Madrugada: «Ακόμα και η πρώτη μας συναυλία στην Ελλάδα είχε γίνει sold out»
Η αγαπημένη μπάντα έρχεται στο Release Athens για άλλο ένα live με χιλιάδες φανατικούς οπαδούς. Μιλήσαμε με τον Frode Jacobsen και τον Jon Lauvland Pettersen για την ιδιαίτερη σχέση του συγκροτήματος με το ελληνικό κοινό, τις δυσκολίες των πολύμηνων tours, τα ραδιοφωνικά hits και το μυστικό πίσω από κομμάτια σαν το Strange Colour Blue.
- 20 ΙΟΥΝ 2023
Υπάρχουν μπάντες και υπάρχουν και μουσικοί θεσμοί. Για το ελληνικό κοινό, οι Madrugada ανήκουν (χωρίς δεύτερη σκέψη) στη δεύτερη κατηγορία. Οι Νορβηγοί έχουν χτίσει μία σχέση λατρείας με τη χώρα μας γράφοντας τη δική τους συναυλιακή ιστορία. Όποτε και όσες φορές και αν έρθουν, οι ορκισμένοι Έλληνες fans βρίσκονται εκεί για να τους υποδεχτούν. Φέτος, επιστρέφουν στην Αθήνα και το Release Athens με μία συναυλία που αναμένεται να κάνει την Πλατεία Νερού να «βουλιάξει» από τον κόσμο, την Κυριακή 25 Ιουνίου (ναι, είναι την ίδια μέρα με τις εκλογές).
Πώς όμως και γιατί χτίστηκε αυτή η σχέση με τους Έλληνες; Τι είναι εκείνο που μπορεί να σκοτώσει μία μπάντα όταν βρίσκεται σε tour; Υπάρχει κάποιο μυστικό πίσω από κομμάτια όπως το Strange Colour Blue;
Μιλήσαμε με τον Frode Jacobsen (μπάσο) και τον Jon Lauvland Pettersen (ντραμς) για όλα αυτά, και αφού πρώτα ο δεύτερος είχε παραπονεθεί ότι ποτέ δεν έχει καταφέρει να κάνει διακοπές στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι ο πρώτος διαθέτει εξοχικό στην Ύδρα.
Υπάρχει κάποια εξήγηση πίσω από τη λατρεία του ελληνικού κοινού;
FRODE: Όταν ξεκινούσαμε την καριέρα μας, οι συναυλίες μας μακριά από τη Νορβηγία είχαν στην καλύτερη 100 άτομα. Χτίζαμε σιγά-σιγά το όνομά μας. Όταν όμως ήρθαμε στην Ελλάδα, κάναμε sold out ήδη από την πρώτη φορά. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας είχαμε τα πάνω και τα κάτω μας σε διάφορες χώρες, το μοναδικό κοινό όμως που έμεινε για πάντα πιστό και το οποίο άκουσε όλους μας τους δίσκους ήταν το ελληνικό. Η σχέση αυτή ήταν πάντα πολύ σημαντική. Ήταν και είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για μας.
Υπάρχει κάτι το «δραματικό» στο πώς βλέπουν οι Έλληνες τον κόσμο, κάτι που μπορεί κανείς να το δει στις αρχαίες Τραγωδίες. Έχουμε και εμείς, ως Νορβηγοί, μία αντίστοιχη παράδοση λόγου του Χένρικ Ίψεν, όπου βέβαια το «δράμα» διαδραματίζεται κυρίως σε εσωτερικούς χώρους, μέσα στο σπίτι. Κατά κάποιον τρόπο, η έννοια του «δράματος» υπάρχει και στη μουσική μας.
Κάποια ελληνική συναυλία που δε θα ξεχάσετε ποτέ;
JON: Όπως είπε και ο Frode, η πρώτη μας φορά στην Ελλάδα πριν περίπου 20 χρόνια ήταν τρομερή έκπληξη. Αντιμετωπίζαμε τον εαυτό μας ως μία μπάντα που κάνει μικρά βήματα κάθε φορά, η οποία προσπαθεί να προσελκύσει όλο και περισσότερο κόσμο. Πριν καν ηχογραφήσουμε το πρώτο μας άλμπουμ είχαμε βγάλει δύο EPs και πηγαίναμε από live σε live. Πρώτα ήταν 20 άνθρωποι, μετά οι 20 άνθρωποι έγιναν 40 και πάει λέγοντας.
Έτσι, όταν κυκλοφορήσαμε το ντεμπούτο μας, το Industrial Silence, έγινε επιτυχία στη Νορβηγία. Εμείς, όμως, είχαμε δουλέψει για αυτό ίσως ένα ή και δύο σχεδόν χρόνια πάνω στη σκηνή. Το ίδιο ίσχυε και για τις ευρωπαϊκές μας συναυλίες. Είχαμε χαρεί πολύ που η πρώτη μας συναυλία στο Βερολίνο είχε γίνει sold out, αλλά μιλάμε για 250 άτομα, και μάλιστα αφού πρώτα είχαμε δουλέψει σκληρά κάνοντας τουρ.
Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά: η συναυλία έγινε sold out πολύ εύκολα, το venue ήταν σχετικά μεγάλο και ο κόσμος μας υποδέχθηκε σαν να ήμασταν πραγματικοί rock stars.
Βέβαια, άλλη μία ελληνική συναυλία που δε θα ξεχάσουμε ποτέ είναι αυτή που έγινε πέρσι στο Καλλιμάρμαρο. Ήταν ένα όνειρο που είχαμε από τότε που ξεκινήσουμε ως μουσικοί. Για να το εξηγήσω πιο συγκεκριμένα: σαν μπάντα πάντα θέλαμε να παίζουμε σε μικρούς χώρους κουβαλώντας μαζί μας την πανκ και DIY κουλτούρα, την ίδια όμως στιγμή παρακολουθούσαμε βίντεο με τους U2 και τους R.E.M να γεμίζουν στάδια και θέλαμε και εμείς να το κάνουμε. Τα καταφέραμε, τον Σεπτέμβριο του 2022 στην Αθήνα.
Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις μουσική στα 20 και πόσο στα 50;
FRODE: Για μένα, το studio είναι το καλύτερο μέρος στη Γη και προφανώς για όλους μας η δημιουργική διαδικασία είναι τρομερά ευχάριστη από μόνη της. Το τελευταίο μας άλμπουμ (σ.σ: Chimes at Midnight) είναι πολύ ιδιαίτερο ακριβώς επειδή ηχογραφήθηκε πάρα πολύ γρήγορα. Μάλιστα, πρέπει να πούμε ότι είναι σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο και από την Ελλάδα.
Το 2019 μας ήρθε η πρόσκληση για να κάνουμε μία μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο. Σκεφτήκαμε τότε ότι κάναμε το reunion, ότι γιορτάσαμε τα 30 χρόνια από το Industrial Silence, οπότε τώρα θα έπρεπε να κάνουμε κάτι καινούργιο. Μάλλον, δε θα είχαμε γράψει ποτέ το Chimes at Midnight αν δεν ήταν η συγκεκριμένη συναυλία.
Ο αγαπημένος μας τρόπος να γράφουμε ένα κομμάτι είναι να τζαμάρουμε στο studio. Στον τελευταίο δίσκο αυτό έγινε πολύ γρήγορα, αλλά σκέψου ότι για το Strange Colour Blue -παρότι ακούγεται σχετικά απλό- χρειαστήκαμε 6 μήνες (!) για να το γράψουμε.
Τελικά, εκείνο που πάντα μας παίδευε περισσότερο, και δεν έχει να κάνει με το αν είμαστε 20 ή 50 χρονών, ήταν η κατεύθυνση. Ο τρόπος παρ’ όλα αυτά είναι ο ίδιος: συνεχίζουμε να το συζητάμε, συνεχίζουμε να τζαμάρουμε, συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε το προς τα πού θα πάμε ένα κομμάτι.
JON: Να πούμε εδώ ότι σε όλο αυτό παίζουν και πρακτικά πράγματα ρόλο. Σκέψου ότι εγώ μένω στον βορά της Νορβηγίας, 1000 χλμ. (!) μακριά από τους υπόλοιπους. Προφανώς, λοιπόν, δεν περνάμε σήμερα τόσο χρόνο ο ένας δίπλα στον άλλον όπως κάναμε στα τέλη των 90s αλλά έχουμε μάθει να δουλεύουμε από απόσταση. Άλλωστε, τότε ψάχναμε ακόμα να βρούμε την ταυτότητά μας τόσο ως μπάντα όσο και ως μουσικοί (δουλεύαμε πολύ περισσότερο πάνω στα όργανά μας).
FRODE: Να συμπληρώσω, ότι το Chimes at Midnight ηχογραφήθηκε ολόκληρο live στο studio.
JON: Επίσης, το πρώτο μας άλμπουμ χρειάστηκε περίπου 7 μήνες ενώ αυτό μόλις 10 μέρες!
Μάλλον, το απαντήσατε ήδη, αλλά πώς γράφει κανείς ένα τόσο δυνατό κομμάτι όπως το Strange Colour Blue;
FRODE: Είναι λίγο παράξενο, όντως. Όπως είπα, μας πήρε μισό χρόνο να το βρούμε. Δεν είναι ότι ψάχναμε τόσο ένα κομμάτι όσο έναν τρόπο να γράφουμε κομμάτια, μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, ένα μουσικό mood. Επί της ουσίας, το Strange Colour Blue αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από δύο ακόρντα.
Ήταν όμως τρομερή κατάκτηση: γιατί έτσι ξεφύγαμε από τον παραδοσιακό τρόπο του να γράψεις ένα κομμάτι. Βρήκαμε στην επανάληψη και στο σχεδόν spoken word τρόπο ερμηνείας κάτι καινούργιο για εμάς. Ήταν και ο ιδανικός τρόπος για να απελευθερωθεί η φωνή του Sivert [Hoyem] και μία νέα τεχνική που στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε πάρα πολύ.
JON: Είναι κάτι που κάναμε ξανά και στο τελευταίο άλμπουμ, στο κομμάτι Nobody Loves You Like I Do. Είναι περισσότερο ένα mood builder παρά ένα «κλασικό» κομμάτι. Και αν με ρωτάς, το καλύτερο τραγούδι του δίσκου και μία σύνθεση που έχει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή των Madrugada.
FRODE: Ξέρεις, αν βάλεις λίγο μέταλ, λίγη τζαζ και λίγο πανκ τότε έχεις ένα τραγούδι των Madrugada (γέλια).
Τελικά, ποιος είναι οι επιρροές σας;
Συνήθως, οι μπάντες χωρίζουν εξαιτίας των μουσικών διαφορών. Με εμάς συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ξεκινήσαμε με μεγάλες μουσικές διαφορές και στην πορεία συγκλίναμε. Υπήρχαν μέλη που άκουγαν χαρντ ροκ ή ακόμη και χέβι μέταλ και άλλα μέλη που άκουγαν τζαζ. Εγώ πάλι άκουγα περισσότερο πανκ, λάτρευα τους Velvet Underground και τον Iggy Pop. Υπήρχαν πάρα πολλές επιρροές στους Madrugada.
Το Majesty ήταν ένα τεράστιο ραδιοφωνικό hit για την Ελλάδα. Γράφτηκε με αυτόν τον σκοπό;
FRODE: Αν δεις το οπισθόφυλλο του δίσκου (σ.σ: Grit), θα παρατηρήσεις πως το Majesty είναι το νο. 9 track σε σύνολο 11 κομματιών. Σε μία θέση δηλαδή που δε βάζεις τα κομμάτια τα οποία περιμένεις να γίνουν επιτυχία. Μάλιστα, δεν είναι ότι εκτοξεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Ξεκίνησε αργά και χρειάστηκε περίπου τέσσερις μήνες για να αρχίσει να παίζει πολύ και στο repeat στο ραδιόφωνο.
Προσωπικά, όμως, βρίσκω πιο ενδιαφέρον κάτι άλλο: το πόσο αληθινοί ήταν οι στίχοι του Sivert, το πόσο πολύ κατάφερε να επικοινωνήσει τα όσα είχε ζήσει και βίωνε.
Είστε πάρα πολλά χρόνια μαζί ως μπάντα. Ήταν μία εύκολη ή δύσκολη πορεία;
FRODE: Ποτέ δεν ήταν εύκολο! (γέλια). Νομίζω πάντως ότι αν φτάσεις σε ένα σημείο που δε λειτουργεί η μουσική που φτιάχνεις, τότε ούτε οι σχέσεις μπορούν να λειτουργήσουν. Άλλωστε, τώρα ξέρουμε κάτι που δε γνωρίζαμε τότε: πρέπει να κάνεις διαλείμματα από τα άλλα μέλη της μπάντας.
Το να κάνεις tour, να κάνεις συνέχεια πρόβες και να μοιράζεσαι ένα κρεβάτι για έξι ή περισσότερους μήνες φέρνει τριβές. Δεν είναι ακριβώς φυσιολογικό. Υπάρχει τρομερή υπερέκθεση μεταξύ των μελών, κάνεις τα πάντα και συνέχεια μαζί. Γι΄αυτό, λοιπόν, και ο Jon μετακόμισε όσο πιο μακριά μπορούσε από εμάς, 1000 χλμ. μακριά. (γελάνε και οι δύο)
JOΝ: Ήμασταν πολύ μικροί όταν ξεκινήσαμε. Έπρεπε την ίδια στιγμή να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε σαν ενήλικες αλλά και να διαχειριστούμε την επιτυχία που μας έκλεινε το μάτι σιγά-σιγά. Να πω κιόλας ότι οι άνθρωποι των δισκογραφικών δε μας είχαν βοηθήσει και ιδιαίτερα στα πρώτα μας βήματα. Δε μας έδειξαν τον τρόπο να αποφύγουμε τις διάφορες παγίδες, δεν ενδιαφέρθηκαν καν.
Τι έχετε να πείτε στο ελληνικό σας κοινό για τη συναυλία της Κυριακής;
FRODE: Χμμμ.. Ελπίζουμε να σας δούμε εκεί (γέλια). Θα έρθουμε πιο καλά προετοιμασμένοι από κάθε άλλη φορά.
JON: Το είπαμε και στην αρχή, είναι αμοιβαία τα αισθήματα με το ελληνικό κοινό: όπως ανυπομονούν οι Έλληνες fans να μας δουν, έτσι περιμένουμε και εμείς να τους συναντήσουμε ξανά!
INFO:
Πλατεία Νερού, Κυριακή 25 Ιουνίου
- Madrugada
- Wet Leg
- Baxter Dury
- Pink Vanity