Η Βάσω Τσαρούχα ξεκίνησε να σφυρίζει αγώνες μπάσκετ στα 15 της
Συναντήσαμε την Ελληνίδα διαιτητή και τη βάλαμε να πιάσει την μπάλα και να σουτάρει αρκετά χρόνια μετά την απόσυρσή της από την ενεργό δράση. Μας μίλησε για τα παιδικά χρόνια στη Χίο, για το μπάσκετ που είναι τεράστιο κομμάτι της ζωής της και για το πώς αντιμετωπίζει τα σεξιστικά σχόλια μία διαιτητής στην Ελλάδα.
- 15 ΙΟΥΛ 2022
Στις 22 Φεβρουαρίου 2022, όλα τα βλέμματα του αθλητικού κόσμου της χώρας ήταν στραμμένα στο Ηράκλειο εκεί όπου ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός θα κοντράρονταν στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος μετά από 10 ολόκληρα χρόνια. Ήδη, όμως, από την προετοιμασία των δύο ομάδων στα «Δύο Αοράκια» οι φακοί των φωτορεπόρτερ δεν έπεσαν μόνο πάνω στους μπασκετμπολίστες αλλά και στη Βάσω Τσαρούχα, την πρώτη Ελληνίδα διαιτητή που θα σφύριζε στο συγκεκριμένο ματς.
Η ίδια θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το παιχνίδι. Τις κινήσεις των παικτών, τις φωνές από τις εξέδρες, οι οποίες ήταν γεμάτες, καθότι ήταν μια γιορτή το συγκεκριμένο παιχνίδι, καθώς δεν υπήρχαν οργανωμένοι οπαδοί των δυο ομάδων, τα σφυρίγματα, όλα.
Η Βάσω Τσαρούχα συμμετείχε και στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος, το οποίο τελικά κατέκτησε ο Ολυμπιακός με τη σειρά να ολοκληρώνεται στα μόλις τρία παιχνίδια. Σήμερα η ίδια ξεκουράζεται μετά από μια απαιτητική χρονιά σε Ελλάδα και Euroleague και περιμένει πώς και πώς τη στιγμή που θα μπει στο αεροπλάνο και θα ταξιδέψει ως τη Χίο. Το νησί όπου έμαθε και έκανε τα πρώτα της βήματα στο μπάσκετ.
Μπορεί σήμερα να είναι στη λίστα με τους καλύτερους διαιτητές στην Ελλάδα, ωστόσο, πολλοί δε θυμούνται (ή γνωρίζουν;) ότι υπήρξε μία από τις καλύτερες μπασκετμπολίστριες της γενιάς της, που κατάφερε να οδηγήσει το νησί της, τη Χίο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, στην Α1.
Στην Α1 με τη Χίο
Εκείνα τα χρόνια δεν πρόκειται να τα ξεχάσει ποτέ. «Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ περίπου στην ηλικία των επτά ετών. Μετά το έπος του ‘87, όπως έγινε σε όλη τη χώρα έτσι και στη Χίο, όλα τα παιδιά – αγόρια, κορίτσια – άρχιζαν να παίζουν μπάσκετ. Έστω για να το δοκιμάσουν. Εγώ, παραδείγματος χάριν, έκανα και στίβο και πόλο, αλλά το μπάσκετ ήταν αυτό που με κέρδισε», εξηγεί η Βάσω Τσαρούχα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, παρατηρούσε πως όχι απλά της άρεσε, αλλά ξεχώριζε από τα υπόλοιπα κορίτσια της ηλικίας της. Η μεγάλη εκτόξευση έγινε, όμως, με τον Παγχιακό. Εκείνη μαζί με αρκετές ακόμη ντόπιες κοπέλες και μερικές αθλήτριες από την Αθήνα, κατάφεραν να φτάσουν την ομάδα στην Α1 εθνική κατηγορία γυναικών και να την κρατήσουν στο υψηλότερο επίπεδο περίπου για 12 χρόνια.
Όπως θυμάται η ίδια, το κλειστό της Χίου ήταν πάντα γεμάτο όταν έπαιζαν. «Είναι πολύ ωραίο να παίζεις σε γεμάτο γήπεδο. Και τώρα που είμαι διαιτητής και τότε που έπαιζα μπάσκετ. Στη Χίο, θυμάμαι, δεν υπήρχε ματς που να μην ήταν γεμάτο το γήπεδο. Είτε παίζαμε με τον Παναθηναϊκό η τον Πανιώνιο που είχαν πολύ δυνατές ομάδες, είτε με οποιαδήποτε άλλη ομάδα με μικρότερη ιστορία στο χώρο του γυναικείου μπάσκετ.Το ίδιο συνέβαινε και στο ποδόσφαιρο και στο πόλο που είχαμε διακρίσεις. Τέτοια ματς τα έβλεπαν και τα βλέπουν ακόμη στην επαρχία ως ευκαιρίες να γιορτάσουν, να περάσουν καλά».
Κάποια στιγμή, όμως, το πρόγραμμα για εκείνη έγινε πολύ δύσκολο. «Από ένα σημείο και έπειτα, η ομάδα στηριζόταν κυρίως σε παίκτριες από την Αθήνα και μερικές Αμερικανίδες. Εγώ ήμουν η μοναδική από το νησί. Έτσι ο σύλλογος μεταφέρθηκε, ουσιαστικά, στην Αθήνα. Η έδρα, όμως, παρέμεινε στη Χίο. Γι’ αυτό και εμείς κάναμε προπονήσεις στην Αθήνα και όταν είχαμε εντός ματς φεύγαμε Πέμπτη για το νησί και επιστρέφαμε πίσω τη Δευτέρα. Και πάει λέγοντας», σημειώνει.
Μετά την πτώση του Παγχιακού, η Βάσω Τσαρούχα συνέχισε να παίζει μπάσκετ στην Αθήνα. Συγκεκριμένα αγωνίστηκε στις Εσπερίδες, το Περιστέρι, τον Αστέρα Εξαρχείων στον Γ.Σ. Ηλιούπολης και τον Θρίαμβο. Η ίδια, μάλιστα, φόρεσε και το εθνόσημο, καθώς στελέχωσε την εθνική Ελλάδος για τους Μεσογειακούς Αγώνες.
«Υπήρχε χρονιά που πήρα μόνο δύο μισθούς»
Παρά τη μεγάλη της καριέρα, δεν κατάφερε ποτέ να βιοποριστεί από το μπάσκετ ως αθλήτρια. «Ποτέ δε ζούσα από το μπάσκετ. Και στη Χίο που έπαιζα παίρναμε κάποια χρήματα για τα οδοιπορικά μας αλλά δεν μπορούσαν να με ζήσουν. Πάντα δούλευα. Στη Χίο εργαζόμουν στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα μου, στην παραγωγή γλυκών» εξηγεί.
«Όταν ήρθα στην Αθήνα για να ζήσω μόνιμα, προσπάθησα για ένα διάστημα να δω αν θα καταφέρω να ζήσω από το μπάσκετ. Δεν ήταν εφικτό, όμως, γιατί έπεσα πάνω σε μια περίοδο που οι ομάδες ήταν ασυνεπείς στο να πληρώνουν τους μισθούς μας, όσοι και αν ήταν. Φαντάσου ότι υπήρξε χρονιά που πήρα μόνο δύο μισθούς. Δεν ξαναπληρώθηκα από τότε» συνεχίζει.
«Σίγουρα από ένα σημείο και μετά, όταν περιμένεις αυτά τα χρήματα για να ζήσεις και δεν τα παίρνεις, επηρεάζεται η ψυχολογία σου. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε ταυτόχρονα να δουλέψω». Όταν υπέστη, μάλιστα, και έναν σοβαρό τραυματισμό στον ώμο, αποφάσισε να πάει σε μια σχολή και να πάρει πιστοποίηση ζαχαροπλάστη. Επειδή, όμως, ήξερε τη δουλειά από τον πατέρα της, το πήρε σε μόλις έναν χρόνο. Τελικά, όμως, δε χρειάστηκε να εξασκήσει την τέχνη της στην Αθήνα γιατί η διαιτησία την πρόλαβε.
Το εξαντλητικό scouting πριν τα παιχνίδια
«Η διαιτησία ξεκίνησε εντελώς τυχαία για μένα. Εξαιτίας του ‘87, ο όγκος των παιδιών που έμπαιναν στο μπάσκετ ήταν μεγάλος. Είχαμε φτάσει στο σημείο να έχουμε 12 γυναικείες ομάδες στο νησί. Οι επίσημοι διαιτητές ήταν λίγοι. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε κάποιος να σφυρίξει τα ματς. Το πρώτο μου το σφύριξα στα 15. Δε θυμάμαι εικόνες αλλά ήταν λες και σφύριζα «συνομηλίκους μου». Πήρα εμπειρίες, όμως, και έμαθα αρκετούς κανονισμούς που με βοήθησε αργότερα» εξηγεί η Βάσω Τσαρούχα.
Τα χρόνια περνούσαν και παράλληλα με την αθλητική της καριέρα, έχτιζε και τη διαιτητική. Ξεκίνησε από τις τοπικές κατηγορίες, μετεπήδησε στις εθνικές κατηγορίες και έφτασε σήμερα να σφυρίζει στα μεγαλύτερα ελληνικά ματς ακόμη και στην Euroleague, εδώ και τρία χρόνια. Η προπόνηση που κάνει σήμερα, μάλιστα, όπως λέει γελώντας, είναι πολύ πιο σκληρή από τότε που έπαιζε.
Η ίδια διαφωνεί όταν ακούει κάποιους να λένε πως οι διαιτητές απλά πηγαίνουν, σφυρίζουν ένα ματς και φεύγουν. «Πολλοί μπορεί να λένε “έλα μωρέ δεν κάνουν κάτι αυτοί”. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι, όμως. Πέραν ότι διαβάζουμε συνέχεια τους κανονισμούς, πέραν ότι προπονούμαστε καθημερινά, εκπαιδευόμαστε συνεχώς, κάνουμε και scouting τις ομάδες» σημειώνει.
«Έτσι μαθαίνουμε τους παίκτες, τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο με τον οποίο παίζουν, αν είναι πιο physical, πιο soft, αν παίζουν στα όρια του φάουλ. Εμείς, ουσιαστικά, κάνουμε την αντίθετη κίνηση από αυτή που κάνει ο παίκτης. Σε μια επίθεση, εμείς κοιτάμε τον αμυντικό. Εάν κάνει κλέψιμο, εγώ πρέπει να γυρίσω γρήγορα και να κάνω σπριντ και να βρω το καλύτερο παράθυρο ώστε να κρίνω την εκάστοτε φάση. Σίγουρα δεν είναι εύκολο ένας διαιτητής να είναι πιο γρήγορος από τον Mike James, τον Καλάθη, τον Σλούκα, τον Nedović κ.α. αλλά πρέπει να ανταποκρινόμαστε σ’ αυτό το επίπεδο» προσθέτει.
«Είναι καλό να ακούγεται καμιά φορά και η άποψη των διαιτητών. Ο διαιτητής δεν είναι ανταγωνιστής ή εχθρός καμίας ομάδας. Προσπαθούμε να κάνουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά μας και να είμαστε όσο το δυνατόν πιο έτοιμοι για το παιχνίδι. Η διαιτησία για μένα είναι το επάγγελμά μου. Θέλω να έχω όσο πιο επαγγελματική προσέγγιση μπορώ. Δίνω εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο και αν αποτύχω δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία μέχρι το τέλος του πρώτου γύρου! Χάνω τη μισή σεζόν, κάτι που ισχύει για όλους τους διαιτητές.
Πόσο εύκολο, όμως, είναι για εκείνη να διαχειριστεί ένα διαιτητικό λάθος; «Εάν τύχει κάποια στιγμή να δώσω κάποιο σφύριγμα το οποίο μετά θα καταλάβω ότι ήταν «λάθος» αυτό που κάνω είναι να μη διορθώνω το λάθος με λάθος. Έγινε ένα λάθος, πρέπει να πάμε παρακάτω. Ο στόχος είναι να μην κάνω άλλο. Και ειδικά στα τελευταία 5 λεπτά που μπορεί να κριθεί ένα παιχνίδι» παραδέχεται.
Η καθημερινή μάχη με τον σεξισμό
Η Βάσω Τσαρούχα προσπαθεί να μην επηρεάζεται από τον κόσμο και ιδιαίτερα αυτόν που βρίσκεται μέσα στο γήπεδο. Το όνομά της πια είναι γνωστό και, όπως εξηγεί, έχει δει να γράφονται διάφορα για εκείνη. «Κοίτα, κάποια πράγματα που διαβάζω δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Δεν είναι ευχάριστο να βρίζουν εσένα και την οικογένειά σου, να σου λένε να πάθεις καρκίνο, να πεθάνεις. Μία που τα ακούω, όμως, μία που τα αφήνω».
Παράλληλα, όμως, με την τοξική πλευρά των γηπέδων, η ίδια έχει δει το όνομά της να αναφέρεται σε διάφορα διθυραμβικά άρθρα σχετικά με το πώς μια γυναίκα κατάφερε να φτάσει τόσο ψηλά σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο.
«Για μένα δε θα έπρεπε να υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Γιατί να μη σφυρίζουν γυναίκες τους άνδρες, ενώ σε γυναικείους αγώνες σφυρίζουν άνδρες διαιτητές; Είναι άλλα τα κριτήρια της επιλογής. Είναι η εκπαίδευση, το ταλέντο, οι γνώσεις, η εμπειρία. Να γίνει ό,τι θα συνέβαινε και με έναν άντρα διαιτητή» προσθέτει η Βάσω Τσαρούχα.
Γνωρίζει, όμως, πως στο μπάσκετ της χώρας υπάρχουν ακόμη κάποια σεξιστικά κατάλοιπα του παρελθόντος. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα τελευταία 20 χρόνια από τότε που δοκιμάστηκαν δύο κοπέλες για να γίνουν διαιτητές, μέχρι σήμερα που ήρθα εγώ, δεν υπήρχαν άλλες γυναίκες που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και να παίξουν παραπάνω από ένα ή δύο παιχνίδια όπως και έγινε. Αν οι γυναίκες αυτές έπαιρναν περισσότερες ευκαιρίες ή αν δίνονταν ακόμη περισσότερες σε άλλες, σίγουρα θα υπήρχαν αρκετές πριν από μένα. Χαίρομαι, όμως, που άνοιξα ένα δρόμο για να μη λένε “α, γυναίκα είναι αυτή”».
Μπορεί από τους μπασκετμπολίστες να μην έχει ακούσει πότε κάποιο σεξιστικό σχόλιο, ωστόσο, το ίδιο δε συμβαίνει στις εξέδρες. «Τις περισσότερες φορές δεν τους ακούω. Ακούγεται μόνο ένα βουητό. Αλλά ακόμη κι αν κάτι πέσει στην αντίληψή μου, δεν πρόκειται να απαντήσω. Έτσι έχω μεγαλώσει, είναι θέμα παιδείας. Δεν μπορώ να το αλλάξω εγώ μεμονωμένα, αλλά είναι κάτι που μόνο ως κοινωνία αν προσπαθήσουμε θα αλλάξει» καταλήγει.
Το μυστικό για να χαλαρώνει μετά τα ματς είναι να βρίσκεται με τους φίλους της. «Υπάρχουν φορές που μπορεί να έχω ένα δύσκολο παιχνίδι με πίεση, που να μην έχει πάει καλά. Είμαι ευγνώμων που έχω μερικούς ανθρώπους που θα με καταλαβαίνουν είτε χρειαστεί να μιλήσω είτε όχι. Χρειάζομαι χρόνο για να αδειάσει το κεφάλι μου και να συνεχίσω την ημέρα μου. Εκεί νιώθω ότι είμαι ο εαυτός μου».