό για να τονίσω ότι ακόμη και σκέψεις που κάνεις και νομίζεις ότι είναι ρηξικέλευθες, εν ευθέτω χρόνω θα συνειδητοποιήσεις ότι αποτελούν -άρα και εσύ ο ίδιος- κομμάτι των ζυμώσεων που γίνονται την εκάστοτε περίοδο στην κοινωνία. Είναι λίγο καταθλιπτικό. Αλλά είναι αυτό που είναι. Ελπίζεις τουλάχιστον να μη σου κόψει τα φτερά, να συνεχίσεις να προσπαθείς να γράψεις κάτι της προκοπής, κάτι που θα νομίζεις ότι είναι μοναδικό, ακόμη κι αν ξέρεις ότι δεν είναι. Αξίζει τον κόπο γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα μέσα από τις δικές σου λέξεις να εκφραστούν και ορισμένοι αναγνώστες.
Όταν γράφεις τραγούδια, τα καλά είναι αυτά που δεν σου παίρνουν πάνω από 20’ για να τα τελειώσεις, ενώ εκείνα με τα οποία παλεύεις για δύο μήνες, είναι για πέταμα. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει και με τα διηγήματα. Με τα μυθιστορήματα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δεν διαβάζω ποτέ ολόκληρα τα βιβλία μου αφού εκδοθούν, μόνο λίγες σελίδες. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι τα σημεία που μου φαίνονται να κυλάνε πιο αβίαστα είναι εκείνα πάνω στα οποία μόχθησα τον περισσότερο καιρό. Υπάρχει δηλαδή δικαιοσύνη στη μυθιστοριογραφία. Η σκληρή δουλειά συχνά αποδίδει.
Η έξαψη (σ.σ. στην αναρρίχηση) είναι στη συνεχή προσπάθεια. Νομίζεις ότι δεν μπορείς με τίποτα να καταφέρεις κάτι γιατί το σώμα σου δεν ανταποκρίνεται ή γιατί δεν σου φτάνει η δύναμη. Ώσπου ξαφνικά, μετά από 30 ή 40 απόπειρες, διαπιστώνεις ότι ναι, μπορεί να γίνει. Αυτό το συναίσθημα, όχι τη στιγμή που καταφέρνεις κάτι αλλά όταν συνειδητοποιείς ότι θα μπορέσεις να το καταφέρεις αν προσπαθήσεις λίγο ακόμη, είναι ανεκτίμητο. Μετά αναρωτιέσαι γιατί δεν το έβαλες κάτω, ποιο κομμάτι του μυαλού σου έδωσε την εντολή στο σώμα σου να συνεχίσει την προσπάθεια. Η πηγή αυτής της επιμονής είναι για μένα η πηγή της ευτυχίας.
Τις στιγμές που νιώθεις ότι όσο και να δουλέψεις, δεν θα μπορέσεις να ζωντανέψεις τους χαρακτήρες και την υπόθεση, συνεχίζεις να προσπαθείς, να γράφεις σελίδες επί σελίδων και όταν τελειώνεις, διαβάζεις ξανά τα σημεία που σε δυσκόλεψαν και αναρωτιέσαι: “Μα τι σκεφτόμουν; Αυτό είναι γεμάτο ζωή!” Όχι, τα βιβλία μου δεν είναι γεμάτα ζωή. Είναι γεμάτα σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά.
Το βιβλίο Ο Άρχοντας της Ζήλιας του Jo Nesbo κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.