Léa Mysius, πώς είναι να είσαι ένα από τα μεγαλύτερα ανερχόμενα ονόματα του γαλλικού σινεμά;
Μιλήσαμε με τη βραβευμένη δημιουργό για τη συνεργασία της με την Adele Exarchopoulos και τη Δάφνη Πατακιά, για την επέλασή της στο γαλλικό σινεμά και για την επεισοδιακή βράβευση του Roman Polanski στα βραβεία Σεζάρ.
- 23 ΝΟΕ 2022
Την πρώτη φορά που είχα γνωρίσει τη Léa Mysius ήταν Οκτώβριος του 2017 και είχε έρθει στην Αθήνα για να παρουσιάσει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, το Ava, στις Νύχτες Πρεμιέρας. Η ταινία της για ένα κορίτσι που έχανε σιγά-σιγά το φως του κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής του αφύπνισης είχε μόλις κερδίσει βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών από τη Γαλλική Εταιρεία Δραματικών Συγγραφέων και Συνθετών, και η δημιουργός ήδη δούλευε πάνω στα επόμενα πρότζεκτ της – τα σενάρια ταινιών άλλων σκηνοθετών.
Τώρα που τη συνάντησα ξανά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το The Five Devils, τη δεύτερη σκηνοθεσία/σενάριό της γύρω από ένα οικογενειακό δράμα με την Adèle Exarchopoulos με στοιχεία θρίλερ και φαντασίας, η Mysius έχει συνεργαστεί με τον Jacques Audiard και τη σπουδαία Céline Sciamma για το Paris, 13th District, υποψήφιο πέρσι για το διαγωνιστικό των Καννών, με τον Arnaud Desplechin για το επίσης υποψήφιο Oh Mercy! του 2019, και πιο πρόσφατα με την Claire Denis για το βραβευμένο στις Κάννες Stars at Noon με τη Margaret Qualley.
Στο Five Devils γράφει και σκηνοθετεί την Exarchopoulos στον ρόλο μίας μητέρας, της Joanne, που μεγαλώνει τη μικρή της κόρη σε έναν γάμο χωρίς σπίθα στη γαλλική επαρχία. Η πρώτη εικόνα που έχουμε από την πρωταγωνίστρια, αυτή μίας γυναίκας να ουρλιάζει μπροστά από ένα φλεγόμενο κτίριο, εντυπώνεται άμεσα πριν δώσει τη σκυτάλη στην ιδιότυπη δραστηριότητα της κόρης της. Η μικρή Vicky (Sally Dramé) έχει την ικανότητα να φυλακίζει μυρωδιές σε μπουκαλάκια και σύντομα ανακαλύπτει πως μπορεί κάπως έτσι να εισχωρήσει στις αναμνήσεις της μητέρας της. Ποια ήταν η Joanne πριν την αποκτήσει και τι πυροδοτεί ο ερχομός της θείας της οικογένειας;
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα κυκλοφορήσει ευρέως από την Tanweer τον Δεκέμβριο. Στο μεταξύ εμείς μιλήσαμε με τη Mysius για το μεγαλύτερο και πιο απαιτητικό εύρος της δεύτερης ταινίας της, για τη συνεργασία της με την Exarchopoulos και τη Δάφνη Πατακιά, για την επέλασή της στο γαλλικό σινεμά και για την επεισοδιακή βράβευση του Roman Polanski στα βραβεία Σεζάρ όπου είχε και η ίδια παρεβρεθεί.
Είχαμε μιλήσει πρώτη φορά για το ντεμπούτο του, το Ava, όταν είχες έρθει Ελλάδα για τις Νύχτες Πρεμιέρας. Υπήρχε στοιχείο μαγικού ρεαλισμού και σε εκείνη την ταινία, πολύ λιγότερο βέβαια, και υπήρχε ξανά ένα κορίτσι στο κέντρο εκείνης της ταινίας. Εδώ έχουμε ξανά μαγεία και ένα κορίτσι, οπότε αναρωτιέμαι τι σε κερδίζει σε αυτόν τον συνδυασμό.
Όπως διάφοροι δημιουργοί, έτσι και εγώ έχω εμμονές που επανέρχονται. Οι επιλογές μου έχουν να κάνουν με τις δικές μου εμπειρίες, αυτές με οδηγούν στο να επιλέγω γυναικείους χαρακτήρες. Ως τώρα τουλάχιστον. Ενδεχομένως να είχε ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσω και άνδρες κάποια στιγμή, αλλά γενικά αυτά έχουν να κάνουν με την προσωπική εμπειρία του καθενός και επίσης με την παιδική ηλικία.
Το στοιχείο της μαγείας θέλησα να το προχωρήσω εδώ περισσότερο σε σχέση με το Ava. Δεν ήταν ίσως αρχική μου πρόθεση να προχωρήσω την ταινία προς αυτή την κατεύθυνση, να κάνω μία φανταστική ταινία δηλαδή. Ξεκίνησα να δουλεύω την ταινία και τελικά με πήγε προς τα κει. Θέλησα κατά κάποιον τρόπο να ξεπεράσω το νατουραλιστικό στερεότυπο του γαλλικού κινηματογράφου. Και βεβαίως εδώ, καθώς η πρωταγωνίστρια είναι ένα μικρό κορίτσι τονίζεται ακόμα περισσότερο το στοιχείο της φαντασίας που χαρακτηρίζει ούτως ή άλλως τα παιδιά.
Πώς εμπνεύστηκες τη συγκεκριμένη ιστορία;
Η βασική ιδέα ήταν ότι ήθελα να μιλήσω για ένα κορίτσι που ένιωθε τόσο μεγάλη αγάπη για τη μητέρα της, που το αποτέλεσμα θα ήταν να αναπαράγει κατά κάποιον τρόπο τη μυρωδιά της. Η προσπάθεια του κοριτσιού σήμαινε ότι συλλέγει μυρωδιές που είχαν να κάνουν με τη μητέρα της σε μικρά βαζάκια και αυτό συνδέεται με την ιδέα που έχει αναπτύξει ο Proust στη λογοτεχνία του σχετικά με τη σχέση της όσφρησης με τις αναμνήσεις. Εδώ το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι αυτή η ιστορία παραπέμπει το κοριτσάκι στις αναμνήσεις της μητέρας. Όταν μεγαλώνουμε και γινόμαστε έφηβοι ή ενήλικες, τότε μεταφέρουμε την ιστορία των γονιών μας, την ιστορία του τόπου μας. Στην περίπτωση του κοριτσιού οι αναμνήσεις είναι πιο παρθένες και περιορισμένες.
Πώς εμπνεύστηκες την πρώτη σκηνή της ταινίας; Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη.
Ήταν η πρώτη ιδέα που είχα: Η εικόνα μίας γυναίκας μπροστά σε ένα φλεγόμενο τοπίο να κραυγάζει. Χωρίς να γνωρίζω τότε το πού θα μπορούσε να με οδηγήσει αυτή η ιδέα και το πώς θα πήγαινε παρακάτω η ιστορία. Στη συνέχεια, καθώς προχωρούσα με την ιδέα της ταινίας, διάβασα ένα βιβλίο του Πασκάλ Κινιάρ, ενός Γάλλου συγγραφέα, ο οποίος μιλάει για την περίπτωση μίας εικόνας ή φαντασίωσης που έχουν τα παιδιά πριν γεννηθούν, ότι εκείνη τη στιγμή πριν γεννηθούν συνέβη κάτι τρομακτικό όπως μία σφαγή ή μία μεγάλη πυρκαγιά. Συνέδεσα τη δική μου ιδέα με την ιδέα του συγγραφέα.
Το Five Devils μου φάνηκε πιο τεχνικά περίπλοκο από το Ava. Ήταν όντως έτσι; Έχει μεγαλύτερο εύρος στις σκηνές του.
Ναι, ήταν πολύ πιο περίπλοκη, δύσκολη ταινία για να φτιαχτεί. Δούλεψα και πάλι εδώ με τον Paul Guillaume, τον βασικό οπερατέρ και του Ava. Με τον Paul λοιπόν συνεννοηθήκαμε από την αρχή ότι θα χρειαζόμασταν μία συνεχή κίνηση στην ταινία, οπότε έπρεπε να δούμε πώς αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί τεχνικά στην ταινία. Σε αντίθεση με την Ava, εδώ χρειάστηκε για να αποδώσουμε το πιο φανταστικό στοιχείο να χρησιμοποιήσουμε περισσότερα και πιο περίπλοκα τεχνικά μέσα για να περιγράψουμε σκηνές και καταστάσεις που διαδραματίζονται στο χωριό, στο παρελθόν, στις αναμνήσεις. Βεβαίως η χρονολογική σειρά στο Ava ήταν το κλασικό αρχή-μέση-τέλος, ενώ εδώ τα πράγματα ανατρέπονται συνεχώς. Έχει διαφορετικές τεχνικές προκλήσεις αυτό. Οι τεχνικοί στα σετ μού έλεγαν όλοι ότι ήταν η πιο δύσκολη ταινία που έχει χρειαστεί να κάνουν. Ελπίζω αυτό να μη φαίνεται στο τελικό αποτέλεσμα (γέλια).
Ας μιλήσουμε λίγο για τη διαδικασία του casting, ξεκινώντας από τη μικρή Sally. Είναι φανταστική στην ταινία.
Η διευθύντρια του κάστινγκ είδε πάρα πολλά μικρά κορίτσια. Είτε κορίτσια που μπορεί αν είχε δει στον δρόμο και να της φάνηκαν ενδιαφέροντα, είτε μέσα από καλλιτεχνικά πρακτορεία. Βέβαια εμένα μου φαίνεται κάπως περίεργο να αναζητούμε τέτοιους χαρακτήρες μέσα από πρακτορεία και ατζέντηδες. Μου φαίνεται παράξενο ένα παιδί 9 χρονών να έχει μπει ήδη σε αυτή τη διαδικασία.
Πολύ Χόλιγουντ ε;
Ναι! Τώρα συγκεκριμένα η Sally είχε ατζέντη, όχι τόσο για να παίξει σε κάποια ταινία, αλλά γιατί οι γονείς της είχαν σκεφτεί πως θα μπορούσε να μπει σε διαφημιστικά. Ήταν περισσότερο μέσα από μία διάθεση παιχνιδιού και όχι επαγγελματικής παρουσίας στο σινεμά. Οπότε η διευθύντρια είδε κάποια κορίτσια και κατόπιν εγώ είδα τα βίντεό τους, και καταλήξαμε σε τρεις πιθανές επιλογές. Όταν είδα όμως τη Sally, πραγματικά την ξεχώρισα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήξερε να παίξει σε ταινία, οπότε χρειάστηκε δουλειά από εκεί και μετά.
Με την Adele Exarchopoulos ήταν συνεργατική η διαδικασία; Είχε συμβολή στην ανάπτυξη του ρόλου της; Και τι οδηγία της έδωσες για να βρει τον χαρακτήρα της;
Με την Adele κάναμε πραγματικά πολλή δουλειά και αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όταν την επέλεξα αρχικά, ήταν πολύ κόντρα σε αυτό που θα της ζητούσα να παίξει.
Κι εγώ ένιωσα πως δεν ήταν αναμενόμενη επιλογή για έναν τέτοιο χαρακτήρα.
Η Joanne στην ταινία είναι κάπως ψυχρή και απόμακρη. Ένα σβηστό ηφαίστειο. Όταν γυρίζει η ταινία προς τα πίσω βλέπουμε έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Μία γυναίκα πάρα πολύ ζωντανή, πάρα πολύ δραστήρια. Η ιδέα που θέλαμε να δώσουμε είναι, καθώς η ταινία πηγαίνει πίσω, η Joanne αρχίζει και σπάει αυτό το καβούκι. Αρχίζει να διαχέεται παντού η ζωή και η προσωπικότητά της. Οπότε η δουλειά που κάναμε με την Adele ήταν το ακριβώς αντίστροφο – χρειάστηκε αρχικά να τη συγκρατήσουμε, να τη βάλουμε σε κάποια όρια, σε αντίθεση με αυτό που είναι πραγματικά η ιδιοσυγκρασία της. Καταλήγουμε στο τέλος να εκφράζεται η ζωτικότητά της χωρίς περιορισμό.
Τη Δάφνη την Πατακιά πώς τη διάλεξες; Έχει μικρό ρόλο αλλά εντυπώνεται πολύ εύκολα.
Η υπεύθυνη του κάστινγκ μού είχε μιλήσει για τη Δάφνη. Τη γνώριζε ήδη από κάτι άλλο. Ζήτησα να κάνουμε αρχικά κάποιες σκηνές για να τη δω. Ειδικά τη σκηνή δίπλα στην πισίνα που γίνεται η φασαρία.
Που τα σπάει όλα.
Το έκανε με μία απίστευτη δύναμη. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν ακριβώς η ηθοποιός που χρειαζόμουν για αυτόν τον ρόλο. Μου φάνηκε επίσης πολύ ενδιαφέρον που έχει στην προφορά της. Δεν σε κάνει μεν να σκέφτεσαι ότι δεν είναι Γαλλίδα, αλλά παρόλα αυτά έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προσθέτει στοιχείο διαφορετικότητας. Οπότε βγάζει τη δύναμη αυτή, αλλά πίσω απ’ αυτήν νιώθουμε ότι πρόκειται για έναν εύθραυστο χαρακτήρα.
Αυτή είναι η δεύτερη ταινία που σκηνοθετείς, αλλά στο μεταξύ έχεις συνεργαστεί στα σενάρια άλλων, σημαντικών δημιουργών. Σε καλύπτει αυτό καλλιτεχνικά; Να ασχολείσαι με άλλα πρότζεκτ στο επίπεδο του σεναρίου;
Επηρεάζει τον τρόπο που δουλεύω στα δικά μου, αλλά με την καλή έννοια. Μου αρέσει για παράδειγμα να έχω δύο πρότζεκτ που δουλεύω ταυτόχρονα. Να γράφω κάτι και για μένα και για κάποιον άλλον. Επίσης το να δουλεύω με άλλους σκηνοθέτες πραγματικά εμπλουτίζει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνω από αυτούς και που παίρνω πράγματα, ακόμα και αν η δική τους οπτική είναι πολύ διαφορετική από τη δική μου. Υπάρχουν στοιχεία που αφομοιώνω και χρησιμοποιώ στη δική μου δουλειά. Αυτό κατά κάποιο τρόπο ενισχύει τη δική μου ματιά. Όταν κάνεις σκηνοθεσία έχεις να σκεφτείς πάρα πολλά πράγματα, οπότε το να δουλεύεις επικουρικά και να γράφεις το σενάριο δημιουργεί διαφορετικό πλαίσιο και αντίληψη για το πώς αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει πράξη.
Ακριβώς επειδή έχεις δουλέψει και σε άλλα, επιτυχημένα πρότζεκτ πέρα από τις δικές σου ταινίες, με ονόματα όπως Celine Sciamma και Claire Denis, η παρουσία σου έχει γίνει πολύ ηχηρή. Έχεις εισπράξει ότι θεωρείσαι από τα μεγάλα ονόματα που ανέρχονται στο γαλλικό σινεμά; Το έχεις συνειδητοποιήσει;
Ναι, το νιώθω σε έναν βαθμό, ακριβώς επειδή έχω δουλέψει παράλληλα και ως σεναριογράφος. Παρότι βέβαια το σημαντικότερο για μένα είναι να με βλέπουν περισσότερο ως σκηνοθέτιδα παρά ως σεναριογράφο. Και βεβαίως όταν έχεις ήδη κάνει μία ταινία που έχει πάει καλά, υπάρχει η αίσθηση πίεσης σε σχέση με το πώς θα πάει η δεύτερη. Τώρα που έκανα λοιπόν τη δεύτερη ταινία, η πίεση και ενδεχομένως οι προσδοκίες ανθρώπων ή του κοινού, αυξάνονται. Υπάρχει το στοιχείο του τι περιμένουν οι άλλοι από μένα, οι συνεργάτες μου και το κοινό. Όταν έχω ανοίξει για παράδειγμα τα θέματα σε αυτή την ταινία, αναρωτιέται κανείς για το πού θα μπορούσε να πάει η τρίτη μου ιστορία, ποιες θεματικές θα μπορούσε να προσεγγίσει. Υπάρχει η προσμονή και η προσδοκία, αλλά υπάρχει και η δική μου ανάγκη να εκφράσω πράγματα που κατά κανόνα ενδιαφέρουν εμένα.
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε ο κόσμος του σινεμά ήταν αρκετά διαφορετικός. Το #MeToo δεν είχε πάρει τόση φόρα ακόμη. Έκτοτε όμως είχαμε και τις σκηνές στα Σεζάρ εναντίον του Roman Polanski. Πώς σου φαίνεται η εξέλιξη του κινήματος;
Όπως σε κάθε κίνημα, υπάρχουν καλές και αρνητικές πτυχές. Το θετικό είναι πως κάποιοι άνθρωποι δεν θα παραμένουν εσαεί ατιμώρητοι. Είχα βρεθεί στα Σεζάρ αυτά και οι άνθρωποι που χειροκροτούσαν τον Polanski είχα την αίσθηση ότι δεν χειροκροτούσαν τον καλλιτέχνη Polanski, αλλά τον βιαστή. Ήταν σα να βλέπεις ένα είδος έντασης να γεννιέται ανάμεσα σε δύο κόσμους – έναν παλαιότερο κόσμο όπου οι άντρες είχαν διαφορετική θέση, σε ηλικίες 60 και άνω, όπου εκφραζόταν αρκετός μισογυνισμός, δίπλα σε μία νεότερη γενιά που αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά κάποια θέματα.
Βεβαίως τώρα υπάρχουν και πολύ περισσότερες γυναίκες στον κινηματογράφο και φτιάχνουν ταινίες. Μου το λένε πολύ συχνά, ότι η κατάσταση έχει αλλάξει πολύ. “Είστε πάρα πολλές γυναίκες πια στον κινηματογράφο”. Αλλά το γεγονός ότι βραβεύτηκαν τρεις γυναίκες δεν σημαίνει ότι αυτό μπορεί να ισορροπηθεί με όλον τον υπόλοιπο κόσμο του κινηματογράφου που ουσιαστικά απαρτίζεται από άντρες. Η κατάσταση όμως βελτιώνεται διαρκώς.