Τι συνδέει μια κατάμαυρη κόντρα γειτόνων με την εθνική Ισλανδίας;
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της μαύρης ισλανδικής κομεντί "Κάτω από το Δέντρο" για το πόσο συχνά τσακώνονται άνθρωποι για τα δέντρα στην Ισλανδία και για το πώς συνδέεται το ποδόσφαιρο με την εθνική ταυτότητα.
- 18 ΙΑΝ 2019
O Hafsteinn Gunnar Sigurdsson είναι περίπτωση: Από τη μία σαρώνει στα, ας πούμε, Ισλανδικά όσκαρ με μια ταινία λίγων χαρακτήρων ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, κι από την άλλη σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ για τη σκανδιναβική τηλεόραση πάνω στην πορεία της παλαβής εθνικής Ισλανδίας μέχρι το Μουντιάλ. Και κάπου στη μέση όλων αυτών, ταξιδεύει στα μεγάλα κινηματογραφικά Φεστιβάλ και βλέπει ταινίες του να γίνονται αμερικάνικα ριμέικ.
Η τελευταία του ταινία, “Κάτω από το Δέντρο”, ξεκινά αυτή τη βδομάδα να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες. Είναι από αυτές τις ταινίες που διαθέτουν λίγους χαρακτήρες αλλά ακολουθούν με λεπτομέρεια την ψυχολογία και τις αντιδράσεις τους όταν ένα μικρό, ελάχιστο περιστατικό ξεκινά ένα ντόμινο αντιπαλότητας. Το ξέρατε ας πούμε ότι στην Ισλανδία ένας πολύ συχνός λόγος τσακωμών ανάμεσα σε γείτονες είναι η ύπαρξη ενός δέντρου; Είναι, μου εξηγεί ο Sigurdsson, τόσο σπάνια, που η οποιαδήποτε κόντρα γύρω από αυτά μπορεί να οδηγήσει ανθρώπους σε ακραίες συμπεριφορές.
Έτσι και στην ταινία, οι γείτονες θα παραπονεθούν πως ένα δέντρο στην πίσω αυλή ρίχνει σκιά στον κήπο τους. Οι μεν θέλουν τον ήλιο. Οι δε, θέλουν το δέντρο. Πόσο black μπορεί να καταλήξει μια κατάσταση ξεκινώντας από μια τέτοια διαφωνία; Ο Sigurdsson το πήγε στα άκρα.
Πάρτε μια γεύση:
Ο σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο και μας μίλησε για το πώς δουλεύει λεπτομερώς πάνω στην ισορροπία χιούμορ και δράματος στην ταινία του (το κόλπο: γεμίζει το δράμα του με κωμικούς ηθοποιούς), για το πώς του φάνηκε όταν η πρώτη του ταινία έγινε αμερικάνικο ριμέικ (το ‘Prince Avalanche’ του David Gordon Green) και για το πώς βρέθηκε να γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για την πορεία της ποδοσφαιρικής εθνικής Ισλανδίας.
***
H πρώτη σου ταινία έγινε ριμέικ από τον David Gordon Green στην Αμερική παρότι δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο high concept, είναι βασισμένο σε χαρακτήρες και ερμηνείες. Σου φάνηκε περίεργο όταν σε προσέγγισαν;
Τα κινηματογραφικά ριμέικ έχουν αυτό το στίγμα πάνω τους ενώ ο θεατρικός κόσμος ας πούμε είναι συνηθισμένος, υπάρχουν μονίμως ριμέικ. Οπότε γιατί όχι; Όταν μας προσέγγισε ο David Gordon Green νόμιζα πως ήταν κάποιο αστείο, γιατί συνήθως είναι το Nordic Noir ή το Scandi Crime, αυτά τα είδη που πιάνει το Χόλιγουντ και κάνει αυτές τις μεγάλες ταινίες. Εμείς είμαστε τελείως μακριά από αυτές. Αλλά έχουμε ένα παγκόσμιο στοιχείο, για μια φιλία που αναπτύσσουν δύο άνθρωποι στη μέση του πουθενά, οπότε μπορείς να τοποθετήσεις αυτή την ιστορία οπουδήποτε, ξέρεις.
Ήμουν περίεργος τι θα έκανε με αυτό το υλικό γιατί είναι σκηνοθέτης που ήξερα και σέβομαι πολύ, κι ήθελα να δω τι ταινία θα έκανε. Νομίζω γύρισε μια πολύ καλή ταινία, την έκανε απολύτως δική του αλλά ήταν και πολύ πιστός στο αρχικό μας σενάριο και στον πυρήνα της ταινίας μας. Ήταν παράξενο να το βλέπω πρώτη φορά γιατί μονίμως το συνέκρινα με τη δική μου δουλειά, αλλά το είδα και δεύτερη φορά, ήξερα τότε τι να περιμένω, κι ήταν πολύ δυνατή εμπειρία.
Αγαπώ ταινίες που εστιάζουν σε μικρές λεπτομέρειες και κοιτούν το πώς οι χαρακτήρες αντιδρούν σε συγκεκριμένα πράγματα. Πόσο δύσκολο είναι να αναπτύξεις μια ταινία τέτοιας δομής; Πώς το έκανες εδώ συγκεκριμένα;
Πραγματικά μου αρέσει να δουλεύω με ελάχιστα στοιχεία και πραγματικά να τα εξερευνώ, να τα ακολουθώ καθώς βγαίνουν εκτός ελέγχου, κάπως. Η έμπνευσή μου εδώ ήταν το ότι στην Ισλανδία έχουμε πολλές περιπτώσεις με έχθρες γειτόνων που έχουν να κάνουν με δέντρα–
Αλήθεια; Συγκεκριμένα με αυτό;
Ναι, ίσως επειδή δεν έχουμε πολλά δέντρα ή είναι κάπως άγονο το τοπίο κι οι άνθρωποι που έχουν όμορφα δέντρα δένονται πολύ μαζί τους και δε θέλουν να τα αποχωριστούν. Αλλά την ίδια στιγμή, το καλοκαίρι σε εμάς είναι μικρό, ο ήλιος δε βγαίνει συχνά, κι αν έχεις ήλιο θες να είσαι σίγουρος πως θα τον απολαύσεις. Ενδιαφέρον δίλημμα, μπορώ να καταλάβω και τις δύο πλευρές, κι αυτούς με το δέντρο κι αυτούς που θέλουν να κοπεί. Είχα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα με τη γυναίκα μου! Έχω ένα δέντρο που ήθελε να κόψει κι εγώ δεν ήθελα να το κόψω. Οπότε αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης. Δούλευα με έναν σεναριογράφο πάνω στην ταινία, είχαμε δουλέψει μαζί σε προηγούμενα πρότζεκτ, έκανε το πρώτο draft και μετά επειδή δε συμφωνούσαμε ακριβώς πού θα πάει, έφυγε και το ανέλαβα εγώ.
Ποια ήταν η διαφωνία σας; Μπορείς να πεις;
Δεν είχα το sex tape η αρχική εκδοχή της ταινίας, είχε γενικά αρκετές διαφορές στην ιστορία του Άτλι. Γενικά δεν ήμουν πολύ σίγουρα, πολλά πράγματα ήθελα να τα κάνω διαφορετικά. Η ιστορία άλλαξε αρκετά όταν το ανέλαβα.
Φτιάχνοντας μια τέτοιου τύπου ιστορία, όταν αρχίζεις ξέρεις το τελικό σου σημείο ή αφήνεις τον εαυτό σου να οδηγηθεί εκεί; Παρατηρείς τους χαρακτήρες ή οδηγείς προς μια κατεύθυνση;
Μου αρέσει να χαρτογραφώ την ιστορία πριν γράψω οτιδήποτε. Δεν κάθομαι να δω δηλαδή πού θα με πάει η έμπνευση, είναι κάτι πιο οργανωμένο από αυτό. Έχω μια διαδρομή. Φυσικά ανακαλύπτεις πράγματα στην συγγραφική διαδικασία, αλλά υπάρχουν τα σημεία-κλειδιά πάνω στα οποία χτίζεις.
Αυτή η υπόθεση μου θύμισε και το ‘Rams’, που είναι πάλι βασισμένο στο ότι δύο κοντινοί άνθρωποι διαφωνούν πάλι για κάτι λεπτομερές. Είναι κάτι συχνό στο σινεμά σας;
Ναι, υπάρχουν γενικά ιστορίες παρόμοιες με το ‘Rams’, οικογένειες ή γείτονες που δε μιλάνε πια. Σε μια μικρή κοινωνία η εγγύτητα είναι έντονη και είναι δύσκολο να είσαι ανώνυμος σε μια πόλη 200 ανθρώπων. Όλοι σε ξέρουν. Οπότε υπάρχει μια ένταση σε αυτό και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κι αυτό επηρεάζει και τις ιστορίες που λέμε.
Κάτι που συναντάμε και στις προηγούμενες ταινίες σου, είναι το ότι κατά βάση παρατηρούν τις συμπεριφορές λιγοστών ανθρώπων σε μια κατάσταση όπου έχουν βρεθεί.
Ναι, μου αρέσει να δημιουργώ μικροκόσμους και εξερευνώ τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε χαρακτήρες. Μου αρέσουν οι ταινίες χωρίς πολλούς χαρακτήρες, γιατί αν έχεις λίγους μπορεί να χτίσεις μια σχέση του χαρακτήρα με το κοινό, περνάς χρόνο μαζί του, αντί να πετάς διαρκώς καινούριους ανθρώπους στο κοινό περνώντας λιγότερο χρόνο με τον καθένα. Μου αρέσει γιατί γενικότερα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Γι’αυτό κάνω σινεμά, εξερευνώ την ανθρώπινή του διάσταση. Κάνω ταινίες για αληθινούς ανθρώπους με αληθινά προβλήματα.
Οι συμπεριφορές αυτές πατούν μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην τραγωδία και το χιούμορ, υπήρχαν σημεία και που γέλαγα και σκεφτόμουν γιατί νιώθω τόσο άσχημα.
Η ιστορία έχει κάποια αστεία και κάποια θλιβερά στοιχεία, κι εγώ δε σκεφτόμουν πως κάνω κωμωδία ή δράμα. Πάντα ψάχνω για αυτές τις αντιθέσεις στην αφήγηση γιατί εκτιμάς τη θλίψη όταν έχεις το χιουμοριστικό στοιχείο, και το ανάποδο. Απλά εμπιστεύομαι πως οι καταστάσεις αυτές που συμβαίνουν στο σενάριο είναι οι ίδιες αστείες. Δεν προσπαθώ ας πούμε να σπρώξω την κωμωδία.
Επίσης με το κάστινκ, έβαλα ηθοποιούς που είναι κωμικοί. Ο κεντρικός χαρακτήρας για παράδειγμα. Ή η μητέρα του, που είναι μια θρυλική κωμικός στην Ισλανδία, δεν έχει παίξει όμως ποτέ δραματικό ρόλο. Παίζει συνήθως ένα στυλ πολύ ευρείας κωμωδίας. Αλλά έκανε φανταστική δουλειά εδώ! Κι αυτός το ίδιο, που συνήθως παίζει σε κωμωδίες με σκετσάκια. Ποτέ πριν δράμα για κανέναν τους.
Γι’αυτό τους διάλεξες επίτηδες ή απλά προέκυψε αλλιώς;
Γι’αυτό, ναι, γιατί ήξερα ότι υπάρχει μια υπόγεια αίσθηση χιούμορ στις καταστάσεις, που δεν ήθελαν κάποιο σπρώξιμο για να βγουν στην επιφάνεια. Κι έχουν timing και μια αίσθηση κωμωδίας πολύ λεπτή. Ειδικά για το ισλανδικό κοινό που ξέρει τους ηθοποιούς, έφεραν έναν ανάλαφρο αέρα στους ρόλους.
Αυτό που λες μου θυμίζει το ‘Informant!’ του Σόντερμπεργκ, που έβαλε επίτηδες στο καστ σχεδόν εξ ολοκλήρου κωμικούς, χωρίς η ταινία να είναι ευθέως κωμωδία.
Δεν το ήξερα. Ξέρω την ταινία, δεν την έχω δει. Αλλά ναι, οι κωμικοί, αν μπορείς να κάνεις κωμωδία τότε μπορείς να κάνεις και δράμα. Οι κωμικοί έχουν ένα timing και μια πρόσβαση στις κινήσεις και στο σώμα τους που τους οδηγά. Δεν πιστεύω πως κάθε καλός δραματικός ηθοποιός μπορεί να κάνει κωμωδία, αλλά κάθε καλός κωμικός μπορεί να παίξει δράμα.
Η ισορροπία στον τόνο ήταν το δυσκολότερο πράγμα στο φιλμ ή υπάρχει κάτι που σε δυσκόλεψε περισσότερο;
Τονικά το να τα φέρω όλα αυτά τα στοιχεία ήταν πολύ δύσκολο, ήταν ένα ταξίδι που ξεκινά αθώα και τελειώνει σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. Το να φέρεις μαζί σου το κοινό, και συναισθηματικά, σε αυτό το σημείο είναι μια πρόκληση.
Αλλά πρακτικά, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν το location. Είχαμε βρει πού θα γυριστεί η ταινία αλλά όχι το δέντρο, επειδή όπως λέγαμε και τώρα, στην Ισλανδία δεν είναι πολλά τα δέντρα. Οπότε βρήκαμε το δέντρο σε άλλο μέρος, το κόψαμε και το φέραμε σε μεγάλο ανοιχτό χώρο. Το φιλμάραμε από όλες τις πιθανές γωνίες, μετά πήραμε την κορυφή του και τη φιλμάραμε στο location της ταινίες, γυρίσαμε εκεί όλα τα πιθανά close-ups που θα χρειαζόμασταν, και για τα μακριά βάλαμε ξανά την κορυφή του στον κορμό… ήταν τεχνικά ένα πολύπλοκο πράγμα!
[γελώντας κι οι δύο] Χρησιμοποιήσατε CGI;
Ναι! Και ακριβώς, όταν λειτουργείς σε ένα νατουραλιστικό περιβάλλον πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά για να μην αποσπούν την προσοχή. Και ευτυχώς δεν αποσπούσαν. Έχει πλάκα, αυτό είναι το τέλειο με το να γυρίζεις ταινίες, αντιμετωπίζεις πάντα κάποιο πρόβλημα που δεν έχει συμβεί ποτέ σε κάποιον άλλον, πρέπει να πάντα να εφευρίσκεις λιγάκι τον τροχό. Εδώ έπρεπε να βρούμε μια τοποθεσία που να έχει σωστή απόσταση από τους δύο κήπους, η αρχιτεκτονική έπρεπε να είναι συγκεκριμένη. Έψαχνα σε όλο το Ρέικιαβικ! Ευτυχώς ήταν πολύ ευγενικοί οι άνθρωποι και μας άφησαν να εισβάλουμε στα σπίτια τους για 5 βδομάδες μες στο καλοκαίρι.
Μιας κι η ταινία κυκλοφόρησε αρκετά και στο φεστιβαλικό κύκλωμα, αναρωτιέμαι πώς ήταν οι αντιδράσεις. Διαφορετικές χώρες, διαφορετικοί άνθρωποι.
Έχει ενδιαφέρον, για μένα ποτέ δεν ξέρεις τι έχεις μέχρι να δεις την ταινία με κοινό. Δουλεύεις στο σκοτάδι, μαντεύεις τι θα λειτουργήσει και τι όχι. Δεν ξέρεις μέχρι αν κάτσεις με κοινό και δεις πώς θα αντιδράσουν. Οπότε είναι μεγάλη μαθησιακή εμπειρία για μένα το να πάω σε διαφορετικές χώρες με διαφορετικό κοινό και να βλέπω πώς θα αντιδράσουν, έστω για λίγα λεπτά στην αρχή. Δεν το κάνω πια γιατί έχω δει την ταινία υπερβολικά πολλές φορές, αλλά είχε μεγάλο ενδιαφέρον στην αρχή. Διότι έχει αυτό το στεγνό σαρκαστικό χιούμορ που άνθρωποι στις σκανδιναβικές χώρες εκτιμούν πολύ. Στη Φινλανδία ξεκαρδίζοντας στα γέλια. Αλλά μετά στη Νότια Ευρώπη [σσ. η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας] είναι άλλη η αίσθηση του χιούμορ και εκτιμάται με άλλο τρόπο. Όχι χειρότερο, αλλά διαφορετικό. Στη σκηνή με το σκύλο ας πούμε βλέπω πολύ διαφορετικές αντιδράσεις σε ανθρώπους. Άλλοι το βρίσκουν αστείο, άλλοι το πιο απάνθρωπο πράγμα στον κόσμο. Στην πρεμιέρα στη Βενετία μια γυναίκα μου έλεγε πως έπρεπε να ντρέπομαι, κι εγώ και το κοινό που γέλαγε σε αυτή τη σκηνή. Είναι πολύ ενδιαφέρον πράγμα. Πάει τους ανθρώπους σε διαφορετικό ταξίδι, αλλά σίγουρα δημιουργεί μια αντίδραση.
Διαβάζω επίσης πως έχεις γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την εθνική Ισλανδίας στο Μουντιάλ, νομίζω, δεν έχω βρει πολλές πηγές στα αγγλικά.
Ναι, πράγματι! Ήταν για την σκανδιναβική τηλεόραση, ένα διαφορετικής προσέγγισης στόρι με αφορμή το ποδόσφαιρο, αφορούσε την ομάδα της Ισλανδίας στο Μουντιάλ όπου πήγαμε ως το μικρότερο έθνος. Εξερευνούσαμε την Ισλανδική ταυτότητα μέσα από την ιστορία της ποδοσφαιρικής ομάδας, οπότε είναι μια φιλοσοφική, ιστορική προσέγγιση στον αθλητισμό.
Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον, εξάλλου η Ισλανδία είχε πολλούς φανς ως ομάδα-θαύμα.
Με προσέγγισε ένας παραγωγός, με ρώτησε αν θα σκεφτόμουν να κάνω κάτι. Βρήκα ένα podcast ενός τύπου που ήταν φιλόσοφος και προσέγγισε τα σπορ από μια ενδιαφέρουσα οπτική, και τον ρώτησα αν θα ήθελε να κάνουμε κάτι. Και κλικάραμε, βρίσκοντας ένα καλό σενάριο για αυτό το φιλμ. Ήταν ένα ενστικτώδες πρότζεκτ, που ξεκινήσαμε τον Ιανουάριο και βγήκε στις 17 Ιουνίου, που είναι η μέρα ανεξαρτησίας της Ισλανδίας και η μέρα με το πρώτο ματς στο Μουντιάλ. Ήταν κάτι πάνω σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή της Ισλανδικής ιστορίας.
Ακολουθούσες τον αθλητισμό γενικά ή σε ενδιέφερε κυρίως αυτό που συμβόλιζε η ομάδα αυτή;
Αυτό, ήταν και μια ευκαιρία να μιλήσεις για την εθνική ταυτότητα ενός τόσο μικρού έθνους μέσα από την ιστορία μιας ομάδας. Είχαμε και παίχτες που μας μίλησαν και τους σκιαγραφήσαμε με έναν διαφορετικό τρόπο. Η ταινία εξερευνούσε άλλα πράγματα από αυτά που συνήθως μιλάνε τα αθλητικά ντοκιμαντέρ ή οι αθλητικές ιστορίες. Είχαμε συνεντεύξεις από συγγραφείς, επιστήμονες, τον πρωθυπουργό. Πραγματικά διασκεδαστικό πρότζεκτ.
*Το “Κάτω από το Δέντρο” κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Neo Films.