Μάκης Δημάκης: μια νύχτα με το φαινόμενο της Νύχτας
- 17 ΜΑΡ 2017
Τον Μάκη Δημάκη τον γνωρίζεις. Αλλά ακόμη και να μην έχεις ακούσει το όνομά του (πράγμα δύσκολο), τότε σίγουρα θα έχεις ακούσει κάποιο από τα τραγούδια του. Το ‘Κανείς δεν είναι κανενός’ ή τις ‘αναφορές’ ή το ‘εγώ δεν μπορώ’ ή το ‘τάμα’. Όλα τους ‘παίζουν’ σχεδόν παντού. Τον τελευταίο χρόνο στην Αθήνα είναι ένα από τα πιο ‘καυτά’ ονόματα της νύχτας. Και επαναλαμβάνω, στην Αθήνα. Γιατί στην υπόλοιπη Ελλάδα και ειδικά στη Θεσσαλονίκη είναι εδώ και αρκετά χρόνια. Το ραντεβού μας προγραμματίστηκε για τις 12 ακριβώς, βράδυ Παρασκευής, περίπου 1μιση ώρα πριν εμφανιστεί στην πίστα.
Το να βρεις ελεύθερη θέση πάρκινγκ στους γύρω δρόμους του Βοτανικού τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα είναι αρκετά δύσκολο. Από τη στιγμή που εκείνος ξεκίνησε τις εμφανίσεις του σε αυτό το νυχτερινό κέντρο, έγινε ακόμη δυσκολότερο. Μετά από περίπου ένα τέταρτο ‘ψαξίματος’, άφησα επιτέλους το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του μαγαζιού.
H πόρτα του καμαρινιού άνοιξε και ο Μάκης Δημάκης καθόταν χαλαρός στην αγαπημένη του πολυθρόνα παρακολουθώντας μια ταινία στην τηλεόραση που βρισκόταν απέναντί του. Ήταν άλλωστε νωρίς ακόμα για εκείνον. Πίσω του δέσποζε η γιγαντοαφίσα του, που κοσμεί και την μπροστινή όψη του Βοτανικού, ενώ τα ράφια που βρίσκονταν δίπλα του ήταν γεμάτα από φωτογραφίες του με θαυμαστές του, δύο μπουκάλια ουίσκι, αυτόγραφα και μερικά βιβλία.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Κάθισα στον καναπέ που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην πολυθρόνα του και η Φραντζέσκα, η φωτογράφος μας, έστησε τον φακό της απέναντί μας για τις φωτογραφίες που θα ακολουθούσαν. “Τι θα πιείτε;”, ήταν το πρώτο που μας ρώτησε σαν καλός οικοδεσπότης. Φυσικά ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να τον συνοδεύσουμε στον καφέ που έπινε εκείνη την ώρα, επομένως προτιμήσαμε κάτι με αλκοόλ.
“Είναι η πρώτη μου φορά εδώ με τόσο ενεργό ρόλο. Είχα δουλέψει παλαιότερα με μικρότερο ρόλο στην Αθήνα, αλλά είναι η πρώτη χρονιά που μπήκα τόσο δυνατά και πήγαμε πάρα πολύ καλά. Θέλω να πιστεύω ότι αρέσει στον κόσμο το πρόγραμμά μας. Χορεύει, διασκεδάζει. Οπότε θα πω ότι πηγαίνουμε καλά”, μου είπε ο ίδιος χαμογελώντας.
Γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει καταφέρει να κάνει μεγάλη επιτυχία το τελευταίο διάστημα, όμως κρατάει το κεφάλι χαμηλά.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου φαινόμενο
“Θεωρώ ότι αυτό που έγινε έγινε κατόπιν ωρίμου σκέψεως και πολλής δουλειάς γιατί είμαι αρκετά χρόνια στο χώρο. Απλά έτυχε να γίνει γρήγορα εδώ γνωστό και το είπαν ως φαινόμενο. Θεωρώ φαινόμενο ένα παιδί 8 χρονών που παίζει πιάνο σαν να είναι 45 χρονών. Όχι εμένα”.
Η συζήτηση που έκανα με τον Μάκη δεν ήταν η τυπική δημοσιογράφου – συνεντευξιαζόμενου. Κυρίως γιατί ο χαρακτήρας του είναι τέτοιος που σε κάνει αμέσως να νιώσεις φίλος του, λες και τον γνωρίζεις χρόνια. Αφού λοιπόν χαλαρώσαμε και η κουβέντα μας είχε πάρει ‘μπροστά’ έπρεπε να τον ρωτήσω. Το σκεφτόμουν από την στιγμή που τον άκουσα για πρώτη φορά.
Σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα ‘κλειδιά’ για την επιτυχία ενός καλλιτέχνη είναι το όνομα με το οποίο θα κάνει καριέρα. Η ομοιοκαταληξία ονόματος και επιθέτου του Μάκη Δημάκη είναι εξαιρετική. Είναι όντως όμως το πραγματικό του όνομα; “Είναι και τα δύο πραγματικά μου. Επειδή με λένε Δήμο, βγήκε και το Δημάκης”. Η απορία λύθηκε εν μέρει. Από το μικρό του όνομα, το οποίο είναι Δήμος, προκύπτει και το επίθετο. Όπως μάλιστα έμαθα, ‘νονά’ του ήταν η μεγάλη ρεμπέτισσα, Μαριώ, η οποία τον παρουσίασε ως ‘Μάκη Δημάκη’ σε κάποια κοινή τους εμφάνιση και από τότε έμεινε. Το πραγματικό του επίθετο ωστόσο δεν θέλησε να το αποκαλύψει.
Κατέβηκε στην πρωτεύουσα το Σεπτέμβριο για να ξεκινήσει εμφανίσεις στον Βοτανικό. Από τότε έχει περάσει από εκεί… η μισή Αθήνα για να τον ακούσει. Υπάρχει όμως πίεση αν αναλογιστούμε ότι έχει πάρει τα κλειδιά του μαγαζιού και είναι με το ‘καλημέρα’ το πρώτο όνομα σε μια από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές πίστες; “Δεν είναι πίεση. Καταρχήν δεν είσαι ένας. πρέπει να υπάρχει μια ομάδα που θα αναλάβει πόστα που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Εμείς έχουμε μια καλλιτεχνική ευαισθησία και ένα μάτι συγκεκριμένο να τα βλέπουμε. Άρα χρειάζεσαι ανθρώπους να διορθώνουν πράγματα δίπλα σου. Και εσένα και ότι συμβαίνει γύρω σου. Οπότε η επιτυχία είναι ομαδική. Και το βάρος νομίζω είναι όλων, απλά εγώ έχω την τύχη να παίρνω και τα εύσημα ως ηγέτης στην επιτυχία”.
Το ξεκίνημα και οι πρώτες συνεργασίες
Ας γυρίσουμε όμως το χρόνο πίσω. Στα πρώτα του χρόνια και το ξεκίνημά του. “Γεννήθηκα στη Γερμανία από μετανάστες γονείς, αλλά σε μικρή ηλικία ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Η καταγωγή μου είναι οι Αμπελόκηποι Θεσσαλονίκης και εκεί πρωτοασχολήθηκα με τη μουσική”. Μαζί με τον Μάκη στη Θεσσαλονίκη τότε ήρθε και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο οποίος μάλιστα στάθηκε και αφορμή για να ξεκινήσει την ενασχόλησή του με τη μουσική: “Ο αδερφός μου είναι και μαέστρος μου. Είναι μεγαλύτερος και είναι εκείνος που με παρέσυρε στην ουσία. Θυμάμαι από όταν ήμασταν μικροί, έπαιζε αυτός και ακολούθησα και εγώ. Έτσι έγινε το πρώτο βήμα.
Τα πρώτα μου μαθήματα τα έκανα σε ηλικία 9 χρονών ως μουσικός με μπουζούκι. Δεν τραγουδούσα τότε. Ξεκίνησα να εργάζομαι ως μπουζουκτζής και επειδή είχα την ευχέρεια να τραγουδάω με έβαζαν θυμάμαι ως πιτσιρίκο να λέω και ένα τραγούδι, δύο. Κάποια στιγμή στη συνέχεια ξεκίνησα και μαθήματα φωνητικής κανονικά. Το ένα έφερε το άλλο και τελικά με κέρδισε το τραγούδι”. Ευτυχώς θα προσθέσω από την πλευρά μου.
Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν έβγαζε μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές. Από τον Πασχάλη Τερζή και τον Βασίλη Καρρά μέχρι την Πέγκυ Ζήνα και τον Αντώνη Ρέμο. Ο Μάκης Δημάκης ανήκει επίσης σε αυτή την κατηγορία. Παράλληλα, στην μέχρι τώρα καριέρα του έχει δουλέψει σχεδόν με όλα τα κορυφαία ονόματα της ελληνικής μουσικής: “Δούλεψα και σαν μπουζουκτσής και σαν τραγουδιστής δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες όπως η Ελένη Βιτάλη, ο Πασχάλης Τερζής, η Πέγκυ Ζήνα, ο Γιώργος Αλκαίος, η Καίτη Γκρέι”.
Στον τρόπο που τα έλεγε φαινόταν ότι όντως έτρεφε μεγάλο σεβασμό για όλους όσους είχε την τιμή να συνεργαστεί.Όπως όλοι μας όμως, δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την πρώτη του δουλειά. “Πάντα θυμάσαι έντονα την πρώτη σου συνεργασία. Θυμάμαι ήταν σε ένα ταβερνάκι στη Θεσσαλονίκη, στην ταβέρνα του χοντρού που λέγαμε, με λίγο ρεμπέτικο ύφος.
Τη δεύτερη χρονιά με πήρε ο δάσκαλός μου ο μπουζουκτσής σαν δεύτερο μπουζούκι σε ένα χώρο στα Διαβατά έξω από τη Θεσσαλονίκη με Γιάννη Πουλόπουλο, Χριστιάνα και Θέμη Ανδρεάδη. Μπήκα κατευθείαν δηλαδή σε σχήματα που έπρεπε να μπορώ να ανταπεξέλθω, έστω και σαν δεύτερο μπουζούκι”.
Η επιτυχία, τα τραγούδια και οι στίχοι
Ο Δημάκης είναι ένας άνθρωπος που προτιμά να μιλάει με τα τραγούδια του, παρά να δίνει συνεντεύξεις. Η επιτυχία και η τόση αναγνωρισιμότητα είναι σίγουρα πρωτόγνωρη, αλλά ήρθαν σταδιακά μέσα από σκληρή δουλειά και κόπους αρκετών χρόνων. Το είπαμε, δεν είναι χθεσινός.
Είμαι αρκετά χρόνια στο χώρο, αλλά αυτό το ‘μπαμ’ ναι έγινε τώρα
Έχουν αγαπηθεί τα τραγούδια μας την τελευταία πενταετία που με πίστεψαν κάποιοι άνθρωποι και μπόρεσα να τα κάνω όλα αυτά”. Ρόλο κλειδί στην επιτυχία αυτή έχει παίξει και η συνεργασία του με τον γνωστό στιχουργό-παραγωγό Αργύρη Αράπη, ο οποίος τον πίστεψε από την πρώτη στιγμή “Αυτή ακριβώς ήταν η συνεργασία μου που έλεγα πριν πριν. Ήταν ένας άνθρωπος που κατάλαβε τι ακριβώς πρέπει να κάνω. Με τις διορθώσεις του, την επίβλεψή του, με το στίχο του και την παραγωγή του κάναμε αυτή την επιτυχία”. Μετά από όλο αυτό που βιώνει ο Δημάκης δεν θα μπορούσε να μην αισθάνεται δικαιωμένος για τους κόπους του.
Αν ακούσει κανείς τα τραγούδια του καταλαβαίνει αμέσως πως έχουν ένα ιδιαίτερο στιλ, κάπως πιο παραδοσιακό. Ίσως τελικά αυτό ήταν που ήθελε ο κόσμος. “Είναι εθνικό χρώμα δικό μας. Ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούει όλα τα τραγούδια και όλα τα χρώματα και επειδή είμαστε τυχεροί που είμαστε στην Ελλάδα και έχουμε πολλά μουσικά χρώματα μπορούμε πάρουμε πολλά στοιχεία από διάφορα, από παραδόσεις και να τα εκσυγχρονίσουμε. Νομίζω ότι είναι απαραίτητο”.
Με τους στίχους των τραγουδιών του μπορεί εύκολα να ταυτιστεί κάποιος. Είναι άραγε βγαλμένοι και μέσα από δικές του εμπειρίες, τον αντιπροσωπεύουν; “Τους στίχους δεν τους γράφω εγώ. Τους γράφει ο Αργύρης Αράπης. Μέσα από τα τραγούδια όμως, από κάθε φράση ξεχωριστά, πρέπει να βρεις κομμάτια του εαυτού για να μπορέσεις και να ερμηνεύσεις. Συνδέεσαι με εκφράσεις, στίχους, ρεφρέν και κουπλέ και μπορείς να το αποδώσεις καλύτερα. Φυσικά και είμαι δεμένος με εκφράσεις και φυσικά είναι και κομμάτια του εαυτού μου”.
Μεγαλύτερή του επιτυχία είναι αναμφίβολα το ‘Κανείς δεν είναι κανενός’. Πόσο ισχύει τελικά ο συγκεκριμένος στίχος;
Είναι μεγάλη και πικρή αλήθεια. Αν το σκεφτείς βαθιά, κανείς δεν είναι κανενός
Ήμασταν ήδη περίπου μισή ώρα στο καμαρίνι. Είχαμε πιει ένα ποτήρι ουίσκι (εγώ) και μια κούπα καφέ εκείνος (πώς θα βγει η νύχτα;) και η κουβέντα μεταφέρθηκε στις πίστες και την κρίση που βιώνει η Ελλάδα. Πόσο έχει αλλάξει την διασκέδαση του Έλληνα η κατάσταση αυτή; “Είναι φυσικό, λογικό θα έλεγα να έχουν επηρεαστεί και τα μπουζούκια από την κρίση. Όπως βλέπουμε όλοι οι χώροι δεν δουλεύουν σε καθημερινή βάση όπως παλιά.
Είναι λιγότερες οι μέρες εργασίας. Και νομίζω ότι ο κόσμος σκέφτεται και καταναλώνει λιγότερο σε σχέση με τα παλιά χρόνια. Παρόλα αυτά υπάρχει κόσμος που θα βγει και πιστεύω ότι είναι κομμάτι του πολιτισμού μας αυτοί οι χοροί. Δεν νομίζω ότι θα εκλείψουν ποτέ. Δηλαδή όσο και να τον πιέσουν, όσο και να τον στριμώξουν τον Έλληνα, είναι τρόπος ζωής μας. Τραγουδάμε και χορεύουμε όλοι στο κέφι μας ακόμα και στον πόνο μας, είναι κομμάτι δικό μας. Το θέλουμε, το χρειαζόμαστε”.
Έχει εργαστεί σε μαγαζιά και στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, άρα γνωρίζει από πρώτο χέρι πώς διασκεδάζει το κοινό στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Η διαμάχη όμως παραμένει. Τελικά ποια πόλη παίρνει το Όσκαρ διασκέδασης; “Νομίζω ότι διασκεδάζει το ίδιο ο κόσμος. Όλα τα παιδιά πλέον ενημερώνονται το ίδιο μέσω του διαδικτύου. Βγαίνει ένα τραγούδι και κατευθείαν το κρίνουν αν τους αρέσει η όχι. Αν το τραγούδι είναι χορευτικό ο κόσμος θα το τραγουδήσει και θα το χορέψει είτε είναι στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη“. Διπλωματική απάντηση, αλλά έχει δίκιο.
Τόσα χρόνια στις πίστες έχει δει άραγε να συμβαίνει κάτι πραγματικά περίεργο σε κάποια εμφάνισή του; Kάτι που να θυμάται ακόμα; “Κοίταξε, καθημερινά συμβαίνουν πράγματα με τα οποία μπορεί να αστειευτούμε, να μας κάνουν να αισθανθούμε ωραία ή άσχημα ή ακόμα και να ντραπούμε. Δεν μου έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο ή φοβερό”.
Η ζωή εκτός πίστας
Η ώρα περνούσε εξαιρετικά γρήγορα και έφτανε σιγά σιγά η στιγμή που ο Μάκης Δημάκης θα έκανε την εμφάνισή του στην πίστα. Οι ερωτήσεις όμως ακόμη δεν είχαν τελειώσει. Καθώς έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο ντύσιμο του και έφτιαχνε το μικρόφωνό του, αρχίσαμε να μιλάμε για τη ζωή του όταν δεν βρίσκεται στην πίστα.
Οξύμωρο, αλλά λίγο πριν βγει να τραγουδήσει τον ρώτησα τι κάνει στην καθημερινότητά του όταν δεν τραγουδάει “Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να μην ασχολούμαι πολύ με τη μουσική εκτός δουλειάς. Ξεκουράζομαι, βγαίνω αρκετά, κάνω καλές παρέες, είμαι και εγώ καλός στην παρέα και μου αρέσει να βγαίνω γενικά τα βράδια .
Να μην κάθομαι. Από εκεί και πέρα λίγο μουσικούλα στο σπίτι, να μελετήσω λίγο, να παίξω λίγο κιθάρα. Ίσως κανένα demο, στούντιο σίγουρα πολλές ώρες. Όλα αυτά είναι απαραίτητα για τη δουλειά μου”. Στο δίλημμα ημέρα ή νύχτα ο Δημάκης δεν διαπραγματεύεται “Ξεκάθαρα φαν της νύχτας. Έχω πολλά χρόνια να το δω το πρωινό. Ξενυχτάω”.
Ο Δημάκης το είχε από μικρός με τη μουσική. Προσπάθησα να τον δυσκολέψω λίγο και να τον ρωτήσω τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν δεν ήταν τραγουδιστής, αλλά δεν πήρα ξεκάθαρη απάντηση. Μάλλον δεν είχε σκεφτεί ποτέ ούτε ο ίδιος να μην ασχοληθεί με αυτό που του άρεσε από παιδί: “Α δεν ξέρω τι θα έκανα. Με τη μουσική σίγουρα θα ασχολιόμουν όπως και να έχει”. Στο αυτοκίνητό του πάντως μουσική δεν ακούει. Μου το ξεκαθάρισε “Αν μου βάλουν τραγούδια τα αλλάζω κιόλας. Προτιμώ να ακούω αθλητικά στο αυτοκίνητο”.
Ενδιαφέρον! Ποδόσφαιρο ή μπάσκετ; Τι αρέσει περισσότερο στον Μάκη; “Mου αρέσει ο αθλητισμός. Παρακολουθώ. Περισσότερο ποδόσφαιρο. Μου αρέσουν οι στρατηγικές των παιχνιδιών. Δεν είμαι γνώστης, αλλά το ένστικτο του προπονητή όπως το έχουν όλοι οι Έλληνες το έχω και εγώ. Βγάλτον αυτόν, τι τον έχεις μέσα και τέτοια. Ναι τα λέω και εγώ”. Δεν γινόταν όμως να μην τον ρωτήσω και ποιους συναδέλφους του θαυμάζει ή προτιμά να ακούει:
Αυτός που με έκανε να ψαχτώ με τη μουσική ήταν ο Αντώνης Βαρδής
Μου άρεσε πάρα πολύ και τον άκουγα από μικρός. Από εκεί και πέρα μπορώ να ακούσω οτιδήποτε αν είναι καλή παραγωγή. Μπορεί να είναι instrumental, μπορεί να είναι soundtrack μπορεί να είναι μια εμπορική παραγωγή από διάσημους τραγουδιστές. Αν κάτι είναι καλό θα κάτσω και θα το ακούσω”.
Στο μεταξύ χτύπησε η πόρτα του καμαρινιού του. Ήταν ένα σήμα πως σε λίγο ‘βγαίνει”. Μετά την εμφάνισή του όμως η πόρτα θα παραμείνει ανοιχτή και ο Δημάκης θα κάτσει και θα μιλήσει με όλους τους θαμώνες που θα θελήσουν να τον επισκεφτούν “Η πόρτα μου τώρα είναι η πρώτη φορά που κλείνει για να κάνουμε τη συνέντευξη. Συνήθως είναι ανοιχτή και καθόμαστε όλοι παρέα εδώ γνωστοί και άγνωστοι, μιλάμε και γνωριζόμαστε”.
Φώτα, μουσική, πάμε
Το μαγαζί είχε γεμίσει και ο Μάκης Δημάκης προχωρούσε προς την έξοδο του καμαρινιού με κατεύθυνση το πίσω μέρος της πίστας απ’ όπου σε λίγη ώρα θα έκανε την εμφάνισή του. Έμεναν λίγες ακόμη ερωτήσεις.
Έχοντας ρίξει μια ματιά στα τραπέζια του μαγαζιού, εντόπισα πολλές γυναικοπαρέες. Αλήθεια, τι λέει ο ίδιος για το κεφάλαιο ‘γυναίκες’; Πώς τον αντιμετωπίζουν; “Δεν νομίζω το προφίλ μου να είναι τέτοιο που να τραβάει μόνο τις γυναίκες και όχι τους άντρες. Το ρεπορτόριο τραβάει όποιον θέλει να διασκεδάσει. Αν τώρα τα τραγούδια μας δεν είναι τόσο βαριά που να απωθούν τις γυναίκες και έρχονται πολλές γυναίκες, τότε ναι είναι ωραίο να συμβαίνει”.
Όσον αφορά τις λέξεις γάμος και οικογένεια; Τι σημαίνουν αυτή τη στιγμή για τον Δημάκη; “Είναι κάτι που δεν με απασχολεί αυτή τη στιγμή. Έχω το μυαλό μου στη δουλειά και πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα βάλω μυαλό”.
Το μικρόφωνο βρισκόταν ήδη στο χέρι του. Δεν έμεναν παρά λίγα δευτερόλεπτα για να τον βάλω να μου πει τα επόμενα πλάνα του. Τι περιμένουμε την επόμενη ημέρα από τον Μάκη; “Είμαστε σε φάση στην οποία είμαστε σε συζητήσεις. Θα το δούμε ακόμα δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο να πούμε.
Μόλις οριστικοποιηθεί κάτι θα το πούμε. Θα είμαστε στο Βοτανικό για λίγο καιρό ακόμα. Καλοκαίρι θα κάνουμε σίγουρα ένα τουρ και θα γυρίσουμε κάποια μέρη. Πρέπει να πάμε σε πόλεις που δεν μπορούν να έρθουν εδώ. Κάθε καλοκαίρι το κάνουμε και πρέπει να το κάνουμε γιατί είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να κάνουν την απόσταση και να έρθουν ως εδώ. Αλλά είναι ωραίο όλο αυτό, είναι ενδιαφέρον. Και εξωτερικό το συζητάμε, έχουμε διάφορες εμφανίσεις”.
Η ώρα ήταν δύο παρά και το γλέντι μόλις είχε ανάψει. Πριν τον αφήσω του ανέφερα πως από κάτω στα τραπέζια γίνεται πανικός. “Με πουσάρει ο κόσμος, τους πουσάρω κι εγώ και συμβαίνει όλο αυτό κάθε φορά. Μου αρέσει”. Μου χαμογελάει και αρχίζει να τραγουδάει το κουπλέ του ‘Κανείς δεν είναι κανενός’, ανεβαίνοντας στην πίστα. Αποθέωση.
Πήραμε θέση μαζί με την Φραντζέσκα σε ένα τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού για τα τελευταία πλάνα. Ο κόσμος δεν σταματούσε να τραγουδάει και να χορεύει.
Και αυτά είναι μόνο μια μικρή γεύση από το τα όσα συμβαίνουν κάθε φορά που εμφανίζεται στην πίστα.
Όπως και να το κάνεις είναι αλλιώς από κοντά. Μάκης Δημάκης είναι αυτός.
Ένα μικρό ανκόρ
> Πηγαίνει στο μαγαζί πολύ νωρίτερα από τη στιγμή που θα εμφανιστεί. Του αρέσει να περνάει χρόνο στο καμαρίνι του.
> Πριν ανέβει στην πίστα μιλάει με τους μουσικούς του. Όχι απαραίτητα για μουσική. Για οτιδήποτε.
> Την ώρα που εμφανίζεται γίνεται πραγματικά σεισμός στο μαγαζί και όλοι σηκώνονται από τις καρέκλες τους.
> Ο ίδιος γνωρίζει καλά μπουζούκι και δεν διστάζει να συμβουλεύσει και τους μουσικούς του για κάτι που θα του αρέσει ή όχι.
> Στα τραπέζια του Βοτανικού πραγματικά θα δεις άτομα όλων των ηλικιών. Από 18 μέχρι και άνω των 65! Όσον αφορά την αναλογία γυναικών-αντρών είναι κοντά στο 60%-40%.
> Ασχολείται με το Facebook και απαντάει ο ίδιος σε ότι του στέλνουν.
> Είναι φαν των ταινιών. Μάλιστα τον ‘τσακώσαμε’ να παρακολουθεί και μία με τη Milla Jovovich, η οποία του αρέσει αρκετά όπως αποκάλυψε.
> Ανεβαίνει σχεδόν όλο το μαγαζί στην πίστα στο δεύτερο πρόγραμμα.
> Αφού τελειώσει το πρόγραμμά του κάθεται στο καμαρίνι μέχρι το πρωί, μιλάει με τον κόσμο και φωτογραφίζεται μαζί τους.