Η Lucrecia Martel μας λέει ιστορίες από το τέλος του κόσμου
Η σπουδαία σκηνοθέτις από την Αργεντινή επιστρέφει με το αριστουργηματικό φιλμ εποχής «Zama» σε παραγωγή Pedro Almodovar, και μας μιλά για ιστορίες τρόμου από τα γυρίσματα και για τον κόσμο που αλλάζει.
- 21 ΙΑΝ 2018
O Ντιέγκο ντε Ζάμα, Ισπανός αξιωματικός στις αποικίες τον 17ο αιώνα, περιμένει εναγωνίως τη μετάθεσή του από την Ασουνσιόν, αλλά αυτή μοιάζει να μην έρχεται ποτέ. Καθώς η απόγνωσή του μέσα στα γραφειοκρατικά γρανάζια μεγαλώνει, οδηγείται σε ένα είδος απόδρασης προς το φυσικό τοπίο, μακριά από το φθαρμένο σύστημα και τον αποικιοκρατικό πολιτισμό.
Το «Zama» της σπουδαίας Αργεντίνας δημιουργού Λουκρέσια Μαρτέλ («La Ciénaga», «Γυναίκα Χωρίς Κεφάλι») έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας αφήνοντας πίσω εμβρόντητους κριτικούς, κι εμείς μιλήσαμε μαζί της για τα τρομακτικά πλάσματα που αντιμετώπισε στα γυρίσματα και για την αίσθηση τέλους του κόσμου που αφήνει το έργο της.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ
Η κριτική του PopCode για το ‘Zama’
Συγχαρητήρια για την ταινία, είναι από τις καλύτερες που είδα φέτος. Είναι απλά απίστευτο ότι δεν παίχτηκε στο Διαγωνιστικό στη Βενετία. Τι σου έμεινε περισσότερο από την φεστιβαλική εμπειρία φέτος κι από αντιδράσεις κριτικών και κοινού;
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είναι η πρώτη φορά που βγάζω ταινία σε αυτή την εποχή των κοινωνικών δικτύων. Με εξέπληξε που είχα τόσο άμεσο και παθιασμένο feedback, παρόλο που προσωπικά δεν διατηρώ κανέναν social λογαριασμό πέραν του WhatsApp, το οποίο χρησιμοποιώ μόνο με τους φίλους μου. Φαίνεται πως και σε αυτά τα δίκτυα περιθάλπτονται κάποια εφήμερα πάθη, επειδή όπως και στα παραδοσιακά μέσα, το ένα νέο πράγμα αντικαθιστά ένα άλλο. Επίσης έχω εκπλαγεί από τον αριθμό των νεαρών κριτικών που είναι πολύ πρόθυμοι να μην προσκολληθούν σε ένα επιχείρημα και να απολαύσουν την ταινία. Νομίζω η σημερινή κουλτούρα έχει θετικές επιδράσεις στην κοινωνία, μας κάνει να χαλαρώνουμε την αντίληψή μας. Ίσως και η πρόσβαση σε διαφορετικά είδη μουσικής να έχει επίσης συνεισφέρει.
Η ταινία είναι μια αισθητή αποχώρηση σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές σου, τι ήταν που σε έκανε να θες να αναλάβεις αυτό το φιλόδοξο πρότζεκτ; Είχε να κάνει με την ταυτότητά σου ως Αργεντίνα;
Είναι πιθανό. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ένα ζήτημα επίμονο και στη δική σου χώρα όπως είναι στη δική μου, αλλά εδώ είμαστε μια χώρα συμορφωμένη προς τους μετανάστες, εχθρική την ίδια ώρα προς τους ιθαγενείς της, παρόλο που υπάρχει ένα καλό μείγμα και των δύο. Το να ξέρουμε ποιοι τελικά είμαστε είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Πόσο δύσκολο ήταν το γύρισμα της ταινίας;
Ήταν fun και εξαντλητικό. Όταν γυρίσαμε την τελευταία σκηνή έπρεπε να βυθιστούμε ως τη μέση μας μέσα σε πλημμυρισμένους ελαιώνες με φοίνικες. Αυτή η περιοχή στη Φορμόσα είναι κάτω από νερά για πολλούς μήνες κάθε χρόνο, και είναι διάσημη για το curiyú, ένα είδος κίτρινου και λευκού βόα που μπορεί να είναι μέχρι και 3 μέτρα μεγάλος. Το δέρμα του συνήθως χρησιμοποιείται από premium μάρκες για την κατασκευή ακριβών τσαντών και πολυτελών παπουτσιών. Επίσης εκεί βρίσκεται το πιο δηλητηριώδες είδος φιδιού της Αργεντινής: το yarará, ένας τροπικός κροταλίας. Επιπλέον, εκεί μαζεύονται οι caimans, που είναι αμερικάνικοι κροκόδειλοι.
Η παραγωγή μας έδωσε καουτσούκ παντελόνια που φοράνε συνήθως οι ψαράδες και που με κάποιο τρόπο λειτουργούσαν ως προστασία. Αλλά ήταν τόσο στενά και άβολα που έπρεπε να βγάλω τα δικά μου. Δεν έχω νιώσει τέτοιο είδος ευχαρίστησης ποτέ ξανά. Να περπατάω ανάμεσα στην βυθισμένη βλάστηση, ανήμπορη να δω τα ίδια μου τα βήματα, και γνωρίζοντας πως όλα αυτά τα απειλητικά τέρατα μπορούσαν να με ακολουθούν κάτω από το νερό. Ήταν τρομακτικό και ανταποδοτικό την ίδια στιγμή. Εκείνη τη μέρα σκέφτηκα: «Θέλω να επιστρέφω σε αυτό το βάλτο κάθε χρόνο».
(AP Photo/Domenico Stinellis)
Υπό μία έννοια μου φάνηκε σαν η ταινία να είναι ένα θρίλερ επιβίωσης για τη δομική φθορά της Δύσης. Εσύ τι ήθελες το κοινό να λάβει από την εμπειρία;
Ήθελα να μοιραστώ με το κοινό την ευφορία που έρχεται με το παράλογο και να μοιραστώ την αδικία της συστηματικής ταλαιπωρίας πολλών ανθρώπων. Γενικά όταν μιλάμε για το παράλογο, φαίνεται σα να κάνουμε κριτική στη λογική, να κοροϊδεύουμε τη θετική σκέψη και την κούρσα για πρόοδο. Όμως αντ’αυτού, η ιδέα μιας ύπαρξης δίχως κάποιο ιδιαίτερο νόημα κάνει πιο απάνθρωπα τα βάσανα αυτών που δεν ωφελούνται από το σύστημα.
Η πρώτη μου αντίδραση όταν είδα το «Zama» ήταν «ουάο, τι φανταστική ταινία για το τέλος του κόσμου». Έχεις πει παλιότερα πως «όποτε φαντάζομαι το μέλλον, φαντάζομαι πως είναι το ίδιο με το παρόν», κάτι που εκφράζει μια παρεμφερή ανησυχία. Σε αυτό το πλαίσιο, πώς εκφράζει η ταινία την κοσμοθεωρία σου;
Μοιράζομαι μαζί σου αυτή την ιδέα για μια αίσθηση ‘τέλους του κόσμου’ στο «Zama». Αλλά δεν είναι το τέλος των πάντων, ως κοινωνία. Παρά είναι ένα τέλος για όλους, για τον κάθε έναν. Επειδή το τρομακτικό στο τέλος του κόσμου είναι το να είσαι και να νιώθεις μόνος, να κατανοείς πια τόσο πολλά πράγματα αλλά να μην έχεις τη δυνατότητα να τα μοιραστείς.
Για πρώτη φορά ταινία σου έχει άντρα πρωταγωνιστή, κάτι που είναι συνεπές με την κατά βάση πολύ αντρική σκοπιά από οποία έχει γραφτεί η Ιστορία.
Συνέλαβα το «Zama» σαν έναν ολόκληρο κόσμο από μόνο του, έναν κόσμο που ακόμα κι αν τον προβάλουμε 200 χρόνια στο μέλλον, δε θα γεννούσε ένα παρόν σαν το δικό μας. Οι γυναίκες δε θα ήταν τόσο απειλούμενες.
Τι άλλα έργα θαύμασες φέτος;
Μάλλον δε θα με πιστέψεις, αλλά επειδή πέρσι πέρασα σχεδόν 7 μήνες στο κρεβάτι, φέτος αποφάσισα να αφοσιωθώ σε φίλους και οικογένεια. Δεν έχω δει σχεδόν καμία ταινία, οπότε δε μπορώ να πω τίποτα για ταινίες των τελευταίων 2 χρόνων. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχω κουραστεί να ακούω για σειρές και για τις τρίτες και τις τέταρτες σεζόν τους. Ελπίζω φέτος να έχω την ευκαιρία να ανακαλύψω τι συμβαίνει μέσα από Φεστιβάλ και να κάνω catch up.
*Το «Zama» προβάλλεται ήδη στις αίθουσες. H συνέντευξη αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα Έθνος.