Jason Schwartzman, πώς είναι να ζεις εδώ και 25 χρόνια στο σύμπαν του Wes Anderson;
Το OneMan μίλησε αποκλειστικά στις Κάννες με τον αιώνιο πρωταγωνιστή του Wes Anderson, με αφορμή τη νέα τους ταινία, Asteroid City.
- 26 ΜΑΙ 2023
Πριν 25 χρόνια, ο Jason Schwartzman ήταν έφηβος, μόλις 18 χρονών. Εκείνη ήταν η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά– μέσα στο συμμετρικό, παστέλ σύμπαν του Wes Anderson που μόλις τότε άρχιζε να εδραιώνεται, ο Schwartzman ήταν ο Max Fischer.
Μαθητής που πάντα προσπαθούσε για το κάτι παραπάνω, που προσπαθούσε για τα πάντα, κάνοντας όσα γίνεται περισσότερα αλλά χωρίς πραγματικά να ανήκει κάπου. Στη διαρκή αναζήτηση της δικής του προσωπικής ευτυχίας. Του δικού του Rushmore.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Schwartzman χάραξε μια διαδρομή που του επέτρεψε να κυνηγά την επιτυχία με τους δικούς του όρους, φαινομενικά πάντα ανήκοντας σε μια ευρύτερη δική του παρέα. Έπαιξε σε ταινίες κουλ σκηνοθετών (Marie Antoinette), πρωταγωνίστησε σε χιπ σειρές (Bored to Death), δημιούργησε τη δική του γλυκιά μουσική. Αλλά πάντα έμοιαζε έτοιμος για μια επιστροφή στο σπίτι, στο Rushmore του, στον κόσμο του Wes Anderson, όπου πάντα συμβόλιζε και θα συμβολίζει αυτή τη σχεδόν μανιακή επιδίωξη ευτυχίας και τελειότητας.
Το Asteroid City του Wes Anderson θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο από την Tanweer. Η συνέντευξη με τον Jason Schwartzman έγινε στο 76ο φεστιβάλ των Καννών.
Για τους ανθρώπους που βρίσκουν αξία σε κάποια τέτοια σύμβολα, υπάρχει κάτι το συγκινητικό στην εμφάνιση του Schwartzman στο Asteroid City, τη νέα ταινία του Wes Anderson που κυκλοφορεί σύντομα στις αίθουσες. 25 χρόνια μετά, ο μαθητής Max Fischer έχει γίνει πλέον θλιμμένος πατέρας, ένας πατέρας που έχει μάλιστα χάσει τη γυναίκα του (και μητέρα των παιδιών του) και δεν ξέρει καν πώς να τους το πεις.
Την αθωότητα την πήρε μαζί της η πλημμύρα του χρόνου. Οι σπίθες στα μάτια του Max τώρα αντικαθίστανται με μια μελαγχολία στο βλέμμα του Augie. Στο Asteroid City ένα αταίριαστο σύνολο χαρακτήρων βρίσκονται παγιδευμένη σε μια ρετρό πόλη μαθαίνοντας πώς να ανακαλύπτουν την ευτυχία σε μια συνθήκη που δεν είχαν επιλέξει, όπου τα πάντα μοιάζουν ξένα και αλλόκοτα. Είναι ίσως αυτός ένας πιο ώριμος, πιο «25 χρόνια μετά» τρόπος να ψάχνεις το Rushmore σου.
Ο Wes Anderson έχει γυρίσει 9 ταινίες μετά το Rushmore, τις 7 από αυτές με τον Jason Schwartzman. Ο οποίος δεσπόζει πλέον σε αυτό το πανέμορφο σύμπαν ως μια φιγούρα που διατρέχει τις γενιές. Υπήρξε το κουλ indie kid της γενιάς που αναζητούσε κάτι λίγο έξω από το mainstream, και σήμερα μοιάζει με τον κουλ indie dad της γενιάς που βρήκε ένα κάποιο Rushmore στο πέρασμα του χρόνου.
***
Τον συναντάμε σε ένα ξενοδοχείο στις Κάννες, λίγες ώρες πριν το Asteroid City προβληθεί σε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ. Ο θίασος του Wes Anderson έχει μεγαλώσει σε σχέση με 25 χρόνια πριν, αλλά ο ίδιος είναι ακόμα εκεί, κεντρική φιγούρα. Δεκάδες πρωτοκλασάτα ονόματα βρέθηκαν στην Κρουαζέτ, στο κόκκινο χαλί της ταινίας, αλλά όπως και να το κάνεις υπάρχει κάτι διαφορετικό σε αυτόν.
Όταν μπαίνει στο δωμάτιο μοιάζει μεμιάς σα να ξεπήδησε από την σκηνή κάποιας quirky ταινίας του. Έχει κάτι το μετρημένο στην κορμοστασιά του, κάτι το διστακτικό στη γλώσσα του σώματός του– και στα ίδια του τα λόγια, όπως αμέσως θα διαπιστώναμε. Με μεγάλες παύσεις ανάμεσα σε λέξεις, παίρνοντας το χρόνο του για να εκφράσει κάτι συχνά δύσκολο να περιγραφεί, ή μοιάζοντας φορές εντυπωσιασμένος με κάτι που διαπίστωσε λέγοντάς το (σα να το σκέφτηκε μόλις τώρα πρώτη φορά).
Αφού μας χαιρετάει με ένα πλατύ χαμόγελο, και πριν καθίσει στον καναπέ απέναντί μας, πλησιάζει πρώτα μια από τις μικρές λάμπες που κρέμονται από τους τοίχους, λάμπες από εκείνες που προσαρμόζεις το πού κοιτάνε στρίβοντας αναλόγως τον λαιμό τους. Κοιτάνε όλες τους πλαγίως και προς τα κάτω, με χαμηλό, διακριτικό φωτισμό, σα να μη θέλουν να κάνουν φασαρία. «Κοίτα εδώ αυτό τον τυπάκο!», λέει με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό. «Γιατί κοιτάει έτσι προς τα κάτω; Είναι σα να ντρέπεται», λέει πλησιάζοντας τη λάμπα και προσαρμόζοντας το λαιμό της για να κοιτάζει περήφανα προς τον ουρανό.
Γελάμε, αλλά εκείνος όχι πολύ. Χαμογελάει λίγο αμήχανα, λίγο καλοσυνάτα. Μοιάζει εξαιρετικά συμπαθής και διακριτικός, έστω με έναν περίεργο, quirky τρόπο. Αναγνωρίζω τον Max Fischer πάνω του, στις κινήσεις και τις εκφράσεις του. Αναγνωρίζω και τον Augie του Asteroid City, κάπως σαν ένα καρτούν σε υπαρξιακή αναζήτηση.
«Πριν 25 χρόνια στο Rushmore ήσουν ο μαθητής, τώρα είσαι πια ο πατέρας σε αυτό το σύμπαν του Wes Anderson», του λέω ενώ εκείνος μοιάζει έτοιμος να ξεφυσήσει. «Έχεις συναίσθηση της εξέλιξης αυτής ενώ συμβαίνει μέσα στο χρόνο; Κοιτάς ποτέ πίσω;»
«Όχι! Με τίποτα!», απαντά γελώντας χωρίς να το σκεφτεί δευτερόλεπτο.
«Δε μπορώ να κοιτάξω ούτε τις φωτογραφίες στο τηλέφωνό μου. Ξέρεις, αυτά που σου βγαίνουν “δες τι έκανες πριν ένα χρόνο”, που σου βγάζει τις αναμνήσεις σου; Όχι.», λέει γελώντας σαν τρομαγμένος. «Δεν τα πάω καθόλου καλά με το να κοιτάζω προς τα πίσω. Όχι επειδή δεν μου αρέσει, αλλά θα μου άρεσε υπερβολικά. Ξέρεις τι εννοώ; Οπότε δεν μπορώ να το κάνω. Θα ήταν υπερβολικά καταστροφικό».
«Δεν… όχι», συνεχίζει σα να προσπαθεί να βρει μια σκέψη κόβοντας τις φράσεις του. «Δε θέλω να το συναισθηματικοποιώ, και δεν επισκέπτομαι ξανά το παρελθόν», ξεκαθαρίζει. «Αλλά αυτό που όντως νιώθω και είναι τόσο σπάνιο, είναι ότι πέρα από την οικογένειά μου υπάρχουν ίσως τρεις άνθρωποι που ξέρω για 25 χρόνια. Κι ο Wes είναι ένας από αυτούς. Πολύ σπάνιο. Είναι οικογένειά μου!»
Καθώς μιλάει για τον Wes Anderson φτάνει σε μια διαπίστωση πάνω στο πώς η Ιστορία μας δεν είναι κάτι που κοιτάς (μέσα από notifications του instagram) ή που επισκέπτεσαι (μέσα από νοσταλγικές ανασυστάσεις), αλλά περισσότερο από οτιδήποτε είναι κάτι το οποίο διαρκώς βιώνεις, σαν ένα διαρκές παρόν.
«Το να δουλεύεις μαζί με κάποιον για ένα τέτοιο διάστημα είναι ασυνήθιστο και απίστευτο. Υπάρχουν στιγμές που δουλεύουμε και ξαφνικά μου έρχεται η φλασιά, πόσο καιρό γνωριζόμαστε και πόσο καιρό συνεργαζόμαστε. Και μπορεί να μη μου αρέσει να επισκέπτομαι το παρελθόν, αλλά όταν δουλεύουμε μαζί, το νιώθω το παρελθόν. Βγάζει νόημα αυτό;»
«Τι εννοώ με αυτό. Είναι όπως με ένα μέλος της οικογένειας. Που αποκτάς μια αίσθηση του πώς νιώθουν ανά πάσα στιγμή, καταλαβαίνεις τη διάθεσή τους από το τίποτα, ή ξέρεις τι σκέφτονται. Κι εκείνος το ίδιο. Δουλεύοντας μαζί με έχει δει σε όλα τα ύψη μου και σε όλα τα βάθη μου, και σε όλες μου τις διακυμάνσεις της προσωπικής μου ζωής. Οπότε εκεί έχεις μια ευθύνη να φέρεις ό,τι καλύτερο έχεις, να είσαι απόλυτα ο εαυτός σου και οι δυνατότητές σου. Γιατί ο άλλος θα το ξέρει πολύ καλά αν δεν είσαι. Πάντα θες φυσικά να είσαι ο καλύτερος εαυτός σου, αλλά κάποιες φορές απλά δεν μπορείς να κρυφτείς».
«Εκεί καταλαβαίνεις ότι αντί να κοιτάς πίσω στη δουλειά που έχεις κάνει μαζί με την άλλον, μοιράζεσαι πια ένα αίσθημα ότι έχουμε δουλέψει μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα κι έχουμε κάνει τόσα πράγματα μαζί. Μπορεί να έχω καιρό να τα δω ή ακόμα και να τα σκεφτώ, αλλά είναι κάτι που μπορώ να το νιώσω. Το παρελθόν γίνεται βίωμα. Κι αυτό το κάνει πιο άνετο να δουλεύουμε μαζί. Κι όμως και πιο δύσκολο. Γιατί δεν μπορείς να μαλακιστείς, ξέρεις. Θα κοροϊδέψεις την οικογένειά σου;», χαμογελά.
«Πρέπει να έφαγα 8 gigabytes μνήμης με αυτή την απάντηση», λέει γελώντας.
***
Μοιάζει να βρίσκεται σε μια διάθεση διαπίστωσης τέτοιων αντιθέσεων. Πιο άνετο αλλά και πιο δύσκολο. Παρελθοντικό αλλά παρόν. Και μιλώντας για το Asteroid City, το σκηνικό της νέας του γουεσαντερσονικής περιπέτειας, μια σκέψη πάνω στο ψεύτικο-ως-αληθινό.
Στην ταινία, ο Augie είναι ένας ανάμεσα σε πολλούς χαρακτήρες που βρίσκεται παγιδευμένος σε μια πόλη στη μέση της αμερικάνικης ερήμου– εκεί, μακριά από τα πάντα, μακριά από τους ρυθμούς και τις ανάγκες της Αληθινής Ζωής, φτάνει σε διαπιστώσεις και σε παραδοχές που δεν περίμενε ότι θα φτάσει, ή που απλά δεν ήξερε πώς.
«Η τοποθεσία είχε ενδιαφέρον γιατί ήταν κάτι αληθινό και κατασκευασμένο. Είναι περίεργο να ισχύουν δύο αντίθετα πράγματα σε μία στιγμή», λέει.
Εξηγεί πως ο κεντρικός δρόμος του Asteroid City που βλέπουμε στο φιλμ είναι αληθινός, πως μπορείς να τον περπατήσεις. Αλλά έχει φτιαχτεί όλο με τη δύναμη της προοπτικής (το λεγόμενο “forced perspective”) ώστε, όπως μας εξηγεί, οι τηλεφωνικοί στύλοι ας πούμε μικραίνουν όσο πας προς τα πίσω για να δημιουργούν μια αίσθηση βάθους. «Αν συνέχιζα να περπατάω προς τα πίσω, στο τέλος θα ήταν κοντύντεροι από μένα!» Αληθινό, αλλά και ψεύτικο.
«Κι είναι στην Αμερική αλλά είναι στην Ισπανία, και παίζουμε ηθοποιούς αλλά παίζουμε και τους ρόλους τους. Γίνεται ένα μπέρδεμα. Όλα είναι αληθινά γιατί τίποτα δεν είναι αληθινό, υποθέτω. Αν βγάζει νόημα», συνεχίζει.
«Δεν ξέρω πώς θα έμοιαζε όλο αυτό από αεροπλάνο, θα μπέρδευε πάρα πολύ όποιον άνθρωπο το κοίταγε από μακριά», λέει γελώντας.
Στο συγκεκριμένο σύμπαν των ανεξάρτητων παραγωγών που συνήθως δουλεύει, η αίσθηση του τεχνητού παίρνει διαφορετικές μορφές από ό,τι ας πούμε σε ένα μπλοκμπάστερ γεμάτο οπτικά εφέ. Όμως ο Schwartzman βρίσκει εκεί μια σύνδεση πάνω σε αυτή τη σχέση αλήθειας και κατασκευής που, τελικά, είναι και μεγάλο μέρος της κεντρικής ιδέας του ίδιου του Asteroid City.
«Δεν έχω δουλέψει σε πολλές ταινίες με green screen», μου λέει. «Και πάντα αναρωτιόμουν όταν βλέπω αυτές τις τεράστιες ταινίες, ουάο, δεν έχουν τίποτα εκεί, με τι ερμηνεύουν οι ηθοποιοί, δίπλα στο τίποτα; Πώς το κάνουν; Ε, με ένα τρόπο αυτό που κάναμε εμείς είναι το ακριβές αντίθετο. Γιατί είμαστε τελείως περιτριγυρισμένοι από κάτι, δεν χρειάζεται να φανταστείς τίποτα πάνω σε green screen. Γιατί είναι όλο εκεί. Αλλά είναι όλο μη αληθινό. Αλλά είναι εκεί!!»
Μιλώντας κιόλας για ερμηνείες και για πώς-το-κάνουν-οι-άτιμοι, σπεύδει να εγκωμιάσει την Scarlett Johansson, η οποία στο Asteroid City παίζει μια κινηματογραφική σταρ που μένει στο απέναντι παράθυρο από τον Augie, και με την οποία ο Schwartzman μοιράζεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του. «Έμαθα ένα πράγμα παίζοντας δίπλα στην Scarlett Johansson. Ότι πρέπει να παίρνω λιγότερο χρόνο για να καταλαβαίνω πώς να κάνω τη δουλειά μου. Η Scarlett είναι τόσο άμεσα καλή! Είναι απίστευτο, το να παίζω δίπλα της ήταν σα να βλέπω ταινία», λέει και αρχίζει να γελάει σα να άκουσε (ενώ το έλεγε) πόσο υπέροχα ιδιόμορφο ήταν το κοπλιμέντο που έδωσε.
Τελικά όλη αυτή η πάλη ανάμεσα στο πραγματικό και στο ψεύτικο, στο σινεμά, στην τέχνη και στις αναζητήσεις κάποιου κομματιού αλήθειας, μας φέρνουν κάπως νομοτελειακά στο πολυσυζητημένο ζήτημα των ημερών, τη χρήση του Α.Ι. Και συγκεκριμένα, των μιμήσεων Wes Anderson που είναι εντελώς της μόδας, όσο και πλήρως επιφανειακές φυσικά ως αναδιατυπώσεις του στυλ του χαρακτηριστικότερου ίσως σύγχρονου αμερικάνου auteur.
Ο Schwartzman το πάει αλλού. «Όταν βλέπω Saturday Night Live και βλέπω μια παρωδία για κάτι, με ενδιαφέρει να διαπιστώσω ποιο ακριβώς στοιχείο είναι αυτό που παρωδείται. Τι είναι δηλαδή αυτό που έχει αντιληφθεί το ευρύ κοινό ως “χαρακτηριστικό” ενός αντικειμένου; Η ίδια βασική αρχή ισχύει και με τα Α.Ι. που φτιάχνουν Wes Anderson αισθητικές. Μου εξάπτουν την περιέργεια όλα αυτά. Δεν ξέρω αν μου αρέσουν ή όχι. Αλλά έχω μια περιέργεια για κάθε απομίμηση, ή για κάθε απόπειρα αντιγραφής: Τι είναι αυτό από το οποίο πιάνεται; Από ποιο στοιχείο; Δεν ξέρω λοιπόν αν είναι καλό ή κακό», λέει.
«Αλλά σίγουρα δεν είναι αληθινό».
***
Ο αληθινός Wes Anderson φυσικά αλλάζει και εξελίσσεται, με τρόπους που ενδεχομένως μια Α.Ι. (ή ένα σκετσάκι παρωδίας) να μη μπορεί να αντιληφθεί. Κι οι ίδιες οι ταινίες του αλλάζουν– αρκεί να βάλεις δίπλα δίπλα το Rushmore και το Asteroid City, μιας που τα συζητάμε, έργα με τελείως διαφορετικό ρυθμό, οπτική διάθεση και αφήγηση.
Αλλά μάλλον εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει κάποιος πιο κατάλληλος να μιλήσει για αυτό, από ό,τι ο Schwartzman. Που έχει υπάρξει εκεί, σταθερά, από την αρχή μέχρι σήμερα. Και μας επιβεβαίωσε το πιο απρόσμενο πράγμα: Αυτές οι ταινίες, που μοιάζουν τόσο δομημένες και συγκροτημένες και συγκεκριμένες, είναι τελικά κάθε άλλο παρά αυτό.
Ο Anderson, μας λέει, ενθαρρύνει τον αυτοσχεδιασμό. «Νομίζω αν δει κάτι να συμβαίνει, μπορεί να αντιδράσει σαν μουσικός κάπως». Κάνει σναπ με τα δάχτυλά του. «Σα να λέει, Ας παίξουμε αυτό το riff πάλι. Τα αυτιά του είναι τεντωμένα, είναι πολύ καλωδιωμένος σε ό,τι συμβαίνει. Μέσα σε αυτές τις γραμμές που μοιάζουν πολύ καθορισμένες, υπάρχει τόσος πολύς χώρος για να προσθέσεις πράγματα. Τα πάντα γεμίζουν με λεπτομέρειες».
Κάνει μια μίμηση του πώς ο Wes έχει αυτό τον περίεργο τρόπο να λέει «cut!» και «action!», σα να κρεμόταν από μια σιωπή, από ένα πρόσωπο. Τελείωνε μια σκηνή κι εκείνος κρατούσε εκείνο το κενό, έγερνε αργά προς τα μπροστά και μετά από λίγο έλεγε «….cut». «Σα να περίμενε διαρκώς κάτι ακόμα να συμβεί», εξηγεί ο Shwartzman. «Είναι ελπιδοφόρο αυτό για μένα. Η γλώσσα του σώματός του κρύβει μια ελπίδα, μια περιέργεια. Λέει «action» και γέρνει μπροστά σα να τον ελκύει κάτι. Το λατρεύει αυτό το μυστήριο».
Αυτό είναι κάτι καινούριο πάνω του, μας λέει ο πρωταγωνιστής του. Και τι άλλο;
«Είναι επίσης κάτι ακόμα…», λέει και το βλέμμα του φεύγει προς κάπου απροσδιόριστα, σκέφτεται πολλή ώρα προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις για να το περιγράψει. «Αυτό που έχει αλλάξει είναι πως τώρα όχι μόνο περίμενε αλλά ζητούσε κιόλας από τους ηθοποιούς να βάλουν κάτι απρόσμενο ή… δεν είναι “άγριο” η λέξη που ψάχνω, αλλά τελοσπάντων να βάλουν μέσα στην κάθε σκηνή κάτι που ο ίδιος δεν ήξερε τι είναι. Μπορεί να μας ερχόταν, μπορεί και όχι. Μπορεί στη στιγμή εκείνη κάτι που θα κάναμε να μην κατέληγε σε τίποτα. Αλλά μας είχε εμπιστοσύνη. Είχε πίστη ότι θα συνέβαινε».
Wes Anderson, δε σε αναγνωρίζω! Όμως είπαμε, 25 χρόνια είναι μακρύς ο δρόμος, σαν αυτόν που οι ηθοποιοί του Asteroid City περπατούσαν στη μέση του πουθενά στην ισπανική εξοχή. Εκείνον με την περίεργη προοπτική, που όσο πηγαίνεις προς το βάθος, τα πράγματα γύρω σου είναι ξαφνικά μικρότερα – παρόλο που από μακριά, μοιάζουν ίδια με όπως ήταν πάντα.
«Όλες οι εμπειρίες είναι διαφορετικές για τόσους πολλούς λόγους», λέει ο Jason Schwartzman. Είναι τελικά θέμα προοπτικής. Ίδιες και διαφορετικές. Απλές αλλά και δύσκολες. Κατασκευασμένες, αλλά αληθινές. Βιωμένες στο παρελθόν αλλά παρούσες στο σήμερα. Γιατί τίποτα τελικά δεν καθορίζει την προοπτική, όσο ο χρόνος.