Jane Schoenbrun: «Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια να κρύβομαι μέσα σε οθόνες»
Το αριστουργηματικό I Saw the TV Glow, ένα θρίλερ ενηλικίωσης για τη σχέση μας με την ποπ κουλτούρα, προβάλλεται σε πανελλήνια πρεμιέρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το Jane Schoenbrun που γύρισε την ταινία, μας μίλησε στο Βερολίνο για το coming out μέσα από το σινεμά, για την εμμονή με τις σειρές και τη μουσική, για τον Lynch και τον Cronenberg – και κυρίως, για την Buffy the Vampire Slayer.
- 2 ΝΟΕ 2024
Στο ανεξάρτητο horror διαμάντι I Saw the TV Glow, όλη η ζωή είναι μέσα σε (ή γύρω από μια) οθόνη. Όταν ένας μοναχικός έφηβος ανακαλύπτει, χάρη σε μια συμμαθήτριά του, την καλτ τηλεοπτική σειρά The Pink Opaque. Ο πατέρας του μονολογεί, «για κορίτσια δεν είναι αυτό;» καθώς ο νεαρός ήρωας βυθίζεται στον κόσμο της σειράς, που αρχίζει να γίνεται πιο αληθινός από την ίδια του τη ζωή. Όμως κάποιες φορές, πολύ απλά, βλέπεις τον εαυτό σου εκεί που δεν το περιμένεις. Και κυρίως, την ανάγκη του να δεις, επιτέλους, τον εαυτό σου κάπου.
To Jane Schoenbrun, μετά το ανατριχιαστικό ντεμπούτο We’re All Going to the World’s Fair, αφηγείται με μαεστρία μια ατμοσφαιρική και ανατριχιαστική ιστορία για τους εφιάλτες των προαστίων και την ενηλικίωση στα μέσα της δεκαετίας του ’90, χτίζοντας μια απειλή ακαθόριστη, όσο και η απόκοσμη αίσθηση του να μην αναγνωρίζεις την πραγματικότητα πια ως τέτοια.
Το I Saw the TV Glow, σε παραγωγή μάλιστα της Α24 και της Emma Stone, έχει χαιρετιστεί φέτος ως μια από τις κορυφαίες ανεξάρτητες ταινίες της χρονιάς και μόλις πριν λίγες μέρες βρέθηκε υποψήφιο για τρία βραβεία Gotham – τα βραβεία για το ανεξάρτητο σινεμά που εκκινούν κάθε οσκαρική σεζόν.
Το I Saw the TV Glow προβάλλεται Κυριακή 3 και Δευτέρα 4 Νοεμβρίου στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του ‘24 στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Στην ταινία διακρίνουμε επιρροές από David Lynch μέχρι Buffy, the Vampire Slayer, από creepypasta ιντερνετική κουλτούρα μέχρι shoegaze μουσικά ηχοτοπία. Ένα από τα σημαντικότερα μοντέρνα κινηματογραφικά κουήρ και τρανς κείμενα, μια σπουδή πάνω στην ταυτότητα, στην ποπ κουλτούρα, στη νοσταλγία στο πώς η εμπειρία του coming out μπορεί να εντοπίζεται στην αποσύνδεση από τα όσα θεωρούσες δεδομένα σε αυτό τον κόσμο.
Κι όλα αυτά, μέσα από τη σχέση μας με την οθόνη – με την οθόνη στην οποία παρακολουθούμε, την οθόνη από την οποία βομβαρδιζόμαστε με εικόνες, την οθόνη στην οποία τελικά αναζητούμε κάτι. Κάτι ίσως απατηλό. Κάτι, ίσως, με το οποίο μπορέσουμε να συνδεθούμε. Να αναγνωρίσουμε ως δικό μας.
Το I Saw the TV Glow εντυπωσίασε από την προβολή στο Σάντανς στην αρχή του έτους και λίγο αργότερα πέρασε και στην Ευρώπη, παίζοντας στο φεστιβάλ Βερολίνου τον περασμένο Φλεβάρη. Κατά την προβολή της ταινίας εκεί, είχαμε την ευκαιρία να καθίσουμε για μεγάλη, χορταστική συζήτηση με το Jane Shoenbrun. Όπου μιλήσαμε για τα πάντα, από τις τρανς και κουήρ θεματικές της ταινίας μέχρι την πολύ προσωπική και συγκινητική σύνδεση με τις σειρές των ‘90s και ιδιαίτερα την Buffy, the Vampire Slayer.
Η ταινία προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 65ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στις 3 και 4 Νοεμβρίου, και με αφορμή την ελληνική πρεμιέρα, δημοσιεύουμε όλη μας την κουβέντα από το Βερολίνο.
Ποια είναι η προέλευση του I Saw the TV Glow;
Είχα τελειώσει την πρώτη μου ταινία, πολύ μικρή που είχε γυριστεί σχεδόν δωρεάν, αλλά ήταν μια πολύ προσωπική ταινία που είχα γυρίσει ενώ περνούσα τη διαδικασία του coming out ως τρανς και queer. Ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ταινία που αντανακλούσε μια εφηβική εμπειρία δυσφορίας, μια εφηβική εμπειρία όπου ένιωθα μια αποξένωση από το ίδιο μου το σώμα, ακόμη και αποξένωση από την ταυτότητα και την πραγματικότητά μου. Και αναζητούσα τον εαυτό μου μέσα από την οθόνη, αναζητούσα τον εαυτό μου στο διαδίκτυο.
Το We’re All Going to the World’s Fair ήταν μια ταινία που διαδραματιζόταν γύρω από διαδικτυακή κοινότητα των creepypasta, και μιλούσε για αυτά τα παιδιά που έπαιζαν ένα διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων τρόμου. Ήταν ένας τρόπος να μιλήσουμε για το πώς αναζητούμε τον εαυτό μας στη φαντασία πριν είμαστε έτοιμοι να αναζητήσουμε τον εαυτό μας στην πραγματικότητα.
Όταν έκανα εκείνη την ταινία και μετά έκανα το coming out, άρχισα τη μετάβασή μου και σκεφτόμουν πολλές συνέπειες που οι τρανς αφηγήσεις συνήθως δεν προβάλλουν στην οθόνη. Όσο κι αν είναι μια πολύ χαρούμενη εμπειρία του να βρίσκεις τον εαυτό σου, είναι επίσης αρκετά δραματική και συγκλονιστική. Μπορείς να φανταστείς ότι το να βλέπεις κάτι στον εαυτό σου που ξέρεις ότι πρόκειται να σε αποξενώσει από την κοινωνία που θεωρούσες σπίτι σου σε όλη σου τη ζωή, είναι απίστευτα συγκλονιστικό.
Είχα λοιπόν αυτή την νέα ιδέα για μια ταινία που μιλούσε για τη σχέση μας με τις οθόνες με παρόμοιο τρόπο όπως η πρώτη μου ταινία, και αφορούσε δύο παιδιά που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν μια τηλεοπτική σειρά που κόπηκε. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον τρόπο με τον οποίο τελείωσε αυτή η τηλεοπτική σειρά, και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η εκκρεμότητα τους έκανε να αισθάνονται μια αίσθηση εξωπραγματικότητας μέσα στον πραγματικό κόσμο.
Συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν μια μεταφορά, και πάλι, για να μιλήσουμε για τους τρόπους με τους οποίους εμείς ως τρανς άτομα και queer άτομα, ζούμε στον κόσμο πριν από τη μετάβαση. Φυσικά το έγραψα και στη συνέχεια το έφτιαξα πολύ νωρίς στη διαδικασία της μετάβασης και προσπαθούσα να αποτυπώσω αυθεντικά αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία του να βλέπεις τον εαυτό σου για πρώτη φορά. Δεν είναι απαραίτητα μια ταινία για τη μετάβαση. Είναι μια ταινία για το πώς βλέπεις τον εαυτό σου για πρώτη φορά – και όλους τους τρόπους με τους οποίους το αποφεύγεις αυτό πριν είσαι έτοιμος να το κάνεις…
Αυτό ήταν το συναισθηματικό πλαίσιο από το οποίο προήλθε. Είχα γράψει το σενάριο ακριβώς πριν η πρώτη μου ταινία κάνει πρεμιέρα στο Σάντανς, και ήξερα ότι ήταν μια ταινία που ήθελα να κάνω, όχι για 0 δολάρια, όπως έκανα την πρώτη μου ταινία. Και στην Αμερική, το καλύτερο ενδεχόμενο για μια τέτοια συνθήκη είναι να συνεργαστώ με την A24 και να κάνω μια ταινία με τους πόρους της εταιρείας αλλά και κοντά στο είδος των ταινιών που βγάζουν.
Ποιο ήταν το Pink Opaque σου;
Το Pink Opaque μου. Πάνω απ’ όλα θα έλεγα ότι ήταν η Buffy, the Vampire Slayer. Η ταινία αντλείται από πολλά τηλεοπτικά τροπάρια της δεκαετίας του ’90 και από διάφορες σειρές. Όταν ήμουν νεότερο ήμουν ερωτευμένο με πολλές σειρές για young adults στο Nickelodeon. Αλλά η Buffy νομίζω ότι κυριολεκτικά ήταν η πρώτη μου αγάπη.
Παρακολουθούσα αυτή τη σειρά όπως προβλήθηκε αρχικά, νομίζω από το 1997, όταν θα ήμουν δέκα χρονών, μέχρι όταν τελείωσε, όταν σταμάτησε να προβάλλεται το 2003, δηλαδή περισσότερο από τη μισή μου ζωή. Επτά χρόνια κάθε εβδομάδα επιστρέφοντας σε αυτούς τους χαρακτήρες με τους οποίους αναπτύσσεις μια συναισθηματική σχέση.
Αυτή ήταν μια από τις, αν όχι η πρωταρχική, συναισθηματική σχέση στη ζωή μου εκείνη την εποχή, κάτι που νομίζω ότι λέει κάτι για το είδος της ζωής που ζούσα ως queer, κλειστό παιδί. Ναι, αυτή η σειρά είναι τόσο σημαντική για μένα.
Ακριβώς όπως ο Owen και η Maddy στην ταινία μου, θεωρούσα τους χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς σχεδόν σαν οικογένεια. Και όταν τελείωσε, υπήρχε μια απώλεια. Και κοιτάζοντας πίσω από την σημερινή μου ενήλικη ζωή και μετά τη μετάβαση, όσο κι αν νιώθω ευγνωμοσύνη για εκείνη τη σειρά και τη σχέση που είχα μαζί της, μου φαίνεται επίσης παράξενο και αλλόκοτο και ίσως λίγο λυπηρό το γεγονός ότι είχα επενδύσει τόση πολλή από τη νεότητά μου σε αυτό το πράγμα που μπορούσα να δω μόνο στην οθόνη.
Εκτός από τις τηλεοπτικές σειρές, τι είδους ενδιαφέροντα είχες; Πώς έφτιαχνες τον δικό σου κόσμο;
Ήμουν ένα απίστευτα δημιουργικό παιδί. Έγραφα μυθιστορήματα ή έφτιαχνα τις δικές μου τηλεοπτικές σειρές στο μυαλό μου. Δεν ξέρω αν ενθαρρύνθηκα τόσο πολύ στα προάστια όπου μεγάλωσα ώστε να κυνηγήσω αυτή τη δημιουργικότητα με τους δικούς μου όρους. Δεν με αποθάρρυναν απαραίτητα, αλλά είχα μια πραγματικά πολύ κλειστή παιδική ηλικία. Περνούσα πολύ χρόνο μέσα στο μυαλό μου, και αυτό σίγουρα είχε να κάνει με το ότι δεν ένιωθα άνετα να είμαι ο εαυτός μου μέσα σε αυτό το πολύ μονοπολιτισμικό και σχεδόν καταπιεστικό προαστιακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Είχα φίλους! Δεν ήμουν εντελώς μοναχικό παιδί. Αλλά περνούσα πολύ χρόνο στη φαντασία μου. Πολύ χρόνο.
Όταν τελικά έκανα το coming out, όταν άρχισα να γυρίζω ταινίες, ήταν σαν αυτό το φράγμα να είχε επιτέλους ξεκολλήσει και ένιωσα ότι είχα επιτέλους τη φωνή και την ταυτότητα που ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο. Νομίζω όμως ότι στην παιδική ηλικία και κυρίως στη νεαρή ενηλικίωση και στα εφηβικά μου χρόνια, εκφραζόμουν πολύ περισσότερο μέσα από το να είμαι φαν άλλων πραγμάτων, και πολύ περισσότερο με το να διατηρώ τους κόσμους που έφτιαξα για τον εαυτό μου, μέσα στο μυαλό μου.
Το σάουντρακ στην ταινία είναι φανταστικό. Αναρωτιέμαι αν θα έλεγες πως κι η μουσική έπαιξε εξίσου μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του εαυτού σου.
Ω, ναι. Όταν ήμουν 13 ή 14 ετών, γνώρισα ένα κορίτσι στην τάξη που ήταν μεγαλύτερη από μένα και με κάλεσε στο σπίτι της και μου είπε όλες τις ωραίες μπάντες που άκουγε. Αυτό ήταν τόσο διαμορφωτικό για μένα όσο και η τηλεόραση. Όπως ο Owen και η Maddy που προσκολλώνται στην τηλεόραση και στη σειρά, εγώ πραγματικά προσκολλήθηκα στη μουσική.
Το καλύτερο πράγμα για το προάστιο στο οποίο μεγάλωσα ήταν ότι απείχε μόνο 45 λεπτά από τη Νέα Υόρκη. Έτσι, από τα 14 ή τα 15 μου, περνούσα τα Σαββατοκύριακα παίρνοντας τον προαστιακό σιδηρόδρομο στην πόλη και πηγαίνοντας σε πανκ ροκ συναυλίες και βρίσκοντας τον δρόμο για το σπίτι. …τελικά. [γελάει]
Η μουσική ήταν μια πραγματική σανίδα σωτηρίας για μένα. Και νομίζω ότι βρήκα στη μουσική ως παιδί ένα άλλο είδος διεξόδου για να έχω εμπειρίες. Ακριβώς όπως ο Owen και η Maddy αναζητούν τον εαυτό τους στην τηλεοπτική σειρά, εγώ άκουγα μουσικούς τόνους, προσωπικότητα, κάτι το ευγενικό στη μουσική που αγαπούσα. Την ένιωθα σαν έναν τρόπο να καταλάβω τον εαυτό μου που δεν μου διέθετε η πιο ετεροκανονική κουλτούρα γύρω μου.
Ποια μπάντα σε επηρέασε πιο πολύ;
Πιο επιδραστική για μένα; Οι Cocteau Twins, που φυσικά κυκλοφόρησαν και μια συλλογή με τίτλο The Pink Opaque, το οποίο δανείζομαι στην ταινία για τον τίτλο της τηλεοπτικής σειράς. Υποτίθεται ότι ήταν απλώς ένας προσωρινός αντικαταστάτης μέχρι να βρω ένα καλύτερο όνομα αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να βρω ένα καλύτερο όνομα. Ήταν το τέλειο όνομα!
Η μουσική των Cocteau Twins, νομίζω, εκφράζει κάτι πολύ κοντινό και προσωπικό για μένα και πολύ queer. Λατρεύω τη μουσική shoegaze. Λατρεύω την dream pop μουσική. Λατρεύω τη μουσική που μπορεί να με κάνει να νιώσω σαν να κολυμπάω σε έναν διαφορετικό κόσμο. Και οι Cocteau Twins το κάνουν αυτό καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη. Το πάρτι των 30ων γενεθλίων μου είχε θέμα τους Cocteau Twins – είπα σε όλους να έρθουν ντυμένοι σαν το αγαπημένο τους τραγούδι των Cocteau Twins!
Συζητώντας για αυτό το πατριαρχικό, ετεροκανονικό και καταπιεστικό περιβάλλον, αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο ήταν να πλοηγηθείς σε αυτό και να προσπαθήσεις να βρεις πράγματα που σου μιλούν άμεσα, απευθείας. Το σκεφτόμουν ενώ παρακολουθούσα την ταινία – ενώ το Pink Opaque δεν είναι προφανώς ένα προς ένα αναλογία με τη Buffy, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό το ότι οι δύο ηρωίδες είναι στην ουσία η Tara και η Willow. Ένιωσα ότι βούταγες μέσα σε αυτή τη σειρά στη νοσταλγική της εικόνα και εντόπισες αυτή τη μία σχέση ως αυτό που την αντιπροσωπεύει μέσα σου.
Νομίζω ότι ένιωθα ντροπή που αγαπούσα τη Buffy the Vampire Slayer τόσο πολύ, επειδή ήταν μια σειρά «για κορίτσια». Και, ξέρεις, δεν ήμουν κορίτσι στο μυαλό μου εκείνη την εποχή. Και σίγουρα μου είχαν πει ότι δεν ήμουν κορίτσι και ότι αυτό δεν ήταν κατάλληλο για εμένα. Και το ίδιο μπορεί να ισχύει και για πολλή από τη μουσική που μου άρεσε εκείνη την εποχή. Ήταν πράγματα, ακόμα κι αν δεν το καταλάβαινα τότε, κωδικοποιημένα ως queer. Αυτό που έβλεπα σε αυτήν σε νεαρή ηλικία σε αυτά, ήταν κάτι το ευγενικό, κάτι διαφορετικό από αυτό που απολάμβαναν τα άλλα «αγόρια» εκείνη την εποχή.
Νομίζω ότι υπάρχουν λεπτές μορφές καταπίεσης, όπως υπάρχουν και μη λεπτές μορφές καταπίεσης. Έχουμε πολλά έργα για τις μη λεπτές μορφές καταπίεσης. Πολλές queer αφηγήσεις αφορούν σπιτικά που είναι κακοποιητικά με έναν ανοιχτό, σωματικό τρόπο ή είναι καταπιεστικά. Η δική μου εμπειρία δεν ήταν τέτοια. Μου είπαν ότι μπορούσα να είμαι όποια ήθελα να είμαι, και παρόλα αυτά εξακολουθούσα να λαμβάνω όλα αυτά τα σήματα από τους πάντες γύρω μου σε αυτό το περιβάλλον, που με έκαναν να ντρέπομαι για αυτό που ήμουν.
Είναι πολύ σημαντικό για μένα να το εκφράσω αυτό στην ταινία με έναν τρόπο ειλικρινή πάνω στο πώς αυτό το είδος εξουσίας μεταφέρεται από τη μια γενιά στην άλλη. Ο χαρακτήρας του πατέρα σε αυτή την ταινία, ο οποίος είναι πραγματικά απλά μια παρουσία στο περιθώριο της ταινίας, δεν είναι ποτέ ανοιχτά επιθετικός, εκτός από τη μόνη ατάκα που τον ακούμε να λέει σε όλη την ταινία κι η οποία είναι «αυτό δεν είναι μια σειρά για κορίτσια;». Κι όταν είσαι παιδί και διαβάζεις τον κόσμο γύρω σου για να εντοπίσεις τι βρίσκεις όμορφο, αυτή η συμπεριφορά σου λέει ότι πρέπει να ντρέπεσαι. Μπορεί να είναι κάτι τόσο πολύ ανεπαίσθητο, αυτό που ίσως σε βάλει στην ντουλάπα για δεκαετίες.
Στο ίντερνετ ποια ήταν η επαφή σου με το fandom; Έγραφες fan fiction;
Πέρασα τα νιάτα μου σε διάφορα message boards. Για τα X-Files, τη Buffy the Vampire Slayer, για διάφορα συγκροτήματα που μου άρεσαν εκείνη την εποχή. Μετά ήταν ένα φόρουμ για τους Radiohead. Μπορούσα να ακολουθήσω το πώς εξελίσσονταν τα ενδιαφέροντά μου, από φόρουμ σε φόρουμ στο ίντερνετ. Ποτέ δεν πόσταρα πολύ, κυρίως ήμουν lurker. Για μένα η εμπειρία ήταν πολύ περισσότερο για το να είμαι φαν, και να διαβάζω τις ιδέες άλλων.
Αλλά περιστασιακά έγραφα και κάποια fan fiction. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έγραψα μερικά ψεύτικα spoilers για τη Buffy the Vampire Slayer και αυτά τα πήραν και τα διέδωσαν στο ίντερνετ σαν να ήταν αληθινά. Ένιωθα μεγάλη περηφάνια για αυτό!
Κινηματογραφικά ο Lynch και ο Cronenberg είναι δύο από τις επιρροές πάνω σου, τι έχεις πάρει από αυτούς και από άλλους σκηνοθέτες σημαντικούς για σένα;
Οι δύο πατεράδες μου, και οι δύο λέγονται David. [γελάει] Ναι. Θυμάμαι όταν είδα το Mulholland Drive. Οι γονείς ενός φίλου με πήγαν να δω αυτή την ταινία στους κινηματογράφους. Θα ήμουν 13 ετών τότε. Και θυμάμαι ότι ένιωθα ένα μπέρδεμα όχι συνηθισμένο. Ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα. Θυμάμαι να το αισθάνομαι επίσης με το Starship Troopers του Paul Verhoeven όταν τον είδα στους κινηματογράφους. Ταινίες που εξέφραζαν κάτι νομίζω κάπως σεξουαλικό, που απλά δεν καταλάβαινα εκείνη την εποχή και με έκαναν να αισθάνομαι άβολα με έναν τρόπο που με αποσταθεροποιούσε. Αυτές οι ταινίες απλά έμειναν στο μυαλό μου.
Ως φαν του Lynch, το Twin Peaks ήταν τεράστιο για μένα όταν ήμουν παιδί. Έβλεπα αυτή τη σειρά ξανά και ξανά και ήμουν απαρηγόρητο από το τέλος που ήταν το cliffhanger μέχρι το 2017, με τον Dale να κοιτάζει στον καθρέφτη. Έβλεπα εφιάλτες γι’ αυτό! Έλεγα, τι συνέβη στον Dale; Θα γίνει καλά;
Αλλά νομίζω ότι βρήκα μια πραγματική αγάπη για τον Lynch και τον Cronenberg στα χρόνια του κολεγίου μου, στις αρχές των 20ς μου. Έπιασα τον εαυτό μου να ξαναβλέπει αυτές τις ταινίες ξανά και ξανά. Ειδικά ο Cronenberg και η σχέση του με το σώμα, προφανώς είναι μεγάλη επιρροή. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποί του αισθάνονται ξένοι, είναι κάτι που με γοητεύει ατελείωτα.
Για τον Lynch, νομίζω ότι η διαδικασία του είναι τόσο αξιοσημείωτη. Όταν κολυμπάω στους ονειρικούς του κόσμους, αισθάνομαι ότι είναι κάτι που προσπαθώ να κάνω, δηλαδή να δουλεύω από ένα υποσυνείδητο σημείο στον τρόπο που κατασκευάζω τις ταινίες μου. Το κάνει αυτό εδώ και δεκαετίες και έχει μια διαδικασία που είναι τόσο βαθιά, όπου μπορείς να δεις την ελευθερία με την οποία είναι σε θέση να εκπέμψει από το υποσυνείδητό του.
Γενικά το ενδιαφέρον για την ποπ κουλτούρα είναι πολύ έντονο στο σινεμά σου, τόσο θεματικά όσο και αισθητικά. Αλλά και η αγάπη για σκηνοθέτες όπως αυτοί που αναφέραμε, ή ας πούμε στο We’re All Going to the World’s Fair όπου είδα κάτι από Kiyoshi Kurosawa αλλά ταυτόχρονα και κάτι εντελώς διαφορετικό. Πώς καταφέρνεις να δουλέψεις μέσα από τα τόσα πολλά σημεία αναφοράς που συνθέτει η ενασχόληση με την ποπ κουλτούρα, δημιουργώντας κάτι τόσο μοναδικό;
Προσπαθώ πραγματικά να φτιάξω κάτι που να μοιάζει με το εσωτερικό του κεφαλιού μου, καταλαβαίνεις; Και ακριβώς όπως οι Cocteau Twins, η μουσική με πηγαίνει σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ή μια ταινία του David Lynch με πηγαίνει σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ή μια ταινία του Martin Scorsese με πηγαίνει σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Εγώ έχω το δικό μου μέρος, έχω τη δική μου περιοχή στον εγκέφαλό μου που αντηχεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο και προφανώς εμπνέεται από ανθρώπους που είναι ίσως συνοδοιπόροι δημιουργικοί ταξιδιώτες και δημιουργούν τις δικές τους περιοχές.
Απλά προσπαθώ να βάλω κάτι στην οθόνη που μου φαίνεται ανακουφιστικό ή που μου φαίνεται σαν σπίτι μου, ή που μου φαίνεται αυθεντικό για το πώς θα μπορούσε να είναι ένα κομμάτι τέχνης που δεν υπάρχει και το οποίο ονειρεύομαι.
Για να το κάνω αυτό προσπαθώ να καταλάβω τις ανησυχίες μου. Υπάρχει κάτι στους χώρους που καταλαμβάνουν τα εμπορικά κέντρα ας πούμε, που σκέφτομαι, γιατί να συνεχίζω να επιστρέφω σε αυτούς; Υπάρχει κάποιος λόγος, ακόμα κι αν δεν τον καταλαβαίνω ακριβώς. Και είναι φυσικά και η οθόνη.
Αστειευόμουν στην περιοδεία μου για το We’re All Going to the World Fair και έλεγα ότι όπως ο Kiarostami συνεχίζει να επιστρέφει στο αυτοκίνητο, έτσι κι εγώ επιστρέφω πάντα στην οθόνη. Υπάρχει κάτι σε αυτήν ως οπτική εικόνα ή ως μεταφορά που μου φαίνεται απίστευτα βαθύ. Υπάρχουν πάντα περισσότερα να ξετυλίξω. Νομίζω ότι είναι μια όμορφη μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο η ταυτότητα μπορεί να διαχέεται ή να μοιάζει εξωπραγματική. Ξέρεις αυτά τα επαναλαμβανόμενα όνειρα όπου βλέπεις τηλεόραση και ξαφνικά είσαι ο χαρακτήρας της σειράς; Απλά νιώθω ότι υπάρχει κάτι εκεί μέσα σχετικά με αυτόν τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Επίσης, πιστεύω στο να γράφεις αυτό που ξέρεις. Αυτό δεν σου λένε; Και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια να κρύβομαι μέσα σε οθόνες. Οπότε είναι λογικό ότι αν επρόκειτο να κάνω ειλικρινή τέχνη, θα έπρεπε να είναι μεταμοντέρνα με αυτόν τον τρόπο. Θα έπρεπε να αφορά κατά κάποιο τρόπο τη σχέση μου με την υπόλοιπη τέχνη ή την υπόλοιπη ψυχαγωγία ή την ίδια την οθόνη, επειδή αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, καλώς ή κακώς.
Μαζί με κάποιες άλλες ταινίες των τελευταίων χρόνων αναφέρεσαι ως εκπρόσωπος του λεγόμενου «αναλογικού τρόμου», όπως και ταινίες σαν το Skinamarink ας πούμε. Πιστεύεις ότι η αναλογική κουλτούρα επιστρέφει; Υπάρχει μια φετιχοποίηση παλαιότερων αντικειμένων, όπως τα VHS ας πούμε.
Αν σκεφτείς εκείνη τη στιγμή του j-horror της εποχής του 2000 όπου είχες το Pulse του Kurosawa ή είχες το Ring, ήταν μια περίοδος όπου το αλλόκοτο ή το τρομακτικό αναπαρίσταται στο σινεμά μέσω του κόκκου της αναλογικής, χαμηλής ανάλυσης εικόνας. Νομίζω ότι είναι λογικό αυτό να είχε πολιτισμική απήχηση. Ειδικά σε μια στιγμή στο χρόνο όπου τα πάντα είναι διαθέσιμα σε εμάς ανά πάσα στιγμή και οι παραδοσιακές αναπαραστάσεις του τοπίου των μέσων μαζικής ενημέρωσης τείνουν να είναι αρκετά μαξιμαλιστικές. Τείνουν να είναι φωτεινές και υπερκορεσμένες.
Και έτσι, ακριβώς τη στιγμή που όλα αυτά τα πράγματα υψηλής ανάλυσης πετάνε προς τα πάνω μας ανά πάσα στιγμή, αυτό που θα γινόταν τρομακτικό ή μυστηριώδες ή μαγικό θα ήταν κάτι όπου θα έπρεπε πραγματικά να εστιάσεις το βλέμμα σου για να δεις γιατί σου φαίνεται μυστηριώδες. Και ακόμη και αν εστιάσεις για πολύ ώρα, δεν θα το δεις ποτέ στα αλήθεια. Θα είναι πάντα κάπως θολό ή κάπως γυαλιστερό.
Είναι κάτι διαισθητικό, και νομίζω πως είναι προϊόν του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσα και των αναμνήσεων από το θόλωμα στην τηλεόραση ή την καλωδιακή τηλεόραση. Είναι εικόνες που δεν υπάρχουν πια τόσο πολύ, είναι σαν ένα glitch της παιδικής μου ηλικίας.
Αλλά όλο αυτό είναι επίσης επηρεασμένο από πολλά πράγματα στο ίντερνετ, από creepypasta. Νομίζω ότι υπάρχει αυτή η αφήγηση που έχω παρατηρήσει αυτή τη στιγμή όπου νομίζω ότι έχω ομαδοποιηθεί –χωρίς να το έχω επιδιώξει– στον αναλογικό τρόμο. Νομίζω ότι είναι πολύ όμορφο. Και είναι όμορφο γιατί αν παρακολουθήσω, ας πούμε, μια ταινία του David Lynch ή μια ταινία της Maya Deren, παίζουν σε μια πολύ παρόμοια γραμμή ενός σουρεαλισμού που μπορεί να μοιάζει στοιχειωτικός – με τον ίδιο τρόπο που ένα όνειρο μπορεί να μοιάζει στοιχειωτικό και μισοθυμημένο.
Για παράδειγμα, η ταινία Skinamarink. Όταν την παρακολούθησα και στη συνέχεια είδα ότι αυτή η ταινία έπαιζε στο multiplex στα προάστια όπου μεγάλωσα, χάρηκα τόσο πολύ γιατί πρόκειται στην πραγματικότητα για πειραματικό κινηματογράφο. Δεν διαφέρει και τόσο πολύ από τον σκληρό, πειραματικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1970. Μπορούμε να κοιτάξουμε το σινεμά είδους ως έναν τρόπο για να περάσουμε ιδέες στο mainstream σαν μέσα από έναν δούρειο ίππο. Και να πούμε έτσι κάτι για το αλλόκοτο.
Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο και για το κάστινγκ;
Στην πρώτη μου ταινία το καστ ήταν ως επί το πλείστον μη ηθοποιοί. Η Anna Cobb ήταν ηθοποιός για πρώτη φορά. Είναι απίστευτα συγκινητικό για μένα ως καλλιτέχνη να γνωρίσω κάποιον, να καταλάβω ποια είναι τα ταλέντα του ως ερμηνευτή, αλλά και να καταλάβω τι είναι συναρπαστικό σε αυτόν ως άνθρωπο και να προσπαθήσω να το βγάλω αυτό από κάθε ερμηνευτή στην οθόνη.
Επίσης στο World’s Fair επιλέξαμε πολλούς ανθρώπους από το διαδίκτυο, πολλούς ανθρώπους που έφτιαχναν ιστορίες creepypasta, τις οποίες καταλήξαμε να φέρουμε στην ταινία και αυτό έδωσε αυτό το είδος του ρομαντισμού τόσο στην ταινία όσο και σε μένα, που δούλεψα με ανθρώπους που είχαν πραγματικά μια συναισθηματική επένδυση σε αυτόν τον κόσμο.
Με το I Saw the TV Glow, δεν μου φαινόταν λογικό να δουλέψω με μη ηθοποιούς, αφού πρόκειται για μια ταινία που αφορά πολύ περισσότερο την ποπ κουλτούρα και πολύ λιγότερο την ερασιτεχνική τέχνη του outsider. Ήξερα λοιπόν ότι ήθελα να δουλέψω με πρόσωπα της ποπ κουλτούρας. Η Bridget Lundy-Paine και ο Justice Smith ως πρωταγωνιστές είναι και οι δύο απίστευτα ταλαντούχοι, νεότεροι queer ηθοποιοί που έχουν κάνει πολλές δουλειές, αλλά δεν έχουν κάνει ποτέ τέτοια δουλειά. Η Bridget συμμετείχε για πολλά χρόνια σε μια σειρά του Netflix. Ο Justice είχε παίξει σε έναν τόνο mainstream μπλοκμπάστερ.
Ήθελα να δώσω και στις δύο την ευκαιρία να αναλάβουν πλήρως πρωταγωνιστικούς ρόλους που θα μπορούσαν να είναι πολύπλοκοι και πυκνοί και που πίστευα ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Ο Justice ήταν ένας ηθοποιός τον οποίο είχα θαυμάσει για την ικανότητά του να είναι σχεδόν χαμαιλέοντας, να εξαφανίζεται πραγματικά και να κατοικεί σε πολλές διαφορετικές προσωπικότητες και πολλούς διαφορετικούς ρόλους. Αλλά δεν τον είχα δει ποτέ να υποδύεται κάποιον που δεν ήταν γοητευτικός! Κι ο Owen είναι ένας χαρακτήρας τόσο εγκλωβισμένος στον εαυτό του και τόσο αποτραβηγμένος, και πραγματικά με γοήτευσε το τι θα έκανε ο Justice με αυτόν τον χαρακτήρα.
Και την Bridget τη γνώρισα πρώτη φορά ως τρανς ηθοποιό στη διαδικασία μετάβασης. Ήμουν απλά απίστευτα συγκινημένο από την ιδέα ότι θα μπορούσα να δουλέψω με αυτό το άτομο για να αναπτύξω τη φωνή του με έναν νέο τρόπο, τόσο καλλιτεχνικά όσο και απλά όσον αφορά την προσωπικότητά του. Κι η Maddy είναι ένας χαρακτήρας στην ταινία που μεταμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ταινίας. Και αυτό με ενθουσίασε τόσο πολύ ως καλλιτέχνη.
Στη συνέχεια, συμπληρώνοντας το υπόλοιπο καστ, ήθελα αυτό που έλεγα πριν, να δημιουργήσω αυτή την περιοχή στο μυαλό μου που θα μπορούσε να μοιάζει με την προσωπικότητά μου. Έτσι, συμπεριέλαβα μουσικούς της indie rock που αγαπούσα. Αυτό περιελάμβανε τον Conor O’Malley, ο οποίος είναι ένας κωμικός που νομίζω ότι λέει κάτι για τον αμερικανικό ανδρισμό όπως κανείς άλλος. Και περιελάμβανε, φυσικά, τον Fred Durst από τους Limp Bizkit, ο οποίος… αναρωτιόμουν αν ονειρευόμουν έναν θυμωμένο πατέρα, έναν τρομακτικό άντρα, ποιος θα έπαιζε αυτόν τον χαρακτήρα στο όνειρό μου; Και η απάντηση στην οποία κατέληξα ήταν ο Fred. Που ήθελε πραγματικά να το κάνει κι είναι μια απίστευτα ευαίσθητη ψυχή – και επίσης αρκετά τρομακτικός στην οθόνη, νομίζω.
Και η Amber Benson…
Και η Amber Benson, φυσικά! Ναι, φυσικά. [χαμογελάει]
Ο τρόπος που μου βγήκε μια κραυγή όταν την είδα…
Υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων που βλέπουν την ταινία! Αυτοί που τσιρίζουν όταν βλέπουν την Amber Benson και αυτοί που δεν τσιρίζουν.
[Χαμογελώντας, διαπιστώνει πως ο publicist μας κάνει νόημα να ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη.] Ωχ, τελειώσαμε;
Publicist: Ναι, τελειώσαμε.
ΟΚ, εμμ, επιτρέψτε μου να… Θα πω κάτι σύντομο για την Amber: Ήθελα να φέρω την Tara πίσω στη ζωή.
Και είναι, ξέρεις, μια πολύ μικρή στιγμή. Αλλά για μένα, είναι μια στιγμή ευλογίας. Η Amber δεν είχε παίξει σε τίποτα εδώ και μερικά χρόνια. Την φέραμε αεροπορικώς από το Λος Άντζελες μόνο για να γυρίσει αυτή τη σκηνή. Οι παραγωγοί μου στην αρχή έλεγαν, γιατί θέλεις να το κάνεις αυτό;
Κι εγώ έλεγα κάτι σαν: «Εμπιστευθείτε με. Αυτή είναι η ψυχή της ταινίας.»
*Το I Saw the TV Glow προβάλλεται Κυριακή 3 και Δευτέρα 4 Νοεμβρίου στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του ‘24 στο φεστιβάλ Βερολίνου.