“Ήθος ανθρώπου δαίμων”: Ο Νίκος Καλογερόπουλος αφηγείται τη ζωή του
Η 'Λούφα και Παραλλαγή', το 'Ρεμπέτικο', ο κουμπάρος του, Χρόνης Μίσσιος και το 'όχι' στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Συνέντευξη με τον ηθοποιό που προτίμησε να σε κοιτάει στα μάτια, παρά να βγάλει λεφτά.
- 2 ΝΟΕ 2020
Θα κοιτάξει κάτω όταν θα τον αποκαλέσω έτσι. Εκτιμά πολύ τη γενιά του και κατά την κουβέντα μας, θα βρίσκει συνεχώς ευκαιρίες να μιλάει γι’ αυτήν. Για τον Κιμούλη, τον Ρέτσο, τη ‘Σωτηρούλα’ Λεονάρδου.
Είναι μεσημέρι και καθόμαστε λίγο πιο κάτω απ’ τον παλιό σταθμό των τρένων της Κυπαρισσίας, εκεί όπου ο Νίκος Καλογερόπουλος έχει στήσει το ‘Τρενοτεχνείο’, έναν δικό του χώρο πολιτισμού.
Στην πρόσοψη του κτιρίου, είναι αποτυπωμένος ο ασπρόμαυρος εαυτός του ως ‘Μπάμπης’, από το ‘Ρεμπέτικο’. Αλλάζω τη σειρά των ερωτήσεών μου και αρχίζω από εκεί.
‘Ρεμπέτικο’
Έχετε πει ότι την αγαπάτε λίγο παραπάνω από τις υπόλοιπες ταινίες σας.
Γιατί έχει την ιστορία. Είναι το τρένο που κουβαλάει όλον τον πολιτισμό. Από Σμύρνη, από Αρχαία Ελλάδα, από από από…
Υπάρχει μια ωραία ιστορία για το πώς βρεθήκατε να παίξετε εκεί. Είχατε πει “όχι” στην αρχή γιατί σας είχαν προτείνει να παίξετε τον Φώντα, κι εσείς είπατε “ή τον Μπάμπη ή φεύγω”.
Ε, ρε κάτι μαλακίες που έχω κάνει μου έχουν βγει σε καλό (σ.σ. γελάει). Ε, δεν το λες έτσι το “όχι” ρε παιδί μου, ειδικά στο ‘Ρεμπέτικο’. Και ποιος είσαι εσύ; Λες όχι σε ένα έργο τεράστιο, σε έναν ρόλο πάρα πολύ ωραίο όπως του “Φώντα”;
Δεν το ‘πα για να πουλήσω μούρη όμως, είπα αυτό που επιθυμούσα, κατάλαβες; Του λέω του Φέρρη “να σου πω, εγώ γουστάρω τον Μπάμπη…”. “Άη στο διάολο, μου λέει, τον Μπάμπη θα τον κάνει ο Σπύρος ο Φωκάς ρε μαλάκα που ‘ναι και δυο μέτρα, εσύ είσαι ενάμιση” (σ.σ. γελάει). Του λέω “εγώ πάντως αυτόν γούσταρα”. Και καλά έκανε ο Κώστας και τον έδωσε αλλού. Αλλά αφού του είπα έτσι, δεν με έπαιρνε τώρα να γυρίσω και να πω “εντάξει, θα κάνω τον Φώντα”. Το έκαψα.
Το πήρατε και εγωιστικά δηλαδή.
Ε, ναι. Πέρασε που λες ο καιρός, και με έναν Αμερικάνο που ήταν να κάνει την παραγωγή, πλακωθήκανε, χάλασε και η δουλειά με τον Φωκά, και παίρνουνε τηλέφωνο τον Νίκο τον Ξανθόπουλο. Ο Ξανθόπουλος λέει στον Ζερβουλάκο, τον παραγωγό, “είμαι στην Αμερική κι έχω συμβόλαιο ενάμιση μήνα”. Τραγούδαγε εκεί.
Καιγόντουσαν όμως αυτοί έπρεπε να βρουν κάποιον…
Για καλή μου τύχη, λοιπόν, ο Ζερβουλάκος και ο Τάκης ο γιος του που έκανε τη φωτογραφία -άλλο ταλαντούχο πλάσμα κι αυτό- έχουνε πάει απάνω στα Πομακοχώρια και κάνουν ένα ντοκιμαντέρ. Ε, το βράδυ δεν είχαν και πού να πάνε, παιζόταν και μια ταινία του Βασίλη του Μπουντούρη, το ‘Είμαι’ (“Είμαι πόρνη”, δηλαδή). Σ’ αυτήν έπαιζα εγώ μαζί με τη Λενώση, έκανα τον νταβατζή. Και λέει “δεν πάμε να το δούμε;”.
Και από ό,τι μου είπε ο Τάκης, όταν τελείωσε η ταινία κοιτάζονται στα μάτια και λένε “σκέφτηκες αυτό που σκέφτηκα;. “Για πες το”, του λέει ο άλλος… “Μπάμπης!”. “ΝΑΙ ΡΕ, ΜΠΑΜΠΗΣ!”.
Και παίρνουν καπάκι τον Φέρρη από την Ξάνθη και του λένε “βρήκαμε τον Μπάμπη ρε”. Και βλέπει κι αυτός την ταινία και με παίρνει τηλέφωνο.
Εγώ τότε ήμουνα στη Γερμανία, έκανα τους ‘Γκασταρμπάιτερ’. Ο Φέρρης έχει πάρει τηλέφωνο στο σπίτι, έχει ξαναπάρει… Εγώ εν τω μεταξύ έχω αγοράσει έναν αυτόματο τηλεφωνητή, και λέω “για να το δοκιμάσω, πιάνει από τη Γερμανία;”. Μπαίνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και ακούω τον Φέρρη να με έχει πάρεις τρεις τέσσερις φορές. Και την τελευταία φορά μου λέει “για τον Μπάμπη σε θέλω ρε”. Αυτός νόμιζε ότι τον εγράφω εγώ. Τον παίρνω καπάκι “ρε είμαι στη Γερμανία γι’ αυτό δεν σε πήρα”. “Πότε έρχεσαι”, μου κάνει. “Την Παρασκευή”. “Την Παρασκευή, μου λέει, ραντεβού. Ό, τι ώρα και να φτάσεις”.
Πράγματι πήγε Παρασκευή, πάω καπάκι τον βρίσκω. Καταλαβαίνεις τώρα…
Χαρά μεγάλη…
Μα τι λες τώρα, καταλαβαίνεις τι έπαθα; Δώρο. Να κάνω τον Τσιτσάνη; Δέος.
Ήταν και δεν ήταν ο Τσιτσάνης όμως…
Εντάξει, ο Τσιτσάνης ήταν (σ.σ. χαμογελάει συνωμοτικά). Και του ‘χε πει του Ζερβουλάκου ο Τσιτσάνης “γιατί ρε Γιώργη κάνατε μία ταινία που είναι πρωταγωνίστρια η Μαρίκα και δεν κάνατε μία ταινία που να είναι πρωταγωνιστής ο Βασίλης” (σ.σ. μιμείται τη φωνή του) και του λέει ο άλλος “εσύ ρε Βασίλη, ζεις ακόμη”.
Για τη μουσική. Ο Ξαρχάκος έγραψε ιστορία, αλλά δεν είναι εντυπωσιακό που ενώ υπήρχε τόσο μεγάλος πλούτος σε ρεμπέτικα τραγούδια, δεν διάλεξε ο Φέρρης απ’ αυτά;
Καλά έκανε.
Εκ του αποτελέσματος σίγουρα έκανε καλά, δεν το συζητάμε.
Κοίτα να δεις όμως τα ρεμπέτικα στιχάκια στην ταινία, είναι το άλλο πόδι της ταινίας. ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΟΔΙ ΟΜΩΣ, όχι το δαχτυλάκι της. Ο παππούς ο Γκάτσος, ο τεράστιος αυτός ποιητής, ήρθε και τα μόνιαξε. Διάβασε τα στιχάκια, θα ανατριχιάσεις. Λέει τα πάντα, κατάλαβες; Κι εκεί οφείλεται και η μεγάλη επιτυχία της ταινίας, στο πώς δέσανε το ένα με τ’ άλλο. Και οι ηθοποιοί άριστοι και όλα.
Και τι μάς γράφανε τότε οι κριτικοί νομίζεις; Μαλακίες μας γράφανε, το ξέρεις ε; Ότι είναι φολκλόρ, τουριστική, και του κώλου τα εννιάμερα.
Δεν δείχνετε για άνθρωπος που θα ντρεπόταν, αλλά στον Γκάτσο ντραπήκατε να μιλήσετε. Τον είδατε στο μοντάζ αλλά δεν τον πλησιάσατε.
Ε, δεν ήταν από ντροπή. Κάτι έπαθα ρε παιδί μου, ήταν σαν να βλέπω τον Θεό, κατάλαβες;
Και επίσης πήγατε μόνος σας και πήρατε το μπουζούκι που κρατούσατε στην ταινία.
Το μπουζούκι αυτό, άκου να δεις, είναι του 1928, κειμήλιο. Και το ‘χω δει που το κρατάει ο Αργύρης ο αδερφός του Μάρκου σε μια μεγάλη φωτογραφία με ρεμπέτες. Είναι χαρακτηριστικό. Έχει έξι μαργαρίτες και μία πεταλούδα.
Και το ‘χω δει και στου Μπιθικώτση τα χέρια σε μια παλιά ταινία… Και κάποιος το πούλησε να πούμε, κάποιο πρεζονάκι.
Και κάποιες φορές που έχω το οργανάκι και βγάζω κάτι τραγούδια που τα γουστάρω πολύ, και τα γουστάρουν και αυτοί που τα ακούν, λέω “λες ρε συ, να μού τα μαρτυράει μόνο του; (σ.σ. χαμογελάει). Γιατί εγώ δεν ξέρω μουσική, δεν ξέρω νότες, δεν ξέρω τίποτα. Και λέω “λες να μου φτιάχνει τους ήχους που έχει ακούσει τόσα χρόνια;”
Πού το βρήκατε;
Άκου. Έφερε ο Φέρρης δυο μοτοσικλέτες όργανα για να ‘χουν οι μουσικοί και οι κομπάρσοι. “Εγώ θα κάνω τον Τσιτσάνη”, του λέω, “δεν μπορώ να έχω όργανα της οκάς. Πάω να βρω ένα όργανο που να το γουστάρω”. Πάω λοιπόν, και παίρνω σβάρνα τα οργανοποιία στο Μοναστηράκι. Και κάποια στιγμή κατεβαίνω σε ένα υπόγειο στην Ηφαίστου, και ο παππούς μέσα, με γνώρισε. Είχα παίξει και στο ‘Χριστός ξανασταυρώνεται’, είχα κάνει έτσι πέντε έξι πραγματάκια. “Ρε μαγκάκι, τι κάνεις εδώ”, μου λέει, “κάνω μια ταινία, έτσι κι έτσι”, μου λέει “κατάλαβα. Θα περνάς κάθε 15 μέρες…”. “Τι 15, του κάνω, ξεκινάμε γυρίσματα δεν γίνεται”, μου λέει “κοίτα αυτό δεν μπορούμε να το ‘χουμε στο τσεπάκι μας”. Φεύγω. Κάνω την περατζάδα μου μετά από τρεις μέρες ξαναπάω. “Ρε δεν είπαμε σε 15 μέρες;”. Τίποτα εγώ. Μετά από τρεις μέρες ξαναπάω. Δεν πήγαινα μόνο στον παππού αυτόν, έπαιρνα σβάρνα και τους άλλους, και μια φορά που λες με βλέπει και δείχνει με το χέρι του κάτω απ’ τον πάγκο. “Εδώ σ’ έχω”.
Ήταν ακριβό;
Έκανε 16 χιλιάρικα, η παραγωγή το πλήρωσε.
Άκου όμως τώρα. Το μπουζούκι για μένα ήτανε λατρεία, έχω φάει όμως κάτι κλωτσιές πιτσιρικάς μόλις έπιασα ένα στα χέρια μου… Μού λέει ο πατέρας μου “γαμώ το κέρατό σου, μη σε ξαναδώ με το ζητιανόξυλο στα χέρια”. “Ζητιανόξυλο” το ‘λεγε.
Και μετά συναντήθηκα με το θέατρο και νίκησε αυτό. Δεν μπορούσα να κάνω και τα δύο, δεν είχα χρόνο δηλαδή, πώς να μάθω; Και φράγκα δεν είχα.
Όπου λοιπόν είμαι εκεί στο στούντιο που κάναμε τα γυρίσματα του ‘Ρεμπέτικου’, έχω πιάσει μια γωνίτσα, έχω πάρει και το οργανάκι και ντίρι ντίρι, ντίρι ντίρι προσπαθώ να “ακολουθήσω” τα τραγούδια της ταινίας που παίζονταν δυνατά -όσο αλλάζανε σκηνικά, φώτα, κτλ. Και περνάει ο Τάκης ο Μπίνης, δυο μέτρα, με το μπουζούκι στο χέρι.
Ο οποίος έπαιζε στην ταινία.
Ναι. Με ακούει, “πώς φεύγεις από ματζόρε και πας μινόρε και ξανάρχεσαι πάλι;”, με ρωτάει. Λέω “με δουλεύει τώρα”, αλλά ο Μπίνης νόμιζε ότι δεν ήθελα να του δείξω τον δρόμο που έπαιζα (σ.σ. γελάει δυνατά). “Εγώ, του λέω, προσπαθώ να παίξω τα τραγούδια που ακούγονται για να πηγαίνουν τα δάχτυλά μου ψιλοσωστά πάνω στο μπουζούκι, να μη φαίνομαι μαλάκας στη σκηνή”. Μου απαντάει “σοβαρολογείς;”. “Ναι”. Και γυρίζει ο Τάκης και μου λέει “μικρέ, το όργανο σε θέλει”. Και έφυγε.
Εξαιτίας της ταινίας δηλαδή μάθατε μπουζούκι.
Δεν έμαθα. Ψιλοπαίζω. Τα τραγούδια μου εκεί τα γράφω. Αλλά δεν είμαι μπουζουξής. Θα ήθελα πολύ όμως. Ευτυχώς είναι οι πιτσιρικάδες οι δικοί μου. Ο Οδυσσέας είναι πολύ καλός κιθαρίστας, μουσικάρα.
Αυτός είναι ο μεγάλος ή ο μικρός γιος;
Ο μεγάλος. Ένα χρόνο διαφορά έχουνε. Ο μικρός έχει ένα χέρι στο μπουζούκι πώπω σου λέω…
Μεγάλη ερμηνεία και από τη Σωτηρία Λεονάρδου.
Η Σωτηρούλα μου ήτανε από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα, ήτανε μαγκάκι, λεβεντογυναίκα (σ.σ. σταματάει και σκέφτεται λίγο).
Τέσσερα πέντε άτομα έβλεπε τελευταία. Και τελευταία τελευταία, δεν σήκωνε ούτε το τηλέφωνο. Πήγα κανά δυο φορές απ’ το σπίτι της, ήτανε όλα κλειδαμπαρωμένα. Την έχασα και χάθηκε, έφυγε το Σωτηρουλάκι…
Της έβαζα τα τραγούδια γούσταρε, της έπαιζα τα καινούργια που έχω και αν όντως ήταν καλά, θα τα έλεγα μαζί της. Είχαμε κάνει και μια παράσταση, την ‘Τριωδία’ με τη Σωτηρούλα. Την είδες μέσα την αφίσα;
Θα τη θυμάμαι πάντα με πολλή αγάπη.
Με το ‘Ρεμπέτικο’ πήγατε και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Ο Δημήτρης Παπαχρήστος έχει αναφερθεί σε διάφορα “περιστατικά” από εκείνες τις μέρες.
Πήγα σε κάτι στέκια τότε, σε κάτι καταλήψεις στο Δυτικό Βερολίνο. Γυρνάμε μετά στο Φεστιβάλ, κι ακούω απ’ τα μεγάφωνα “Καλογερόπουλος Νικόλαος”. “Τι έγινε ρε μαλάκα;”, μού λένε. Πρόσεξε, είχανε βγάλει το πορτοφόλι μου, είχανε πάρει την ταυτότητα, το είχαν ξαναβάλει μέσα στην τσέπη μου και δεν είχα πάρει χαμπάρι. Σου λέει “τι μουτσούνα είναι αυτός εδώ, δεν τον έχουμε ξαναδεί, πήγε και σε καταλήψεις…”. Και γι’ αυτό με ζητήσανε. Για να μου δώσουν πίσω την ταυτότητα.
Στο Ανατολικό Βερολίνο θυμάμαι που πήγαμε στο μουσείο της Περγάμου και τα πήρα στο κρανίο γιατί έβλεπα που είχαν τρυπήσει τα κεφάλια στα αγάλματα για να τα δέσουνε και να τα κουβαλήσουνε, και ήτανε σαν να τα είχανε πυροβολήσει και άρχισα τα καντήλια. “Καργιόλια, λωποδύτες…”.
Και ήρθε ένας να μας μπουζουριάσει. Αλλά να μου πεις μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Και εδώ να μένανε, ξέρεις πόσα αγάλματα λιώσανε σε ασβεστοκάμινα για να κάνουν απόπατους οι δικοί μας εδώ οι καθώς πρέπει;
Κάπου διάβασα ότι ήθελαν να κάνουν ταινία το βιβλίο για τη ζωή του Ζαμπέτα που έχει γράψει η Ιωάννα Κλειάσου και ότι θέλατε σαν τρελός να τον υποδυθείτε.
Ναι. Μού ‘φερε όμως και ο Μιχάλης ο γιος του Ζαμπέτα, ένα σενάριο πριν 12-13 χρόνια, αλλά δεν… Του λέω “Μιχάλη, κάτσε να δεις τι άποψη έχω εγώ για τον πατέρα σου”. Γιατί στο ‘Οι Κυνικοί ξανάρχονται’, στο δεύτερο μέρος όλη η ιστορία ξεδιπλώνεται στον Κάτω Κόσμο. Και εκεί συναντιέται ο Διογένης με τους “αοιδούς του Άδη”. Αυτοί είναι Ζαμπέτας, Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαιωάννου, όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, κατάλαβες;
Ό,τι έχει σωθεί από την ελληνική γραμματεία για τους κυνικούς φιλοσόφους το έχουμε μέσα στο έργο.
Δεν είναι και πολλά…
Λίγα είναι αλλά αρκετά για να σε ξυπνήσουνε και να σου δώσουνε να καταλάβεις τι εστί βερίκοκο. Και έχω έναν διάλογο του Διογένη και με τον Ζαμπέτα μέσα.
Σαν τους ‘Νεκρικούς Διαλόγους’ του Λουκιανού.
Από εκεί είναι, ο “παππούς” αυτός μας το εδίδαξε. Άκου όμως τώρα να δεις. Βρήκα ένα βιβλίο που πήγαινα στην τρίτη γυμνασίου, που κάναμε τους ‘Νεκρικούς Διαλόγους’. Ρε φίλε, συγκινήθηκα πάρα πολύ. Είχα σημειώσει πάνω στο σχολικό βιβλίο αυτά που μου έκαναν εντύπωση και τόσα χρονιά μετά τα έκανα θεατρικό έργο, χωρίς να το καταλάβω.
Άλλη μία απόδειξη -ποιος το ‘χε πει;- ότι όλοι, και οι ποιητές και οι ζωγράφοι και οι συγγραφείς, ένα έργο κάνουνε. Ένα έργο.
‘Μάθε παιδί μου γράμματα’
Στο ‘Μάθε παιδί μου γράμματα’ έχει αυτή τη φοβερή σκηνή που είστε μπροστά στις τουρίστριες, φοράτε τακούνια και χορεύετε το Rasputin. Αν πηγαίνατε στο πραγματικό σας χωριό να το κάνετε αυτό, πώς θα σας υποδεχόταν ο πατέρας σας;
Όπως με υποδέχτηκε ο “πατέρας” μου ο Διαμαντόπουλος (σ.σ. γελάει). Το ίδιο.
Με σφαλιάρες.
Εντελώς. Τι; Το συζητάς; Και μη σου πω ότι μπορεί να είχε και δίκιο.
Ο Διαμαντόπουλος πώς ήταν; Ως ηθοποιός, ως άνθρωπος.
Αααα… Άριστος, λατρεία, αγαπημένος δάσκαλος. Και δάσκαλος και φίλος.
Κρατήσαμε και μετά επαφή.
Και τελευταία μου είχε θυμώσει γιατί με φώναξε στη σχολή που είχε να κάνω τον δάσκαλο και του λέω “εγώ δεν είμαι δάσκαλος, είμαι μαθητής”. Αλλά λατρεμένος. Μέγας ηθοποιός, και σπουδαίος ως άνθρωπος.
Είχατε πει ότι όταν παίζατε μαζί με εκείνον, τον Κιμούλη και τον Λογοθέτη, ότι ήταν η καλύτερή σας. Ότι απογειωνόσασταν.
Φεύγαμε εντελώς… Αφού λέγαμε με τον Βασίλη να κάνουμε μια παράσταση ‘Απόψε αυτοσχεδιάζουμε’ αλλά ‘Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε, Καλογερόπουλος-Διαμαντόπουλος’, να ανεβαίνουμε στη σκηνή και να κάνουμε διάφορα… Κάναμε και διάφορες πρόβες πάνω στην τρέλα μας.
Αλλά δεν το κάνατε ποτέ.
Δεν το κάναμε. Πόσα δεν κάναμε… Και πόσα δεν θα κάνουμε ποτέ.
Μπορεί να το κάνετε με τον Λογοθέτη.
Με τον Λογοθέτη; Με τσιγκλάς τώρα. Άκου. Είχα φτιάξει ένα σενάριο που θα πηγαίναμε με τον Λογοθέτη σε διάφορες πόλεις, σε πλατείες και θα ‘κανα εγώ έναν τρελό, έναν φευγάτο, οποίος όμως θα έλεγε διάφορες αλήθειες, και θα ‘σκαγε μύτη ο Λογοθέτης την ώρα του γυρίσματος, χωρίς να έχουν πάρει χαμπάρι οι άλλοι, ότι έχουμε στημένες τις κάμερες, κατάλαβες; Θα “κλέβαμε”. Ούτε αυτό μάς έγινε. Τον πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν μπορούσε. Να ‘ναι καλά το φιλαράκι μου. “Μωρέ Καλόγερααααα… (σ.σ. μιμείται τη φωνή του). Γεράσαμε ρεεεε” (σ.σ. γελάει).
Να πούμε πάλι για την ταινία;
Να πούμε, ναι. Κοίταξε πόσα χρόνια έχουν περάσει. Και κοίτα πως επαληθεύεται τώρα όλο αυτό. “Δώσαμε προίκα, λέει, τον ορυκτό μας πλούτο στην προηγμένη Ευρώπη”. Κοίτα τι γίνεται τώρα εδώ.
Με τον Τσάκωνα εκεί γνωριστήκατε;
Τον ήξερα από λίγο πριν, ήτανε φίλος του Μαραγκού. Ο Τσάκωνας σε ένα ταχυδρομείο δούλευε.
Τι ωραία σκηνή αυτή, που μέτραγε τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, στο σχολείο… τι ωραία. Ο Μαραγκός την είχε γράψει. Ήταν μανούλα σε αυτά.
Εδώ ήταν προχθές. Και μου λέει έχει ένα σενάριο, αυτό δουλεύει, να κάνουμε άλλη μία ταινία.
Αυτή ήταν και η επόμενη ερώτηση, αν βρίσκεστε ακόμη επειδή είναι από δω.
Ναι από δω είναι αλλά τώρα μένει στην Κόρινθο, στους Αγίους Θεοδώρους. Και τώρα με περιμένει γιατί του έχω στείλει ένα υλικό -βίντεο- και το πιθανότερο είναι να κάτσουμε να το φτιάξουμε πάλι μαζί. Και θα ‘ναι ωραίο μετά από 40 χρόνια; Πόσα χρόνια είναι ρε;
Το ‘81 δεν βγήκε η ταινία;
Πωωω… Άκουγα τον Μάρκο που έλεγε “40 χρόνια στο πάλκο έχω…” (σ.σ. μιμείται τη φωνή του) κι έλεγα “40 χρόνια;;; Πωωω”. Και εγώ είμαι τώρα 48, 49 χρόνια.
Το ‘Μάθε παιδί μου γράμματα’ γυρίστηκε στη Δημητσάνα και σε διάφορα εκεί χωριά…
Δημητσάνα και Στεμνίτσα.
Το σπίτι του Διαμαντόπουλου σε ποιο χωριό ήταν;
(σ.σ. ανάβει τσιγάρο) Στη Στεμνίτσα.
Και το σχολείο εκεί ήταν;
(σ.σ. γνέφει θετικά με το τσιγάρο στο στόμα)
Και αναρωτιόμουν: Ο πατέρας σας δεν ήθελε να γίνετε ηθοποιός. Το ότι παίζατε όμως σε ένα μέρος τόσο κοντά στο χωριό σας, δεν τον έκανε να θέλει να έρθει να σας παρακολουθήσει έστω από περιέργεια;
Πού; Στο γύρισμα; Σώπα ρε… (σ.σ. χαμογελάει)
Δεν ήθελε;
Ήταν αλλού ο άνθρωπος, ήταν αλλού. Και είχε και πλάκα. Άκου. Όταν πρωτοείδα εγώ σινεμά πιτσιρικάς στο χωριό -τι σινεμά δηλαδή, κάτι πανιά είχανε απλώσει…
Ποια ταινία;
Κομμάτια από διάφορες ταινίες ήτανε. Θυμάμαι μόνο που δείχνανε ένα ποτάμι στη Λιβαδειά και πλέναν οι γυναίκες… Η ‘Γκόλφω’ ήτανε; Ποιος ξέρει, τέλος πάντων.
Που λες εγώ όταν το είδα έπαθα ταράκουλο… Και με ρωτάει ο πατέρας μου, “τι έπαθες;”. “Εγώ θα γίνω σινεμάς”, του λέω (σ.σ. γελάει). Και μου ‘λεγε ο πατέρας μου όταν μεγάλωσα “το ίδιο μυαλό που είχες έξι, εφτά χρονών, έχεις και τώρα”. Εντάξει όμως, άνθρωποι αγράμματοι, τι περίμενες…
Εγώ ήξερα ότι έπεσε σφαλιάρα.
Σφαλιάρα έπεσε μετά, εκεί στα 13 μου, στα 14, όταν το είπα σοβαρά.
Και κλείνει η ταινία με αυτό το δυνατό “την αλήθεια ρε”.
Από εκεί θυμάμαι που είχα 40 πυρετό εκείνη τη μέρα. Και πήγα κι έκανα το πλάνο.
‘Λούφα και Παραλλαγή’
Και στη Λούφα και Παραλλαγή όταν πρωτοπήγατε πάλι δεν ήσασταν καλά, φορούσατε νάρθηκα. Πώς έτυχε τώρα κι αυτό;
Θα σου πω (σ.σ. γελάει). Δεκαπέντε είκοσι μέρες πριν αρχίσουμε, ρίχνει χιόνι στην Αθήνα από εκεί που δεν το περιμένουμε. Τις σκηνές στα βουνά με το χιόνι ήταν κανονισμένο να πάμε πάνω στα σύνορα με Βουλγαρία να τις γυρίσουμε στο τέλος. Μού λέει τότε ο Περάκης “ρε φιλαράκι, δεν πάμε να το κάνουμε, να γλιτώσουμε το ταξίδι μετά”; Τι να πεις; Όχι; Πάμε, λοιπόν, πλακωθήκαμε όλη την ημέρα στα γυρίσματα, μάς έφυγε ο τάκος. Σε μια μέρα τα κάναμε όλα.
Η σκηνή πού είστε στο φυλάκιο μέσα; Που κυνηγάτε τον λαγό, όλα αυτά;
Όλα όλα. Και από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ κάτσαμε να τα τελειώσουμε. Ήταν και τσακάλια ο Πανουσόπουλος και ο Τσεμπερόπουλος, γιατί ξέρεις τι γινότανε; Ήτανε φιλαράκια αυτοί και κάνανε όλοι μαζί τις δουλειές. Και ο ένας βόηθαγε τον άλλον από καρδιάς, όχι από μεροκάματο, κατάλαβες; Γι’ αυτό βγαίνανε ωραίες αυτές οι ταινίες. Και οι ηθοποιοί μερακλωνόμασταν, γουστάραμε…
Κολλήσαμε, λοιπόν, με το φορτηγό και κατεβήκαμε να σπρώξουμε, να βάλουμε κλαριά κλπ… Και όλη μέρα εγώ λιώμα στην κούραση, κρύωσα ρε παιδί μου. Γυρίζω σπίτι, κοιμάμαι, πάω το πρωί να σηκωθώ, πού να σηκωθώ; Ήμουνα έτσι (σ.σ. δείχνει τον λαιμό του ακούνητο). “Πώπω λέω, ψύξη”.
Κάνουμε την πρώτη σκηνή στην ΥΕΝΕΔ, είναι η σκηνή που έρχεται και μου λέει ο άλλος “ρε εσύ δεν είσαι αυτός που ήμασταν μαζί στην πορεία, ο αριστερός;”. Εγώ πονάω φριχτά όμως. Φριχτά. Και λέω ”μάγκες, δεν μπορώ να κουνηθώ. Μέχρι να ετοιμάσετε το άλλο πλάνο, ελάτε να πάμε στο νοσοκομείο δίπλα να μού κάνουνε μία ένεση”. Πάμε, με το που με βλέπουνε έτσι οι γιατροί, φωνάζουνε “ΜΗΝ ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ!”. Φέρανε ένα ειδικό φορείο με κάτι σακουλάκια με άμμο εδώ, να μη φύγει ο σβέρκος.
Είχα πάθει μετατόπιση δύο σπονδύλων.
Πιο σοβαρό δηλαδή από ψύξη.
Πιο σοβαρό; Ρε θα κοβόταν ο νωτιαίος μυελός, θα γινόμουνα φυτό. Και με κρατήσανε μέσα μια βδομάδα, πού να πάω; Και τα γυρίσματα σταματήσανε. Καλά ο Περάκης καταλαβαίνεις, πώς δεν έπαθε εγκεφαλικό. Δεν υπήρχε πλάνο που να μην είμαι στην ταινία.
(Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει, είναι η μητέρα του. Μιλάνε για δύο λεπτά)
Πόσο χρονών είναι η μητέρα σας;
100; 97; Πόσο είναι;
Και όταν σας παίρνει τηλέφωνο σας λέει “παιδί” ακόμα;
Ναι, αμέ. Και μου λέει και “για τον μικρόνε”. Τον αδερφό μου.
Ο οποίος είναι;
67. (σ.σ. γελάει δυνατά)
Που λες, έκατσα μέσα μια βδομάδα ακίνητος. Και του λέω μετά “βάλε γύρισμα”. “Α, όχι” κάνει ο Περάκης, “πάμε στο Παρίσι υπάρχει ένας βελονιστής να σε φτιάξει…”. Και κάπου έμαθα ότι υπάρχει ένας γιατρός, οστεοπαθητικός -που έγινε και φίλος μου μετά, ο Μιχάλης Τσιρλής, οποίος έφυγε, μάς χαιρέτισε. Πάω έτσι όπως ήμουνα λοιπόν με τη λαιμαριά και με πιάνει, κρακ κρακ, μου λέει “σήκω” και σηκώθηκα σαν τον Χριστό. Δεν πόναγα πουθενά. Και πάμε γύρισμα τη Δευτέρα. Βέβαια έβαζα το κολάρο όταν δεν ήμουν στο πλάνο κι έτσι έγινε… Πω πω όταν τα θυμάμαι τι πέρασα.
Δεν τα ευχαριστηθήκατε δηλαδή από την αρχή τα γυρίσματα. Ή όλη η ταινία πήγε έτσι;
Όλη η ταινία. Και μου ‘λεγε θυμάμαι και ο Ξενίδης στα γυρίσματα “παιδί μου, μην παίζεις με την υγεία σου είναι πολύ σοβαρό αυτό, το καταλαβαίνεις τι σου λέω;” (σ.σ. μιμείται τη φωνή του, γελώντας).
Πήγε ωραία όμως.
Εγώ έχω κολλήσει λίγο με τη φωτογραφία που καίτε στο τέλος. Πολλή δυνατή σκηνή. Ενώ έχουν περάσει όλα αυτά και λες με αυτούς τους ανθρώπους έχει δεθεί ο Παπαδόπουλος…
Τι έχει δεθεί, γιατί έχει δεθεί; Αφού τους είπε “άντε γαμηθείτε ρε και εσείς και το πουλί σας…”.
Ισχύει ότι μπαίνατε κρυφά στο σινεμά να για να δείτε πως αντιδρούσαν οι θεατές στις ταινίες σας;
Πάντα το ‘κανα. Και στη ‘Λούφα’ και σε όλα. Είχε ξεκινήσει η ταινία και πήγαινα εγώ στη μέση στο σκοτάδι και τσακ έμπαινα. Αυτό είναι μεγάλο μάθημα. Νομίζω ότι πρέπει να το κάνουν όλοι οι ηθοποιοί για να δουν αυτό που σκέφτηκαν, πώς λειτούργησε στον κόσμο. Μήπως είναι στην γκλάβα σου και νομίζεις ότι έχεις κάνει παπάδες και έχεις κάνει μαλακίες; Η αίθουσα θα στο δείξει.
Με τον Σπυριδάκη κολλήσατε αμέσως;
Φιλαράκι μου καλό ρε ο Τάκουλας. Και καλός ηθοποιός. Νομίζω εκεί τον γνώρισα. Απ’ τον Τάκη θυμάμαι τα μπαράκια μας, τα καμάκια μας, και τα μεθύσια μας, παρέα και με τον Σκούρτη τον συγγραφέα, άλλος αυτός, φοβερός.
Δεν είδες στην ταινία μου ποιους πήρα; Τον Τάκη πήρα, τον Κιμούλη, τον Αντώνη, τη γενιά μου και τον ρόλο του τρελού τον είχα γράψει για τον Ρέτσο τον Άρη. Στην αρχή μου είχε πει “θα το δούμε” και τα λοιπά. Και περίμενα. Πλησιάζουν τα γυρίσματα, “παιδιά, δεν έρχεται ο Ρέτσος, τον σβήνω τον ρόλο”. Εν τω μεταξύ τον γουστάρανε όλοι… “Όχι ρε Νίκο αυτόν τον ρόλο”, και τους έλεγα “βρέστε μου έναν ηθοποιό να το κάνει”. Και μου λένε σχεδόν όλοι μαζί “εσύ”.
‘Στο Κάμπινγκ’
Είχατε δημιουργήσει κακό προηγούμενο με το ‘Κάμπινγκ, όπου και πάλι παίξατε δύο ρόλους. Θα μάς πείτε λίγο πώς προέκυψε ο ρόλος του Μάιμου;
Παλιότερα, είχα κάνει έναν άλλον παρόμοιο ρόλο στη ‘Μεθυσμένη Πολιτεία’, τον ‘Μπε’ και κάποια στιγμή πήγα στην ΕΡΤ να ζητήσω τις κασέτες και μου ‘πανε ότι την είχανε σβήσει τη σειρά.
Το οποίο δεν ίσχυε τελικά.
Δεν ίσχυε, αλλά εγώ το ‘φαγα γιατί το είχανε κάνει κατ’ επανάληψη σε άλλα έργα. Εγώ τις κασέτες τις ήθελα γιατί ένας σκηνοθέτης Σουηδός ζητούσε να δει δουλειά μου, και μου λέει ο Γιώργος ο Ιακωβίδης, διεύθυνση παραγωγής τότε, “δεν μαζεύεις 5-6 λεπτά από κάθε ρόλο να κουφαθεί ο άλλος;”. Επειδή ήταν εντελώς διαφορετικοί οι ρόλοι μεταξύ τους. Και λέω ωραία ιδέα και αρχίζω να μαζεύω σκηνές.
Και με τον ‘Μπε’ δεν βρήκατε τίποτα.
Ναι. Τότε όμως κάναμε προεργασία για το ‘Κάμπινγκ’. Ε, και κάθε τόσο εγώ έριχνα κι ένα καντήλι που το σβήσανε. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Του ‘χα πρήξει τα αρχίδια του Θωμόπουλου, άλλος φίλος αγαπημένος ο Αντρέας…
Μου λέει “κάνε εδώ ρε ένα ρόλο τέτοιονε, άη στο διάολο πια”. Δεν μου ‘χε περάσει απ’ το μυαλό. Κωλώνει κι αυτός όμως, ούτε κι εκείνος το είχε σκεφτεί. Και του λέω γω “τον Μήτσο ποιος θα τον παίξει άμα κάνω εγώ τον άλλον τον ρόλο;”. Ξανακωλώνει. Και πραγματικά όλα αυτά γίνανε μέσα στα κλάσματα της σιωπής. Και μου λέει “αντέχουν τα αρχίδια σου να τους κάνεις και τους δύο ρόλους; Και για μένα είναι πρόκληση σαν σκηνοθέτης και για σένα. Το πάμε;”. “Πάμε, φύγαμε”, του λέω, και παίρνω την τσάντα μου και φεύγω κανονικά. “Πού πας ρε”, μου λέει; Έπρεπε να κάτσω στο γραφείο γιατί είχαμε δουλειά αλλά εγώ πάω παίρνω τ’ αμάξι και κατεβαίνω στο χωριό. Πάω σε ένα ποτάμι που πήγαινα και εξομολογιόμουνα από πιτσιρικάς, κι αρχίζω να σκέφτομαι το ένα το άλλο, έφερα στο μυαλό μου όλους τους παράλυτους τους αγαπημένους μου που τους ήξερα εδώ κάτω.
“Αγαπημένους”, ε; Γιατί μού είχε κάνει εντύπωση ο συγκινητικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάσατε τον Μάιμο. Δεν τον κοροϊδεύατε.
Όχι ρε, ποτέ, είσαι καλά; Ψυχούλα ρε, ψυχούλα.
Και γι’ αυτό έφτασε και στην ψυχή των ανθρώπων, φίλε. Αυτοί είναι επικίνδυνοι ρόλοι. Ένα λίγο παρακάτω ένα λίγο παραπάνω, ή έχεις ξεφτιλιστεί εσύ, ή έχεις ξεφτιλίσει αυτόν που κάνεις. Για μένα είναι πρόκληση αυτό.
Φεύγω, λοιπόν, και απ’ το χωριό για Αθήνα, και με το που παίρνω στροφή, πάνω απ’ το Καλόνερο έβγαινε το φεγγάρι. Ολόγιομο. Έχω δίπλα μου ένα ντοσιέ κι ένα μολύβι και πάω σιγά σιγά, και κάθε που βρίσκω μία ιδέα, κάνω στην άκρη και τη γράφω.
Πότε λες ότι έφτασα στην Αθήνα; Έφτασα το πρωί που έβγαινε ο ήλιος από τον Υμηττό. Εκείνο το βράδυ έγραψα όλο τον καμβά του χαρακτήρα. Κι έγινε αυτό που έγινε.
Ακόμα και τώρα που περπατάω, πάω σε μια πόλη πχ στα Γιάννενα, με σταματάνε “ο Μάιμος, ο Μάιμος!”… “Καλογερόπουλε, να σου κάνω τον Μάιμο;”.
Το όνομα από που βγαίνει;
Απ’ το “μαϊμού” (σ.σ. γελάει δυνατά).
Αλήθεια; Νόμιζα θα ήταν από κανά περίεργο άγιο, τον Άγιο Μάμα, τίποτα τέτοιο.
(σ.σ. γελάει) Όχι ρε… Άκου τώρα ένα άλλο. Κάνω πρόβες στο σπίτι μου και βαράει το κουδούνι ένας συνάδελφος -ο Αντρέας ο Βαρούχας, που έκανε τον μάγειρα στο ‘Κάμπινγκ’, έφυγε κι αυτός. Είχε γύρισμα στο θέατρο της Καισαριανής, και ήρθε να δανειστεί κάτι βιβλία για ένα πλάνο. Και με πετυχαίνει απάνω στο πώς είχα ντυθεί Μάιμος.
Του ανοίγω. “Τι κάνεις ρε μαλάκα, έτσι;”. Του λέω “κάνω πρόβα γιατί θέλω να κατέβω στον δρόμο να δω αν θα με γνωρίσουνε έτσι”. Μαλακίες του ‘λεγα για πλάκα. Τρελαίνεται στα γέλια. “Δεν το πιστεύω ρε ότι θα κατέβεις έτσι”. “Πάμε του λέω τότε στο θέατρο να με πιστέψεις”.
Ανεβαίνω στο μηχανάκι του και με αφήνει λίγο παραδίπλα απ’ το θέατρο. Είχανε πάρει τα βιβλία και στήνανε τώρα στο φουαγιέ τα πράγματα. Περνάω και κάθομαι έξω από τη βιτρίνα (σ.σ. σηκώνεται όρθιος και μιμείται τον Μάιμο με το χέρι απλωμένο να ζητάει λεφτά). Ο σκηνοθέτης λέει “τι θέλει αυτός; Διώχτε, τον διώχτε τον”. “Έλα δώε ένα πενηνταάκι το Μάιμο, ε”, του κάνω. “Φύγε αγόρι μου σε παρακαλώ, άντε άντε”… Πετάγεται και μία άλλη “α τον ξέρω αυτόν, του χω δώσει κι εγώ λεφτά”.
Και φεύγω. Δεν λέω τίποτα. Ο Αντρέας έχει πεθάνει στο γέλιο, αλλά δεν λέει κι αυτός τίποτα. Αργότερα όταν βγήκε στην τηλεόραση ο ρόλος, τους είπε ότι εκείνη τη μέρα ήμουν εγώ ντυμένος έτσι.
Νικόλας Άσιμος
Από το ‘Όνειρο Αριστερής Νύχτας’ όμως δεν έχετε και τις καλύτερες αναμνήσεις.
Ντάξει, είναι παλιά τώρα αυτά, περάσανε.
Θέλω να ρωτήσω όμως για τον Άσιμο, επειδή εμφανίζεται εκεί για δύο λεπτά.
Ο Άσιμος ήτανε φιλαράκι μου. Στα Εξάρχεια τον γνώρισα. Του έχω κάνει ένα τραγούδι. “Είχαμε έναν τροβαδούρο που μας έκανε να γελάμε και να κλαίμε και μας έκλανε”. Κάναμε και πρόβες μαζί.
Πρόβες για ένα θεατρικό που δεν ανέβηκε ποτέ;
Κομμάτια από ποιήματα πιο πολύ.
Εκείνος έπαιζε και στον δρόμο, έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις.
Ε, πώς δεν έκανε, πολλές. Συμμετείχα όποτε τον έβρισκα. Εκεί στο άγαλμα του Βενιζέλου, δίπλα στο Μέγαρο, εκεί κάναμε κάτι ιστορίες με τον Νικόλα. Αλλά ο Νικόλας τελευταία είχε “φύγει” μωρέ. Παίζαμε κάναμε κάναμε πρόβα, χραπ, έβγανε τα αρχίδια του έξω γύριζε, μου λέει “κωλώνεις” (σ.σ. μιμείται τη βραχνή φωνή του), του λέω “να το κάνω για κανά ρόλο, ναι, αλλά να το κάνω έτσι στον δρόμο, δεν γίνεται”.
Πολλές φορές που πέρναγα από το σπίτι πάνω στην Καλλιδρομίου, μου ‘παιζε και κανά τραγούδι που έγραφε. Ήταν μέγας τροβαδούρος. Διαχρονικός.
Μου είχε πει σε συνέντευξη ο Καφετζόπουλος ότι λίγο πριν αυτοκτονήσει, του είχε κολλήσει να πηγαίνει σε κόσμο και να λέει “πάμε μια βόλτα; Πάμε μια βόλτα;”. Το θυμάστε εσείς αυτό;
Όχι, γιατί, όταν άρχισε η πλατεία να παίρνει τα κάτω της, όταν αρχίσανε οι πρέζες, οι σκόνες, τα χάπια, οι ρουφιανιές, έφυγα, δεν ξαναπήγα. Στεναχωριόμουνα πολύ που έβλεπα ανθρώπους που τους γνώριζα, να απλώνουν το χέρι και να λένε “δώσε κάτι”.
(σ.σ. Ξαφνικά βήχει πολύ)
Εσύ δεν καπνίζεις;
Το έχω κόψει έξι χρόνια.
Καθάρισες. Μην κάνεις καμιά μαλακία και το αρχίσεις πάλι…
Οι Ιππείς της Πύλου
Έχω καταλάβει ότι οι ‘Ιππείς’ είναι το καμάρι σας.
Έγινε με πολλή αγάπη αυτή η ταινία. Αρχικά είχα στο μυαλό μου να πάρω τα παιδιά που δουλεύαμε στους ‘Κυνικούς’ και να παίξουνε.
Δεν εμφανίζονται σε ένα σημείο;
Ναι, εμφανίζονται, αλλά εγώ έτσι την είδα και μου λέει ο Λαμπρόπουλος ο παραγωγός “ρε φίλε, κάνε μου την ιδανική σου διανομή”. “Κιμούλης εκεί, Καφετζόπουλος εκεί, αυτός εκεί…” . Λέει ο παραγωγός “τι λέτε ρε, θα πάει η ταινία τρεις φορές απάνω”. Λέω “Τετάρτη θα τους δώσω τα ραντεβού θα είσαι δίπλα.” Έρχονται ανά μισή ώρα, φτάνουμε στο σημείο το οικονομικό και άκου ρε φίλε, πώς να μη συγκινηθώ. Λες και ήταν μιλημένοι όλοι, είπαν το ίδιο πράγμα. “Λαμπρόπουλε, εμείς είμαστε εδώ για τον Καλόγερα. Τώρα τα φράγκα, χέσε μας”. Όλοι ρε το ‘πανε. Δεν είναι συγκινητικό αυτό;
Ε, πώς δεν είναι; Είναι μια αναγνώριση.
Γι’ αυτό βγήκε η ταινία έτσι που βγήκε. Φοβερός ήταν και ο Λογοθέτης…
Και ο Κιμούλης.
Ο Κιμούλης;;; Είσαι καλά; Τι λες τώρα…
Μπορεί να σας ακουστεί λίγο αφελές, αλλά πώς δέχτηκε σε μια σκηνή να είναι ολόγυμνος, τώρα που μπορεί κάποιος να πάρει ένα screenshot και να το κυκλοφορεί στο ίντερνετ, απομονώνοντας το από το νόημα που δίνει η ταινία;
Μαγκιά του, πρέπει να έχεις τέτοια τα αρχίδια για να το τολμήσεις. Θα σου πω πώς το δέχτηκε. Ο Κιμούλης μού έδινε τη Δευτέρα και τη μισή Τρίτη, για να ανέβει Αθήνα γιατί είχε παράσταση το βράδυ. Τη Δευτέρα κάναμε το μεγάλο γύρισμα και αφήσαμε κάτι περασματάκια για την Τρίτη. Και εξουθενωμένοι τώρα, μετά το γύρισμα, πήγαμε να φάμε. Κάτσαμε οι δυο μας σε ένα τραπεζάκι εκεί στη Γιάλοβα, και τα λέγαμε για το γύρισμα, και του λέω “εγώ άμα την έκανα τη σκηνή θα ξεβρακωνόμουνα. Δεν στο ζήτησα όμως”. Δεν το ζήτησα για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση να μου πει “όχι”. “Φαντάσου αυτή τη σκηνή που θα είσαι γυμνός πόση δύναμη θα ‘χει να λες και αυτά τα λόγια, σαν εικόνα, συγκλονιστικό, και με τα άλογα γύρω γύρω…”. Όλη τη νύχτα το δούλεψε στο μυαλό του και την άλλη μέρα το πρωί, μού λέει ο Γιωργάρας -για αυτό τον αγαπάω πολύ- “το πάμε άλλη μία φορά;”. “ΜΑΛΑΚΑ ΤΟΥ ΛΕΩ ΤΟ ‘ΧΟΥΜΕ! Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι ευχαριστημένος άλλα πάμε άλλη μία φορά”. Μαζευόμαστε, παίρνουμε το άλογο, λέμε “μη μας μιλήσει κανείς, μόλις θα είμαστε έτοιμοι, θα σας κάνω εγώ νόημα και φύγαμε”.
Το κάνουμε πρόβα, το δένουμε έτσι, το δένουμε αλλιώς και αρχίζουμε τον μονόλογο του Προμηθέα. “Εσύ ήθελες να πας με τους ανθρώπους, έδωσες το φως…”.
Α, εν τω μεταξύ εκεί που πάει κοντά στο άλογο ο Γιώργης, τον εβάρεσε στο κεφάλι, ακούγεται το γκαπ. Έχεις φάει από άλογο κουτουλιά;
Όχι…
Εγώ έχω φάει και μου ‘χουν φύγει τα δόντια. Κοίτα άμα ήταν άλλος ηθοποιός θα φώναζε απ’ τον πόνο, να έρθει ο γιατρός, γιατί την έφαγε χοντρά. Το συνέχισε ο Γιωργάρας και κανείς δεν καταλαβαίνει ότι το χτύπημα που φαίνεται στην ταινία είναι κανονικό.
Φάγατε κι εσείς μια τούμπα απ’ το άλογο, διάβασα ότι χτυπήσατε.
Τι τούμπα; Πήγα να χάσω τα αρχίδια μου.
Σε ποια σκηνή;
Εκεί που είμαι με τη Δημοκρατία και λέω “φεύγω” και ακούγεται ο ‘Καραϊσκάκης’ κτλ, τάκα τάκα καλπασμό και η Δημοκρατία μπροστά στο άλογο, πάνε τα τέτοια μου κάτω απ’ τη σέλα, κάθεται η Δημοκρατία, πάνε.
(σ.σ. χωρίς υπερβολές, μορφάζουμε και οι δύο από τον πόνο)
Αλλά ευτυχώς όλα καλά. Φαντάζεσαι να τα έχανα απ’ τη δημοκρατία; (σ.σ. γελάει δυνατά)
Χρόνης Μίσσιος
Είχατε πει ότι θέλατε σε ένα μικρό ρολάκι να εμφανιζόταν κι ο Μανώλης Γλέζος.
Ναι μπράβο, αλλά δεν ήταν στα πολύ καλά του, δεν ήθελα να τον κουράσω. Ήθελα να κάνει ένα τελευταίο πλανάκι με τον παππού και τον εγγονό, είχα μια ωραία σκηνούλα.
Τον Μανώλη τον έχουμε στην καρδιά μας όλοι οι Έλληνες, και αριστεροί, και δεξιοί. Όλοι. Και τον αγαπούσα και για την παλικαρίσια πράξη που έκανε στην Κατοχή αλλά και γιατί είχα ακούσει και ιστορίες από τον φίλο μου τον Χρόνη τον Μίσσιο που…
Ήσασταν φίλος με τον Μίσσιο;
Αυτός με στεφάνωσε, κουμπάρος μου ήταν. Ο Χρονάκος καταρχάς ήταν ψυχάρα. Με τον Χρόνη έχουμε μια ζωή ολόκληρη.
Συγγνώμη αλλά κόλλησα τώρα. Πώς γνωριστήκατε;
Τον Μίσσιο τον εγνώρισα όταν διάβασα το ‘Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς’. Τρελάθηκα και πήγα και τον εβρήκα.
Στο Καπανδρίτι;
Στο Καπανδρίτι. Αρχίζω ρωτάω αριστερά δεξιά “πού μένει ο Χρόνης”, βρίσκω το σπίτι, χτυπάω την κόρνα, έρχεται ο Χρόνης να πούμε με τις σαγιονάρες, κοιτάει ποιος είναι, βγαίνω απ’ τ’ αμάξι (σ.σ. ανοίγει τα χέρια του, και σηκώνεται όρθιος) μού λέει “ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ!!!” (σ.σ. γελάει). Και αγκαλιαστήκαμε, πραγματικά,
Μετά με στεφάνωσε κιόλας, μου λέει “Καλόγερα, έχω στεφανώσει τρεις τέσσερους και έχουν όλοι χωρίσει (σ.σ. πονηρεύει το ύφος του). Ξανασκέψου το”. Του λέω γω, “προχώρα”.
Πιο δυνατή ανάμνηση;
Έχω ένα τραγούδι στα ‘Δέοντα’, που λέει “πώς να μονιάσω μέσα μου το λιόντα με το λάφι, πώς να ταιριάξω τον σοφό μ’ αυτόν που κάνει λάθη”. Έχω κάνει τη μουσική αλλά την έχω ξεχάσει. Κι όλο την ψάχνω στο μπουζούκι, και δεν μου ‘ρχεται. Και κάποια στιγμή έχει νέφος στην Αθήνα και παίρνω το αμάξι να πάω στον Χρόνη να κάτσω που είναι καθαρός ο αέρας. Και μού ‘ρχεται η μουσική στον δρόμο. Φτάνω εκεί κάτω, μου ανοίγει, “άσε με άσε με”, του λέω, πάω στο μπαλκονάκι παίρνω το οργανάκι και αρχίζω να το παίζω. Και σηκώνεται ο Χρόνης και χορεύει. Γι’ αυτό και έχει αφιέρωση το τραγούδι “στον Χρόνη που το πρωτοχόρεψε”. Και τον πιάσανε τα κλάματα. Το ‘παιξα τρεις φορές το τραγούδι. Και μου λέει “φιλάρα να σου πω ένα μυστικό που δεν στο ‘χω πει”. Και μου ‘πε ένα μυστικό δικό του. Και δικό του θα μείνει.
Τα μεγάλα ‘όχι’
Κάνατε το Κάμπινγκ και μετά από δέκα χρόνια ξανακάνατε την Θηλυκή Εταιρεία. Δηλαδή μόνο ο Περάκης σας έφερνε καλά σενάρια; Δεν υπήρξε τόσα χρόνια ένα καλό σενάριο, μία καλή ταινία;
Κοίτα θα σου πω. Υπήρξαν και μερικές που θα μπορούσα και να τις έχω κάνει. Αλλά μετά εγώ εκεί έπεσα στο γράψιμο. Και τα τραγούδια μου, και τα θεατρικά μου.
Είστε και δύσκολος. Και ο Κούρκουλος σας είχε προτείνει να παίξετε στο Εθνικό το Dogville και είπατε “όχι”. Ωραίο έργο, γιατί να μην το παίξετε;
Γιατί είχα έτοιμο, το δικό μου, τους ’Κυνικούς’. Και αν έπαιρνα την ενέργεια μου και την προσοχή μου απ’ αυτό, θα το χάλαγα. Και γω, άμα δεις όλη μου την πορεία, ποτέ δεν κάνω δύο πράγματα μαζί -ή τρία όπως κάνουν οι άλλοι. Δεν μπορώ με τίποτα. Κάνω ένα αλλά πέφτω με τα μούτρα σ’ αυτό. Μια φορά συνέπεσε στο ‘Ρεμπέτικο’ να μην έχω τελειώσει μία άλλη ταινία τον ‘Φονιά’, που έκανα, του Ευθυμιάδη, και είχα μια βδομάδα γύρισμα και πώς δεν πέθανα. Έβγαλα έρπη, είχα τρελαθεί. Πήγαινα να κάνω τον Μπάμπη στο ‘Ρεμπέτικο’, κι έπρεπε, πώς να σου πω, να κάνω μπάνιο μέσα έξω, να πλυθώ. Ο ρόλος δεν είναι έτσι, άντε λες τα λόγια.
Στο λέω επειδή είσαι ψείρας και το ψάχνεις. Δες: ποτέ δεν έχω την ίδια περπατησιά σε κάθε ρόλο, ποτέ. Ο καθένας έχει το δικό του καλούπι, τη δικιά του ματιά, το δικό του ήχο.
Υπάρχει ταινία στην οποία είπατε “όχι”, και όταν αργότερα γυρίστηκε και την είδατε, είπατε “έκανα λάθος, ήταν καλό το αποτέλεσμα τελικά, έπρεπε να το πιστέψω”.
Κοίτα να δεις. Είπα “όχι” στον Αγγελόπουλο.
Γιατί;
Του ‘πα “όχι” και του έγραψα ένα τραγούδι και του το αφιέρωσα κιόλας, το ‘Μετέωρο Βήμα του Θόδωρου’ (σ.σ. μού διαβάζει τους στίχους). Θα ήθελα να έχω παίξει στο ‘Μετέωρο Βήμα του Πελαργού’, αλλά θέλω όπως ξηγιέμαι εγώ λεβέντικα και μάγκικα, θέλω κι έτσι να μου ξηγιούνται, ειδάλλως βάζω χι και φεύγω.
Είπαμε όλα ωραία, γούσταρα, και γενικά τον Αγγελόπουλο τον γούσταρα, και φτάσαμε στα χρήματα. Και μου δίνει κάτι λεφτά ξεφτίλα, και του λέω “ρε Θόδωρε…”, “ναι, μου λέει, αλλά θα παίξεις και στον Αγγελόπουλο”. “Εγώ ποιος είμαι όμως, γιατί με πήρες; Είμαι κι εγώ ο Καλογερόπουλος ρε φίλε”. Και μου κακοφάνηκε αυτό.
Με την ίδια λογική δεν υπέγραψα και στα ‘Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά’. Με φώναξε εκεί ο μακαρίτης ο Κουτσομύτης και ο Μουρσελάς, συμφωνούμε, φέρε ουίσκι να το γιορτάσουμε, και άντε γεια μας, καλορίζικα και τα λοιπά… Πάμε μέσα να μιλήσουμε για τα οικονομικά, πάλι τα ίδια. “Ναι, μου λέει αλλά θα παίξεις και τον Λούη…”. Τα πήρα στο κρανίο. Λέω “τον Λούη;;; Λούης”. Κι έφυγα. Θα ήθελα να όμως να έχω παίξει γιατί ήταν ένας ρόλος ωραίος, τον έκανε όμως πολύ ωραία ο Γιώργος ο Νινιός, αλλά σου λέω δεν μασάω.
Λειτουργούσα πάντα σαν να είχα πολλά λεφτά και δεν είχα ποτέ τίποτα. Στην αρχή όταν έλεγα “όχι” λέγανε “θα έχει φράγκα αυτός”. Όταν είδανε ότι πήγαινα στην οικοδομή και δούλευα, σου λέει “πάει, αυτός είναι τρελός”.
Αλλά στη ‘Θηλυκή Εταιρεία’ είπατε “ναι”.
Είχα να παίξω καιρό, με είχανε ξεχάσει και περίμενα κάτι καλό, για να δείξω ότι δεν τα έχασα, ότι δεν τρελάθηκα, δεν τα παράτησα. Έλεγαν τέτοιες μαλακίες για μένα. Και με τον Περάκη, εντάξει, είχαμε και την προϊστορία μας.
Η ατάκα που έκανε χαμό εκείνη την εποχή, το “everybody in this town fucks except to me”, ήταν στο σενάριο ή ήταν δική σας προσθήκη;
(σ.σ. γελάει) Στο σενάριο ήταν αλλά ήταν να το πω κανονικά ρε παιδί μου. Το ‘πα και κανονικά, όπως ήθελε ο Περάκης, και λέω κάτσε να το πω και μία παροξύτονα. Και τελικά το είδε στο μοντάζ και κράτησε αυτό.
Κοίτα είναι καλή ταινία, έχει χιούμορ, απλά δεν είναι ‘Λούφα’ και δεν είναι ‘Άρπα Κόλλα’. Είναι πιο κάτω. Το ‘Άρπα Κόλλα’ νομίζω ήτανε η καλύτερη σάτιρα της εποχής.
Μου αρέσει πολύ η σκηνή στο τέλος με τον Πιατά, που φοράει το μπλουζάκι με τον Τραβόλτα (σ.σ. γελάμε και οι δύο, εκείνος πιο δυνατά) που του βάζετε το κεφάλι κόντρα στον τοίχο στο ασανσέρ.
Είχαμε και μια τρέλα ρε παιδί μου όταν τα γυρνάγαμε αυτά. Ετοιμάζανε το πλάνο ο Πανουσόπουλος μέσα στο ασανσέρ κι εγώ με τον Πιατά κάναμε τροχάδην γύρω γύρω το κτίριο για να είμαστε μετά λαχανιασμένοι.
Αποβολή από όλα τα γυμνάσια της χώρας
Έχετε πει ότι στη χούντα σας είχαν διώξει από όλα τα γυμνάσια. Δεν βρήκα όμως πουθενά για ποιον λόγο σας έδιωξαν. Είχατε ρίξει κανά γιαούρτι;
Όχι, έριξα ξύλο (σ.σ. γέλαει πνιχτά).
-Σε ποιον;
Σε έναν δάσκαλο. Άκου. Αρχικά απ’ το γυμνάσιο στα Φιλιατρά με είχαν διώξει για γκομενοδουλειές.
Δεν επιτρεπόταν να μιλάς σε κορίτσια.
Είχα προχωρήσει και παραπέρα. Εν πάσει περιπτώση έφυγα και ήρθα εδώ στην Κυπαρισσία. Και εδώ πάλι, στις τελικές εξετάσεις, έρχεται ο καθηγητής -ήταν και μπάρμπας της νέας “κυρίας”- και είχα στην τσέπη μου ένα γράμμα που πήγαινε σε αυτήν. Το τραβάει απ’ την κωλότσεπή μου, “αμάν λέω τώρα”, και του κάνω “δεν έχει καμία σχέση με το μάθημα”. Αυτός νόμιζε ότι θα αντέγραφα, κατάλαβες; Και αρχίζει και διαβάζει το γράμμα δυνατά μέσα στην τάξη. “Γλυκό μου αστέρι, αγάπη μου, έρωτες κτλ”… Πάω να του το πάρω, μου ρίχνει μία φάπα. Ε, τι το ‘θελε, έγινε της πουτάνας το κάγκελο. Τον έκανα τουλούμι στο ξύλο. Έρχεται κι ένας καθηγητής απ’ τη διπλανή αίθουσα, να βοηθήσει, τις τρώει κι αυτός (σ.σ. γελάει).
Και τα άλλα παιδιά τι έκαναν;
Τίποτα, βρήκαν ευκαιρία να αντιγράψουν ο ένας απ’ τον άλλονε, δεν σηκώθηκε κανένας (σ.σ. γελάει δυνατά).
Και με διώξανε από όλα τα σχολεία της Ελλάδος, με διαγωγή χειρίστη, λες και ήμουνα ο Γιαγκούλας. Και μετά υποχρεωθήκανε να με γράψουνε για μια χρονιά στην Αθήνα. Ένα εξάμηνο πήγα στην Ηλιούπολη και ένα εξάμηνο πήγα στο 8ο στα Πατήσια.
Και στην Αθήνα κάνατε διάφορες δουλειές… Στο Μοναστηράκι.
Ουυυ είχα πάγκο, μεγάλο από δω μέχρι εκεί κάτω. Απ’ τη μέση και πέρα είχε σώβρακα, φανέλες, ρούχα της δουλειάς για οικοδόμους κτλ, και απ’ την άλλη μεριά είχε εργαλεία και περνάγανε κάτι συμφοιτητές μας εκεί από τη σχολή, που ήταν και ματσό, αγοράζανε καμιά αντίκα και βλέπανε και τον Καλόγερα αντίκα (σ.σ. γελάει).
Μια φορά, άκου, είχα μείνει χωρίς δουλειά και με είχε κόψει η λόρδα. Βρίσκω ένα βυρσοδεψείο στον Ταύρο. Είχε δύο μεροκάματα. Το ένα ήταν 150 δρχ και το άλλο ήταν 280 δρχ. Λέω εγώ “στο 280”. Μου λέει ο άνθρωπος, δεν είναι για σένα, του λέω “ρε φίλε, τι δεν είναι για μένα, πεινάμε λέμε”. “Ωραία πάμε”. Προχωράμε, ανοίγει μια πόρτα, μπόχα. Έχεις πάει ποτέ σε τέτοιο;
Όχι.
Ούτε να πας. Μιλάμε για βρόμα του κερατά. Κατεβαίνουμε εκεί κάτω που είχανε ζεστό νερό στα καζάνια μέσα και ήταν οι εργάτες με τη μαλαστούπα και βαράγανε τα δέρματα που ήτανε ακατέργαστα, για να μαλακώσουνε να τα επεξεργαστούν. Σάπια κρέατα. “Ωχ Παναγία μου, του λέω άσε, πάμε στο 150”. Αυτό μου φαινόταν παράδεισος αλλά βρώμαγε κι εκεί.
Και μια μέρα μπαίνω μέσα στο λεωφορείο να πάω στη σχολή. Aυτός που καθότανε δίπλα μου, σηκώθηκε. Λέω “α, ωραία”, κουρασμένος ήμουνα, κάθομαι. Μετά από 5 λεπτά σηκώνεται και ο άλλος από δίπλα. Λέω “ωραία, θα πάω στο παράθυρο”. Και παρότι υπήρχαν όρθιοι δεν καθόταν κανείς στη θέση που άφησα. Ούτε πήγε το μυαλό μου ότι βρώμαγα. Οχτώ ώρες εκεί μέσα, είχε κολλήσει η βρόμα στο πετσί μου, αλλά εγώ την είχα συνηθίσει, δεν την καταλάβαινα.
Φτάνω στη σχολή, είχα να κάνω αυτήν την αναγνώριση του Ορέστη με την αδερφή του την Ηλέκτρα. Και η Ηλέκτρα ήταν ένας κορίτσαρος, “Μυρτώ” τη λέγανε, το άλλο δεν το θυμάμαι. Πάω λοιπόν να αγκαλιάσω την αδερφή μου, “Ω ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΟΡΕΣΤΗ”, με το που κάνω έτσι κι ανοίγω τα χέρια, “μπλιααααααχ” κάνει το κορίτσι. Πώπω καταντράπηκα. Έφυγα, έκανα να πάω στη σχολή ένα μήνα. Πληρώθηκα από το βυρσοδεψείο και μετά τα παράτησα, πέταξα και τα ρούχα… Έκατσα ένα σαββατοκύριακο μέσα στο μπάνιο με αφρόλουτρα.
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Εκείνη την περίοδο γνωρίσατε και τον Παπακωνσταντίνου;
Είμαστε φιλαράκια από ουυυυυ… Και με τον αδερφό του είμαστε φίλοι, δουλεύαμε οικοδομές μαζί. Με τον Αντρέα. Και ο πατέρας τους οικοδόμος. Εγώ εκεί σπούδασα το θέατρο, κατάλαβες; Ανωτάτη οικοδομική.
“Μοιραζόσταν τα γιαουρτάκια”…
Αλήθεια είναι αυτό. Ήταν λίγο μετά τη χούντα, όταν γύρισε ο Βασίλης απ’ το Παρίσι. Είχε πει τότε δυο τραγούδια ‘Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς’ και το “Του ‘παν θα βάλεις το χακί” κι έπαιρνε ένα πεντακοσάρικο κάθε βράδυ στη Μαρίζα που τραγούδαγε, το οποίο το μοιραζόμασταν και τρώγαμε όλοι απ’ αυτό (σ.σ. γελάει).
Και εγώ έφτιαχνα τότε τον ‘Μπαμπούλα’, για τον οποίο με έχουν αφορίσει οι παπάδες.
Αυτός ήταν ο “ατομικός αφορισμός”, όχι ο “ομαδικός”.
Ο προσωπικός, στον Άη Γιάννη τον Ρώσο (σ.σ. Ο ομαδικός ήταν σε όλο το cast του ‘Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται’).
Διάβασα στον Βασίλη και στην παρέα που ήμασταν τότε το πρώτο μου θεατρικό, και για να μη φάω καμιά φάπα, τους είπα ότι το έχει γράψει ένας ξάδερφός μου, καλόγερος. Το γουστάρανε όμως… Μετά από καιρό τους είπα την αλήθεια και μου λέει ο Βασίλης “μαλάκα, είσαι συγγραφέας, το ξέρεις;”
Ο Βασίλης τραγουδάει στον ‘Μπαμπούλα’. “Η φωνή του κυρίου Παπακωνσταντίνου προσπαθεί να μας μεταφέρει στην ύπαιθρο”, γράφανε οι κριτικές.
Δηλαδή, συγγνώμη, στην παράσταση είχε live μουσική;
Μαγνητόφωνο. Και ακούγονταν εκεί τα τραγούδια της παράστασης.
Έχουν σωθεί αυτά;
Έλα ντε. Τώρα, άμα δεν σβήνουνε οι κασέτες, έχω κάτι μπαούλα με τέτοια, πώπω τι υλικό έχω. Και βίντεο έχω.
Εν τω μεταξύ κρατάτε και ημερολόγιο, έτσι;
Αυτό θα σου συστήσω να το κάνεις κι εσύ. Είναι το καλύτερο δώρο που θα κάνεις στον εαυτό σου. Έχω 50 χρόνια ημερολόγιο, και το ανοίγω καμιά φορά και λέω για να δω τι είχα κάνει σαν σήμερα, το κοιτάω… Πόσες φορές έχω κάνει τις ίδιες μαλακίες.
Αλλά και άλλα πράγματα. Πχ έβλεπα τα “όχι” που έχω πει. Έχω πει πάρα πολλά όχι, μερικά θα μπορούσαν να είναι “ναι”, θα με είχαν βγάλει από κάποιες δυσκολίες.
Όπως μια τράπεζα που σας είχε ζητήσει να κάνετε διαφήμιση.
Μόνο;
Ξέρετε, είναι πολλοί καλλιτέχνες που κάνουν διαφημίσεις και δεν πέφτουν στα μάτια μας, λέμε “εντάξει, έτσι είναι αυτό το κόλπο”. Όποιος δεν την κάνει όμως, όποιος πει “όχι”, ανεβαίνει κάπως στη συνείδηση του κόσμου.
Δεν το κάνω για να ανέβω ψηλά, στα αρχίδια μου. Εγώ το κάνω για μένα. Σκέψου να είχα πει “ναι” τότε με τα ομόλογα που μου είχανε προτείνει να κάνω. Που φάγανε τα λεφτά. Να ‘χα βάλει τη μούρη μου. Να πείθω εγώ τους ανθρώπους να πάνε να κάνουν τις καταθέσεις τους ελληνικά ομόλογα και μετά να τα χάσουν. Να αυτοκτονήσω.
Δηλαδή γιατί εμένα μου δίνουν 100.000 και σένα μπορεί να το κάνουν με 100 ευρώ. Για μαλάκες τους έχεις;
Γενικά δεν μπορώ να κάνω διαφημίσεις. Ρε φίλε άκου, ο Ηράκλειτος το λέει με τρεις λέξεις. “Ήθος ανθρώπου δαίμων”. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του. Είναι στον χαρακτήρα μου. Δεν μπορώ το γαμημένο να το κάνω, δεν μπορώ. Θα μου πεις “μη λες μεγάλες κουβέντες γιατί μπορεί κάποια στιγμή να ενδώσεις”, αλλά μού φαίνεται ότι θα προτιμήσω να πεθάνω παρά να το κάνω. Δεν θα μπορώ να σε κοιτάω στα μάτια όπως τώρα.
Με τον Γιώργο Μαργαρίτη έξω από τη Βουλή
Με τον Γιώργο Μαργαρίτη από πότε είστε φίλοι;
Άκου. Επειδή τον γουστάρω που είναι λαϊκός και ορίτζιναλ ο μάγκας, όταν έκανα την πρώτη βραδιά τους ‘Κυνικούς’, του είπα και ήρθε και τραγούδησε. Εν τω μεταξύ εγώ ήθελα να στήσω ένα παραμύθι, να πάω με το γαϊδούρι στη Βουλή και να μοιράσω τριακόσιες προσκλήσεις μέσα από μια σακούλα σκουπιδιών στους βουλευτές, και μία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ακούει ο Μαργαρίτης, μου λέει “τι γαϊδούρια λέτε εδώ πέρα;”. Του απαντάω “έχω σκεφτεί κάτι και θα το κάνω αύριο, αλλά δεν σου είπα τίποτα γιατί είναι ψιλοτραβηγμένο αυτό”.
Φοβόμουνα κιόλας, μην του πουν τα φιλαράκια του “ρε ο τρελός σε έβγαλε με το γαϊδούρι στο δρόμο;”… Και μου κάνει “όχι ρε θα είμαι κι εγώ, θα έρθω”. Και ήρθε.
Τι είπε όμως σε ένα άλλον, που το έμαθα εγώ εκ των υστέρων; Του λέει “αυτό που έκανε ο Καλόγερας ήτανε τραβηγμένο. Και δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του” (σ.σ. σε κάθε συλλαβή, χτυπάει συγκινημένος τη γροθιά του στο τραπέζι).
“Για αυτό που είπες, του λέω, Μαργαρίτη, από τούτη την ώρα μέχρι να τα τινάξω θα είσαι στην καρδιά μου και θα ‘μαστε φίλοι”.
Μεγάλη μαγκιά. Μεγάλη.
Τρενοτεχνείο
Να πούμε και για το έργο με τον Πλούταρχο, τα ‘Δεινά του Δανεισμού’.
Είναι βιβλιαράκι του Πλούταρχου. Από τα ‘Ηθικά’ του. Μιλάμε για μεγάλο δάσκαλο. Ήταν ο τελευταίος ιερέας των Δελφών. Εδώ αναγκάζομαι στην παράσταση να πω ότι “παιδιά δεν έχω κάνει καμία παρέμβαση στο κείμενο”, γιατί νομίζεις ότι είναι γραμμένο χτες, μην νομίζουν ότι το ‘γραψα εγώ. Συγκλονιστικό.
Κανονικά αυτό δεν μπορεί να παιχτεί, δεν είναι θεατρικός λόγος, είναι οικονομική ανάλυση κτλ, αλλά έφαγα μία φλασιά και το έβαλα όλο το έργο μέσα σε ένα κελί. Το ‘κανα διασκευή. Και λειτουργεί. Και ο κόσμος έχει γράψει πολλά καλά σχόλια που το ανεβάσαμε εδώ.
Και τώρα άμα δεν ερχόταν ο κορονοϊός θα γινόταν χαμός στην Αθήνα, δεν υπάρχει περίπτωση. Όταν φύγει αυτή η μαλακία θα το ανεβάσουμε σε όλη την Ελλάδα. Και σαν χρέος δηλαδή.
Και το ανεβάζετε προς το παρόν εδώ στο Τρενοτεχνείο στην Κυπαρισσία.
Αυτό το έργο το ετοιμάσαμε για την Αθήνα όπως σου είπα, για το Γκλόρια, αλλά μας τα χάλασε η πανδημία. Θα κάναμε και τη ‘Γκέμμα’ άλλες δυο μέρες στο Βρετάνια για τρίτη χρονιά και τις υπόλοιπες μέρες είχαμε φτιάξει την ορχήστρα για να τραγουδάμε. Στην Απανεμιά, στο Κύτταρο και στον Μαγεμένο Αυλό.
Εδώ το έργο το σταματήσαμε. Δεν ερχόταν ο κόσμος.
Γενικά στην Κυπαρισσία δεν με στηρίξανε όσο θα ‘πρεπε. Γιατί εγώ αυτόν τον χώρο δεν τον έκανα ούτε για να κονομήσω, ούτε για κάνω τον επιχειρηματία. Εγώ δεν ξέρω να πατήσω εκεί στην ταμειακή ούτε τα κουμπιά, δεν ξέρω τι μου γίνεται. Το ‘κανα για τον πολιτισμό. Γιατί έλειπε αυτός ο χώρος από δω. Αλλά είναι μόνο μια μικρή μερίδα από δω που έρχεται. Τον τιμάνε περισσότεροι Καλαματιανοί, Πατρινοί ή Τριπολιτσιώτες.
Κάτι θα τους έχετε κάνει…
Τους χαλάσαμε το χώρο. Ο χώρος αυτός παλιά λειτουργούσε ως μπουρδέλο. Όχι νόμιμο και τέτοια. Χύμα. Και μεις το πήραμε και το χαλάσαμε. Φέραμε πολιτισμό, κάναμε συναυλίες, εδώ έχουν έρθει οι μάγκες όλοι. Με πρώτο τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου που έχει έρθει δύο φορές.
Οι δυο φορές που κόντεψε να πεθάνει
Στα 15 σας, βρεθήκατε πολύ κοντά στον θάνατο.
Τι πολύ κοντά; Μου ‘παν έχεις έξι μήνες ζωή.
Να σου πω την αλήθεια όμως, αυτό με σημάδεψε. Στη ζωή μου, στη στάση μου, στον χαρακτήρα μου. Είδα τον κόσμο με άλλα μάτια. Εντελώς όμως, γεννήθηκα για δεύτερη φορά.
Τι ακριβώς είχατε;
Είχα μία τρύπα στην καρδιά ίσα με ένα δίφραγκο.
Και δεν το ‘χε πάρει κανείς χαμπάρι μέχρι να φτάσετε 15;
Κανείς. Εγώ το πήρα που έβλεπα που κάθε μέρα ότι τελειώνω φεύγω, δεν άντεχα δηλαδή να περπατήσω.
Και κάνατε εγχείρηση;
Άμα στο πω δεν θα το πιστεύεις, μα την Παναγία. Έβλεπα κάθε βράδυ το ίδιο άσχημο όνειρο και πήγα στο γιατρό που με παρακολουθούσε. Μού λέει “έλα ρε, δεν έχεις τίποτα”, “για κάτσε του λέω να δεις”, και κάνω εγώ κάτι γονατίσματα γρήγορα, κάτι πάνω κάτω, μου απαντάει “ε, όποιος και να το κάνει αυτό, θα λαχανιάσει. Να πας σε έναν καρδιολόγο για να σου φύγει και η ιδέα”. Και πάμε σε έναν καρδιολόγο στην Καλαμάτα, ο οποίος νομίζοντας κιόλας ότι το ξέρουμε, λέει “όπως ξέρεις, λοιπόν, αυτή η τρύπα που έχεις στην καρδιά…”. “Μια τρύπα στην καρδιά;”. Και μου ‘φυγε η ούγια.
Και ήταν πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή εγχείρηση, μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα. Και μάλιστα φεύγοντας απ’ την Καλαμάτα για να ‘ρθω στην Κυπαρισσία με το τρένο, πήρα μια εφημερίδα που διάβαζε ο άνθρωπος δίπλα μου, πιο πολύ για να μη με βλέπει και να μην τον βλέπω, δεν ήθελα να βλέπω κανέναν, και διαβάζω και ήταν η πρώτη εγχείρηση που είχανε κάνει οι Αμερικάνοι στον Ευαγγελισμό. Γι’ αυτό είχε έρθει όλο το κλιμάκιο απ’ το Πανεπιστήμιο για να διδάξουνε την τομή μπροστά γιατί μέχρι τότε γινότανε στο πλάι. Και θα κάνανε 30 εγχειρήσεις. Κι εγώ ήμουνα ο 31ος. Άνοιξε ξανά το χειρουργείο για μένανε. Έτσι μαγικά, γιατί ο Θεός έστειλε τους αρχαγγέλους του. Ο κανονικός ο Θεός, ε (σ.σ. μου λέει συνωμοτικά).
Πριν λίγα χρόνια, το 2015, είχατε πάλι κάποιο σοβαρό θέμα με την υγεία σας. Κολπική μαρμαρυγή.
Από το άγχος. Ό, τι λεφτά είχα τα ακούμπησα εδώ κάτω, και χρεώθηκα κιόλας, και φίλοι που βοηθήσανε, αλλά επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, περιμένω να δω τώρα το καλό πότε θα ‘ρθει.
Έχουν έρθει πάρα πολλά καλά αλλά μάλλον δεν τα αναγνωρίζετε.
Σωστό, σωστό, να μην έχω παράπονο. Όχι δεν γκρινιάζω.
Εδώ στο Τρενοτεχνείο συνέβη δηλαδή αυτό;
Αμέ. Βάρεσε 290 σφυγμούς η καρδιά. Ευτυχώς τη σκαπουλάραμε κι εκεί.
Κάτι τελευταίο. Είχατε κάνει παλιότερα μία δήλωση ότι “όταν με το κακό φύγουμε”…
Με το καλό ρε, ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ θα φύγουμε (σ.σ. γελάει).
…θα θέλατε να αφήσετε το σώμα σας στην επιστήμη. Το θυμάστε αυτό;
Πώς δεν το θυμάμαι. Φοβάμαι όμως γιατί καπνίζω πολύ, και όποιος και να πάρει τα όργανα, άστο… (σ.σ. γελάει δυνατά).