ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Λευκή Συμφωνία κυνηγούσε ακροδεξιούς πριν και μετά τα live της

Μια ώρα στο τηλέφωνο με τον Θοδωρή Δημητρίου, ιδρυτή της μπάντας που επηρέασε τα Διάφανα Κρίνα και το ελληνικό ροκ της εποχής.

Η Λευκή Συμφωνία ήταν -και είναι ξανά- ένα απ’ τα ελάχιστα ελληνικά γκρουπ που την έψαξαν πραγματικά με το εξωτερικό, που προσπάθησαν να κάνουν την υπέρβαση και να φτάσουν τις μουσικές τους στην Αγγλία και την Αμερική. Στα ’90s, όταν το ελληνικό ροκ είχε αρχίσει να κερδίζει -επιτέλους- έδαφος, εκείνοι προτίμησαν “να πετάξουν και όχι να καούν”.

Τι κι αν δεν τους βγήκε, έμεινε πίσω μία πολύ ιδιαίτερη ροκ ιστορία για να συμπληρώσει μαζί με όλες τις υπόλοιπες αυτό που λέμε σήμερα “ελληνικό ροκ”. Απ’ την άλλη, η επιστροφή τους το 2017 -μετά από 17 χρόνια αδράνειας- φαίνεται να τους έχει βγει σε καλό. Ο κόσμος τους ακολουθεί παντού, η ενέργεια στα μαγαζιά που παίζουν θυμίζει τις βραδιές στο ‘Ρόδον’ και τα πρώτα δείγματα του νέου τους album είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά.

Ο Θοδωρής Δημητρίου, ιδρυτικό μέλος και frontman της μπάντας, θυμήθηκε μαζί μας το ιστορικό τους live στους Φυλακές Ανηλίκων, την “μετανάστευσή” τους στη Γερμανία, το κυνηγητό τους με τους skins, τα Εξάρχεια και την πρώτη τους συναυλία μετά την επανένωσή τους.

 


Πάμε λίγο πιο πίσω, τι θυμάσαι από όταν παίξατε στις φυλακές ανηλίκων το 1986;

Συνταρακτική εμπειρία. Ξεκίνησα απ’ το σπίτι μου χαρούμενος, με την ψυχολογία να πάμε κάνουμε ένα live και μπήκαμε στη φυλακή. Οπότε φαντάζεσαι πώς ήταν, κλείσανε οι πόρτες, “περάστε από δω, καθίστε εκεί, να η σκηνή’, άδειος ο χώρος, οι δεσμοφύλακες φέρνουν μέσα τα παιδιά. Και υπήρχανε και γνωστοί μέσα που τους είχαμε χάσει για πολύ μεγάλο διάστημα.

Το ήξερες ότι ήταν εκεί ή τους είδες ξαφνικά;

Όχι, τους είδα ξαφνικά. Κάποιοι γνωστοί ήταν, φίλοι φίλων, από παρέες και τέτοια.

Παίξαμε, λοιπόν, αυτό το live, τα κομμάτια τα βάλαμε και στον δίσκο. Μάλιστα, σε μια φάση αν παρατηρήσεις, ακούγεται και η σειρήνα σε ένα απ’ τα κομμάτια των ‘Μυστικών Κήπων’. Είναι η σειρήνα που τους έλεγε να κάτσουν κάτω, να μην ενθουσιάζονται πολύ.

Σε ποιο τραγούδι ακούγεται;

Νομίζω στο πρώτο κομμάτι απ’ το live είναι. Η συναυλία μεταδιδόταν ζωντανά από το ραδιόφωνο, την ΕΡΤ.

Ήσασταν μόνο εσείς ή ήταν και άλλα συγκροτήματα;

Μόνο εμείς ήμασταν.


Και ποιος το διοργάνωσε;

Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς κλείστηκε. Ίσως μέσα απ’ την εταιρεία, ίσως και μέσα από κάποιον απ’ το ραδιόφωνο. Λογικά πρέπει να ήταν πρωτοβουλία κάποιας ραδιοφωνικής εκπομπής, που ήθελε να κάνει αυτή τη διοργάνωση για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Αισθανόμασταν όμορφα, ιδιαίτερα, που δίναμε τη μουσική μας στα παιδιά που ήταν εκεί. Και μετά ήταν και το φοβερό σκηνικό ότι εσύ θα έφευγες και αυτοί θα κάθονταν μέσα.

Και το ξανακάναμε στα 90s, αυτή τη φορά ήταν δική μας πρωτοβουλία. Παίξαμε στις φυλακές Ανηλίκων του Βόλου και στην αντίστοιχη στην Αθήνα, αλλά τη γυναικεία.

Υπήρχαν άγρια σκηνικά με ακροδεξιούς στα 80s, έχεις περιγράψει μερικά κατά καιρούς.

Ήταν κάποιοι skinheads και φασίστες, τύποι εγκληματικών καταβολών κυρίως, οι οποίοι το παίζανε πολύ τσαμπουκάδες. Σκάγανε σε κάποιες συναυλίες punk συγκροτημάτων, αλλά δεν τους ήθελε ο κόσμος, τρώγανε το ξύλο τους και φεύγανε.

Τότε εμείς παίζαμε με τους South of no North στη ‘Μουσική Αποθήκη’ στη Μοσχονησίων, ήμασταν οι κεντρικές μπάντες του κλαμπ, παίζαμε σχεδόν κάθε βδομάδα. Σε μια απ’ αυτές τις συναυλίες είχαν έρθει οι skins. Κάποιοι φίλοι μας αρχίσανε να τους κυνηγούνε και πήραμε μέρος και εμείς σ’ αυτό. Έπεσε αρκετό ξύλο και πέτρες και τέτοια πράγματα. Και αυτοί από τότε μας τη είχαν στημένη.

Μετά από ένα διάστημα είχε βγει φήμη ότι θα έρθουν σε συναυλία μας. Και όντως μπαίνουμε στο μαγαζί και είναι άδειο, ο κόσμος το ξέρει, έχει γίνει τρομοκράτηση, δεν έχει έρθει κανένας. Και όπως μπαίνουμε μέσα, ξαφνικά μπαίνουνε και 30-40 skins και κάθονται απ’ τη μια πλευρά του μαγαζιού. Και αρχίζουν να μας βρίζουν, να φωνάζουν και καλά “και ποιοι είστε εσείς, και τι πήγατε να κάνετε;” και τέτοια. Εμείς δεν τους μιλήσαμε, δεν κάναμε τίποτα, απλώς κάποιοι φίλοι μας, τους πιάσανε και τους είπαν “αν συνεχιστεί αυτή η φάση θα θρηνήσετε θύματα εδώ μέσα, γιατί υπάρχουν και άλλα σκηνικά που παίζουνε και δεν τα ξέρετε”…

Εμείς ήμασταν έτοιμοι να τους φέρουμε βάσεις και κιθάρες στο κεφάλι, αλλά δεν απαντήσαμε στις προκλήσεις, για να μη γίνει κανάς πανικός μέσα στο μαγαζί -είχανε έρθει και κάποιοι ακροατές καθαρά για το live πιο μετά- και πήρανε το σήμα και φύγανε. Δεν μας πειράξανε.


 

Και κάπου εκεί τελείωσε.

Ναι, μα δεν μπορούσαν αυτοί, δεν είχαν καμία δύναμη τότε, ήταν αστείο, δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν και στη φάση που προσπάθησαν να κάνουν κάποια πράγματα με τσαμπουκάδες σε Εξάρχεια, στη Φωκίωνος, στα Πατήσια, τρώγανε κατευθείαν ξύλο. Τους κοβόταν ο αέρας κατευθείαν.

Αυτό που έχει γίνει σήμερα με την ακροδεξιά είναι να τρελαίνεσαι, δεν το είχα φανταστεί με τίποτα παλιότερα. Μόλις όμως διαμορφώθηκαν οι συνθήκες -η Κρίση, η επιθετικότητα, το μίσος, η συκοφαντία, η ξενοφοβία, όλα αυτά- φαινόταν ότι θα γίνει, ότι κάπου θα οδηγούσε όλο αυτό.

Υπήρχε η Χρυσή Αυγή τότε, θυμάμαι πουλούσαν το περιοδικό τους στην Ομόνοια. Ήταν ένας τύπος με μαλλί ξανθό, χωρίστρα στην άκρη, ίσιο, ξέρεις το στυλ το ναζί, και με μια καπαρντίνα (γέλια) και πουλούσε Χρυσή Αυγή και τον έβλεπες και έλεγες “καλά, τι είναι αυτός ρε παιδιά, τι απολίθωμα είναι αυτό;”. Πούλαγε δυο τρία περιοδικά όλα κι όλα, αλλά κάποιος τα ‘παιρνε βέβαια έτσι; Υπήρχαν άτομα, κάπου υπόβοσκε όλο αυτό.

Όλη αυτή η επικοινωνιακή επιχείρηση απ’ τη νέα κυβέρνηση “να καθαρίσουμε τα Εξάρχεια”, πώς σου ακούγεται;

Γενικώς, δεν μπορεί να υπάρξει εκκαθάριση κανενός από κανέναν, έτσι; Δεν μπορεί κάποιος να έρθει να εκκαθαρίσει κανέναν, και αυτή η στάση μου νομίζω τα λέει όλα. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα.

Τώρα, από εκεί και πέρα, αν θέλουμε να μπούμε πιο βαθιά, δεν μπορείς να επηρεάσεις, ούτε την τέχνη, ούτε την έκφραση. Αν τώρα θέλουν να επηρεάσουν κάποια πράγματα που σε αυτούς κάθονται άσχημα πρέπει να ψάξουν μέσα τους, ώστε να τα βρουν. Η κυβέρνηση πρέπει να δει στις δικές της δομές τι γίνεται και γιατί υπάρχει αυτό το θέμα στα Εξάρχεια και μπορεί να το λύσει άνετα από μέσα της.

Μιλάς για τα ναρκωτικά, τους εμπόρους…

Ναι, μπορεί να το λύσει άνετα από το δικό της χώρο, ας καθαριστεί η ίδια μόνη της, να καθαρίσει τις δομές της, να καθαρίσει τους ανθρώπους που δουλεύουν γι’ αυτήν -και για μας- και θα το λύσει άνετα.


 

Μιας και επιστρέψατε, θέλω να σε ρωτήσω δεν είναι λίγο αφιλόξενη η εποχή σήμερα για το ελληνόφωνο ροκ;

Κοίτα, ήταν πάντα αφιλόξενη η εποχή. Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε τραγούδια με ελληνικό στίχο προσπαθούσαμε απ’ τη μια να επηρεαστούμε απ’ τα συγκροτήματα που είχαν δισκογραφήσει εκείνη την εποχή, απ’ την άλλη όμως ήταν και αρκετά ανοιχτό το πεδίο. Σκέψου ότι πριν από μας, πέρα απ’ τον Σιδηρόπουλο, τον Πουλικάκο, τις Μουσικές Ταξιαρχίες πχ, δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερο. Μόλις έναν χρόνο πριν από μας βγήκαν οι Τρύπες και φυσικά οι Metro Decay. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα εξοικειωμένος με τον ήχο. Αντιμετωπίζαμε κι εμείς θέματα με το πώς να ταιριάξουμε τον στίχο πάνω στη μουσική.

Να φανταστώ δηλαδή ότι τον Σαββόπουλο για παράδειγμα δεν τον θεωρείς και πολύ ροκ.

Κοίταξε, μ’ αρέσουν οι πρώτοι δίσκοι, ο ‘Μπάλος’, τα ’10 Χρόνια Κομμάτια’, μ’ αρέσει και το ‘Φορτηγό’ που είναι πιο μπαλάντες. Σίγουρα έχουν περάσει από κάποια ροκ έκφραση. Από εκεί και πέρα ένας μουσικός της δικιάς του εμβέλειας δοκιμάζει διάφορα πράγματα ώστε να περάσει κάποια μηνύματα και να εξελιχθεί και ο ίδιος. Ε, τώρα αν μας αρέσει κάτι, λέμε μας αρέσει γιατί εμείς το κοιτάμε με μια ροκ αισθητική περισσότερο.

Απλά νομίζω ότι ως ροκ αναφέρεσαι πιο πολύ στο ελληνικό underground, ότι δηλαδή μπορεί να υπήρξε κάτι, αλλά ότι “αυθεντικά ροκ” με underground αισθητική ήταν η δική σας φάση, όταν ξεκινήσατε εσείς, οι Τρύπες και οι υπόλοιποι.

Ναι, τότε ήταν το ξεκίνημα και πιστεύω ότι κράτησε και μετά, με τα Μωρά στη Φωτιά, τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Διάφανα Κρίνα, που έκαναν καταπληκτική δουλειά.


 

Ήθελα να σε ρωτήσω πιο μετά για τα Κρίνα, αλλά μιας και τα ανέφερες, πιστεύεις ότι επηρεάστηκαν από σας;

Ναι, έχουν επηρεαστεί πολύ γιατί ήμασταν και φίλοι, παίζαμε μαζί, τζαμάραμε μαζί, ήμασταν γείτονες, απλά εκείνοι δεν είχαν ξεκινήσει κάτι που να τους έβαζε τόσο δυνατά στον χάρτη της σκηνής του ελληνικού ροκ. Ήμασταν προγενέστεροι. Ο Σπύρος και ο Διογένης μάλιστα ήταν συμμαθητές με τον Θάνο.

Έχουμε και ηχογραφήσεις μαζί. Αυτό δεν έχει ακουστεί ξανά, το λέω τώρα πρώτη φορά, γιατί τώρα που ετοιμάζουμε μία σύμπραξη επί σκηνής με τα Υπόγεια Ρεύματα, σκεφτόμαστε αρκετά τον Θάνο και τον έφερα στο μυαλό μου. Έχουμε γράψει και εγώ και ο Διογένης και ο Σπύρος με τον Θάνο, και την κασέτα, απ’ ό, τι μου είπε πει παλιότερα ο Θάνος, την είχε ο ίδιος. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι απέγινε.

Ο Θάνος μιλάει για μας και στο ‘Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους’, αναφέρει ότι συστήνει ανεπιφύλακτα τους ‘Μυστικούς Κήπους’ σε όσους θέλουν “να καίγονται εσωτερικά”.

Νομίζω ότι οι αντίστοιχοι 18άρηδες που τότε είχαν underground αισθητική, σήμερα ακούν hip hop, γι’ αυτό ανέφερα προηγουμένως ότι είναι λίγο αφιλόξενη εποχή.

Ναι, βέβαια. Ακούγεται πολύ hip hop, αλλά εμάς δεν μας επηρεάζει αυτό, γιατί εμείς δεν μπήκαμε ποτέ στο καλούπι να γίνουμε μόδα και να επηρεαστούμε απ’ την εποχή μας. Εμείς επηρεάζαμε περισσότερο την εποχή με τις μουσικές μας και τα πράγματα που εξερευνούσαμε, μαζί και με άλλες μπάντες φυσικά που ήταν τότε underground και κάνανε αργότερα επιτυχία.

Και περάσαμε και περιόδους που ήταν αρκετά επιτυχημένες, όπως και ο τρίτος δίσκος, που είχε πολλή ανταπόκριση, και η εποχή με τους Metallica, το MTV κι όλα αυτά. Η μπάντα δηλαδή περνούσε αυτόνομα, σε ένα επίπεδο αναγνωρισιμότητας, και καλλιτεχνικά αλλά και -ας πούμε- ως προς την αγάπη που μας είχε ο κόσμος.

Μας προσέγγιζαν με έναν πολύ όμορφο τρόπο, μας μιλούσαν για τους στίχους, για τη μουσική μας, τον τρόπο ζωής μας.


 

Τι πιστεύεις ότι πήγε στραβά και μαζί με τα ’90s “τελείωσε” και το ελληνόφωνο ροκ.

Απ’ τη στιγμή που διαλυθήκανε οι Τρύπες, τα Σπαθιά, εμείς, -και οι Ενδελέχεια νομίζω τότε σταμάτησαν να παίζουν- όλες αυτές οι μπάντες, πιστεύω ότι έγινε ένας κύκλος. Και σε ανθρώπινες σχέσεις, μεταξύ δηλαδή των μελών των συγκροτημάτων, και οι αλληλεπιδράσεις που υπήρχαν μέσα στην ελληνική σκηνή και όλος ο κόσμος που διασκέδαζε και περνούσε καλά.

Βέβαια, αν υπήρχε αυτό το πλήρως επαγγελματικό περιβάλλον και μπορούσαμε να βγαίνουμε έξω να παίζουμε πιο συχνά, πράγμα που έχουν πετύχει τώρα οι ελληνικές μπάντες -περισσότερο οι αγγλόφωνες βέβαια- αν υπήρχε τότε αυτό, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.

Ίσως να ‘ναι αυτό που θα έπρεπε να χτίσουμε, αλλά τότε υπήρχαν άλλα προβλήματα όπως ας πούμε ήταν πολύ ακριβά τα αεροπορικά εισιτήρια, υπήρχαν άλλες κοινωνικές συνθήκες. Άλλωστε, πάντα το ελληνικό ροκ αντιμετωπιζόταν με έναν άσχημο τρόπο από την ελληνική κοινωνία του πιο σκυλομπαρόκ τραγουδιού και από τον ελληνικό τρόπο ζωής που έχει να κάνει με την επίδειξη, τη χλιδή, τη ζήλια, ξέρεις, όλα αυτά τα πράγματα. Το ελληνικό ροκ δεν κόλλαγε σ’ αυτήν τη φάση γιατί ήταν ψάξιμο εσωτερικό, το οποίο το στέλναμε στον κόσμο και μετά το έστελνε κι αυτός πίσω σε μας, υπήρχε μια αλληλεπίδραση. Σκέψου τον Σιδηρόπουλο τον έχω δει στο ‘Αν’ να παίζει μπροστά σε δέκα άτομα.


 

Οι δισκογραφικές δεν έφταιγαν; Ξαφνικά γέμισε η δισκογραφία με ελληνικά ροκ συγκροτήματα που μάλλον δεν άξιζαν και πολύ, γέμισε και η τηλεόραση με διαφημίσεις τους αν θυμάσαι.

Κοίτα, θα πω ότι έχεις ένα δίκιο σε αυτό. Αλλά απ’ την άλλη αν δεν το κάνανε, θα λέγαμε “α, δεν μας έσπρωχναν οι εταιρείες”. Αν μας σπρώχνανε θα λέγαμε “α, ξεπουληθήκαμε”. Προσπαθούμε να πετύχουμε μια ισορροπία. Και οι εταιρείες απ’ την άλλη κάνουν τη δουλειά τους, να πουλήσουν θέλουν. Και είχαν βρει το λαβράκι τότε και απ’ την άλλη, ντάξει, σου λέει “φίλε, δεν μου κάνεις, σε πέταξα”. Οι εταιρείες είναι ένας οργανισμός ο οποίος δεν είναι καλλιτεχνικός, δεν έχει ανησυχίες. Είναι καθαρά εμπορικός. Και σαν μπάντες δεν θα έπρεπε ποτέ να διαμαρτυρόμαστε ότι μπορεί να μας εκμεταλλεύτηκαν κτλ. Νομίζω ότι πρέπει να το περιμένουμε όλοι. Δεν είναι άνθρωποι που ξέρουν και πολλή μουσική, που την αγαπάνε, δεν τους πολυνοιάζει.

Εμείς έπρεπε εκεί πάνω να στηριχτούμε και να κάνουμε κάτι πιο δυνατό αφού μας σπρώχνει η τηλεόραση. Στα χέρια μας είναι όλα, απλά κολλάμε στα στερεότυπα νομίζω. Ίσως και γι’ αυτό να έμεινε στάσιμο το ελληνόφωνο ροκ, μπούκωσε το πράγμα. Και μετά από μόνες τους οι μπάντες είπαν “παιδιά OK, τι άλλο να δώσουμε; Εντάξει κάναμε 4 δίσκους, από δω και πέρα βλέπουμε, ας κάνουμε κανά project, ας κάνω εγώ με ένα φίλο μια συνεργασία”… Και κάπως έτσι ίσως άρχισαν να φθίνουν τα πράγματα.

Νομίζω πάντως πώς όταν βγάλατε τους ‘Μυστικούς Κήπους’ στην EMI και όχι σε κάποια ανεξάρτητη εταιρεία, ότι ακούσατε διάφορα.

Κάποιοι έκαναν κάποια σχόλια, κάποιοι άλλοι μας πειράζανε κάπως, αλλά όχι ιδιαίτερα γιατί δεν τους έπαιρνε, υπήρχε ένας σεβασμός στο γκρουπ. Ήτανε και καλή η δουλειά οπότε δεν μπορούσαν να μας πουν και πολλά.


 

Καθαρά εμπορικά, αυτός ο δίσκος πούλησε; Ένιωσε “δικαιωμένη” η εταιρεία;

Διαφημίσανε αρκετά το γκρουπ, προσπαθήσανε και αυτοί να σπρώξουνε τη δουλειά, γιατί τότε φαντάσου ότι βγαίνανε 2-3 δίσκοι τον χρόνο, δεν υπήρχε ιδιαίτερη παραγωγή. Νομίζω το πιστέψανε και το κυκλοφορήσανε.

Αλλά δεν έχτισε ποτέ καμιά εταιρεία πάνω μας.

Με ποια μπάντα ήσασταν πιο κοντά τότε, παίζετε μαζί πιο συχνά;

Κοίταξε με τα Αρνάκια παίζαμε συχνά, έχουμε παίξει και με τους Χωρίς Περιδέραιο αρκετές φορές, με το Αδιέξοδο, με τη Γενιά του Χάους, παίζαμε και σε φεστιβάλ με άλλες μπάντες της εποχής, πιο new wave.

Το ’90 μετακομίσατε στο Βερολίνο. Πώς εξηγείς σε ένα παιδί σήμερα γιατί πήγατε εκεί και όχι στο Λονδίνο; Τι είχε αυτή η πόλη τότε που δεν το είχαν οι άλλες και αν θες, δεν το έχει και η ίδια σήμερα;

Στο Λονδίνο πιστεύαμε ότι θα ‘ναι πιο δύσκολα, με την έννοια ότι ήταν μια αγορά πιο μεγάλη. Είχαμε την εντύπωση ότι στο Βερολίνο ήταν πιο φιλόξενη η κατάσταση για εμάς, με την έννοια ότι θα μπορούσαμε να συναγωνιστούμε με μπάντες που δεν θα ήταν μέσα στην πηγή, που θα ήταν και αυτές σε μια “επαρχία”. Αν εξαιρέσεις δηλαδή τις αγγλόφωνες χώρες, ήταν και αυτοί σε περιφερειακή βάση, θέλοντας κι αυτοί βέβαια να πιάσουν στην Αγγλία ή στην Αμερική.

Είχαμε και κάποιους φίλους εκεί που μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν τις πρώτες μέρες και να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε, να βρούμε κάποια δουλειά, να αρχίζουμε να παίζουμε και όλα αυτά.


Η Λευκή Συμφωνία στο Βερολίνο το 1992

Τι άλλες δουλειές κάνατε;

Ό, τι μπορείς να φανταστείς. Καθαρισμός αυτοκινήτων, οικοδομή. Ήταν δύσκολα τότε.

Σκληρές δουλειές δηλαδή.

Ναι, φουλ. Γιατί από ένα σημείο και μετά έπρεπε να τα βγάζουμε πέρα για να μένουμε εκεί. Έπρεπε κάπως να επιβιώνουμε, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε το στούντιό μας, να βγάλουμε καινούργια δουλειά.

Όταν πήγατε υπήρχε ακόμα αυτή η μαγεία του Βερολίνου του Bowie, του Iggy pop, όλο αυτό;

Ναι, υπήρχανε vibes, γιατί εμείς πήγαμε το ’91, τη στιγμή που έπεσε και το Τείχος, και ήταν πολύ πρόσφατα όλα αυτά. Υπήρχαν κομμάτια του Τείχους, γκράφιτι…

Επίσης ήταν ακόμα πολύ δυνατά τα vibes του Nick Cave στην πόλη. Υπήρχε ακόμη το μαγαζί που πήγαινε και του Bowie υπήρχε το μαγαζί στην περιοχή που έμενε, μπορούσες ακόμα να καταλάβεις τι έπαιζε με τους δίσκους του δεύτερου, το ‘Low’, το ‘Heroes…

Είχαμε και αυτή τη μυθολογία στο μυαλό μας.


 

Τι πιστεύεις ότι στράβωσε;

Κοίτα, όλα πήγαιναν καλά μέχρι που χάσαμε τον Σπύρο πρώτα σε ψυχολογικό επίπεδο και μετά τον χάσαμε και εντελώς (σ.σ. ο Σπύρος Χαρίσης, drummer της μπάντας, αυτοκτόνησε στα 27 του χρόνια, στις 7 Μαΐου του 1993) . Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Εγώ με τον Σπύρο ζούσαμε στο ίδιο σπίτι τότε. Είχαμε βρει και τον George τον κιθαρίστα που ήταν φανταστικός, που έμπαινε πάνω στο κομμάτι και έπαιζε καταπληκτικές κιθάρες, έμπαινε και κάρφωνε απευθείας.

Το όνειρό μας είχε πλησιάσει να πραγματοποιηθεί. Είχαμε στείλει ένα αγγλόφωνο demo σε γερμανικές εταιρείες και η Warner είχε ενδιαφερθεί, ήθελε να μας δει. Είχαμε κλείσει κάποια live και σε ένα απ’ αυτά ο Σπύρος έφυγε εντελώς από το soundcheck. Το live ακυρώθηκε, και ήταν σε ένα μαγαζί τίγκα, ήταν η δεύτερη φορά που θα παίζαμε εκεί. Είχαμε ήδη κάνει καλό όνομα, στους Γερμανούς, στους Έλληνες, ήταν πολύ hot το πράγμα.

Και τον βρήκατε μετά από μερικές μέρες.

Ναι, εξαφανίστηκε, τον βρήκαμε μετά από δυο μέρες. Έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε με έναν άνθρωπο που ήταν φίλος, κολλητός, δηλαδή και σε επίπεδο συμμορίας και μπάντας και όλα αυτά, ήμασταν πολύ δεμένοι. Και έτσι το ένιωθε κι εκείνος, ήμασταν μια γροθιά τότε. Και πια δεν μπορούσε να είναι στην μπάντα.

Και παράλληλα έπρεπε να βγάλεις και τη δουλειά που είχες κάνει και μ’ αυτόν μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Έχεις καινούργιο υλικό, είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει επιτέλους, να φύγει από μέσα σου αυτή η δημιουργία και να απελευθερωθείς.

Και τότε πήρατε απόφαση και γυρίσατε;

Ε, μετά ανασυνταχτήκαμε κάπως, έπρεπε να κατανοήσουμε ότι έχει σοβαρό πρόβλημα ιατρικής φύσης, ότι έπρεπε να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, οπότε αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Φαντάσου τώρα την οικογένεια του, όλες αυτές τις τριβές, τις επαφές που έπρεπε να γίνουν… Δυστυχώς, επέλεξε να αυτοκτονήσει και να φύγει εντελώς.

Μετά δεν μπορούσαμε να έχουμε μία συγκεκριμένη απόφαση. Έπρεπε να κυκλοφορήσουμε τον δίσκο και βλέποντας και κάνοντας στην πορεία. Είχαμε και τον George που μας είπε να παίξουμε με ένα παιδί κάποιες συναυλίες, κι έτσι ξαναπήγαμε στη Γερμανία και αρχίσαμε να παίζουμε.

Μετά ήρθε και η φάση με τους Metallica. Εκεί που είσαι στα χειρότερά σου να γίνεται αυτό, φαντάσου αυτήν την αντίθεση.


Στον ‘1ο Ροκ Μαραθώνιο’ στις 27 Ιουνίου του 1993, στο γήπεδο του Πανιωνίου, όπου έπαιξαν πριν τους Cult και τους Metallica.

 

Όλα αυτά τα 17 χρόνια που είχατε χωριστεί, τι μουσικές ακούγατε; Υπάρχει κάτι από το 2000 και μετά που άκουσες και σου άρεσε πολύ;

Δεν έχω σταματήσει να ακούω μουσική σε φανατικό βαθμό και δεν με κουράζει ποτέ να ακούω μουσική, ακούω χιλιάδες ώρες μέχρι και εγώ απορώ με τον εαυτό μου (γέλια). Αγοράζω δίσκους, βιβλία για τη μουσική, προσπαθώ να εμβαθύνω όσο μπορώ περισσότερο, μ’ αρέσει όλο το “παραμύθι” γύρω απ’ τις μπάντες: τι τους άρεσε, που πήγαιναν, τα κλαμπς, τι κιθάρες είχανε… 

Σε τρομερό βαθμό άκουγα και ακούω τη σκηνή του grunge, μ’ άρεσε και μ’ αρέσει πάρα πολύ. Την ακούγαμε όσο μεγαλώναμε, δηλαδή απ’ τα 25 και μετά, και αυτή η σκηνή είχε αναφορές και στον dark ήχο, στους Cure, στους Joy Division. Είχαμε και εμείς παρόμοιες αναφορές με εκείνους, είχαμε και παρόμοια ηλικία, κάπως ταυτιζόμασταν μαζί τους.

Και μετά φυσικά Tool.

Σ’ άρεσε το καινούργιο album τους;

Μ’ άρεσε, αλλά είμαι μεγάλος φαν, τους αγαπάω, οπότε δεν μπορώ να το συγκρίνω με το Lateralus πχ. Θεωρώ όμως ότι δεν το βγάλανε διεκπεραιωτικά, είχαν μια έμπνευση πίσω από τον δίσκο.

Γενικά είμαι λίγο nerd της μουσικής. Ειδικά του ροκ, του ανεξάρτητου ήχου, του βρετανικού, και οι White Stripes μ’ άρεσαν -θυμάσαι το live που διακόπηκε εδώ στην Αθήνα;- και Massive Attack μ’ αρέσουν, και Cocteau Twins πιο παλιά, τα πάντα.

Σήμερα, στα live σας, σε ποιο τραγούδι ανταποκρίνεται περισσότερο ο κόσμος;

Κοίταξε, εγώ είμαι ενθουσιασμένος με το νέο μας τραγούδι, το ‘Μέχρι τον θάνατο’. Και ο κόσμο ανταποκρίνεται πολύ ωραία.


 

Από τα παλιά όμως ο κόσμος πιο γουστάρει περισσότερο;

Κοίταξε, έχουμε αρκετά κομμάτια που αγαπάει ο κόσμος που μας ακούει. Σε πρώτη φάση μπορώ να πω ότι έχουμε γύρω στα δέκα, τα οποία είναι τα πολύ φουλ, μετά έρχονται άλλα τόσα που είναι πολύ αγαπητά στους πιο φανς. Μετά είναι τα πιο hard rock, οπως το ‘Στη δική μου πόλη’, αυτά που ακούνε πιο λίγοι αλλά και πάλι αρέσουν. Και βέβαια, μετά είναι το κοινό που είχαμε στους ‘Μυστικούς Κήπους’, στο ‘Φεγγάρι αιμορραγεί’, σε όλα αυτά γίνεται πανικός.

Πότε θα βγει το νέο album;

Πιστεύω μέχρι το τέλος του χρόνου να έχει βγει. Ο κόσμος ανταποκρίνεται πάρα πολύ καλά, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, ακούμε όμορφα σχόλια, και από φίλους μας που είναι σε μπάντες. Πιστεύω ότι φτιάξαμε έναν αρκετά δυνατό και συμπαγή ήχο, που αντιπροσωπεύει και εμάς αλλά και την ιστορία της μπάντας. Σκέψου ότι γενικά δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τα τραγούδια μας, αλλά τώρα έχω ενθουσιαστεί.

Τα τελευταία δύο χρόνια, από όταν επανενωθήκατε και ξεκινήσατε ξανά τα live, ποια έχεις καταγράψει ως την πιο αγαπημένη σου στιγμή;

Το πρώτο live που κάναμε μετά από τόσα χρόνια στο Academy ήτανε πολύ συναισθηματικά φορτισμένο. Και από μας και από τον κόσμο. Ήταν σε περίεργα επίπεδα, δεν τα νιώθεις εύκολα, ήταν σαν να ξαναμπαίνεις σε ένα trip, σε ένα σημείο χρονικό που νόμιζες ότι δεν θα ξαναμπείς ποτέ και ταυτόχρονα σου είναι και τόσο οικείο. Με το που βγήκαμε στη σκηνή νόμιζα ότι δεν είχαμε τόσα χρόνια να παίξουμε. Σαν να άνοιξε η πόρτα και να μπήκαμε σε ένα σπίτι γνωστό, σαν να μπήκα πάλι στο σπίτι μου.

Στη σκηνή δούλεψε και η αγάπη που έχει ο κόσμος στα κομμάτια, γιατί κι αυτά ως συνθέσεις διατηρήθηκαν μέσα στα χρόνια, και ο τρόπος που ξαναπιάσαμε το υλικό και το ξαναδουλέψαμε, είχε ένα σεβασμό και μια αγάπη προς όλο αυτό.


 

Κάτι τελευταίο. Ποιος ελληνικός ροκ δίσκος θα έλεγες ότι ήταν ο “καλύτερος” ή έστω ο πιο ο επιδραστικός;

Το ‘Εν Λευκώ’ ήταν σίγουρα ένας απ’ τους δίσκους που με επηρέασε πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν αρέσει σε πολύ κόσμο, αλλά εμένα μ’ άρεσε γιατί είχε ένα περίεργο ύφος, πολύ σκοτεινό. Όλοι, βέβαια, οι δίσκοι του Σιδηρόπουλου ήταν σκοτεινοί, αλλά αυτός ήταν κάπως περισσότερο, δεν ξέρω, πολύ νταρκίλα. Το βρήκα και το πήρα αμέσως όταν βγήκε, ενώ ας πούμε το ‘Φλου’ δεν το πήρα όταν βγήκε, ήμουν λίγο μικρός.

Τώρα, από εκεί και πέρα, επιδραστικός δίσκος σίγουρα ήταν και για μένα και για τη σκηνή, ο πρώτος των Τρυπών, το οποίο και πάλι το πήρα στην εποχή του και μου άρεσε πολύ. Μ’ αρέσει και ο πρώτος δίσκος των Μωρών στη Φωτιά, επίσης μ’ αρέσει τρομερά ο πρώτος δίσκος των Διάφανων Κρίνων, των Metro Decay, των Χωρίς Περιδέραιο, αυτά τα αγάπησα πάρα πολύ,  ήταν οι δίσκοι με τους οποίους έπαθα πλάκα. Μου άρεσαν πάρα πολύ και οι Mushrooms που επανακυκλοφόρησαν οι δίσκοι τους πρόσφατα αλλά και οι Fear Condition, δυνατός σκοτεινός 80s ήχος.

 

Η Λευκή Συμφωνία θα εμφανιστεί την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου στο Κύτταρο μαζί με τα Υπόγεια Ρεύματα.

 

Exit mobile version