Η Sofia Coppola έμαθε να εμπιστεύεται το ένστικτό της
Η Sofia Coppola μας μιλά για το Priscilla, για το αγαπημένο της μείγμα φαντασίωσης και πραγματικότητας, και για το ότι ποτέ δεν είναι αργά για να βρεις τον εαυτό σου.
- 8 ΦΕΒ 2024
Από τις αδερφές που ασφυκτιούσαν στα προάστια της δεκαετίας του ’70 στο The Virgin Suicides, μέχρι τις έφηβες του The Bling Ring που δεν είχαν γονείς και ξεσάλωναν με αφορμή διασημότητες, η Sofia Coppola φτιάχνει την υφή της εν εξελίξει κοριτσίστικης ζωής ταχυδαχτυλουργικά, όπως κανείς άλλος. Το νέο της θέμα μοιάζει με κοσμικό ταίρι: Η Priscilla Presley, η νύφη του Βασιλιά του Ροκ εν Ρολ. Είχε γνωρίσει τον Elvis ως 14χρονη μαθήτρια και, όταν ακόμα έκανε τα μαθήματά της, είχε καταχωνιαστεί πίσω από τις πύλες της Graceland.
Βασισμένο στα απομνημονεύματα της Presley, το Priscilla της Coppola έχει παλέτα της Αμερικής της δεκαετίας του ’60, των Cadillac και του milkshake, με την περίπλοκη, θερμοκηπιακή ατμόσφαιρα εκείνων των ενδιάμεσων στιγμών της εφηβείας που η σκηνοθέτρια χειρίζεται τόσο αριστοτεχνικά.
Εάν το πομπώδες, ξέφρενα μονταρισμένο Elvis του Baz Luhrmann, μία από τις καλύτερες ταινίες του 2022, σχεδιασμένη για το TikTok και το Twitter virality, τότε το ονειρώδες Priscilla της Sofia Coppola παραπέμπει στην εποχή του Tumblr. Κατασκευασμένο σχεδόν σαν ανάμνηση, το Priscilla σε διαποτίζει με συναισθήματα – ρομαντική λαχτάρα, καταστροφική ζήλια – απεικονίζοντας τα ρούχα, τα έπιπλα, τις ταπετσαρίες γύρω από την ηρωίδα, τόσο πλούσια και σαρωτικά, που μοιάζουν τελικά με ένα υπερβολικά παραγεμισμένο κλουβί.
«Διάβαζα το memoir της Priscilla Presley και δεν περίμενα ποτέ να εμπλακώ τόσο πολύ συναισθηματικά σε αυτά», μας λέει μέσω Zoom σε μία press conference οργανωμένη για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών.
«Πραγματικά εξεπλάγην γιατί συνειδητοποίησα πόσο λίγα ήξερα γι’ αυτήν. Συγκινήθηκα πραγματικά από την ιστορία της και συνδέθηκα με τον τρόπο που περιέγραψε όλα όσα πέρασε, από όταν ήταν κοριτσάκι μέχρι που έγινε ανεξάρτητη γυναίκα, μετά από μία τόσο ασυνήθιστη συνθήκη».
Η Coppola πρωτοδιάβασε πριν από χρόνια τo Elvis & Me του 1985, σε κάποιες διακοπές της. Τότε καθηλώθηκε απροσδόκητα από τη δύσκολη θέση της Priscilla. Έμοιαζε με την ηρωίδα του Marie Antoinette. Ήταν μία έφηβη που παντρεύτηκε με βασιλικό πρόσωπο και στη συνέχεια βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα παλάτι που της πρόσφερε τα πάντα και τίποτα.
Για την Coppola που ήταν μόλις 18 ετών όταν έδωσε μία σκληρά επικριμένη ερμηνεία στην ταινία του πατέρα της The Godfather Part III, ο εξονυχιστικός έλεγχος που βίωνε η Priscilla ως America’s Sweetheart από μία ολόκληρη χώρα, σε μία τόσο διαμορφωτική ηλικία, ήταν σημείο σύνδεσης.
«Δεν είχα ιδέα ότι ζούσε στην Graceland όταν πήγαινε Λύκειο. Ένιωσα ότι η ιστορία της έλεγε τόσα πολλά για τις γυναίκες της γενιάς της μητέρας μου και για όσα περνούν όλα τα κορίτσια, με έναν αληθινά μοναδικό τρόπο. Έτσι αποφάσισα να βουτήξω σε αυτόν τον κόσμο της αμερικανικής λαογραφίας της δεκαετίας του ’60».
Κρεβατωμένη για μία εβδομάδα με Covid και ελεύθερη πια από ένα πρότζεκτ στο Apple TV+ που δεν ευδοκίμησε, η Coppola έριξε άλλη μια ματιά στο βιβλίο και ένιωσε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ταινία. Παρότι ο Baz Luhrmann είχε μόλις ξεκινήσει την παραγωγή του λαμπερού Elvis, η Coppola δεν πτοήθηκε. Εάν εκείνη η ταινία τα πήγαινε καλά – έφερε 288 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο ταμείο και οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ – τότε αυτό θα ενίσχυε το ενδιαφέρον για την ιστορία της Priscilla.
«Προσεγγίζουμε τόσο διαφορετικά την κινηματογράφηση [με τον Baz] που ένιωθα ότι υπήρχε πολύς χώρος».
Γιατί όμως πήρε τόσον καιρό για να δούμε την οπτική της Priscilla;
«Υποθέτω ότι τα πράγματα βγαίνουν όταν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να τα βγάλουν, και νιώθω ότι υπάρχει τώρα μία στιγμή στην κουλτούρα μας όπου οι άνθρωποι είναι κάπως περισσότερο ανοιχτοί στις ιστορίες των γυναικών. Με εξέπληξε το πόσο λίγα γνωρίζαμε γι’ αυτήν ενώ είναι το έτερον ήμισυ ενός τόσο διάσημου ζευγαριού.
Ξέρουμε τόσα πολλά για εκείνον. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πώς ήταν η ζωή ως σύντροφός του. Ήταν απλώς γνωστή για την ομορφιά της, αλλά όχι ως κάτι περισσότερο. Με εντυπωσίασε πραγματικά η δύναμή της και η ανθεκτικότητά της. Δεν ξέρω αν αυτές είναι τόσο γνωστές.
Η Coppola μοιάζει τόσο γαλήνια – και οι ταινίες της, στις καλύτερες στιγμές τους, τόσο μεγαλειώδεις – που το κάνει να μοιάζει. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Στις αρχές της καριέρας της τής είχαν πει πως, ενώ οι γυναίκες θα πλήρωναν για μία ταινία με πρωταγωνιστές άνδρες, το αντίστροφο δεν ίσχυε. Παρόλο που η επικρατούσα στάση στο Χόλιγουντ έχει εξελιχθεί σχετικά έκτοτε – ή τουλάχιστον τα στελέχη της βιομηχανίας έχουν μάθει να είναι πιο διακριτικά – η Coppola εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σκεπτικισμό όταν προσπαθεί να συγκεντρώσει μπάτζετ για οποιοδήποτε έργο της με πρωταγωνίστριες γυναίκες.
Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση του Priscilla. Εκτός αυτού, η δημιουργός βρέθηκε αντιμέτωπη με το estate του Presley που αρνήθηκε να της επιτρέψει τη χρήση των τραγουδιών του. Ήταν ξεκάθαρο, βλέπετε, πως το φιλμ δεν θα ήταν αγιογραφία του Βασιλιά.
«Χτίσαμε τη Graceland στο Toronto», περιγράφει. «Είχαμε ένα φανταστικό καλλιτεχνικό τμήμα. Η Tamara Deverell, η σχεδιάστρια σκηνογραφίας, δημιούργησε τα πάντα. Δεν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε την ταινία χωρίς την εφευρετικότητά της. Και μετά ο Philippe Le Sourde, ο διευθυντής φωτογραφίας. Λατρεύω να δουλεύω με τον Philippe. Είναι τόσο σπουδαίος κινηματογραφιστής.
Βρήκε έναν τρόπο να συνδέει πάντα την κάμερα με τη συναισθηματική της εξέλιξη. Περάσαμε πολύ χρόνο μαζί στην κρεβατοκάμαρα της Graceland, βρίσκοντας το look και προσπαθώντας πάντα να το φέρουμε πίσω στη συναισθηματική καρδιά της ιστορίας. Είναι τόσο συναισθηματικός, τόσο ευαίσθητος. Είναι καλλιτέχνης και συνδέεται πραγματικά με το υλικό. Είναι υπέροχος σύμμαχος».
Η άρνηση συνεργασίας από το estate ήταν, σύμφωνα με την πρωταγωνίστρια του φιλμ, Cailee Spaeny, νικήτρια του βραβείου Καλύτερης Ηθοποιού και σοβαρός αποκλεισμός των Όσκαρ για πολλούς, «μία μεταμφιεσμένη ευλογία». Η Coppola που μιλάει πάντοτε στις ταινίες της μέσα από τη μουσική, χρειάστηκε να σκάψει ακόμη περισσότερο.
Το soundtrack της ταινίας είναι ίσως το καλύτερό της μετά του Virgin Suicides, με κορωνίδα το I Will Always Love You της Dolly Parton που συντροφεύει την ηρωίδα στον επίλογο.
«Σκεφτόμουν το συγκεκριμένο τραγούδι όταν έγραφα το σενάριο. Άκουσα ότι το αγαπούσαν και πως της το τραγουδούσε, οπότε το άκουγα όταν έγραφα το φινάλε. Σκεφτόμουν ότι είναι τόσο συναισθηματικό. Ήθελα πολύ να το ακούσω καθώς θα περνούσε έξω από τις πύλες της Graceland και ήταν σημαντικό να ακούσουμε τη φωνή μιας γυναίκας στο τέλος, καθώς η Priscilla βρίσκει τον εαυτό της.
Υπάρχει μεγάλη ιστορία για το πώς η Dolly Parton κράτησε τα δικαιώματα αυτού του τραγουδιού, οπότε έχει και μία ιστορία της δύναμής της μέσα του. Είμαι τόσο χαρούμενη που μπορέσαμε να το χρησιμοποιήσουμε στην ταινία.
Η Priscilla γράφει επίσης για κάποια τραγούδια όπως το Venus που έπαιζε στο εστιατόριο όταν πρωτογνώρισε έναν φίλο του Elvis. Έτσι και αυτό έγινε ένα είδος μοτίβου που άκουγα συχνά. Στη συνέχεια οι Phoenix έφτιαξαν ένα τραγούδι με βάση το Venus που έγινε το θέμα της Priscilla ως νεαρή γυναίκα, καθώς πηγαίνει για πρώτη φορά στη Graceland. Άκουγα πολλή μουσική εκείνης της εποχής και έβρισκα τα κομμάτια που ταίριαζαν μεταξύ τους. Ψάχναμε για επικά, συναισθηματικά κομμάτια ώστε να υπογραμμίσουμε την ιστορία της από την οπτική ενός παραμυθιού».
Η ζωή της Priscilla βέβαια, ήταν κάθε άλλο παρά παραμυθένια. Η ταινία εγείρει δυσάρεστες αλήθειες: Από μία τρομακτική σκηνή σε ένα μοτέλ στο Λας Βέγκας όπου ο Elvis εξαναγκάζει την Priscilla στο κρεβάτι τους, μέχρι μία σκηνή στο στούντιο όπου θυμωμένος πετάει κάτι κοντά στο κεφάλι της, αλλά και γενικότερα η απιστία και οι καταπιεστικές προσδοκίες του από τη σύζυγό του, οι τραυματικές εμπειρίες σιγά-σιγά μαζεύονται.
«Με ενδιαφέρει πάντα η φαντασίωση ενός πράγματος που μοιάζει ιδανικό, και μετά να δείχνω την πραγματικότητά του. Ίσως μεγαλώνοντας στην κινηματογραφική βιομηχανία να έχω δει τη διαφορετική της πλευρά.
Η ζωή της Priscilla φαινόταν σαν παραμύθι απ’ έξω αλλά μετά, όταν ακούς τις μάχες που έδωσε, δεν είναι καθόλου αυτό που περιμένεις. Υπάρχει αυτή η ιδέα στην κουλτούρα μας ότι η φήμη και ο πλούτος θα σε κάνουν ευτυχισμένο αλλά η πραγματικότητα έρχεται με ένα εντελώς διαφορετικό φορτίο. Με ενδιαφέρει αυτό το μείγμα φαντασίωσης και πραγματικότητας».
Με μία φιγούρα τόσο μυθική όσο ο Elvis όμως, πώς αποφεύγεις την εστίαση του κοινού σε αυτόν και μακριά από την Priscilla;
«Ένιωσα ότι μπορούσαμε να το εξισορροπήσουμε, γιατί πάντα επέστρεφα στο εξής: αυτή είναι της Priscilla η ιστορία που αφηγούμαστε, και εκείνος είναι εκεί ως το άλλο της μισό σε αυτή την ιστορία αγάπης. Κυρίως προσπαθούσα να εξισορροπήσω το φως και το σκοτάδι της σχέσης τους, έχοντας αυτό κατά νου. Ήταν σίγουρα ένα ζήτημα, το να βεβαιωθώ ότι ποτέ δεν θα υπερίσχυε της ιστορίας της, όμως νομίζω πως επειδή είμαστε τόσο κοντά της και βλέπουμε μέσα από τα μάτια της, μπορούμε να μείνουμε μέσα της και μαζί της.
Ξεκινώντας ας πούμε με τα πόδια της να βυθίζονται στο χαλί, ελπίζω να βάλω στο κοινό την ιδέα ότι θα το ζήσουμε αυτό μέσα από τα παπούτσια της και μέσα από τα μάτια της. Θυμάμαι ένα σημείο του βιβλίου όπου πηγαίνει στο καθολικό σχολείο και το βράδυ διασκεδάζει όλη νύχτα με τον Elvis.
Πρέπει να πάει στο σχολείο το επόμενο πρωί και σκέφτεται, “πώς θα εξηγήσω στις καλόγριες ότι τις άλλες ώρες διαλέγω ποιο πιστόλι ταιριάζει με ποιο γυαλιστερό φόρεμα”, και έτσι έχουμε ένα πλάνο που τη δείχνει να απλώνει τα όπλα. Τέτοιες στιγμές τρελής αντίθεσης στη ζωή της. Μία αγαπημένη μας στιγμή είναι η τοποθέτηση των ψεύτικων βλεφαρίδων της πριν μπει στον τοκετό, γιατί αυτό λέει τόσα πολλά γι’ αυτήν και για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, για την over-the-top ιδέα τους για εκείνες τότε».
Το casting του Elvis ήταν δύσκολο. Η Coppola ήθελε η ταινία της να δείξει την πιο σκοτεινή, λιγότερο γκλάμορους πλευρά του Elvis. Επέλεξε για να τον υποδυθεί τον ταχύτατα ανερχόμενο Αυστραλό ηθοποιό Jacob Elordi που έχει εκτοξευτεί από τη σειρά Euphoria του HBO και πιο πρόσφατα με το Saltburn.
«Έμεινε με τη φωνή του Elvis όλη την ώρα στα γυρίσματα, αλλά με μία διακριτική εκδοχή της. Συνειδητοποίησα όμως όταν τελειώσαμε μερικές εβδομάδες αργότερα, ότι είχε αυτή την έντονη αυστραλιανή προφορά. Δεν αναγνώρισα τη φωνή του. Δεν την είχα ακούσει ποτέ. Έμενε κάπως διακριτικά λίγο μέσα στον Elvis καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, νιώθω ότι πραγματικά βυθίστηκε σε αυτόν.
Ήταν πολύ σημαντικό για όλους μας να έχει την ουσία του χαρακτήρα και όχι κάποια μίμηση. Να νιώθεις τον τρόπο που κινείται, να ακούς μία φωνή που τον θυμίζει, ελπίζοντας πως το κοινό θα χαθεί στην ιστορία χωρίς περισπάσεις, και θα τον δεχθεί ως ανάμνησή της.
Ήταν πολύ σημαντικό να ακολουθήσουμε την οπτική γωνία που γράφει η Priscilla στο βιβλίο της, για να τον παρουσιάσουμε ανθρώπινο. Είναι μία τόσο μυθική φιγούρα για τον πολιτισμό και την ιστορία μας, όμως εκείνη μιλάει για τα τρωτά του σημεία και για το πώς ήταν πίσω από κλειστές πόρτες.
Ένιωσα ότι θα είχε ενδιαφέρον να δείξουμε τα σκαμπανεβάσματα που πέρασε, την απίστευτη γοητεία του, αλλά και αυτή τη σκοτεινή πλευρά που είχε και την πολύπλοκη σχέση τους. Δεν θέλαμε να τον κάνουμε τον villain. Τον βλέπαμε ως έναν άνθρωπο που πάλευε με τους δαίμονές του».
Αν και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μίας ταινίας της Sofia Coppola, το Priscilla είναι διαφορετικό σε ένα κρίσιμο σημείο: Η διασκευή των απομνημονευμάτων της Presley για την οθόνη θα σηματοδοτούσε την πρώτη της αληθινή προσπάθεια να ασχοληθεί με κάποιο ζωντανό υποκείμενο. Η Μαρία Αντουανέτα αποκεφαλίστηκε περισσότερα από 200 χρόνια πριν την ομώνυμη ταινία της, ενώ το The Bling Ring είχε εμπνευστεί μόνο χαλαρά από ένα άρθρο στο Vanity Fair.
Η αφήγηση της ιστορίας της Priscilla θα της έδινε πρόσβαση στην πηγή, μια ευκαιρία να δει πίσω από τα στρας και τη λάμψη.
«Ήταν μία νέα πρόκληση για μένα. Δεν έχω δουλέψει ποτέ με έναν τέτοιο χαρακτήρα, κάποιον που είναι ζωντανός για να δει την ιστορία. Σκεφτόμουν, πώς μπορώ να εκφράσω αυτό με το οποίο συνδέομαι και στη συνέχεια να βεβαιωθώ ότι είναι μία ιστορία που η Priscilla θα αισθανθεί ότι αντιπροσωπεύει την εμπειρία της; Αυτό είχα πάντα στο μυαλό μου. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να πάρεις ένα τόσο μεγάλο μέρος της ζωής κάποιου και να το διυλήσεις στην ουσία του ώστε να χωρέσει στη διάρκεια μιας ταινίας. Και ήθελα η ταινία να μοιάζει με αναμνήσεις που ενώνονται, και στο τέλος να αφήνει μία αίσθηση του πώς ήταν η εμπειρία της».
Η σκηνοθέτρια κάλεσε την Presley, θαυμάστρια της φιλμογραφίας της από την ταινία Lost in Translation, και μετά από μία προσεκτική προσέγγιση, η 78χρονη μπήκε στο πρότζεκτ ως εκτελεστική παραγωγός.
«Χάρηκα πολύ που είχα πρόσβαση στην Priscilla και που ήταν ανοιχτή στο να επαναβιώσει εκείνη την εποχή. Μιλάει γι’ αυτό με τόσο ζωντανές λεπτομέρειες και μας έδωσε τόσες πολλές πληροφορίες.
Ποτέ δεν ξέρεις πραγματικά τι κάνεις, το ανακαλύπτεις στην πορεία, όμως ένιωσα ότι η ιστορία σχετίζεται με με την ιδέα της αναζήτησης της ταυτότητας του ατόμου, η οποία πάντα με ελκύει. Επίσης είμαι μητέρα έφηβων κοριτσιών. Έτσι μπόρεσα να το δω και από τις δύο οπτικές γωνίες, καθώς εξετάζω την ιστορία του πώς μπόρεσαν οι γονείς της να την αφήσουν να ζήσει στη Graceland και τι ένταση έφερε αυτό.
[…] Την έβλεπα πολύ όταν ξεκινούσα το πρότζεκτ, και στη συνέχεια, καθώς δούλευα πάνω στο σενάριο, έγραφα ερωτήσεις και ανά περιόδους μπορούσα να τη ρωτήσω για ορισμένα πράγματα που σκεφτόμουν να προσθέσω για να συμπληρώσω κενά της ιστορίας. Μετά εξετάζαμε το σενάριο μαζί. Μου έδινε μικρές λεπτομέρειες, με βοήθησε να του δώσω σάρκα και οστά και έκανε τους χαρακτήρες ανθρώπινους.
Η σκηνή για παράδειγμα όπου βρίσκονται στον κινηματογράφο και ο Elvis συγχρονίζει τα χείλη του με του Humphrey Bogart και μιλάει για τον Marlon Brando. Δεν νομίζω ότι αυτό υπάρχει στο βιβλίο. Ήταν μια ιστορία που μου διηγήθηκε, την οποία θεώρησα πολύ σημαντικό να συμπεριλάβω γιατί έλεγε τόσα πολλά για την απογοήτευσή του ως καλλιτέχνη και για το ότι ήθελε να γίνει σοβαρός ηθοποιός.
Μου μίλησε και για την εμπειρία της σχετικά με το πώς δεν ήταν σε θέση να έρθει πραγματικά κοντά σε καμία από τις γυναίκες που ήταν σύζυγοι της μαφίας του Μέμφις, και για το είδος της απομόνωσης και της πίεσης που βίωνε, επειδή έπρεπε να υπηρετήσει ένα συγκεκριμένο πρότυπο».
Η Spaeny είχε και αυτή πρόσβαση στην Presley που της είχε τονίσει εξαρχής πως θα ήταν «ένα τηλεφώνημα μακριά» όποτε τη χρειαζόταν. Στο σετ δεν πήγε ποτέ για να μην αγχώσει κανέναν, ειδικά την πρωταγωνίστρια, όμως στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου το φιλμ είχε την παγκόσμια πρεμιέρα του, η Presley ήταν παρούσα. Δημιουργός και σταρ είχαν αγχωθεί, αλλά τζάμπα. Η Presley έπιασε τη Spaeny στο after party και της είπε πως είδε τη ζωή της μέσα από εκείνη.
«Ένιωσα περήφανη γι’ αυτό και ανακουφισμένη. Της είχα δείξει και εγώ ένα προηγούμενο cut πιο πριν και ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα. Ανακουφίστηκα τόσο πολύ όταν είπε “αυτή ήταν η ζωή μου” και που ένιωσε πραγματικά ότι η Cailee αντιπροσώπευσε αυτά που είχε βιώσει. Ήταν πολύ συγκινητικό».
Η ηθοποιός έχει υπάρξει θαυμάστρια της Coppola από πολλά χρόνια πριν εισέλθει στον κόσμο της. Ανακάλυψε το Virgin Suicides (1999) όταν ήταν περίπου 15 ετών και μάλιστα είχε περάσει από οντισιόν για τη live-action Μικρή Γοργόνα που η Coppola δεν γύρισε ποτέ τελικά. Από εκεί και πέρα, θα έμενε στην τροχιά της οικογένειας Coppola, μιας που είχε περάσει από οντισιόν και για το Megalopolis του πατέρα της.
Όταν η Coppola ζήτησε να συναντήσει την Spaeny για καφέ στη Νέα Υόρκη, η ηθοποιός δεν είχε ιδέα ότι θα της δινόταν η ευκαιρία της ζωής της. Τότε η δημιουργός έβγαλε το iPad της και άρχισε να της δείχνει φωτογραφίες της Priscilla. Η Spaeny σοκαρίστηκε.
«Είχα όλες αυτές τις φωτογραφίες της Priscilla που ήθελα να της δείξω. Πάντα χρειάζομαι εικόνες για να εξηγήσω αυτό που έχω στο μυαλό μου. Έλεγαν τόσα πολλά. Δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο ρόλος και τότε έβγαλα όλες αυτές τις φωτογραφίες της Priscilla – ήταν αστείο. Αλλά ναι, ήπιαμε έναν καφέ μαζί και μιλήσαμε για τον ρόλο και ότι ήταν από εκείνα τα μέρη. Απλά καταλάβαμε η μία την άλλη και το τι ήθελα να κάνω. Μετά από τότε συναντηθήκαμε στο σετ με τον Jacob».
Τελικά δεν χρειάστηκε καν να περάσει από οντισιόν. Η κοινή τους φίλη, Kirsten Dunst, συχνή συνεργάτρια της Coppola, την πρότεινε για τον ρόλο (η Dunst και η Spaeny συμπρωταγωνιστούν στην επερχόμενη ταινία δράσης του Alex Garland Civil War). Μέσα σε 30 μέρες, σε ένα γύρισμα αστραπή που θα κρατούσε χαμηλότερο το κόστος της ταινίας, η Spaeny κλήθηκε να υποδυθεί την Priscilla από τα 14 έως τα 28 της χρόνια, πολλές φορές με εναλλαγές στο timeline που συνέβαιναν την ίδια μέρα γυρισμάτων.
«Σκεφτόμουν, εδώ είμαστε χρονικά τώρα και μετά το μεσημεριανό γεύμα θα είμαστε αλλού. Πραγματικά ήταν μεγάλο μπέρδεμα, επειδή μετακινούμασταν στον χρόνο. Ήμουν πραγματικά εντυπωσιασμένη όταν η Cailee εμφανιζόταν στο πλατό, ήξερα πού βρισκόμασταν στην ιστορία λόγω της εμφάνισής της.
Είχε τον έλεγχο με κάποιο τρόπο γιατί όταν μοντάραμε σκεφτόμουν ω θεέ μου, κάνει μία αληθινά σταδιακή μεταμόρφωση. Είχαμε την εφηβική της κρεβατοκάμαρα δίπλα στο σαλόνι της Graceland, πηγαινοερχόμασταν, αλλά με κάποιο τρόπο τα καταφέραμε».
Η Coppola έλκεται τόσο πολύ από την ιδέα του γίγνεσθαι, που μερικές φορές δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι, η ίδια, έχει φτάσει. Έγινε.
«Νομίζω ότι έχω μάθει να επιμένω σε αυτό που με ελκύει και να εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου, γιατί δεν μπορείς να μαντέψεις ποιος θα ανταποκριθεί ή θα συνδεθεί με τη δουλειά σου. Πρέπει απλά να ακούσεις κάτι μέσα σου που είναι δυνατό, κάτι που συνδέει την ιστορία με σένα. Μετά ελπίζεις ότι θα συνδεθεί και με άλλους ανθρώπους. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Εμπιστεύομαι περισσότερο το ένστικτό μου λοιπόν πια. Νομίζω πως όταν ξεκινούσα δεν ήμουν τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Τώρα νιώθω ότι η διαίσθησή σου σού δίνει τις σωστές επιλογές».
Ποια επιλογή της Priscilla κρατάει λοιπόν;
«Τo πιο σημαντικό κομμάτι για μένα είναι πως ήταν ο εαυτός της. Συνειδητοποίησε πως, αν και φαινόταν ότι είχε την τέλεια ζωή, δεν ήταν η κατάλληλη για εκείνη. Ήταν ιδανική μόνο στην επιφάνεια.
Τα άφησε όλα σε μία εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, που ήταν πολύ δύσκολο για μια γυναίκα να πάρει διαζύγιο από έναν ισχυρό άνδρα χωρίς να έχει δικό της εισόδημα. Είχε πίστη σε κάποιο κάλεσμα μέσα της και στη δύναμη της συνειδητοποίησης ότι έπρεπε να φύγει και να βρει τη δική της ταυτότητα έξω από εκείνον. Υπάρχει κάτι το ενθαρρυντικό στην ιστορία της. Ποτέ δεν είναι αργά για να βρεις τον εαυτό σου».
Το Priscilla κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από τις 8 Φεβρουαρίου.