ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Κώστας Μπερικόπουλος: «Το Maestro συμβάλλει στην ευτυχία μου»

Ο ηθοποιός με τη μακρόχρονη πορεία στο θέατρο, βλέπει το ταλέντο του να λάμπει πλέον και στην οθόνη. Ο ρόλος του ανακριτή στη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ήταν η αφορμή για να μας καλώς ορίσει στο σπίτι του και σε μία συζήτηση που ξεκίνησε με το Maestro και κατέληξε στην επανάσταση του υαλοκαθαριστήρα.

«Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά δεν είναι όμορφο; Πήρα κι εγώ ένα μικρό κομμάτι φεύγοντας από τους Παξούς». Ο Κώστας Μπερικόπουλος έχει ένα διαμέρισμα γεμάτο χρώμα, τέχνη (που του έχουν δωρίσει, που έχει αγοράσει, που έχει δημιουργήσει ο ίδιος), ζωντάνια, γεμάτο από πράγματα κυρίως συναισθηματικής αξίας. Ένα από αυτά είναι και η μικρή πέτρα που έπεσε κατευθείαν το μάτι μου μπαίνοντας στο σαλόνι. Πάνω της αναγράφεται η λέξη «Παξοί». 

Έχουν περάσει αρκετοί μήνες που επέστρεψε από το νησί (ήταν αρχές Οκτωβρίου του 2023), αλλά η ανάμνηση τόσο του τόπου, όσο και των γυρισμάτων του δεύτερου μέρους της δεύτερης και τελευταίας σεζόν της σειράς Maestro είναι ακόμα φρέσκες. 

«Ήταν η πρώτη μου φορά στους Παξούς. Τους ερωτεύτηκα – τη φύση, τα χρώματα, τη θάλασσα -αυτό το χρώμα των νερών της που δεν μπορεί να το αποτυπώσει με ακρίβεια κανένα smartphone-, τους ανθρώπους που ζουν εκεί μόνιμα. Ήταν στιγμές που ένιωθα -και κυριολεκτώ- σαν να ήταν η πατρίδα μου, σαν να είχα από πάντα δεσμούς με το νησί». Δεν είχε. Πλέον, έχει. Δουλεύοντας στο Maestro και με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη για πρώτη φορά ένιωσε ότι βρήκε μία οικογένεια, που δεν περίμενε και μάλιστα, σε ένα μέσο με το οποίο δεν έχει εξοικείωση και εμπειρία.

«Τώρα γνωριζόμαστε καλύτερα με την τηλεόραση. Για την ακρίβεια, γνωριστήκαμε πέρυσι με τη συμμετοχή μου στη 2η σεζόν της σειράς του Alpha, Αυτή η νύχτα μένει. Η εμπειρία μου δηλαδή είναι δυσανάλογη με την αντίστοιχη στο θέατρο και στο σινεμά». 

Ο Κώστας Μπερικόπουλος είναι άνθρωπος του θεάτρου. Στην υποκριτική του διαδρομή έχει διανύσει πολλά, πάρα πολλά χιλιόμετρα πάνω στο σανίδι, συνεργαζόμενος με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, παίζοντας από το Αμόρε, μέχρι το Εθνικό Θέατρο και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, σε άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες σκηνές και στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. 


Ο τελευταίος του θεατρικός ρόλος ήταν στη θεατρική μεταφορά της λογοκριμένης ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι, Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα από τον Άρη Μπινιάρη που ανέβηκε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Ο επόμενος θα είναι στην παράσταση που θα σκηνοθετήσει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννης Μόσχος τον Φεβρουάριο του 2025. Η Κληρονομιά μας του Μάθιου Λόπεζ φαντάζει ένα φιλόδοξο θεατρικό πρότζεκτ που θα παίζεται σε δύο μέρη, τα οποία οι θεατές θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν είτε σε δύο διαφορετικές ημέρες, είτε κάθε Κυριακή σε ενιαία παράσταση.

Προηγουμένως, θα τον δούμε προσεχώς, μέσα στο φθινόπωρο να ενδύεται και πάλι τον ρόλο του ανακριτή στο Maestro, που ετοιμάζεται να ρίξει φινάλε στο MEGA με την προβολή των τελευταίων τεσσάρων επεισοδίων του. Κάπως αυτονόητο ότι η σειρά μονοπώλησε τη συζήτησή μας, αλλά ευτυχώς δεν εξαντλήθηκε σε αυτήν. Ο Κώστας Μπερικόπουλος μιλάει πολύ, αλλά δεν φλυαρεί· αναζητά και επιδιώκει την επαφή και την επικοινωνία, έχει πολλούς φίλους από τη δουλειά, το σχολείο, τη γειτονιά που μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα, αλλά αγαπάει τη μοναξιά του· του αρέσει το μοίρασμα όταν νιώσει άνετα. Μάλλον, ένιωσε. 

Το Maestro, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, ο «έρωτας» με τη Χαρούλα

Με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη δεν γνωριζόμασταν. Είχαμε απλά συστηθεί πριν από δύο χρόνια σε μία παράσταση που συμμετείχε η Χαρούλα Αλεξίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με είχε προσκαλέσει να τη δω. 

Αρκετό καιρό αργότερα,  χτύπησε το τηλέφωνό μου. Βρισκόμουν στα γυρίσματα της σειράς Αυτή η Νύχτα Μένει και στις πρόβες για την παράσταση του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο, Μία Νύχτα στην Επίδαυρο. Ήταν ο Χριστόφορος. Αρχικά, με ρώτησε αν έχω δει το Maestro. Του είπα ότι έχω προλάβω να δω αποσπασματικά κάποια επεισόδια. «Δείτε τα όλα -δεν θέλω να κάνω spoilers- και θα ξαναμιλήσουμε», μου είπε. «Έχει προκύψει ένας ρόλος».

Είδα την 1η σεζόν και ενθουσιάστηκα: με την αισθητική, τους συναδέλφους, το σενάριο, τη σκηνοθεσία. Ήθελα πολύ να γίνω κομμάτι αυτής της δουλειάς. «Ο ρόλος που έχει προκύψει είναι ο ανακριτής που πάει από την Κέρκυρα στους Παξούς για να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Χαραλάμπου (Γιάννη Τσορτέκη). Σας ενδιαφέρει;», με ρώτησε. «Βεβαίως», του απάντησα.

Ο Δημοσθένης δεν είναι ο κλασικός ανακριτής, όπως ίσως τον έχουμε στο μυαλό μας. Είναι ένας «κουνημένος» τύπος. Ζει στον κόσμο του. Είναι φευγάτος και γκαφατζής. Ερωτεύεται στα γεράματα. Πώς να έλεγα «όχι» σε έναν τέτοιο ρόλο;

Με τη Χαρούλα Αλεξίου γνωριζόμασταν πριν το Maestro. Έχουμε παίξει μάλιστα και δύο φορές μαζί στο θέατρο. Μας συνδέει αγάπη, φιλία, εκτίμηση. Είναι μεγάλη χαρά λοιπόν να βρίσκομαι μαζί της στη σειρά και να μοιραζόμαστε τόσες πολλές σκηνές.

Ο έρωτας του Δημοσθένη και της Χάρις έχει γούστο. Δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε έναν τέτοιον έρωτα στη μυθοπλασία. Είναι δύο μεγάλοι άνθρωποι, που έχουν ζήσει τη ζωή τους, τους ακολουθούν οι εμπειρίες από τις σχέσεις του παρελθόντος και ξαφνικά, τους βλέπεις να φλερτάρουν – όχι όμως όπως φλέρταραν ως νέοι. Στην ηλικία τους πια υπάρχει ειλικρίνεια. Είναι και οι δύο χύμα, με χιούμορ. Γι’ αυτό και τους έχει αγαπήσει το κοινό. «Έλα να πιούμε ένα ποτό, έλα από το ξενοδοχείο μου, είμαι πολύ καλός στο κρεβάτι», της λέει ο Δημοσθένης στη βραδινή σκηνή στα σκαλιά εκκλησίας στην Κέρκυρα. 

Θυμάμαι ένα μεσημέρι πήγα στο σπίτι της Χαρούλας για να διαβάσουμε το κείμενο των κοινών σκηνών μας, να δουλέψουμε τις ατάκες μας και να βρούμε τη χημεία που ούτως ή άλλως υπήρχε και υπάρχει μεταξύ μας, εκτός δουλειάς. Πήραμε τηλέφωνο τον Χριστόφορο για να μας λύσει κάτι απορίες που είχαμε και ενθουσιάστηκε με το γεγονός ότι δουλεύαμε τη σειρά, πέραν της διαδικασίας των προβών. «Πες στη Χαρούλα ότι έρχομαι στο σπίτι», μου είπε και τα λύσαμε όλα από κοντά.

Ο Χριστόφορος είναι ένας ευλογημένος άνθρωπος. Πολυτάλαντος, ευφυής, τελειομανής. Γι’ αυτό και όταν δουλεύεις μαζί του πρέπει να είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος για τον ρόλο σου. Δίνει χώρο στον ηθοποιό ερμηνευτικά να εξελίξουν από κοινού τον ήρωα.   


Το φινάλε του Maestro μου άγγιξε την ψυχή. Όταν μου έστειλε ο Χριστόφορος το σενάριο των τεσσάρων τελευταίων επεισοδίων, το διάβασα απνευστί. Τον πήρα τηλέφωνο αμέσως και του είπα: «Το ευχαριστώ είναι λίγο». Για το πώς φρόντισε όλη τη σειρά, όλους τους ρόλους και ο τρόπος που τους εξέλιξε, ακόμα και τον Δημοσθένη που δεν ήταν ένας κεντρικός χαρακτήρας, αλλά μπήκε προς το τέλος στην ιστορία. 

Είναι πολλές οι δουλειές που με έχουν κάνει ευτυχισμένο. Το Maestro είναι μία από αυτές. Συμβάλλει στην ευτυχία μου το να έχω συνυπάρξει με αυτούς τους συνεργάτες.

Οι καλές συνεργασίες, ο παράγοντας τύχη, το διαολεμένο ένστικτο

Τελείωσα τη Δραματική Σχολή Βεάκη το 1985. Έκτοτε, δουλεύω στην υποκριτική ανελλιπώς. Μεγάλη τύχη αυτό -και τρομερή κούραση, σίγουρα-, αλλά και το ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σχεδόν όλες οι δουλειές μου ήταν πολύ ωραίες συνεργασίες που οδηγούσαν σε πολύ ωραίες παραστάσεις. 

Το δέσιμο των ανθρώπων θα απογειώνει πάντα το αποτέλεσμα. Το ένιωσα ότι θα συμβεί και στο Maestro. 

Δεν μου έχει τύχει κακή συνεργασία – τι να σου πω, ίσως επειδή είμαι και εκ φύσεως υπομονετικός και εξισορροπητικός άνθρωπος. Έχω βέβαια και ένα διαολεμένο ένστικτο κι αν κάτι δεν μου κολλάει από την αρχή, αποχωρώ. 

Μου έχει τύχει όμως να υπάρξουν συμπεριφορές από συνεργάτες -μετρημένες στην κυριολεξία στα δάχτυλα του ενός χεριού- που να μην είναι εντάξει στην πορεία μίας παράστασης. Σε αυτή την περίπτωση, φροντίζω να βρω τον τρόπο μέσα μου, όχι να κουκουλώσω το πρόβλημα, αλλά να εστιάσω σε κάτι άλλο που με καλύπτει και με γεμίζει για να προχωρήσουμε και να καταφέρουμε να τελειώσουμε τη σεζόν όσο πιο ομαλά και επαγγελματικά γίνεται.

Όταν είσαι νέος στο επάγγελμα ονειρεύεσαι σπουδαίους ρόλους, σπουδαία έργα. Πέρασα κι εγώ από αυτή τη φάση. Τα χρόνια όμως φεύγουν, η εμπειρία μεγαλώνει και φτάνεις στο σημείο να λες «ναι, ωραία όλα αυτά, αλλά αυτό που μετράει περισσότερο είναι οι συνεργάτες».

Με τον Νίκο Καραθάνο έχουμε δουλέψει αρκετά και σταθερά μαζί τα τελευταία χρόνια. Με τον Άρη Μπινιάρη, επίσης. Είναι άνθρωποι του χώρου με τους οποίους έχουν ταιριάξει τα χνώτα μας. Θα με πάρουν τηλέφωνο να μου προτείνουν να παίξω στην παράστασή τους και θα πω εξαρχής «ναι», χωρίς να διαβάσω σενάριο, ρόλο και τα λοιπά. Υπάρχει εμπιστοσύνη. Ο τρόπος που δουλεύουν αγγίζει τον ψυχισμό μου και με αφορά. Πάντα θα με αφορά.

Χαίρομαι πολύ που έχω καταφέρει να παίζω διαφορετικούς ρόλους: τον καλό, τον κακό, τον άσχημο, τον όμορφο. Ο φόβος μου από τα πρώτα μου βήματα ήταν το να εγκλωβιστώ στην εικόνα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα. 

Το να χαίρω εκτίμησης από τους συναδέλφους μου πάντα με απασχολούσε. Δεν έγινε ποτέ αυτοσκοπός. Δεν έκανα δηλαδή πράγματα που δεν ήθελα απλά και μόνο για να με συμπαθήσει για παράδειγμα η Χριστίνα και να γίνω αρεστός. Ήμουν ο εαυτός μου, συνέβη και είναι υπέροχο. 

Τα παιδικά χρόνια, ο παραμυθάς πατέρας, ένα σπίτι χωρίς γκρίνια

Είμαι παιδί του κέντρου της Αθήνας. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Άγιο Αρτέμιο και ζω στη γειτονιά του Μετς, στα όρια με το Παγκράτι.  

Ο πατέρας μου ήταν Πλακιώτης και η μητέρα μου Θεσσαλονικιά, με καταγωγή από τον Πόντο. Γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμα παιδιά και παντρευτήκαν. 

Τους άρεσε πολύ ο κινηματογράφος. Ήταν η ψυχαγωγία τους εκείνα τα χρόνια. Υπήρχαν και πολλές αίθουσες στη γειτονιά τότε, θερινές και κλειστές και θυμάμαι ότι περιμέναμε πώς και πώς με την αδερφή μου να μας πάνε να δούμε ταινίες. Μας έβαζαν επίσης να ακούμε το Θέατρο της Δευτέρας στο ραδιόφωνο, το οποίο ήταν σχεδόν πάντα ανοιχτό στο σπίτι.

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που η γκρίνια ήταν απαγορευμένη δια ροπάλου. Όχι, ότι δεν φωνάζαμε και δεν τσακωνόμαστε, αλλά δεν υπήρχε αυτό το πράγμα της μίρλας και της γκρίνιας. Είναι σαν να ακούω τον πατέρα μου να λέει: «Α πα πα, τι γκρίνια είναι αυτή; Αν θέλεις κάτι, πες το όμορφα και θα γίνει. Πρώτα όμως πήγαινε στο δωμάτιό σου να ηρεμήσεις και μετά, έλα να συνεννοηθούμε». Για τον πατέρα μου, η γκρίνια ήταν αντιαισθητική, μίζερη.

Τα βράδια μας έλεγε παραμύθια. Ερχόταν στο υπνοδωμάτιό μας, έκλεινε τα φώτα και μας έλεγε ιστορίες για να αποκοιμηθούμε με την αδερφή μου. Αυτή η συνήθειά του ήταν που με έκανε να θέλω όταν μεγαλώσω να λέω κι εγώ ιστορίες, να παίζω σε ιστορίες.  

Όταν εντελώς συμπτωματικά γνωρίστηκα με μία παρέα παιδιών, που ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις σε Δραματική Σχολή, κάτι ξύπνησε μέσα μου. Μάλιστα, το ένα από αυτά τα παιδιά ήταν ο ηθοποιός Γιώργος Μακρής, ένας από τους δύο σεναριογράφους της σειράς Αυτή η Νύχτα Μένει

Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και απέτυχα παταγωδώς. Καλά να πάθω βέβαια γιατί δεν είχα ασχοληθεί σοβαρά. 

Στην αρχή, ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω ηθοποιός για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είχε να κάνει με το βιοποριστικό κομμάτι. «Να γίνεις βρε παιδί μου δημόσιος υπάλληλος, να έχεις έναν σίγουρο μισθό και από εκεί και πέρα, κάνε ό,τι θες παράλληλα».

Όταν όμως με είδε για πρώτη φορά να παίζω στη σκηνή και μάλιστα στο Εθνικό Θέατρο σε μία παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, μαγεύτηκε. Συγκινήθηκα βαθιά κι εγώ μαζί του. Έκτοτε, στάθηκε δίπλα μου. Δυστυχώς, πέθανε νέος και δεν πρόλαβε να δει την πορεία μου.

Η αδελφή μου ήταν η μεγαλύτερή μου fan. Την έχασα όμως κι αυτήν πολύ νέα. 

Ο φόβος της ανημποριάς, η επανάσταση του υαλοκαθαριστήρα, το μανιώδες streaming 

Μου αρέσει πολύ που μένω στο κέντρο και σε μία γειτονιά, που είναι ζωντανή, που έχει ενέργεια, παλμό, νιάτα, φασαρία. 

Αυτό που με στενοχωρεί είναι η τρέλα που ζούμε με το πάρκινγκ, που έρχονται όλοι με τα αυτοκίνητά τους και παρκάρουν όπου να ‘ναι: σε ράμπες αναπήρων, πάνω σε πεζοδρόμια, σε στροφές, ακόμα και δίπλα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα αφήνοντας χαρτάκι με τηλέφωνο.


Κι εγώ οδηγώ -το αυτοκίνητο είναι το καθημερινό μέσο μετακίνησής μου- κι εγώ έχω κάνει δύο ώρες να παρκάρω στο Παγκράτι, αλλά όλα είναι θέμα νοοτροπίας από εκεί και πέρα. 

Το ότι γίνεται αβίωτη ξαφνικά μία περιοχή στο κέντρο της Αθήνας θεωρώ ότι δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι έγινε της μόδας. Δεν μας φταίει αυτό. Μας φταίει το ότι δεν μπορούμε πια να συνυπάρξουμε. Δεν μας ενδιαφέρει βρε αδερφέ ο διπλανός μας. Μετά από μία οικονομική κρίση και στα καπάκια μετά από μία πανδημική κρίση, ο καθένας έχει κλειστεί στον εαυτό του και κοιτάζει μόνο την πάρτη του. Ο φασισμός του πάρκινγκ είναι μία έκφανση αυτού. 

Δεν μου αρέσει αλλά το έχω κάνει – τι να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου; Έχω γίνει έξαλλος και έχω σηκώσει τους υαλοκαθαριστήρες για να κάνω την επανάστασή μου. Λυπάμαι, αλλά εκεί έχουμε φτάσει: η επανάστασή μας να εξαντλείται στους σηκωμένους υαλοκαθαριστήρες και στα χάρτινα καλαμάκια για τη σωτηρία του πλανήτη από το πλαστικό. 

Η αληθινή επανάσταση ξέρεις ποια θα ήταν; Να σταματήσουμε κάποια στιγμή να κοιτάζουμε το προσωπικό μας όφελος και να ξεκινήσουμε να λειτουργούμε για το γενικότερο κοινωνικό σύνολο. Είμαστε σε μία οριακή χρονική στιγμή. Μετά από τόσες πρωτοφανείς τραγωδίες που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια, αυτή τη νοοτροπία θα έπρεπε να την είχαμε απολέσει. 

Είναι που έχουμε και κοντή μνήμη ή μας βολεύει να έχουμε. Σκοτώθηκαν τα παιδιά στα Τέμπη και αντί να επαναστατήσουμε απέναντι στο σύστημα, ψηφίζουμε τον Κώστα Καραμανλή και τον επανεκλέγουμε στην περιφέρεια Σερρών πρώτο σε ψήφους. Εκείνον δηλαδή που επί θητείας του ως υπουργός Υποδομών και Μεταφορών συνέβη η τραγωδία. Δεν τον ψηφίζεις, όχι για να τον τιμωρήσεις, αλλά γιατί πολύ απλά δεν πάει ρε παιδί μου το χέρι σου – καλύτερα να στο κόψουν, που λέει ο λόγος-, δεν το χωράει το μυαλό σου ότι θα βρεθεί ξανά σε πολιτική θέση εξουσίας. 

Αλλά ας μην γκρινιάζω άλλο, το βαρύναμε. Παρασύρθηκα από την κουβέντα και με έπιασε το γαμώτο. 

Το ήξερες -πού να το ξέρεις- ότι είμαι μανιώδης τηλεθεατής; Καταβροχθίζω ταινίες και σειρές στον υπολογιστή. Έχω μία μεγάλη οθόνη, κάθομαι στην πολυθρόνα και χάνομαι με τις ώρες. 

Παθαίνω εμμονή με κάποιες σειρές. Τα Φιλαράκια, το Downtown Abbey και το Dexter θα τα βλέπω ξανά και ξανά και ξανά…

Εμένα πάλι δεν θέλω να με βλέπω (γελάει). Κάποτε, δεν μπορούσα ούτε να με ακούω, ούτε να με βλέπω να παίζω. Με τη φωνή μου κάπως εξοικειώθηκα με τα χρόνια. Με την εικόνα μου, όχι. 

Την πρώτη φορά που με είδα στο Maestro ήταν όταν μας προσκάλεσε ο Χριστόφορος στο σπίτι του να δούμε τα δύο πρώτα επεισόδια της δεύτερης σεζόν, τα οποία μόλις είχαμε ολοκληρώσει. Έπαθα σοκ με τις σκηνές μου. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου σε αυτό που άκουγα, σε αυτό που έβλεπα. Είχα φρικάρει. Δεν είμαι και εξοικειωμένος με την τηλεόραση και μου φαινόντουσαν όλα λάθος πάνω μου. Ο Φάνης Μουρατίδης, που ήταν δίπλα μου, κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά και μου είπε: «Μια χαρά είσαι. Είναι το σοκ της πρώτης φοράς». 

Τελικά, με αδίκησα. Είχε δίκιο ο Φάνης. Όταν ξαναείδα σπίτι μου όλα τα επεισόδια πια, χωρίς να έχω την προσωπική μου αγωνία, η αντίληψή μου όσον αφορά την ερμηνεία μου ήταν εντελώς διαφορετική.

Όσο μεγαλώνω γίνομαι ολοένα και πιο απαιτητικός με τον εαυτό μου.

Δεν νιώθω μεγάλος άνθρωπος. Είμαι όμως μεγάλος άνθρωπος και η καθημερινότητα μου το υπενθυμίζει. 

Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι. Ίσως, να έχω κάπως συμφιλιωθεί μαζί του επειδή τον βίωσα νωρίς, χάνοντας πρώτα τον πατέρα μου και μετά την αδελφή μου. 

Με φοβίζει όμως η ανημποριά. Είναι βασανιστήριο, κυρίως για το στενό περιβάλλον, τους ανθρώπους που θα σταθούν δίπλα σου να σε φροντίσουν όταν δεν θα μπορείς ο ίδιος πια να αυτοεξυπηρετηθείς. Δεν θα ήθελα να έρθει έτσι το τέλος.