Η ζωή κάτω από το ασύλληπτο flow του Anser
Για πέντε μήνες ένας δημοσιογράφος ακολούθησε τον κατά πολλούς πιο γρήγορο Έλληνα ράπερ από το στούντιο στον Βύρωνα μέχρι το σπίτι του στη Σπάρτη.
- 28 ΜΑΡ 2018
Για πέντε μήνες, απ’ τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι τον Μάρτιο του 2018, ένας δημοσιογράφος ακολούθησε τον κατά πολλούς πιο γρήγορο Έλληνα ράπερ από το στούντιο του παραγωγού του στον Βύρωνα μέχρι το σπίτι και τις ελιές του στη Σπάρτη. Πριν τον Οκτώβριο, δημοσιογράφος και ράπερ αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
“Υπάρχουν ράπερ με τους οποίους έχουμε παίξει σε συναυλίες και δεν έχουμε πει γεια, δεν τους ξέρω. Απ’ την αρχή δεν μας ένοιαζε να γνωρίσουμε κόσμο, να πάμε με τον έναν ή τον άλλον. Δεν το κάναμε με στρατηγική ή από κόμπλεξ. Το κάναμε γιατί αυτοί ήμασταν. Ήμασταν όλοι από επαρχία, τα παιδιά από Τρίπολη, εγώ από Σπάρτη· μόνο ο Crisis ήταν από Αθήνα. Είχαμε δικές μας παρέες, δεν ήταν το θέμα μας να μπούμε σε κλίκες ή μαλακίες. Απ’ την αρχή πορευτήκαμε κάπως έτσι.
Ξέρεις τι είχα πάντα στη μουσική και δεν μπορώ να αποβάλλω; Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να κοροϊδέψω τους φίλους μου. Κάθε φορά που έγραφα κάτι σε ένα κομμάτι σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος που με ξέρει και να γελάσει, να πει ‘τι μαλακίες λέει αυτός;’. Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ακριβώς το αντίθετο, γράφουν για σκηνικά που δεν έχουν γίνει και για πράγματα που δεν υπάρχουν στη ζωή τους. Που τους ακούει ένας δικός τους και λέει ‘τι μαλακίες είναι αυτές’.
Εγώ πάντα ένιωθα ότι κάποιος με ξέρει. Όταν βγαίνω σε μια συναυλία, δεν μπορώ να κοροϊδέψω. Μπορεί να πρέπει να βγεις από αυτό, να πεις είμαι καλλιτέχνης και λέω ό,τι θέλω. Απλά εγώ δεν το είδα ποτέ έτσι.
Για μένα, οτιδήποτε εμπορικό δεν είναι τέχνη”.
1.
21/10/2017, Σάββατο, Ρομάντσο (Αναξαγόρα 3-5, Αθήνα)
Ο Tiny Jackal, host του 6ου Hip Hop Smile Festival και κολλητός του Παύλου Φύσσα, είναι στη σκηνή μόνο για ένα τραγούδι πριν ανεβάσει τον headliner της βραδιάς. Ο κόσμος από κάτω δεν είναι πολύς, αλλά κανένα βλέμμα δεν κοιτάζει αλλού. Ο Tiny λέει το κομμάτι ‘Μου Λένε’, το πρώτο του μετά από τέσσερα χρόνια. Στο δεύτερο μισό του κομματιού, ραπάρει “εδώ είναι Ελλάδα, βλάκα, πώς γίνατ’ όλοι χάστλα, με μια Πόρσε στο βίντεο και μες στο πάρκινγκ Λάντα”. Ο ίδιος δεν εκπροσωπεί αυτό το χιπ χοπ. Έμεινε για τέσσερα χρόνια στα παρασκήνια και παρακολουθούσε τη φάση. Αυτός που επίσης δεν εκπροσωπεί το χιπ χοπ της υπερβολής και των ‘χάστλα’ είναι ο headliner της βραδιάς, ένας απ’ τους πιο πιο γρήγορους Έλληνες ράπερ. Ή όπως θα έλεγε κανείς μιλώντας τα χιπ χοπ καλύτερα από μένα, ‘απ’ τους πιο γρήγορους Έλληνες ρολάδες’.
Στο τραγούδι ‘Παρανάλωμα’, ο Anser πιάνει 11 συλλαβές το δευτερόλεπτο. Στο ‘Rap God’, ο Eminem -γνωστός ράπερ από την άλλη μεριά του Ατλαντικού- πιάνει 10,4. Και παρότι ο κόσμος του ελληνικού χιπ χοπ (όπως και κάθε κόσμος του ελληνικού οτιδήποτε) είναι γεμάτος κόντρες, ίντριγκες και (ψευτο)τσαμπουκάδες, ο Anser είναι κάτι αυτόνομο σ’ αυτόν τον κόσμο, κάποιος που δεν ψάχνεται ούτε για έχθρες ούτε για κολλητούς. Μ’ έναν πολύ πειστικό τρόπο, έναν συνδυασμό ασυνήθιστων ικανοτήτων στο ραπ και βαριού παρουσιαστικού, ο Anser είτε ως μπροστάρης των Flowjob είτε ως μονάδα στη σκηνή, δεν είναι υλικό για να κοντράρει κάποιος. Μπορεί κάλλιστα να μη σ’ αρέσει αυτός ή/και η μουσική του, αλλά παίρνει φυσικά την ημι-swag δήλωση ‘το κρατάω αληθινό’ και την κάνει σημαία. Γιατί τουλάχιστον όσον αφορά το χιπ χοπ, αυτό κάνει απ’ το 2006 και τον πρώτο δίσκο των Flowjob· το κρατάει αληθινό και για λίγους.
2.
28/09/2001, Παρασκευή, Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Εθνικής Αντιστάσεως 1, Πειραιάς)
Το ‘Anser’ ήταν το tag του στα γκραφίτι. Άρχισε να βάφει χρόνια (σχεδόν δέκα, αν έχω καταλάβει σωστά) πριν τους Flowjob. “Έμαθα το χιπ χοπ μέσα από το γκραφίτι”. Το ‘w’ δεν του άρεσε στην υπογραφή και το έβγαλε. Μικρός, όταν υπέγραφε ακόμα ως Savage, είχε πάρει έναν μαρκαδόρο και έκανε υπογραφές σε όλη τη Σπάρτη. “Μέσα σ’ ένα απόγευμα, τα έκανα πουτάνα”. Δεν τον έπιασε κανείς, άρα κανείς δεν έμαθε ποιος ήταν ο Savage που βγήκε ένα απόγευμα και υπέγραψε τα πάντα. Το ‘96 που ξεκίνησε ήταν μια καλή χρονιά τόσο για το γκραφίτι όσο και για το χιπ χοπ στην Ελλάδα, με FF.C, ZΝ και Terror X Crew στα πάνω τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2001, ο Anser είναι πρωτοετής του Πολιτικού της Νομικής στην Αθήνα και πηγαίνει για γκραφίτι με τον ΙΝΟ, έναν απ’ τους σπουδαιότερους Έλληνες bomber. “Ανέβαινες Θεσσαλονίκη και έβλεπες υπογραφή ‘ΙΝΟ’ ακόμα και στο τελευταίο λεωφορείο. Ακραίος”. Με τον ΙΝΟ κάνει του πρώτο του bomb στην Αθήνα. Έχουν πάει για βάψιμο στον Πειραιά, στο Μέγαρο του ΝΑΤ. “Όταν έβαφα στην επαρχία και πέρναγε κάποιος, κρυβόμουν γιατί με ήξεραν όλοι. Στην Αθήνα οι bomber είναι στ’ αρχίδια τους, βάφουν και δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται”. Κάθε φορά που ανάβει το φανάρι, ο Anser κρύβεται από συνήθεια. Κάθε φορά που κρύβεται, ο ΙΝΟ του λέει, “σήκω βάψε ρε μαλάκα, δεν λέει κανείς τίποτα”.
3.
02/10/2017, Δευτέρα, Santa Botella (Πανόρμου 115, Αθήνα)
“Χορεύεις;”, με ρωτάει ο Anser προσπαθώντας να με πείσει ότι το τένις δεν είναι τόσο δύσκολο όσο νομίζω. “Όταν χορεύεις, έχεις ρυθμό; Αυτό είναι το βασικό στο τένις. Αν έχεις ρυθμό όταν χορεύεις, θα μπορέσεις να παίξεις τένις”, συνεχίζει. Μου λέει για ένα τουρνουά που θα γίνει σε λίγες εβδομάδες στην Τρίπολη. “Θα πας;”, τον ρωτάω. “Εννοείται ρε, δεν τα χάνω αυτά”. Η κουβέντα για το τένις διέκοψε την κουβέντα για το πώς βαφτίστηκε η πρώτη και τελευταία -και παντοτινή- μπάντα του, οι Flowjob. Πάνε χρόνια που έχω κατασταλάξει ότι το τένις είναι το τέλειο άθλημα για άσκηση και χόμπι, αλλά δεν έχω κάνει τίποτα γι’ αυτό, δεν έχω πιάσει ούτε ρακέτα. Αυτός είναι ο λόγος που όταν κάποιος παίζει τένις και το βάζει στην κουβέντα, τον κοιτάζω σα χάνος και προσπαθώ να καταλάβω πώς το κάνει, μπας και το καταφέρω κι εγώ μια μέρα. Η ιστορία με τα βαφτίσια των Flowjob έχει περισσότερο γούστο πάντως. “Όταν βάλαμε μπροστά την μπάντα, λεγόμασταν Funky Pure. Δεν μου άρεσε το όνομα. Είμαστε λοιπόν ένα βράδυ μεθυσμένοι σε ένα ταξί με κάποια απ’ τα παιδιά της μπάντας, κι όπως περνάμε έξω από τη Λεωφόρο, μου έρχεται το ‘Flowjob’. Παλιά είχα ένα crew που έκανε γκραφίτι και λεγόταν ‘Anal Sex’, κι έτσι αρχίσαμε να πετάμε τέτοια ονόματα. Λέει ένας ‘Blowjob’, όχι του λέω, ‘Flowjob’, ναι, γαμάει. Στο ταξί όλα αυτά. Παίρνουμε το άλλο παιδί που δεν ήταν μαζί, του το λέμε και δεν του άρεσε καθόλου. ‘Τι είμαστε’, λέει, ‘τα Ημισκούμπρια; Δεν πάμε πουθενά με αυτό το όνομα’. Δεν του φάνηκε καθόλου σοβαρό.
Δεν θέλαμε να βγάλουμε κλιπ, δεν ψαχνόμασταν για κάτι τέτοιο. Λέγαμε ότι είμαστε underground. Νιώθαμε ότι δεν είμαστε σε ένα εμπορευματοποιημένο επίπεδο, νιώθαμε ότι μιλάμε ακόμα σε γνωστούς μας. Ακόμα αυτό νιώθω. Δεν ψάχνω να βρω ρόλους. Όπως ντύνομαι για να πάω για καφέ, έτσι θα κάνω και στο κλιπ. Μας προσέγγισε ο Τσαουσόπουλος που ήθελε να ξεκινήσει ένα portfolio με δουλειές, μας μάζεψε και έκανε το ‘Εν Δράσει’”.
Την εποχή που ο Βαγγέλης Τσαουσόπουλος πρότεινε στους Flowjob να γυρίσει το κλιπ του ‘Εν Δράσει’, το ανεξάρτητο ελληνικό χιπ χοπ μετρούσε ελάχιστα -μπορεί και κανένα- κλιπ.
Στο κλιπ του ‘Εν Δράσει’, ο Anser φοράει τη φανέλα του Nowitzki στους Dallas Mavericks. Τις ώρες που δεν ράπαρε στους Flowjob, ο Anser έβγαζε το μεροκάματο (το δικό του και δεκάδων πιστών του) ως tipster με ειδίκευση το NBA. Στα άρθρα με τις προβλέψεις του ως tipster, η μανιέρα του στους τίτλους ήταν η εξής: (όνομα παίκτη) + την παράκληση “πλήρωσε, ρε ψηλέ”.
Με αυτό ως δεδομένο, το ότι ο Anser φόραγε το 41 του Nowitzki στο πρώτο κλιπ των Flowjob είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. “Το 2005 που άρχισα ως tipster, έπαιζα ήδη τρία χρόνια NBA και από ένα σημείο και μετά είχα γίνει πολύ καλός. Υπήρξε μια περίοδος που έβλεπα όλα τα παιχνίδια. Ήξερα τι φοράει και ο τελευταίος αναπληρωματικός. Δεν ήμουν ποτέ τζογαδόρος. Στο πόκερ, δεν θα παίξω εκεί που δεν με παίρνει. Και στο στοίχημα, έψαχνα το πιο σίγουρο για μένα. Την πρώτη μου χρονιά ως tipster, πήγα όρθιος. Τη δεύτερη έγινε μακελειό, τα στατιστικά μου ήταν τρελά. Με διάβαζαν και από το εξωτερικό, μου είχε στείλει μήνυμα ένας Κροάτης. Είχα ξεκινήσει στις χίλιες μονάδες και τις είχα τετραπλασιάσει. Έπαιζα δύο παιχνίδια την εβδομάδα, αλλά υπήρχαν και εβδομάδες που δεν έπαιζα τίποτα.
Έχω και μια φοβερή ιστορία από τότε. Πάει ένας φίλος σε μια τράπεζα για να βγάλει χρεωστική κάρτα για στοίχημα. Πιάνει την κουβέντα με τον υπάλληλο, ο οποίος του λέει ότι παίζει κι αυτός, και ο φίλος μου με αναφέρει, του λέει ότι τα πηγαίνω καλά και ότι δίνω και προτάσεις. Μόλις του λέει ότι υπογράφω ως ‘Answer’, ο υπάλληλος τρελαίνεται και του δείχνει μια Yamaha-R1 έξω από την τράπεζα. ‘Απ’ τον Answer’, του λέει”.
4.
24/09/2013, Τρίτη, γραφεία ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα)
“Έπαιζα το ‘Όλα Είναι Τζόγος’ σε ένα από τα Rap Monsters που είχε διοργανώσει ο Παύλος και μου λέει μετά τη συναυλία, μαλάκα αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι από τα δικά σου. Τον ρώτησα αν ασχολείται με τον τζόγο, μου ‘πε ότι δεν γούσταρε καθόλου, απλά του άρεσε το κομμάτι. Δεν ήμασταν κολλητοί με τον Παύλο, αλλά κάναμε παρέα. Όποτε ερχόμουν και έβλεπα τον Θανάση (σ.σ. τον Tiny Jackal), τα λέγαμε, είχαμε βγει 2-3 φορές έξω.
Ήμουν στο πατρικό μου στη Σπάρτη, στο ημιυπόγειο που έμενα. Με παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας μου και μου λέει, είδες τι έγινε, σκοτώσανε έναν δικό σας στον Πειραιά. Μπαίνω στο ίντερνετ και βλέπω το όνομα ‘Φύσσας’ και δεν μου έρχεται στο μυαλό ποιος είναι, γιατί στην αρχή έλεγαν ότι όλο αυτό έγινε για οπαδικά. Τρώω μετά ένα σκάλωμα και λέω, ω ρε μαλάκα, είναι ο Killah. Ανέβηκα για την κηδεία την επόμενη μέρα. Θεωρώ ότι οι φίλοι και η οικογένειά του χειρίστηκαν πολύ ωραία το θέμα, γιατί ξέρεις, υπάρχει ένα μουσικό κίνημα πίσω από τον Παύλο, δεν σκοτώσανε τον οποιονδήποτε. Αλλά εκείνοι (σ.σ. οι φίλοι και η οικογένεια) δεν έδωσαν αφορμές για εκδίκηση τύπου ‘φάγατε ένα δικό μας, θα σας γαμήσουμε’, παρότι είχαν τη δύναμη να το κάνουν. Ο Θανάσης και αυτοί είναι άνθρωποι που γνωρίζουν κόσμο-γάμησε τα, δεν μπλέκεις, κατάλαβες.
Αυτό που έγινε στην ΕΣΗΕΑ ήταν τραγικό. Αν παρακολουθήσεις όλη τη συνέντευξη, αντί να πάει όλος ο κόσμος να μιλήσει και να ακουστεί κάτι για τον Παύλο, έβλεπες τον B.D. Foxmoor με το ύφος του αρχηγού στη μέση να γκρινιάζει που δεν του δίνει τσάμπα ο Δήμος την Τεχνόπολη, όπως στον Μάλαμα ή τον Ιωαννίδη. Και μετά έκανε συναυλίες με λογότυπο ‘RIP Killah P.’ και έβαζε 10 ευρώ είσοδο. Γίνονταν τέτοια πράγματα. Όλο αυτό το έργο ήταν μια ευκαιρία να ενωθεί το χιπ χοπ, όλοι οι καλλιτέχνες, και έγινε ακριβώς το αντίθετο και δεν ξέρω πού οφείλεται αυτό. Νομίζω ότι ο Θανάσης έκανε μαλακία που έβαλε μπροστά τον B.D. Foxmoor, ο οποίος δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη σχέση με τον Φύσσα. Συνέχεια ‘εγώ με τον Παύλο’ κι ‘εγώ με τον Παύλο’, ενώ τον είχε γραμμένο στ’ αρχίδια του είκοσι χρόνια”.
Στις 10 Απριλίου, το Rap Monsters Festival που διοργάνωνε ο Παύλος Φύσσας, αναβιώνει ανήμερα των γενεθλίων του στο Gagarin 205. Η είσοδος θα είναι ελεύθερη και ο Anser θα είναι στη σκηνή.
“Από τότε που ανέβηκα στην Αθήνα (σ.σ. το 2001), δεν έχασα παιχνίδι του Παναθηναϊκού, μέσα έξω. Πήγα Χαριλάου, Ξάνθη, σε όλα τα εκτός στην Αθήνα. Δεν ήμουν σε κάποιο κλαμπ, ήμουν αυτόνομος πιο πολύ, αλλά είχα φίλους που έβρισκαν εισιτήρια από την ΠΑΛΕΦΙΠ.
Πριν το ματς με την ΑΕΚ, είμαστε με έναν φίλο στο μηχανάκι του και πάμε να μπούμε στο ΟΑΚΑ από πίσω, από την Κύμης. Φτάνουμε ακριβώς τη στιγμή που στα εκατό μέτρα, κάτι τύποι παίζουν ξύλο με τους μπάτσους. Γυρίζουν ξαφνικά και φωνάζουν, ντου! Κοιτάζω πίσω και βλέπω 200-300 ΑΕΚτζήδες. Πηγαίνω πίσω από τους Παναθηναϊκούς, τους παίρνουμε στο κυνήγι και είμαστε μπροστά σ’ ένα σκηνικό με τον φίλο μου που κάτι 17χρονα με σίδερα έχουν βάλει κάτω έναν ΑΕΚτζή και τον έχουν λιώσει στο ξύλο. Τους τραβάει ένας Παναθηναϊκός και τους λέει, ξεκολλάτε. Παίρνει τον άνθρωπο και τον αφήνει σε ένα πεζοδρόμιο, τίγκα στα αίματα. Μετά πέφτουν χημικά, κρυβόμαστε σε κάτι σχολεία και λέω, τέλος, δεν ξαναπάω γήπεδο. Τα είχα ξαναζήσει όλα αυτά, αλλά το συγκεκριμένο ήταν πολύ ακραίο, δέκα άτομα πάνω από έναν. Γενικά δεν μου άρεσε αυτό που έβλεπα εκείνη την εποχή, υπήρχε και το θέμα με τον Βαρδινογιάννη, η γκρίνια μεταξύ των οπαδών. Μου ‘χε φύγει το να ξυπνάω κάθε πρωί για να ακούω ραδιόφωνα και να διαβάζω εφημερίδες.
Ήμουν μέσα και στη Ριζούπολη. Ήμασταν από τις 4 το μεσημέρι στο Πεδίον του Άρεως και πήγαμε πορεία ως τα Πατήσια. Φάγαμε και κάτι δακρυγόνα στη Βικτώρια… Ήταν ο πιο καυλωμένος κόσμος του Παναθηναϊκού, είχαν μαζευτεί όλα τα φιντάνια. Στην πορεία πήγαινα πάντα μπροστά, με τους δυνατούς – να ξέρεις δεν γίνεται ποτέ μαλακία μπροστά, γι’ αυτό δεν καθόμουν ποτέ πίσω. Ήμασταν μέσα στο γήπεδο δύο ώρες πριν το ματς. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι ανάλογο με αυτό που είδα στη Ριζούπολη. Το φοβερό ήταν ότι θα κάθονταν για πρώτη φορά δίπλα δίπλα οπαδοί Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Σκεφτόμουν ότι θα γίνει μακελειό και τελικά δεν έγινε τίποτα μεταξύ των οπαδών, γιατί όλη η 7 είχε μαζευτεί πάνω από τη φυσούνα και τα γάμησε όλα. Η ομάδα έκανε ζέσταμα δέκα λεπτά μπροστά μας, φάγαμε το γκολ νωρίς και στο 60’ το σκορ ήτανε 3-0.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να γράψω τον ‘Οπαδό’ μόνο για το γήπεδο. Ήθελα να δείξω ότι όλα αυτά που λέει το τραγούδι συμβαίνουν και σε άλλους χώρους. Ο αρχηγός της εξέδρας δεν είναι μόνο για το ποδόσφαιρο, είναι και για την πολιτική, την κοινωνία, ακόμα και τη μουσική. Πολλοί πουλάνε οπαδιλίκι και στη μουσική, λένε, θα αλλάξουμε τον κόσμο, και στην ουσία συντηρούν ένα ψέμα και τα παίρνουν από πέντε μεριές”.
“Ο ‘Οπαδός’ ήταν το τελευταίο κομμάτι του ‘Flowroyal’ και το ‘γραψα σε 25 λεπτά. Είναι το πιο γρήγορο που έχω γράψει ποτέ. Αν κάτι το ‘χεις βιώσει και δεν το τραβάς απ’ τα μαλλιά για να βγει, πάει μόνο του. Το δεύτερο κουπλέ το έγραψα σε πέντε λεπτά”.
6.
01/02/2008, Παρασκευή, Rodeo (Χέυδεν 34, Πλατεία Βικτωρίας)
Ο Ραούλ Μπράβο, ο Ντάρκο Κοβάσεβιτς, ο Λομανά Λούα Λούα, ο Τζόλε, ο Ντομί, ο Σίσιτς, ο Μιχάλης Κωνσταντίνου, ο Λουτσιάνο Γκαλέτι, ο Άκης Στολτίδης, είναι όλοι παίκτες του Ολυμπιακού. Στον πάγκο κάθεται ακόμα ο Τάκης Λεμονής, έναν μήνα πριν αντικατασταθεί από τον Χοσέ Σεγκούρα. Σε λίγες μέρες, ο Ολυμπιακός φιλοξενεί την Τσέλσι στο πρώτο νοκ-άουτ ματς για τη φάση των ‘16’ στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Πέτρος Κόκκαλης, που έχει πάρει τα ηνία της διοίκησης του Ολυμπιακού από τον Σωκράτη, ακούει πολύ ραπ και βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς των Flowjob που έχουν συρρεύσει για την παρουσίαση του δεύτερου δίσκου τους, ονόματι ‘Freeload’.
“Πήγα, του μίλησα, μου λέει τι ομάδα είσαι. Του λέω Παναθηναϊκός και μου απαντάει, κάθε Πέμπτη έχουμε group therapy στο Καραϊσκάκη, να έρχεσαι, να σου αλλάξουμε ομάδα. Γέλασα και ανέβηκα στη σκηνή”.
7.
15/05/1996, Σάββατο, στο πατρικό του Anser (Χαμαρέτου, Σπάρτη)
Ο πρώτος δίσκος που άκουσε ήταν ένας πανκ δίσκος που έφερε η αδερφή του στο σπίτι. Το ‘Ρέκβιεμ’ της Γενιάς του Χάους.
“Είχα τρελαθεί με τον ‘Χορό της Σιωπής’. Θυμάμαι να το ακούω στο δωμάτιο, δεν το πίστευα ότι υπάρχει τέτοιο τραγούδι”. Το πρώτο cd ελληνικού χιπ χοπ που απέκτησε ήταν μάλλον των Razastarr, δεν θυμάται ακριβώς. “Μάλλον γι’ αυτό τους αγάπησα και τόσο”, συμπληρώνει. “Στη Σπάρτη παίρναμε cd από ένα δισκοπωλείο που λεγόταν Subway. Το είχε ένας τύπος πολύ ψαγμένος σε όλες τις μουσικές. Δεν μπορούσες να βρεις εύκολα FF.C σε μια επαρχιακή πόλη των ‘90s”.
Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ποτέ είχε τον τίτλο ‘Ηθοποιός’. Ένας φίλος του βρήκε τη μουσική μέσω ενός παιδιού απ’ το IRC και ο Anser (ο οποίος τότε ήταν γνωστός μόνο ως Γιάννης) έκλεισε ένα στούντιο με την παρέα του για να το ηχογραφήσουν. “Ένα κομμάτι ηχογραφείται σε ένα στούντιο με πυκνωτικό μικρόφωνο. Λες το κομμάτι πολλές φορές και στο τέλος κρατάς τα καλύτερα σημεία. Εμείς τότε ήμασταν τρεις και γράφαμε το τραγούδι με τη σειρά. Αν κάποιος έκανε λάθος, έπρεπε να το πούμε όλοι από την αρχή. Ήταν σαν ανέκδοτο αυτό, σαν ζωντανή ηχογράφηση. Το κομμάτι λεγόταν ‘Ηθοποιός’, και καλά ότι υποκρίνεσαι στη ζωή σου”.
8.
27/01/2018, Σάββατο, Θεολόγος Λακωνίας
O Anser μάς πηγαίνει πρώτα από το σπίτι των παππούδων του, στο πιο ψηλό σημείο του Θεολόγου, ενός χωριού είκοσι λεπτά έξω από τη Σπάρτη. Η θέα είναι καθηλωτική. Από την αυλή του σπιτιού, μπορεί κανείς να εισπνεύσει όλη την ηρεμία του κόσμου, μπορεί να γράψει ένα ή και δύο βιβλία στο μυαλό του μέσα σ’ ένα απόγευμα. Μου λέει ότι έχει να κοιμηθεί εδώ από το καλοκαίρι, παρότι το σπίτι στο Θεολόγο είναι μία από τις καθημερινές του στάσεις στο δρόμο για τις ελιές. Οι ελιές είναι η δουλειά του, αυτό απ’ το οποίο ζει. Ο λόγος που άφησε την Αθήνα για τη Σπάρτη.
Από τη μία, αυτό το στοιχείο κάνει το σύστημα των αντιθέσεων της ζωής του ακόμα πιο συναρπαστικό στα μάτια μου. Πριν δύο Παρασκευές γέμιζε το Eightball στη Θεσσαλονίκη και πριν δύο Σάββατα γέμιζε το ΙΛΙΟΝ Plus στην Αθήνα. Δίπλα του στη Θεσσαλονίκη είχε τον Eversor, τον Λόγο Απειλή, τον Tiny Jackal και τον Andri J. Δίπλα του στην Αθήνα, είχε τους ίδιους, μαζί με τον Xplicit. Και με τους Flowjob. Στην ίδια σκηνή με τους Flowjob μετά από χρόνια, σε μια συναυλία που όπως υποστηρίζει ο ίδιος, μπορεί να ήταν η καλύτερη της ζωής του. Από την άλλη, η συγκεκριμένη αλήθεια σφραγίζει ακόμα περισσότερο το ‘κουτί με τα βασικά’ του Anser. Δεν είναι φίρμα, δεν τον ένοιαξε ποτέ να γίνει, δεν αγχώθηκε για τα likes και τα views, δεν έψαξε τις κλίκες, δεν είχε ανάγκη τις κλίκες, δεν είχε ποτέ την κάψα να μένει με οποιοδήποτε κόστος στη φάση για να μην ξεχαστεί. Με έναν τρόπο, ο Anser είναι η φάση.
Για εκατοντάδες φαν του, σαφώς και είναι. Πυροβολεί στο μικρόφωνο, αποσύρεται στη Σπάρτη, ζει με τη Μυρτώ λίγους δρόμους μακριά από το πατρικό του, σε έναν δρόμο που λέγεται Όθωνος Αμαλίας, φροντίζει τις ελιές στον Θεολόγο, επιστρέφει σε κάποιο μικρό ή μεγάλο live (ακόμη και χωρίς αμοιβή αν ο σκοπός είναι ιερός, όπως αυτός των Hip Hop Smile Festival που διοργανώνει το Χαμόγελο του Παιδιού), ξαναπυροβολεί στο μικρόφωνο και αποσύρεται ξανά εκτός Αθήνας.
Για μένα που δεν είμαι φανατικός χιπχοπάς, ο Anser μοιάζει να είναι η φάση γιατί ζει ως αγρότης στην επαρχία, γιατί πιστεύει πως οτιδήποτε εμπορικό δεν μπορεί να είναι τέχνη, γιατί μπορεί να γεμίζει Αθήνες και Θεσσαλονίκες, γιατί αυτό που κάνει είναι αληθινό, αλλά κι αληθινό να μην ήταν, το κάνει γι’ αυτόν και για τους φίλους του, και αυτό κάποιες φορές έχει πιο πολλή σημασία. Για μένα, ο Anser είναι ένας από τους ήρωές μου, και εδώ και μερικά χρόνια, δεν πολυνοιάζομαι για το τι είναι αντικειμενική παρουσίαση. Κάθε παρουσίαση είναι αντικειμενική όταν γράφεις ιστορίες που συνέβησαν στ’ αλήθεια.
Ενώ κάθομαι στην πλατεία του χωριού κάτω απ’ τον τεράστιο πλάτανο, ο κορμός του οποίου με ένα πρόχειρο ζύγισμα με το μάτι χωράει πέντε έξι ενήλικες, σκέφτομαι ότι είμαι εδώ για τον Anser όχι επειδή είναι ο πιο προικισμένος ρολάς του ελληνικού χιπ χοπ, όχι για τις ιστορίες που θα μου πουν άλλοι γι’ αυτόν, αλλά για τις ιστορίες που λέει η ζωή του, ούτε καν ο ίδιος. Μετά από λίγο, πήγαμε στις ελιές του και γνωρίσαμε, η Φραντζέσκα κι εγώ, τον πατέρα του και τους εργάτες της έκτασης.
Ο Anser έχει λιόδεντρα (δηλαδή ελιές που καλλιεργούνται για το λάδι τους) και ελιές Καλαμών. Κρεμασμένο σαν μετάλλιο από ένα κλαδί σε κάθε δέντρο ήταν ένα πλαστικό μπουκάλι. “Είναι παγίδα για τον δάκο”, μου λέει ο Anser καθώς προσπερνάμε το ένα δέντρο μετά το άλλο. Οι εργάτες και ο πατέρας του μαζεύουν τις ελιές χρησιμοποιώντας δονητές και λανάρες.
Είναι το πρώτο μάζεμα ελιών της ζωής μου, ακόμη και ως απλός παρατηρητής. Μαθαίνω ότι η φετινή χρονιά ήταν καλή για τις ελιές.
9.
30/06/2006, Πέμπτη, After Dark (Διδότου 31, Αθήνα)
Το πρώτο live των Flowjob δόθηκε στο After Dark. Ήταν αυτοί και οι Corona Virus, ένα συγκρότημα επίσης καινούργιο, και στη φάση των Flowjob. “Ήμουν πολύ ντροπαλός στο πρώτο live”, θυμάται, και αυτή είναι μια δήλωση που δεν μου κάνει εντύπωση. Ακόμα είναι ντροπαλός, σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά. Σαφώς έγινε καλύτερος στο live, σαφώς έχτισε μομέντουμ και αυτοπεποίθηση, αλλά η ντροπή είναι ένα κρατίδιο με τους δικούς του κανόνες. Η ρίζα της ντροπής είναι η συστολή, και αν προκύπτει κάτι από όλες τις φορές που συναντήθηκα -σε διαφορετικές έδρες- με τον Anser είναι η συνέπειά του στο να τονίζει ότι όλο αυτό με το ραπ το έκανε με όρους καθαρούς, όρους ειλικρίνειας.
Μετά την κυκλοφορία του ‘Freeload’, οι Flowjob γέμιζαν το An Club, το Κύτταρο, έφερναν τουλάχιστον 500 άτομα όπου έπαιζαν. “Δεν υπήρχε καινούργιο χιπ χοπ συγκρότημα που να μαζεύει τόσο κόσμο. Ήμασταν εμείς, οι Βήτα Πεις και τα Βόρεια Αστέρια που μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο”.
Δύο χρόνια μετά, μπαίνει φαντάρος, ενώ μόλις πριν έχει κυκλοφορήσει την πρώτη του σόλο δουλειά, που παρουσιάστηκε στις 16 Ιανουαρίου 2009 στο An Club. Θυμάται ημερομηνίες απέξω – λατρεύω τους ανθρώπους που θυμούνται τόσες πολλές πλήρεις ημερομηνίες, που δεν είναι απλά γενέθλια ή γιορτές. Ο Anser ανέβαινε πλέον μόνος του στη σκηνή, χωρίς τους άλλους τέσσερις Flowjob. Μετά το στρατό, έκανε ένα κενό δύο χρόνων. Το 2010 εγκαταστάθηκε ξανά στη Σπάρτη. “Το ‘10 κατέβηκα στη Σπάρτη και μετά γαμήθηκε η φάση. Το ‘13 έβγαλα το ‘Flowroyal’ με τον Eversor, χωρίς συμμετοχές από Flowjob και μετά από δύο χρόνια έκανα το πρότζεκτ με τον Λόγο Απειλή. Από τότε δεν έχω κυκλοφορήσει άλλο δίσκο. Δεν μου αρέσει να κάνω μόνος μου μουσική. Θέλω και κάποιον άλλον, να σπάσει. Το καλό με τους Flowjob είναι ότι κάναμε μουσική πολλά άτομα μαζί και έβγαινε κάτι ωραίο. Είμαι τελείως απομονωμένος, από αυτήν την άποψη, στη Σπάρτη. Θέλεις ανθρώπους να μιλήσεις για μουσική, να σου πουν κάνε αυτό, κάνε το άλλο”.
10.
12/2/2018, Δευτέρα, 7ο Γενικό Ενιαίο Λύκειο Νέας Σμύρνης
Η φιλόλογος Αγάπη Μιχαλά δεν είναι μια συνηθισμένη φιλόλογος. Σίγουρα, δεν μοιάζει με τις (αξιαγάπητες κατά τ’ άλλα) φιλόλογους που είχε ο Anser ή εγώ στο σχολείο. Η κυρία Μιχαλά περνάει κατευθείαν στην πράξη, δεν χάνει το χρόνο της με θεωρίες τύπου ‘πρέπει να είμαστε δίπλα στα παιδιά, να κατανοούμε την πραγματικότητά τους’. Πριν λίγες εβδομάδες, έφερε στην τάξη μερικά τραγούδια του Anser.
“Προσπαθώντας να πλησιάσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών του Λυκείου στο οποίο εργάζομαι ως φιλόλογος παρακολουθώ μεταξύ άλλων τις μουσικές τους επιλογές. Έτσι, άκουσα για πρώτη φορά τον ‘Οπαδό’ του Anser από μια δημοσίευση στο Facebook του μαθητή της Γ’Λυκείου, Καρίμ Αμπόιντ, και εντυπωσιάστηκα. Τραγουδώντας με την αποτελεσματικά αιχμηρή γλώσσα του, ο ‘Oπαδός’ καταθέτει με απόλυτη ακρίβεια την εμπειρία της συνειδητοποίησης της θέσης του μέσα στο γήπεδο. Με σαφήνεια, λιτότητα και ρυθμό, τα λέει όλα: περιγραφή, αίτια και συνέπειες του φαινομένου της βίας στα γήπεδα, όπως λέμε θεωρητικά και μάλλον βαρετά όσοι διδάσκουμε το ανάλογο θέμα στο μάθημα της Έκθεσης.
Αποφάσισα να φέρω το τραγούδι σε δυο τμήματα της Γ’Λυκείου για πολλούς λόγους. Σε ένα ‘μαθητοκεντρικό σχολείο, ανοιχτό στην κοινωνία’ που ονειρευόμαστε, μια τέτοια επιλογή προσελκύει την προσοχή των μαθητών, ειδικά όσων αποτελούν το δυναμικό κομμάτι που δε ‘συμμορφώνεται’ εύκολα, ίσως γιατί δε βρίσκει νόημα στην τυπική σχολική καθημερινότητα. Επιπλέον, το γεγονός ότι παρουσιάζει ένα φλέγον ζήτημα της εποχής μας με τρόπο άμεσο και βιωματικό προκαλεί τη ζωντανή και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων στην τάξη. Εξάλλου, επιμένω στην αξία της μορφής, της έκφρασης και της μουσικής του τραγουδιού που αποτελεί καλλιτεχνική έκφραση της εποχής μας κι επομένως πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να έχει θέση στο σύγχρονο σχολείο.
Συνεχίσαμε με το ‘Δέντρο’ και το εκπληκτικό ‘Έτσι Είναι οι Άνθρωποι’, τραγούδια που μου πρότεινε ο Χρήστος Δορλής, παλιός μας μαθητής, φοιτητής πια. Το σίγουρο είναι ότι το εγχείρημα θα επαναληφθεί και στο μέλλον, τα τραγούδια αυτά θα αποτελέσουν αφορμή για συζήτηση στις τάξεις που θα διδάσκω, ξανά και ξανά”.
11.
14/10/2017, Σάββατο, σε μια μεζονέτα στο Μαρκόπουλο
Η 17χρονη Μ. είναι νεκρή δίπλα στην 51χρονη μητέρα της, η οποία φέρει τραύματα στα χέρια, στο στήθος και στο λαιμό. Η 51χρονη σκότωσε την κόρη της και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Ο πατέρας της οικογένειας προσπαθούσε για πάνω από μισή ώρα να βγει από το υπόγειο, όπου τον είχε κλειδώσει η σύζυγός του. Από την έρευνα της Αστυνομίας, προκύπτει ότι η δολοφόνος και αυτόχειρας έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και οι έντονοι τσακωμοί στο σπίτι με τη M. ήταν πολύ συχνοί. Η οικογενειακή τραγωδία γίνεται πρώτο θέμα στα κανάλια και τις εφημερίδες. Σύντομα έρχεται στο φως της δημοσιότητας το τελευταίο μήνυμα της Μ. στα social media, περίπου 24 ώρες πριν το θάνατό της.
Ήταν αυτοί οι στίχοι από το ‘Θα Μείνει για Πάντα’: “και όταν δεν ήταν εκεί / η ψυχή μισή μου και δεν ήθελα καν να το ζήσω / γιατί είτε ήταν στη μέση σκατά είτε ήταν διαμάντια / τα μοιραστήκαμε εξίσου και αυτό να θυμάσαι θα μείνει για πάντα”.
12.
21/10/2017, Σάββατο, σ’ έναν δρόμο πίσω από το Ρομάντσο
Κοιτάζονται και γελάνε. Ξέρουν ότι έχουν κάνει κάτι που δεν έπρεπε. Είναι χαρούμενοι. Η καρδιά τους χτυπάει λίγο πιο γρήγορα απ’ το κανονικό. Τα ρούχα τους είναι καπνισμένα, αλλά τι σημασία έχει, αυτό είναι το παράσημο. Δεν είναι πάνω από δεκάξι χρονών. Ο ένας από τους δύο, ο πιο μικροκαμωμένος, μπορεί να είναι και δεκαπέντε, δεκατέσσερα. Κάποιον περιμένουν, δεν ψάχνουν ταξί, ούτε φαίνονται βιαστικοί. Μπορεί να περιμένουν τους γονείς τους. Όχι απόψε, αλλά ίσως αύριο, τους πουν για τη στιγμή που άναψαν δυο καπνογόνα μέσα στο Ρομάντσο με το που ο Anser ράπαρε τα πρώτα λόγια του ‘Εν Δράσει’. Και αν θέλουν να το κάνουν λίγο πιο δραματικό (ή ηρωικό), θα τους πουν ότι από τον καπνό δεν φαινόταν ούτε η σκηνή ούτε τίποτα πέρα από τη μύτη τους, και ότι οι άνθρωποι του χώρου τους έβγαλαν έξω σηκωτούς, αλλά χωρίς βία. Και ότι ο Anser τους κοίταγε περήφανος, γιατί για αυτούς ανεβαίνει στη σκηνή. Θα προτιμούσε βέβαια με λίγο περισσότερη ρέγουλα τα καπνογόνα -όχι για κάναν άλλο λόγο, αλλά από το ξάφνιασμα μπέρδεψε τα λόγια του. Αλλά τι σημασία έχει, για αυτούς ανεβαίνει στη σκηνή.