Photo by Gareth Cattermole/Getty Images for BFI
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Jonathan Glazer: «Το μόνο νόημα στη Ζώνη Ενδιαφέροντος είναι στη σύνδεσή της με το σήμερα»

Πριν η Ζώνη Ενδιαφέροντος σηκώσει το Όσκαρ της, ο δημιουργός της μιλάει για την ανάπτυξή της, το sound design, αλλά και τη σύνδεσή της με το τώρα.

Ο Jonathan Glazer έχει δίκαια αποκτήσει τη φήμη του πιο φιλόδοξου, εμμονικά ανυποχώρητου Βρετανού σκηνοθέτη της γενιάς του. Στα 23 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το Sexy Beast, ο δημιουργός έχει γυρίσει μόλις τρεις ταινίες, η καθεμία πιο τολμηρή ως προς το θέμα της, πιο πολύπλοκη από άποψη φόρμας, και πιο επίπονα παρατεταμένη ως προς το ταξίδι της από την ιδέα στην υλοποίηση.

Η Ζώνη Ενδιαφέροντος του πήρε δέκα χρόνια, αλλά έχει κάνει απόσβεση: Grand Prix και βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών, δύο BAFTA, ένα European Award και πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, εκ των οποίων το Όσκαρ Καλύτερου Διεθνούς Φιλμ είναι κλειδωμένο.

Η Ζώνη Ενδιαφέροντος που βασίζεται σε βιβλίο του Martin Amis, διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην περιοχή των 40 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από το Άουσβιτς, γνωστή από τα ναζιστικά SS ως “ζώνη ενδιαφέροντος” ή interessengebiet στα γερμανικά, μέσα στη διώροφη βίλα και τον εκτεταμένο κήπο που κατοικούν ο Rudolf Höss (Christian Friedel) και η σύζυγός του, Hedwig (Sandra Huller). Εκεί, μέσα στη ζοφερή οικιακή τους όαση, οι δυο τους χτίζουν έναν ηλιόλουστο παράδεισο για τους ίδιους και τα παιδιά τους, ενώ οι φρικαλεότητες του στρατοπέδου συγκέντρωσης συμβαίνουν πέρα από τα συρματοπλέγματα που περιβάλλουν το κτήμα.

Το φιλμ είναι μία καυστική εξέταση της ανθρώπινης φύσης στην πιο πιστευτά σκληρή της μορφή, συνδέοντας τις κτηνωδίες του Ολοκαυτώματος με τους τρόμους που μας περιβάλλουν στο σήμερα.

Κατά τη διάρκεια μίας press conference μέσω Zoom για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών, ο Jonathan Glazer μάς μίλησε για την ανάπτυξη της ταινίας, τη σημασία του sound design της, τη χρήση της μαύρης οθόνης, και το πώς η ταινία του συνδέεται, απαραιτήτως, με το σήμερα.

Στο σετ της Ζώνης Ενδιαφέροντος (Kuba Kaminski/A24 Films)

Η Ζώνη Ενδιαφέροντος ξεκίνησε το ταξίδι της πριν από σχεδόν 10 χρόνια. Έψαχνες κάτι σε αυτόν τον κόσμο που το κάλυψε το βιβλίο του Martin Amis; Ή μήπως διαβάζοντας το βιβλίο του Martin Amis συνειδητοποίησες ότι ήθελες να αφηγηθείς μια ιστορία για αυτό το θέμα;

Νομίζω ότι το ενδιαφέρον μου να προσπαθήσω να βρω κάποια οπτική γωνία που να βασίζεται στον δράστη προϋπήρχε του γεγονότος της συνάντησής μου με το μυθιστόρημα του Martin Amis. Το μυθιστόρημα σχεδόν μου έδωσε την άδεια να καταπιαστώ με το θέμα. Είναι ένα εξαιρετικά άβολο μέρος για να θέσει κανείς τον εαυτό του καλλιτεχνικά, για προφανείς λόγους. Όμως υπήρχε κάτι πολύ θαρραλέο στην προσπάθειά του συγγραφέα, και νομίζω ότι αυτό με βοήθησε και στη δική μου. Οπότε σίγουρα δεν διάβασα το βιβλίο με τη σκέψη ότι θα το διασκευάσω πιστά. Ήταν περισσότερο ένα είδος πυρήνα. Ένιωσα ένα πολύ δυνατό συναίσθημα από αυτό και άρχισα να ερευνώ σε βάθος το αρχικό κείμενο. Ο φανταστικός διοικητής που είχε γράψει ο Martin Amis, ήταν σαφώς βασισμένος στον πραγματικό διοικητή του Άουσβιτς, τον Rudolf Höss.

Έτσι, όσο άρχισα να διαβάζω για τον πραγματικό άνθρωπο, και κατ’ επέκταση για τη σύζυγό του, και την οικογένειά του, και τον κόσμο του – τον ιδιωτικό του κόσμο, την ιδιωτική του ζωή στην πραγματικότητα – τόσο περισσότερο άρχισα να κινούμαι προς την πραγματική ιστορία, σε αντίθεση με τη μυθιστορηματική εκδοχή του βιβλίου.

Ως σεναριογράφος, πότε αποφασίζεις να σταματήσεις να ακολουθείς το πρωτότυπο υλικό και να αρχίσεις να εισάγεις τις δικές σου ιδέες;

Το βιβλίο το έχω διαβάσει 3-4 φορές κατά τη διάρκεια 9 ετών, όμως σε πρώτη φάση το είχα διαβάσει και μετά το είχα αφήσει. Δεν το ξανάπιασα γρήγορα. Ήταν σχεδόν σαν να προσπαθούσα να απορροφήσω αυτό που μου άφησε. Μετά άρχισα να εξερευνώ αυτά τα συναισθήματα. Έτσι, το υλικό της πηγής είναι σε μεγάλο βαθμό μία σπίθα για μένα, θα έλεγα.

Θυμάμαι καθαρά ότι η συγγραφή ξεκίνησε για μένα στην Πολωνία. Για την ακρίβεια, ήμουν σε ένα ερευνητικό ταξίδι, πολύ νωρίς, ήμουν εκεί με δύο Πολωνούς συναδέλφους και θυμάμαι απλά να ανοίγω το λάπτοπ μου και να αρχίζω να γράφω. Δεν είχα σκεφτεί, «θα αρχίσω τώρα να γράφω», ή, «καλύτερα να αρχίσω να γράφω την επόμενη εβδομάδα», ή οτιδήποτε άλλο. Κυριολεκτικά απλά ένιωθα ότι κάτι ήταν στα δάχτυλά μου.

Στο σετ της Ζώνης Ενδιαφέροντος (Agata Grzybowska/A24 Films)

Η Ζώνη Ενδιαφέροντος αφορά ίσως περισσότερο το σήμερα παρά την Ευρώπη του ναζισμού.

Αυτός είναι πραγματικά ο λόγος που την κάναμε. Η ιδέα του έργου ήταν, «πώς μπορούμε να το αφηγηθούμε αυτό με τρόπο που να σχετίζεται με τον παρόντα χρόνο;». Με άλλα λόγια, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για το σήμερα; Πώς μπορούμε να κάνουμε μία ταινία που να μιλάει για κάτι αρχέγονο σχεδόν, για την ανθρώπινη ικανότητα για βία που έχουμε ως είδος, αλλά και την οικειότητα αυτών των δραστών.

Δεν ήταν ανωμαλίες της φύσης, ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι που, βήμα προς βήμα, έγιναν μαζικοί δολοφόνοι, και προφανώς τόσο αποστασιοποιημένοι από τα εγκλήματά τους που δεν τα έβλεπαν καν ως εγκλήματα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήσαμε για να γυρίσουμε την ταινία έπρεπε να υπηρετούν αυτή την ιδέα.

Τι είδους συζητήσεις έκανες με το καστ και το συνεργείο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Και με τους δύο, αλλά ειδικά με τη Sandra, υπήρχε απροθυμία να εμπλακούν στο έργο, γιατί πιθανώς τους είχαν ζητήσει πολλές φορές στο παρελθόν να υποδυθούν τους Ναζί. Και οι δύο τους είχαν μία πραγματική – και δικαίως – αντιπάθεια προς αυτό. Ορισμένες φορές βάζει κάποιος ένα καπέλο και μία στολή των SS και είναι σα να κάνει cosplay.

Νομίζω ότι όταν τους εξήγησα πώς θα έκανα την ταινία, το νόημα της ταινίας, κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κανένας φετιχισμός σε αυτό, το αντίθετο μάλιστα. Υπήρχε ένα αίσθημα ενδυνάμωσης, σχεδόν. Πιστεύω ότι μοιραζόμασταν τις ίδιες αμφιβολίες ξεκινώντας το έργο, και αυτό ήταν στην πραγματικότητα αυτό που μας κινητοποίησε όλους, και επεκτάθηκε και στο συνεργείο. Υπήρχαν πολλές φορές που μιλούσαμε κατ’ ιδίαν, ή σε ομάδες, για το πού βρισκόμασταν, για το δικό μας ταξίδι, για το πώς και πού είχαμε βρίσκαμε τον εαυτό μας. Δεν ήμασταν σε ένα κινηματογραφικό στούντιο χίλια μίλια μακριά από αυτά τα γεγονότα, ήμασταν 50 μέτρα από τα τείχη του Άουσβιτς. Υπήρχε αναμφισβήτητα δύναμη και συγκέντρωση που προέκυπταν από αυτή την εγγύτητα. Είμαι πεπεισμένος ότι η ατμόσφαιρα αυτή υπάρχει σε κάθε pixel αυτής της ταινίας.

Ο Christian Friedel στα γυρίσματα (Agata Grzybowska/A24 Films)

Μπορείς να μας πεις περισσότερα για τη συνεργασία σου με το Mica Levi, για τη δημιουργία μίας τόσο μοναδικής και στοιχειωτικής μουσικής;

Το Mica και εγώ γίναμε πολύ καλοί φίλοι με την πάροδο των χρόνων. Γνωρίστηκα με το Mica όταν έψαχνα άτομο για το μουσικό σκορ της προηγούμενης ταινίας μου, του Under the Skin. Και υπήρχε κάτι τόσο μοναδικό στη δουλειά του και στην προσέγγισή του. Είχα ακούσει περίπου 20 δευτερόλεπτα από το πρωτότυπο υλικό του Mica – όχι για την ταινία, αλλά απλώς ένα πειραματικό πρότζεκτ που είχε κάνει, και ήθελα να το γνωρίσω αμέσως. Συναντηθήκαμε πολύ σύντομα μετά από αυτό, και από τότε γίναμε πολύ, πολύ στενοί φίλοι και συνεργάτες.

Θα έλεγα ότι έχουμε πολύ καλή χημεία μεταξύ μας, από δημιουργικής άποψης. Η σχέση μας μοιάζει σα να κάνουμε έναν ωραίο, μεγάλο περίπατο μαζί. Βυθιζόμαστε στη δουλειά μαζί και το Mica γράφει τεράστιες ποσότητες μουσικής. Ήταν στο δωμάτιο μαζί μου και με τον Paul Watts, τον διευθυντή του μοντάζ, για το μεγαλύτερο μέρος των 10-11 μηνών.

Το Mica είναι απόλυτα αφοσιωμένο σε ό,τι φτιάχνει, αλλά την ίδια στιγμή παραμένει αδέσμευτο μαζί του. Γιατί μπορεί να δημιουργηθεί κάτι φανταστικό, όμως είναι κατάλληλο για την ταινία; Λειτουργεί; Συνδέεται με τις εικόνες; Προσθέτει κάτι; Γιατί αυτό που ψάχνουμε είναι αυτός ο τρίτος παράγοντας – η διασταύρωση της μουσικής και της εικόνας – που δημιουργείται, ως αποτέλεσμα της ένωσης αυτών των δύο. Και νομίζω ότι είμαστε πολύ, πολύ συντονισμένοι με το τι ψάχνουμε, από την άποψη του πώς πρέπει να αισθανόμαστε. Και θέλουμε να εκπλήσσουμε ο ένας τον άλλον συνεχώς. Έτσι, το έργο είναι πάντα σε εξέλιξη μέχρι να το νιώσουμε σωστό.

Πώς προέκυψε η επιλογή να ξεκινήσει και να τελειώσει η ταινία με μία μαύρη οθόνη και μουσική;

Σίγουρα δεν το έγραψα έτσι. Αισθάνομαι – αν αυτό εξηγεί κάτι από τη διαδικασία – ότι αυτό που κυνηγάω είναι αυτό που αισθάνομαι, και οι εικόνες, οι σκηνές, και όλα τα πράγματα που δημιουργώ και κατασκευάζω, είναι μία σκαλωσιά κατά κάποιο τρόπο για αυτά τα συναισθήματα. Αλλά από την άλλη πλευρά, φτιάχνουμε κάτι που είναι πολύ ρεαλιστικό, ενώ υπάρχει κάτι που πρέπει να νιώσουμε πίσω από αυτές τις εικόνες, κάτω από αυτές τις εικόνες, γύρω από αυτές τις εικόνες, και αυτή η πτυχή της ταινίας και ο τρόπος με τον οποίο τη σκέφτομαι είναι πιο εξπρεσιονιστικός. Η μουσική κατά τη διάρκεια της ταινίας συγκρουόταν σα λάδι με νερό με τον ηχητικό σχεδιασμό, ο οποίος προφανώς υπήρχε για να υποστηρίξει τον ρεαλισμό, ενώ η μουσική φέρνει κάτι εκφραστικό και θεατρικό σχεδόν.

Καθώς ο ηχητικός σχεδιασμός εξελισσόταν και αναπτυσσόταν, καταλάβαμε ότι δεν ήθελε μουσική μαζί. Δεν θα μπορούσε να τη σηκώσει, για λόγους που όλοι καταλάβαμε όταν τον ακούσαμε. Η μουσική κατέληξε να γίνει – όχι να υποχωρήσει – αλλά να γίνει σχεδόν οι σημειώσεις στο περιθώριο της ταινίας.

Έτσι, το Mica και εγώ μιλήσαμε για μουσική που χαμηλώνει μόλις βυθιστείς και ταξιδεύεις κάπου, όταν προετοιμάζεσαι για κάτι. Αυτό συνέβη με τη μαύρη οθόνη, η οποία είναι και αυτή μία εικόνα. Το νόημα ήταν επίσης – εκτός από τη διατήρηση μίας συναισθηματικής εμπειρίας πριν από το πρώτο οπτικό καρέ – να εξηγήσουμε κατά κάποιο τρόπο ότι το αυτί ήταν όχι μόνο σημαντικό, αλλά θα έπρεπε να προηγείται του ματιού από άποψη σημασίας.

Και νομίζω ότι αυτό που πέτυχε το Mica το κάνει αυτό, το ίδιο και στο τέλος. Ήταν πολύ μελετημένες στιγμές, αλλά δεν ξεκίνησαν καθόλου έτσι. «Αισθάνομαι αυτό που θέλω να αισθανθώ ακόμα;». «Μου δίνει η μουσική την ευκαιρία να σχολιάσω με έναν τρόπο που οι εικόνες απλά δεν μπορούν να το κάνουν;». Η μουσική ενημερώνει το μοντάζ, το μοντάζ ενημερώνει τον ήχο, ο ήχος ενημερώνει τα οπτικά εφέ, τα οπτικά εφέ ενημερώνουν τη μουσική και ούτω καθεξής. Μου αρέσει να τα κρατάω σε μετάβαση μέχρι να γίνουν ένα, μέχρι να βρούμε την ενότητα των συστατικών.

Agata Grzybowska/A24 Films

Ο ηχητικός σχεδιασμός της ταινίας είναι διακριτικός, αλλά τρομερά επιδραστικός.

Από πολύ νωρίς στη διαδικασία, δεν υπήρχε καμία απολύτως επιθυμία να αναπαραστήσω οποιοδήποτε είδος φρικαλεότητας οπτικά, με κομπάρσους και ηθοποιούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι ποτέ επιλογή για μένα. Σκόπιμα, φυσικά. Ο ήχος θα είχε ερμηνευτική φύση και θα μπορούσαμε να ζωγραφίσουμε αυτές τις εικόνες στο μυαλό μας.

Οπότε ο σχεδιασμός του ήχου έπρεπε να είναι η κόλαση. Έπρεπε να αναπαριστά όλο το φάσμα της φρίκης και της βιομηχανίας και του εγκλεισμού που θα περίμενε κανείς να ακούσει αν βρισκόταν σε αυτόν τον κήπο, ή με έναν τοίχο ανάμεσα. Και πάλι, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Ήταν όλα πολύ, πολύ προσεκτικά μελετημένα από τον Johnny Byrne, τον σχεδιαστή ήχου μου. Κάναμε τεράστια έρευνα, με μαρτυρίες, με φωτογραφίες που σχεδιάστηκαν από κρατούμενους που είτε επέζησαν, είτε όχι. Ήταν εικόνες που φτιάχτηκαν υπό αιχμαλωσία, ή μετά τον πόλεμο, και έγιναν αξιόπιστοι οδηγοί για τον Johnny και εμένα.

Δεν πρόκειται να χτίσεις τους ήχους που φτιάξαμε απλά με δύο ηθοποιούς σε ένα voice booth. Έτσι επαναλάβαμε μία διαδικασία που είχαμε κάνει για το Under the Skin, η οποία περιελάμβανε τεράστιες ποσότητες ηχογραφήσεων στο πεδίο. Με άλλα λόγια, ο Johnny είχε μια ομάδα ηχοληπτών που πήγαιναν και περπατούσαν στους δρόμους τη νύχτα μέχρι να ακούσουν πράγματα που τους κινούσαν το ενδιαφέρον. Αυτό θα μπορούσε να είναι άνθρωποι σε κίνδυνο, κάποιος να φωνάζει, κάποιος που ψάχνει για ταξί στις 3 το πρωί. Το ηχοτοπίο είναι αληθινό. Ό,τι ακούτε είναι πραγματικό, απλώς έχει επαναπροσδιοριστεί. Είναι κατά κάποιο τρόπο κατηγοριοποιημένο. Δουλεύουμε με τον ήχο όπως δουλεύουμε με τις εικόνες. Δεν είναι κάτι που σκεφτήκαμε εκ των υστέρων, είναι αυστηρή και διεξοδική δουλειά όπως με το μοντάζ της εικόνας.

Τι ενέπνευσε τη χρήση της θερμικής φωτογραφίας σε αυτές τις επιλεγμένες σκηνές;

Είχαμε θέσει στους εαυτούς μας μία εντολή, να μη χρησιμοποιηθεί καθόλου τεχνητό φως στην ταινία. Υπάρχει μία εικόνα ενός κόκκινου φωτός από την καμινάδα ενός κρεματόριου, που λάμπει στην κρεβατοκάμαρα της πεθεράς της Hedwig Höss, και αυτό είναι το μοναδικό πλάνο όπου χρησιμοποιήθηκε τεχνητό φως. Δεν χρησιμοποιούνται σε κανένα δωμάτιο ή σε καμία άλλη σκηνή σε όλη την ταινία, ώστε να εξυπηρετηθεί η αυθεντικότητα αυτού που κάναμε, για να αποφευχθούν οι συμβάσεις της κινηματογραφικής παραγωγής και η φετιχοποίηση που μπορεί να επιφέρει σε αυτούς τους χαρακτήρες, με την οποία δεν ήμουν διατεθειμένος να ασχοληθώ.

Έτσι, μέναμε με ερωτήματα όπως, «πρέπει να απεικονίσουμε ένα κορίτσι το 1943 σε ένα χωράφι και δεν υπάρχει αρκετός φωτισμός για να τη δούμε». Οδηγήθηκαμε έτσι στο να αναζητήσουμε το κατάλληλο εργαλείο και τότε αρχίσαμε να ερευνούμε τη διαθέσιμη τεχνολογία θερμικής απεικόνισης.

Και αυτό με τη σειρά του μας οδήγησε σε ένα συγκεκριμένο σύστημα κάμερας, το οποίο στη συνέχεια έπρεπε να επανασχεδιαστεί από τις ιδιοφυΐες με τις οποίες έχω την τύχη να συνεργάζομαι, μέχρι να δούμε μία εικόνα που θα μπορούσε να φέρει όλες τις θερμοκρασίες, από το κορίτσι, μέχρι τον βράχο στον οποίο περπατάει, μέχρι το προσκήνιο, και στη συνέχεια να τα βαθμονομήσει όλα αυτά πολύ προσεκτικά. Θέλαμε να εξυπηρετήσουμε τον φακό του 21ου αιώνα, όχι ένα vintage φιλμ που θα λειτουργούσε κατά κάποιο τρόπο ως μουσειακό κομμάτι, ως κάτι που συνέβη πριν από 80 χρόνια, αλλά κάτι ζωντανό και συνεχές.

Still από τη Ζώνη Ενδιαφέροντος

Με διάφορες μορφές, οι εθνοκαθάρσεις και οι διάφορες μορφές δικτατορίας επαναλαμβάνονται.

Νομίζω ότι είναι ανθρώπινο. Πρέπει να εξελιχθούμε. Είναι πιο εύκολο να το λέμε παρά να το κάνουμε, αλλά νομίζω ότι πρέπει να εξελιχθούμε από την ικανότητά μας για βία. Αρνούμαι να πιστέψω ότι δεν μπορούμε να εξελιχθούμε πέρα από εκεί. Όμως ο καθένας από εμάς πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με αυτή. Όσον αφορά τον δράστη ή το θύμα, η ταινία αφορά τη δυνατότητα του καθενός από εμάς να είναι δράστης. Τι επιλέγουμε να αγαπήσουμε, ποιον επιλέγουμε να αγαπήσουμε, με ποιον επιλέγουμε να συμπάσχουμε, για ποιον αποφασίζουμε να μην το κάνουμε. Πρόκειται για ένα πολύ περίπλοκο σύνολο περιστάσεων, αλλά νομίζω ότι κατά βάση πρόκειται για μία εσωτερική εξέταση.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Gunter Anders είπε ότι το Ολοκαύτωμα δεν τελείωσε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά συνεχίζεται με άλλους τρόπους. Είναι κάτι αυτό που θέλατε να πείτε με τη Ζώνη Ενδιαφέροντος;

Ναι, χωρίς αμφιβολία. Θέλω να πω, υπάρχει μία αίσθηση κατεπείγοντος στην ταινία που είναι φτιαγμένη εξ ολοκλήρου για το σημερινό κοινό, ως προειδοποίηση. Προσπαθούσαμε λοιπόν να δούμε αυτούς τους ανθρώπους ως γείτονές μας, ως όχι πιο μυστηριώδεις ή ασυνήθιστους από εμάς. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για την ικανότητά μας για βία, όπως ανέφερα πριν. Και την αδιαφορία μας, τη συνενοχή μας, την αποστασιοποίησή μας από τη φρίκη του κόσμου, προκειμένου να προστατεύσουμε τη δική μας ψυχική κατάσταση, την ασφάλεια, το τι επιλέγουμε και τι απορρίπτουμε προκειμένου να επιτρέψουμε στον εαυτό μας αυτή την πολυτέλεια. Η δημιουργία αυτής της ταινίας αποκτά νόημα μόνο εφόσον σχετίζεται με το σήμερα.

Η Ζώνη Ενδιαφέροντος προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες. Επίσης αποτελεί μέρος του προγράμματος καναλιών Novacinema για τη σεζόν 2024-2025.