ΣΙΝΕΜΑ

Κρ. Μπέργκερ: “Οι άνθρωποι διορθώνουν οτιδήποτε έξω από το συνηθισμένο”

Μιλήσαμε με τον Κρίστιαν Μπέργκερ, διευθυντή φωτογραφίας του Μίκαελ Χάνεκε, για τη “Λευκή Κορδέλα” και το “Cache” κι εκείνος μας εξηγούσε γιατί τρελάθηκε με τη “Grande Bellezza”.

Στην είσοδο της Ταινιοθήκης γινόταν πανικός, ο κόσμος που είχε γεμίσει την αίθουσα για να ακούσει τις ομιλίες τώρα περίμενε για μια κουβέντα με τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Είμαστε εδώ, αυτό το απόγευμα της Τετάρτης, με αφορμή το masterclass που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών με στήριξη του ΕΟΤ, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ΟΤΕ TV στην Αθήνα (το διήμερο Τετάρτη 23 και Πέμπτη 24 Απριλίου). Οι καλεσμένοι είναι οι διεθνούς φήμης, σημαντικοί διευθυντές φωτογραφίες Φαίδων Παπαμιχαήλ, Κριστιαν Μπέργκερ και Χάρης Ζαμπαρλούκος.

Η σύνθεση έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθότι οι τρεις τους προέρχονται από διαφορετικά συστήματα (Χόλιγουντ, Ευρώπη, Αγγλία, αντίστοιχα) και έχουν διαφορετικά πράγματα να πουν για τις τεχνικές τους και για τις εμπειρίες τους στον χώρο.

 

Καθώς η συζήτηση των τριών ολοκληρώνεται, κατευθύνονται προς την έξοδο, και εκεί περιμένει ο κόσμος. Και οι τρεις περικυκλώθηκαν από φίλους του σινεμά, από φοιτητές, από νέους σκηνοθέτες, από κάθε λογής κόσμο, που τους ρωτούσε για τα πάντα. Εγώ συζητάω με τον Μπέργκερ, τον διευθυντή φωτογραφίας 5 ταινιών του Μίκαελ Χάνεκε, χαλαρά, δίπλα στην πόρτα. Συνεχώς περνάνε και τον συγχαίρουν, του κάνουν ερωτήσεις, του δίνουν να υπογράψει.

Μια κυρία που δεν ξέρει καλά αγγλικά, με βλέπει που του μιλάω και με παρακαλεί να του μεταφράσω την άποψή της γιατί το σινεμά του, της θυμίζει τον Αιζενστάιν. Λίγο αργότερα ένας κύριος έρχεται κρατώντας ένα DVD της “Δασκάλας του Πιάνου” και του ζητά να το υπογράψει. Εκείνος χαμογελαστός, το κάνει κατευθείαν, βγαίνει και φωτογραφία μαζί του, αλλά την ίδια στιγμή του εξηγεί πως μισεί αυτή την έκδοση της ταινίας γιατί στο εργαστήριο έχουν καταστρέψει τη δουλειά του.

 

Πολύ λεπτή η τέχνη του διευθυντή φωτογραφίας. Είναι το κατεξοχήν πράγμα για το οποίο όλοι λίγο πολύ έχουν μια αίσθηση να πουν πως “α αυτή η ταινία έχει ωραία φωτογραφία” αλλά συνήθως δεν είναι απόλυτα σαφές τι ακριβώς κάνει. Γι’αυτό και πάντα μου αρέσει να μιλάω με διευθυντές φωτογραφίας και να τους ζητάω πάντα μα πάντα, ποιες είναι οι αγαπημένες τους σκηνές, και γιατί. Πάντα θα μάθεις ή θα προσέξεις κάτι διαφορετικό για το σινεμά ύστερα από μια τέτοια συζήτηση, ακόμα και τις συντομότερες εξ αυτών.

(Πριν λίγα χρόνια όταν ήμουν στο Esquire, είχα μιλήσει με τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, τότε ακόμα χωρίς υποψηφιότητα Όσκαρ. Οι σύντομες, απλές εξηγήσεις για τις αγαπημένες του κινηματογραφικές σκηνές παραμένουν από τα πιο επιδραστικά -για την μετέπειτα αντίληψή μου- πράγματα που έχω ακούσει για το σινεμά.)

Ο Μπέργκερ ανάβει την πίπα του όταν ο κόσμος αραιώνει λίγο, και ξεκλέβω δέκα λεπτά για να τον ρωτήσω κάποια πράγματα. Και να βιώσω την απρόσμενη χαρά του να μοιράζεσαι τον ενθουσιασμό σου για μια ταινία σαν το “Grande Bellezza” με τον άνθρωπο που έχει γυρίσει τις ταινίες ενός εκ των σημαντικότερων σκηνοθετών στην ιστορία του σινεμά.

 

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Όταν ήμουν μικρός, 7-8 χρονών, μου πήραν μια παλιά Άλφα Κλικ τα Χριστούγεννα. Είχα μουτρώσει επειδή ο πατέρας μου εξηγούσε πως πρέπει να περιμένω γιατί η φωτογραφία που πήρα θα έκανε μια βδομάδα να εμφανιστεί! Απίστευτο;

Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος. Εμένα όμως πάντα με ενδιέφερε να λέω ιστορίες με τις εικόνες, όχι απλά να απεικονίζω κάτι ακίνητο.

Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να διορθώνουν οτιδήποτε είναι έξω από το συνηθισμένο. Ας πούμε στη “Δασκάλα του Πιάνου” αποφασίσαμε να έχουμε αυτό τον κόκο, ταίριαζε καλά στην ιστορία. Χωρίς αυτόν, χάνονται οπτικές πληροφορίες. Και έριξαν και φως σε σημεία που ήταν επίτηδες σκοτεινότερα.

Στο “Notebook” υπήρχαν δυο σκηνές προς το τέλος που έριξα επίτηδες πολύ φως και το πρώτο ένστικτο στο εργαστήρι του post-production ήταν να το διορθώσουν! Κάνω αυτό το πράγμα 40 χρόνια, τίποτα δε συμβαίνει κατά λάθος.

Η ΜΕΘΟΔΟΣ

Η εμπειρία μου στο χώρο του ντοκιμαντέρ με βοήθησε πολύ. Με έμαθε να είμαι έτοιμος για απρόσμενα πράγματα. Να έχω περισσότερο χώρο δράσης από το απλώς να εκτελώ.

Ο φορμαλισμός είναι λάθος. Η κάμερα είναι εκεί για να υπηρετεί. Η δραματουργία δεν αντικαθίσταται από μια τρεμάμενη κάμερα. Πολλοί νέο μαθητές το πιστεύουν αυτό. Αν υπάρχει κάτι λάθος με το σενάριο ή την ηθοποιία, η κάμερα δε μπορεί να το αλλάξει αυτό. Η κάμερα απλά υπηρετεί την ιστορία.

 

Ο ΧΑΝΕΚΕ

O Χάνεκε είναι ο καλύτερος στο να ανασύρει πράγματα μέσα σου χωρίς να τα βλέπεις. Πολλοί με ρωτάνε πώς μπορώ να αντέξω την τόση βαρβαρότητα των ταινιών του, αλλά ΠΟΙΑ βαρβαρότητα;; Είναι όλα μέσα στο μυαλό σου μόνο, όχι στην οθόνη. Ο Χάνεκε δε σου δείχνει αλλά σου σχηματίζει εικόνες, σου δίνει κλωτσιά, σου ερεθίζει τον εγκέφαλο με τις ταινίες του.

Το “Cache” σε αφήνει χωρίς ανάσα. Και στο τέλος δεν είσαι σίγουρος για τίποτα. Αυτός είναι ο στόχος κάθε μορφής τέχνης, να σε οδηγεί στο να θέσεις ανοιχτά ερωτήματα στον εαυτό σου.

ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ

Για τον Χάνεκε ήταν πάντα προφανές ότι θα γυριζόταν η “Λευκή Κορδέλα” σε άσπρο και μαύρο. Από την αρχή. Ό,τι ξέρουμε από εκείνη την εποχή, είναι μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αλλά από την οπτική μου, αυτό το ασπρόμαυρο που κάναμε δεν ήταν του 1900, ήταν μοντέρνο ασπρόμαυρο. Δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό, απλά το νιώθω. Δεν είναι ακαδημαϊκό.

Στα παλιά κλασικά ασπρόμαυρα, σε μια ταινία του Μπέργκμαν ας πούμε, το φως είναι πολύ κομμένο, ας πούμε. Δεν υπήρχε το υλικό για σκιάσεις και γκρίζα. Πάντα έπρεπε να ρίχνεις φως στα πάντα. Χίλιες λάμπες και φυσικό φως. Κάθε σκιά γινόταν σκοτάδι. Τώρα εμείς γυρίζουμε κανονικά και μετά το αλλάζουμε σε ασπρόμαυρο, οπότε έχουμε πολλές αποχρώσεις.

Η ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ (ΤΟΥ)

Η αγαπημένη μου σκηνή που έχω γυρίσει είναι από τη “Λευκή Κορδέλα”, μια τρομερά δύσκολη σκηνή, όπου το μικρό αγόρι μιλά με την αδερφή του για τον θάνατο. Ρωτάει τι σημαίνει να είσαι νεκρός. Πολύ δύσκολη σκηνή, έπρεπε να είναι λυκόφως, έχουμε σκηνικό αλλά και γύρισμα σε εξωτερικό χώρο. Στο ασπρόμαυρο δε μπορείς να καταλάβεις τι ώρα της μέρας είναι, οπότε πώς δείχνεις το λυκόφως; Πολύ δύσκολο, αλλά ανατριχιαστική σκηνή. Δεν είχαμε τίποτα στο σετ εκτός από το φακό και το μικρόφωνο, ώστε να μπορέσουμε να φτιάξουμε αυτό το απαλό φως που χρειαζόταν. Το αγόρι ήταν απίστευτο.

Η ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ (ΑΛΛΟΥ)

Μια σκηνή από άλλο διευθυντή φωτογραφίας που έχω ζηλέψει είναι το άνοιγμα του “Grande Bellezza”. Ακόμα κι αν είναι κοπιάρισμα Φελίνι η ταινία, όλη αυτή η εισαγωγική σκηνή… Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοιου είδους μουσική κίνηση κάμερας. Δεν είναι λόγω του μοντάζ, δεν είναι κάτι τεχνητό, είναι απλά μες στο ρυθμό. Έχει πολύ απλό φωτισμό, έχεις και τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού πλέον, το φτιάχνεις μετά με μεγαλύτερη ακρίβεια. Αλλά αυτός ο ρυθμός, αυτή η φόρα, η κίνηση. Νιώθεις πως θα πηγαίνει για πάντα.