ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Βίκυ Βολιώτη άφησε πίσω το φοβισμένο κορίτσι του Λόγω Τιμής

Με αφορμή τον θεατρικό μονόλογο που ανεβάζει στο Μικρό Άνεσις, μιλήσαμε με την ηθοποιό για την απελευθέρωση που έρχεται από την αποδοχή της διαφορετικότητας, τους φόβους που είναι χαμένος χρόνος, την τηλεόραση που της λείπει και την ωραία πρόταση που περιμένει να έρθει, την οικογένεια που προέκυψε αλλά την υιοθεσία που ήθελε από πάντα.

Σε μία μαύρη σκηνή, ένα αμυδρό φως λούζει το πρόσωπό της. Η Βίκυ Βολιώτη είναι μόνη, ξυπόλητη. Η επιβλητική φιγούρα και η δωρική της ομορφιά ξεχωρίζουν. Φοράει ένα μακρύ γκρι σατέν νυχτικό και επαναλαμβάνει τα λόγια, τις εκφράσεις του προσώπου, τις κινήσεις του σώματός της ξανά και ξανά, προβάροντας μία από τις τελευταίες σκηνές της παράστασης. Περνάει από την άδεια σκηνή στην άδεια πλατεία του θεάτρου και κάνει ότι μαζεύει από τους υποτιθέμενους θεατές που κάθονται εκεί, φωτογραφίες που υποτίθεται ότι τους είχε δώσει να κρατούν.

Συναντηθήκαμε στο Μικρό Άνεσις την εβδομάδα των τελευταίων προβών πριν την πρεμιέρα της παράστασης Ιζαμπέλ Ρεμπώ, ο δικός μου Αρθούρος, που ξεκίνησε να παίζεται Δευτερότριτα. 

Πρόκειται για έναν μονόλογο που έγραψε η τραγουδοποιός και συνθέτρια, Ευσταθία και στον οποίο η ηθοποιός παίζει και σκηνοθετεί για πρώτη φορά τον εαυτό της. 

Το φετινό δεν είναι το πρώτο ανέβασμα του έργου. Το παρουσίασε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την περασμένη Άνοιξη σε ένα αρχοντικό στο Μαρούσι και τώρα, αποφάσισε να το μετακομίσει στο κέντρο. «Θέλησα να το κατεβάσω στην Αθήνα και να διηγηθώ την ιστορία ναι μεν σε μία συμβατική κτιριακή κατάσταση από την άποψη της θεατρικής σκηνής, χωρίς να χαθεί ωστόσο η “σπιτίσια” ειδική συνθήκη», αναφέρει και εξηγεί: «Το να βλέπει δηλαδή ο θεατής την αδερφή του Γάλλου ποιητή, Ιζαμπέλ να αφηγείται την ιστορία της ζωής και του έργου του λες και την εξιστορεί στους φίλους του, τους οποίους έχει προσκαλέσει στο σαλόνι του σπιτιού της».

Η Βίκυ Βολιώτη με υποδέχτηκε στο δικό της «σαλόνι», στο καμαρίνι του Μικρού Άνεσις. 

Ανάμεσα σε ρουζ, κραγιόν, μέικ απ, κλειδιά, αντισηπτικά μαντηλάκια, τα κινητά μας τηλέφωνα που ήταν αραδιασμένα στον τεράστιο καθρέπτη μπροστά από τον οποίο βολευτήκαμε για περίπου μισή ώρα και στα δεκάδες βιβλία, ρούχα, μικροέπιπλα και props που ήταν τριγύρω στον χώρο, μιλήσαμε για την παράσταση, τους ανθρώπους που ζουν στη σκιά και βρίσκουν τη δύναμη να βγουν μπροστά και την απελευθέρωση που έρχεται από την αποδοχή της διαφορετικότητας· την τηλεόραση που της λείπει και την ωραία πρόταση που περιμένει να έρθει· την εποχή του Λόγω Τιμής και των μεγάλων φόβων· την οικογένεια που δεν ήθελε από πάντα, αλλά την υιοθεσία που ήταν από πάντα η επιλογή της για να γνωρίσει τη μητρότητα· το ότι σήμερα, νιώθει στα καλύτερά της.

Από το λίγο που πρόλαβα να παρακολουθήσω την πρόβα, καταλαβαίνω ότι ναι μεν, είσαι μόνη στη σκηνή και παίζεις σε ένα μονόλογο, αλλά είναι σαν να έχεις συμπρωταγωνιστές τους θεατές.

Έτσι είναι. Γι’ αυτό, όταν μου λένε «Πω πω, κάνεις μονόλογο, δύσκολο ε; Είσαι μόνη» τους λέω «Όχι παιδιά, έχω το κοινό που παίζει μαζί μου, μόνο που δεν έχει ατάκες». Είναι ο σιωπηλός συμπρωταγωνιστής μου. Μπλέκομαι με τον κόσμο, υπάρχει διάδραση, αλλά μη φοβηθούν. Ούτε τους σηκώνω στη σκηνή, ούτε τους μιλάω για να μου απαντήσουν. 

Ποια είναι η ιστορία που διηγείσαι;

Είμαι η Ιζαμπέλ, η μικρή αδερφή του Αρθούρου Ρεμπώ και αφηγούμαι την ιστορία του πρόωρα αδικοκοχαμένου αδερφού μου. Σε εκείνην χρωστάμε τη διάσωση του έργου του Γάλλου ποιητή και το ότι σήμερα, τον γνωρίζουμε και τον αναγνωρίζουμε ως έναν από τους πιο εμπνευσμένους ποιητές του καιρού του. Η συγγραφική του διαδρομή ξεκίνησε στα 16 του και ολοκληρώθηκε στα 20 του. Ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ούτε καν να εκδώσει το οποιοδήποτε ποίημά του. Τα είχε αραδιασμένα στα σπίτια που έζησε από το Λονδίνο έως τις Βρυξέλλες. 

Με τρομερό ζήλο, πίστη και αφοσίωση, βλέπουμε την Ιζαμπέλ όχι μόνο να συγκεντρώνει την εργογραφία του για να την καταστήσει γνωστή στις μάζες, αλλά και να αποκαθιστά παράλληλα το όνομά του. Έκανε σκοπό της ζωής της να μας αποκαλύψει τον Αρθούρο πίσω από τον Ρεμπώ με τη σκανδαλώδη ζωή, που δεν ήταν στα πρότυπα της ζωής εκείνης της εποχής -μιλάμε για τον 19ο αιώνα, ο Ρεμπώ γεννήθηκε το 1854 και πέθανε το 1891 στα 31 του χρόνια-, που λοιδορήθηκε για τη σεξουαλικότητά του -ήταν ομοφυλόφιλος- και αποπέμφθηκε από την κοινωνία, που υπήρξε το μαύρο πρόβατο της οικογένειάς κι ενώ είχε μεγαλώσει σε ένα άκρως συντηρητικό περιβάλλον με μία φρικτή μητέρα.

Τη γνώριζες την ιστορία της Ιζαμπέλ;

Δεν γνώριζα καν την ύπαρξή της. Ότι ο Ρεμπώ δηλαδή είχε μία μικρότερη αδερφή. Ούτε και η Ευσταθία που έγραψε το έργο.

Πώς προέκυψε αυτό;

Η Ευσταθία έγραψε το κείμενο κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, την άνοιξη του 2020, αφού είχε πέσει στα χέρια της το βιβλίο της Ιζαµπέλ, Ο αδερφός µου ο Αρθούρος (Mon frère Arthur) και την είχε καθηλώσει η απίστευτη δύναμη ψυχής αυτής της γυναίκας που ζούσε για χρόνια στη σκιά του αδερφού της.

«Είναι ένα έργο για το πώς μπορούμε να καταλάβουμε τους ανθρώπους αν μπούμε έστω και λίγο στη θέση τους. Αν αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά τους».

Και σου έστειλε το κείμενο και ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση;

Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι με την Ευσταθία δεν γνωριζόμασταν προσωπικά. Δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ κάπου για να συστηθούμε, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε «γεια». Με πήρε τηλέφωνο, μου ζήτησε το email μου και μου είπε ότι θέλει να μου στείλει κάτι που έγραψε. 

Με το που το διάβασα, είπα αυτό το έργο δεν θέλω μόνο να το παίξω, αλλά και να το σκηνοθετήσω. Το πήρα προσωπικά. Το ένιωσα σαν δική μου εξομολόγηση και θέλησα να το κάνω ολόδικό μου. Το ερωτεύτηκα. 

Τι ερωτεύτηκες;

Δεν υπάρχει πιο συγκινητικό πράγμα από έναν άνθρωπο που βάζει στην άκρη τον εγωισμό, τον φόβο, τις όποιες αγκυλώσεις της εκάστοτε εποχής και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις της κοινωνίας, αποδέχεται το διαφορετικό ακόμα κι αν δεν μπορεί να το κατανοήσει πλήρως, συγχωρεί ό,τι τον πλήγωσε και προχωράει με γνώμονα μόνο την αγάπη για τον άλλον. Είναι δυνατόν αυτό το ταξίδι να μην του ανοίξει το μυαλό; Να μην τον κάνει καλύτερο άνθρωπο; Ελεύθερο άνθρωπο; Όταν οι σκέψεις μας αποδεσμεύονται από τις προκαταλήψεις, μόνο τότε έρχεται η απελευθέρωση.

Με λίγα λόγια, είναι ένα έργο για το πώς μπορούμε να καταλάβουμε τους ανθρώπους αν μπούμε έστω και λίγο στη θέση τους. Αν υπάρχει μία στοιχειώδης ενσυναίσθηση. Κι αυτό είναι που κάνει το έργο της Ευσταθίας διαχρονικά επίκαιρο.

Αλήθεια, τη ρώτησες γιατί είδε εσένα στην Ιζαμπέλ; 

Όχι. 

Δεν είχες την περιέργεια; Μιας και δεν γνωριζόσασταν.

Νομίζω δεν εξηγούνται αυτά. Φαντάζομαι ότι λειτούργησε διαισθητικά. Κάπως έτσι, εξάλλου δεν λειτουργούν και οι σκηνοθέτες που επιλέγουν τους ηθοποιούς; Σίγουρα, ένα κριτήριο είναι το ταλέντο, η ικανότητα. Ένα ακόμα όμως, εξίσου βασικό, είναι να πηγαίνεις με τη διαίσθηση, αυτό που σου βγάζει ο άλλος και σε ελκύει ακόμα κι αν δεν τον ξέρεις.

Έχεις σκηνοθετήσει ξανά, αλλά είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετείς τον εαυτό σου. Θα άφηνες κάποια στιγμή στο μέλλον την υποκριτική για να περάσεις στην άλλη πλευρά; 

Ποτέ. Την υποκριτική δεν την εγκαταλείπω. Είναι αυτό που γουστάρω να κάνω στη ζωή μου. Επίσης, δεν θα έμπαινα πότε στη διαδικασία του να γίνει συνήθεια το να σκηνοθετώ τον εαυτό μου. Θα περιόριζε τους ορίζοντές μου. Η δουλειά μας είναι ενδιαφέρουσα λόγω της επαφής και της συνδιαλλαγής με καινούργιους ανθρώπους, που καθένας φέρνει στο τραπέζι μία καινούργια οπτική στα πράγματα, η οποία σε κάνει να σκέφτεσαι αλλιώς πάνω στη δουλειά, αλλά και πάνω στη ζωή γενικότερα.

Έχεις κι εσύ έναν μεγαλύτερο αδερφό, όπως και η Ιζαμπέλ στην παράσταση. Θα έλεγες ότι το έργο μίλησε βιογραφικά μέσα σου;

Ναι, πράγματι συνέβη αυτό. Από τη λατρεία που έχω για τον κατά 8 χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου, τον οποίο όταν ήμασταν παιδιά τον έβλεπα σαν Θεό, μέχρι τον θάνατο των γονιών μας. Χάσαμε τον πατέρα μας όταν ήμουν μικρή και τη μητέρα μας πριν μερικά χρόνια. 

Ξεπερνιέται ο χαμός των γονιών;

Από τη μία, είναι μία φυσική διαδικασία -το αφύσικο δηλαδή κι αυτό που θα σε στοιχειώνει πάντα είναι να χάσεις το παιδί σου-, από την άλλη, είναι σοκ. Πεθαίνει ένα βασικό κομμάτι του ποιος ήσουν και του ποιος έγινες μέσα σου. 

Το πένθος κάνει κύκλους. Είναι μία διαρκής αναμέτρηση με τα τραύματα, τις αναμνήσεις, τις αγωνίες και ανάλογα με την περίοδο ο πόνος έρχεται και φεύγει. Η έλλειψη όμως είναι πάντα εκεί. Όπως λέει και η Ιζαμπέλ, είναι μία αιώνια κίνηση.

Έχεις δηλώσει ότι δεν ήθελες πάντα οικογένεια και ότι το να γίνεις γονιός ήταν κάτι που στο ενέπνευσε ο σύζυγός σου.

Πρώτα ήρθε ο άνθρωπος και μετά η επιθυμία. Η αλήθεια είναι ότι εκείνος το ήθελε πάρα πολύ και σταδιακά με έκανε να δω το όλο θέμα της μητρότητας πιο εύκολο.

Κι ενώ δεν ήθελα από πάντα να παντρευτώ και να κάνω ένα παιδί, κάπως είχα πάντα στο μυαλό μου την υιοθεσία. Δηλαδή ότι αν ποτέ γινόμουν μητέρα κάποια στιγμή θα γινόταν με αυτό τον τρόπο.

«Αυτό που νιώθω εγώ για την Άννα αποκλείεται να υστερεί μπροστά σε αυτό που νιώθει μία μητέρα για τη βιολογική της κόρη».

Πόσο χρονών είναι σήμερα η Άννα;

Είναι 9. 

Το να αποκτήσεις παιδί είναι προσωπική υπόθεση και δεν υπάρχει χώρος για διδακτικές συμβουλές, μόνο για λόγια ενδυνάμωσης. Ποια θα ήταν τα δικά σου σε ένα ζευγάρι που σκέφτονται να γίνουν γονείς μέσω υιοθεσίας, αλλά δεν το τολμούν;

Θα τους έλεγα ότι ναι, είναι δύσκολη η διαδικασία, η γραφειοκρατία που απαιτείται, η αναμονή που θα υπάρχει, είναι όμως τόσο μεγάλη η ευτυχία και τόσο απέραντη η αγάπη, που υπερνικά κάθε εμπόδιο.

Θα τους έλεγα επίσης ότι αυτό που νιώθω εγώ για την Άννα αποκλείεται να υστερεί μπροστά σε αυτό που νιώθει μία μητέρα για τη βιολογική της κόρη. 

Θα έλεγα και κάτι τελευταίο. Είμαι γενικά της άποψης πια ότι οι άνθρωποι οτιδήποτε κάνουμε ή δεν κάνουμε είναι από φόβο. Το να μη θέλεις να αποκτήσεις παιδί μέσω υιοθεσίας ή παρένθετης μητέρας ή με οποιονδήποτε άλλο μη βιολογικό τρόπο, είναι προϊόν φόβου και προκαταλήψεων. 

Ακόμα και στην κοινωνία δηλαδή, οτιδήποτε κακό συμβαίνει από φόβο είναι. Ο ρατσισμός φόβος είναι.

Οπότε θα πρέπει να αναμετρηθούμε αργά ή γρήγορα με τους φόβους μας, αν θέλουμε να κάνουμε βήματα μπροστά, να εξελιχθούμε ό,τι σημαίνει για τον καθένα εξέλιξη. Να αναλογιστούμε πόσο θα επιτρέπουμε στον φόβο για το άγνωστο, το διαφορετικό, για το τι θα πει ο κόσμος να μας κυβερνά.

Έχεις καταφέρει να τιθασεύσεις τους φόβους σου;

Τώρα, ναι. Έχω επιτρέψει όμως στον φόβο να με κυβερνήσει στα νιάτα μου. Κι ήταν κρίμα, ήμουν τόσο νέα και ήταν τόσο χαμένος χρόνος. Προφανώς, και συνεχίζω να φοβάμαι. Δεν έγινα ξαφνικά ατρόμητη. Απλά δεν επιτρέπω πια στον φόβο να πάρει το πάνω χέρι. 

Θέλεις να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένη; Ποια εποχή δηλαδή ήταν αυτή στην οποία αναφέρεσαι;

Η εποχή του Λόγω Τιμής έτυχε να είναι η εποχή των μεγάλων φόβων. Μπορεί να μη φαινόταν στην οθόνη, όταν με βλέπατε στη σειρά, αλλά ήμουν πολύ ανασφαλής, πολύ φοβισμένη, πάθαινα κρίσεις πανικού. Ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου. Έχω καταφέρει σήμερα να μην έχω καμία σχέση πια με αυτό το κορίτσι. Με προτιμώ πολύ περισσότερο τώρα, εσωτερικά και εξωτερικά. Μου αρέσω πιο πολύ. Ειλικρινά, δεν το λέω έτσι για να το πω.

Το εκπέμπεις. Ποιος να διαφωνήσει. Ταυτόχρονα, εκείνη η εποχή όμως σε σημάδεψε καλλιτεχνικά. Δηλαδή, το Λόγω Τιμής και ο τηλεοπτικός σου ρόλος, η Ηρώ σε ακολουθούν στη συνείδηση του κόσμου. Εσύ, τι έχεις κρατήσει από τότε;

Ήταν μία δύσκολη εποχή, όπως σου είπα, αλλά ήταν και όμορφη μαζί, γιατί συνέβαινε ό,τι συνέβαινε επαγγελματικά. Με τα περισσότερα παιδιά, τους συμπρωταγωνιστές μου, ήμασταν ούτως ή άλλως φίλοι από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Κέρδισα λοιπόν φιλίες που κάποιες έγιναν σχέσεις ζωής και αναμνήσεις. Τόσες αναμνήσεις.

«Λατρεύω το θέατρο, αλλά έχω αδυναμία στην κάμερα. Μου λείπει η σχέση μαζί της».

Μία από τις πιο έντονες;

Το γύρισμα της τελευταίας σκηνής του τελευταίου επεισοδίου, στο αποκριάτικο καρναβάλι. Μπήκαμε στην πομπή για να τη γυρίσουμε και θυμάμαι να προσπαθούμε να δουλέψουμε μέσα σε ένα μεθυσμένο και ξέφρενο πλήθος. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. 

Τηλεόραση -όπως και κινηματογράφο- έχεις να κάνεις πολλά χρόνια. Πώς και δεν είσαι μέσα σε όλη αυτή την άνθιση που ζει τελευταία η ελληνική μυθοπλασία;

Δεν έτυχε κάτι που να μου προτείνουν και να πω «ουάου, ναι πάμε, είμαι μέσα». Από την άλλη, παρατηρώ ότι πολλοί ηθοποιοί της δικής μου γενιάς δεν είναι στην τηλεόραση αυτή την εποχή. Βλέπω δηλαδή πολύ μεγαλύτερούς μου ηλικιακά, που κυρίως έκαναν θέατρο και τώρα, επιτέλους το κοινό γνωρίζει το εξαιρετικό τους ταλέντο ή πολύ νεότερους.

Την έχω επιθυμήσει όμως την τηλεόραση και το σινεμά. Λατρεύω το θέατρο, αλλά έχω αδυναμία στην κάμερα. Μου λείπει η σχέση μαζί της. Τι να πω, περιμένω την ωραία πρόταση.

***

Ιζαμπέλ Ρεμπώ, ο δικός μου Αρθούρος

Κείμενο, έρευνα: Ευσταθία
Σκηνοθεσία: Βίκυ Βολιώτη
Σκηνικό-Κοστούμι: Μαρίτα Αμοργιανού
Κίνηση, χορογραφία: Μαρίζα Τσίγκα
Φωτισμοί: Σίμος Σαρκετζής
Μουσική: Ευσταθία

Ερμηνεία: Βίκυ Βολιώτη

Στον ρόλο του Αρθούρου Ρεμπώ ακούγεται η φωνή του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Στον ρόλο του Αββά ακούγεται η φωνή του Μανώλη Γιούργου

Ενορχήστρωση, προγραμματισμός, ηχοληψία:  Χρήστος Αβδελάς
Κιθάρες: Χρήστος Αβδελάς
Πιάνο: Χάρης Μπότσης
Ηχοληψία, μίξη: Χρήστος Αβδελάς

Info: Θέατρο Μικρό Άνεσις (Λεωφόρος Κηφισίας 14, 2107718943). Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00. Διάρκεια: 70 λεπτά. Προπώληση εδώ.