ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ήτανε νύχτα και τώρα είναι πρωί: Ο Γιώργος Μαργαρίτης αφηγείται τη ζωή του

Η φυλακή, ο τζόγος, οι φασαρίες στα ξενυχτάδικα του '80 και οι πρόσφυγες του σήμερα.

“Τον ξέρεις τον Σωφρόνη, με ρωτάει, εκεί να πάμε, στο δισκάδικο στο Μοναστηράκι” και εγώ χωρίς να έχω ιδέα που βρισκόταν, συμφώνησα, παρασυρμένος απ’ το ενοχικό σύνδρομο του ανθρώπου που ‘δεν είναι από δω’, αυτού του τύπου που πάντα λέει “ναι” και μετά γκουγκλάρει την τοποθεσία.

Έτσι κι αλλιώς, η πρόταση να περπατήσω μαζί με το Γιώργο Μαργαρίτη στα στενά κάτω απ’ την πλατεία, στα παλιατζίδικα και στην Αβησσυνίας, έκανε αμέσως πολύ καλύτερη τη δική μου απελπιστικά αόριστη πρόταση “εεεε, μήπως θέλετε να συναντηθούμε σε κανά δισκάδικο που να πηγαίνατε παλιά, κάποιο που να υπάρχει ακόμα; Οπουδήποτε”.

Φτάσαμε στην ώρα μας, αλλά εκείνος έφτασε μιάμιση(!) ώρα πριν από μας κι έτσι, χωρίς να έχουμε αργήσει, νιώθαμε ήδη ότι τον είχαμε στήσει.


Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson

Κατεβήκαμε τα σκαλιά στο δισκάδικο, ανακατέψαμε τους δίσκους, ακούσαμε ιστορίες, ψάξαμε τον Σωφρόνη (έλειπε), γυρίσαμε στην επιφάνεια της γης για να περπατήσουμε στα στενά -με τον κόσμο μονίμως να χαιρετάει- μέχρι να σταματήσουμε σε ένα καφενείο για πορτοκαλάδα. “Έχω πιει ήδη δυο καφέδες ρε παιδί μου”, μου είπε. “Δεν θέλω άλλον. Πάμε παρακάτω”, εννοώντας ως “παρακάτω” να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη.

Το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας του λίγο πολύ γνωστό. Στα 13 του θα συναντήσει τον Τσιτσάνη σε ένα καφενείο στα Τρίκαλα, εκείνος θα του δώσει το τηλέφωνό του και θα του πει να κατέβει Αθήνα και να τον ψάξει. Πίστευε πολύ στη φωνή του. Ο Μαργαρίτης θα κατέβει στα 15 του και τα πρώτα του χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα, θα κοιμάται μέχρι και μέσα σε εκκλησίες για να βγάλει τη νύχτα. Οπότε η κουβέντα μας, πριν φτάσω στα της νύχτας, στα λεφτά, και σε όλα τα υπόλοιπα, όφειλε να ξεκινήσει από εκεί.

Σιχτιρίσατε ποτέ από μέσα σας, έστω και μία φορά, τον Τσιτσάνη που σας είπε να κατεβείτε κι εσείς καταλήξατε να ζείτε έτσι;
Όχι, ποτέ. Ήρθα με τέτοιο κέφι και με τέτοια φόρα, με φούρια που λένε, να βγει ο καημός μου, που δεν υπολόγισα τίποτα.


 

Το χαρτί με το τηλέφωνο του Τσιτσάνη το κρατήσατε;
Δεν ήταν σε χαρτάκι, ήταν στο Ενδεικτικό του Δημοτικού, στην πίσω πλευρά μου το έγραψε. Εγώ πήγαινα σχολείο τότε και είχα την τσάντα μου μαζί. Τίποτα δεν κρατήσαμε από τότε. Εδώ, εκείνα τα χρόνια, είχαν καεί τα χαρτιά στη μισή Ελλάδα και για δημογραφικούς λόγους, γράφανε τους ανθρώπους να έχουν γεννηθεί όπου να ‘ναι. Κι εγώ θα κρατούσα τώρα το Ενδεικτικό;

Λέτε συνέχεια στις συνεντεύξεις σας για τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου. Τους πιο πριν τους ακούγατε; Τον Γιοβάν Τσαούς, τον Τούντα, τον Βαγγέλη τον Παπάζογλου;

Όλους. Αν είναι τέτοια η βραδιά, μπορεί να πω και κανά τραγούδι τους, αλλά στέκομαι στους πρώτους, γιατί εγώ όταν ήρθα εδώ, γνώρισα τον Τσιτσάνη, οπότε όπου πήγαινε εκείνος, πήγαινα κι εγώ. Κι εκεί αντάμωνα και με τον Παπαϊωάννου, που δουλεύανε μαζί τότε.

Κατάλαβες; Οι μεγάλοι που γράψανε πολλά τραγούδια είναι αυτοί, και πάνω από όλους ο Τσιτσάνης. Παίζονται πάρα πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη, μπορούμε να πούμε ότι είχε και 100 τραγούδια επιτυχίες. Ο Μάρκος, ο Παπαϊωάννου… Τον Μάρκο βέβαια δεν τον πρόλαβα, γιατί τον καιρό που εγώ άρχισα ας πούμε να ανθίζω, και να μαθαίνω τραγούδια τα οποία ταιριάζανε στη φωνή μου, ο Μάρκος έφυγε απ’ τη ζωή.

Πρόλαβα όμως, στο πρώτο πρώτο μαγαζί που εγώ πρωτοτραγούδησα στο Αιγάλεω, το ‘Ηλιοβασίλεμα’ στη Ιερά Οδό, να δουλέψω εκεί με τον Στέλιο, τον γιο του Μάρκου. Εκεί πρωτογνωριστήκαμε.

Ήτανε δεύτερο μπουζούκι εκείνος, μικρός, πιτσιρίκος ήτανε κι αυτός, εγώ να ήμουν 23 χρονών, αυτός άντε να ήταν 21. Άνοιγα το πρόγραμμα εκεί, και ο Στέλιος ερχότανε πρώτος και μετά ερχόντανε και τα άλλα τα μπουζούκια ας πούμε.


 

Πώς μάθατε χθες ότι έφυγε απ’ τη ζωή;

Με πήρανε διάφοροι φίλοι τηλέφωνο. Το είχανε πει στο ίντερνετ, στις τηλεοράσεις… Θεός σχωρέστονε. Ο Στέλιος έγραφε και ωραία τραγούδια.

Αδικήθηκε ίσως λίγο, λόγω του επιθέτου του.

Κοίταξε να δεις τώρα, ήτανε γίγαντας ο πατέρας του να πούμε, πατριάρχης, οπότε, εντάξει, δεν μπορούσε κάτι παραπάνω να γίνει, αλλά κατόρθωσε, δούλεψε, έκανε πράγματα κι αυτός. Εγώ τον έχω τραγουδήσει, έχω πει κάποια τραγούδια του, με μελωδίες δικές του και μάλιστα με στίχους του Μάρκου. Το τραγούδι που υπάρχει μέσα στο YouTube, άμα ψάξεις και γράψεις να πούμε ‘Μαύρος πειρατής θα γίνω’, είναι του Μάρκου οι στίχοι και η μελωδία ήταν του Στέλιου. Το είχα τραγουδήσει παλιά αυτό.

Είχατε κρατήσει επαφή;

Βεβαίως. Πριν ένα μήνα μιλήσαμε, και είχε πει μάλιστα κι ότι είχε και κάποια τραγούδια και λέγαμε μήπως τραγουδήσω κάποια εγώ. Δεν προλάβαμε όμως.

Εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί με τον Πάνο τον Σαββόπουλο, με τον οποίο είμαστε φίλοι, ανταμώνουμε ταχτικά, σχεδόν κάθε μέρα, και πάμε στην Κυψέλη, έχουμε ένα εστιατοράκι εκεί, ένα μαγέρικο, και τρώμε μαζί και τα λέμε. Ε, κι εκεί μιλήσαμε με τον Στέλιο πριν κανά μήνα. Δεν αντιληφθήκαμε κάτι, δεν μας είπε ότι κάτι τον βασάνιζε. Τώρα τι έγινε, ποιος ξέρει.

Δεν πρόλαβα όπως σου είπα τον Μάρκο, όπως και κάποιους άλλους παλιούς ρεμπέτες δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Ζούσανε βέβαια κάποιοι παλιοί, όπως πχ ο Στράτος ο Παγιουμτζής, πολύ μεγάλος τραγουδιστής, και αυτόν τον γνώρισα.

Είχα την τύχη όμως μετά το φανταριλίκι μου να γνωρίσω και τον μεγάλο Πρόδρομο Τσαουσάκη.

Πού πήγατε στρατό;

Χαϊδάρι, εδώ εκπαιδεύτηκα, Διαβιβάσεις του Πεζικού και μετά στο Ρέθυμνο πήρα το απολυτήριο μου.

Έλεγα, λοιπόν, μόλις απολύθηκα είχα την τύχη να γνωρίσω τον Τσαουσάκη, και πήγα να του γυρέψω δουλειά, αλλά άκου τι έγινε. Μου λέει “το βλέπεις αυτό το παιδάκι που παίζει ντραμς; Ε, είναι γιος μου, και μάλλον, μου λέει, θα πάρω έναν ντραμίστα και θα τον εβγάλω τραγουδιστή αυτόν”. Γι’ αυτό και δεν με πήρε εμένα τότε. Εντάξει, δεν ήξερε ο άνθρωπος πόση ανάγκη είχα για δουλειά. Αν ήξερε, σίγουρα θα με έπαιρνε. 

Για την νύχτα του ’80 υπάρχει μια ολόκληρη μυθολογία.

Και τότε ήταν ωραία και σήμερα είναι ωραία. Έβλεπες να πούμε που χόρευε ένας και του χτυπούσαν παλαμάκια 30 άτομα. Σήκωνε το πόδι και τελείωνε την άλλη Τρίτη το ζεϊμπέκικο, όταν κατέβαζε το άλλο πόδι. Κατάλαβες; Αλλά εγώ κρατάω το σήμερα.


 

Παραγγελιές; Φασαρίες;

Από όλα είχε. Και τσαμπουκάδες από παρέα σε παρέα και απ’ όλα.

Υπήρξε ένα βράδυ που είπατε “αυτό ήταν, τέλος, απόψε δεν βγαίνω από δω μέσα ζωντανός;”.

Έχουν γίνει πολλά ρε παιδί μου στη νύχτα. Μια φορά για παράδειγμα, θυμάμαι κάποιον που έκανε παραγγελιά και εμείς δεν του το ‘παμε το τραγούδι και τα ‘βαλε μαζί μου ο άνθρωπος. Με κλείσανε στο ψυγείο να γλιτώσω, το υπόλοιπο μαγαζί το χαλάσανε. Δεν θέλω να πω ποιο μέρος ήτανε. Μέχρι το πρωί έκατσα μέσα στο ψυγείο, κλειδωμένος εκεί, παρέα με τα αρνάκια (γέλια).

Αλλά έχω δει κι άλλα. Και μάτια έχω δει να βγαίνουνε από μπουκάλι μπίρας σπασμένο, γίνονταν πολλά τέτοια πράγματα τότε.

Ο μπελαλής, έτσι τους λέγαμε εμείς τότε, ζήταγε να πουλήσει μαγκιά και η μαγκιά πουλιέται μόνο όταν έχει κόσμο. Άμα είναι μόνος του δεν μπορεί να την πουλήσει. Θέλει να τον εβλέπουνε. Είναι σαν τον επώνυμο. Άμα τρέχουνε οι κάμερες, κάνει κι αυτός διάφορα, άμα δεν πάει κανένας εκεί, δεν κάνει τίποτα.

Και το ’70 έτσι ήταν;

Δούλεψα πολύ ταβέρνα το ’70. Οι ταβέρνες είχαν παιδάκια μέσα, οικογένειες. Εγώ όμως άρεσα πάρα πολύ στους μπελαλήδες, άρεσα πάρα πολύ στους λεβέντες της νύχτας, άρεσε η φωνή μου, τους έλεγα και τα τραγούδια τα βαριά, οπότε μαζεύονταν. Έλεγα όμως και ελαφρά βαριά τραγούδια. Υπάρχουν και ελαφρά βαριά, βέβαια. Άμα, λοιπόν, τους έβλεπα ότι μαζεύονταν και θα προξενούσαν κανά πρόβλημα, τους έπιανα κανά τέτοιο τραγούδι και φεύγανε, δεν την βρίσκανε. Θέλανε ξέρεις να τους πω τα μεγαλομαγκίστικα. Εγώ όμως είχα γίνει αετός σ’ αυτά. Μόλις τους έβλεπα αυτούς τους κυρίους ότι δεν θα κάθονταν καλά, τους έλεγα κανά μπολεράκι και κανά έτσι, και μου κάνανε από μακριά “γεια σου, Γιώργο” και φεύγανε. Με χαιρετούσαν κιόλας. Μόλις φεύγανε αυτοί βέβαια, λέγαμε εμείς και τα μπελαλήδικα.

Κάνατε face control δηλαδή, ρίχνατε πόρτα πάνω απ’ το πάλκο.

Κάπως έτσι να πούμε.

Θυμάστε τη μεγαλύτερη ζημιά σε λεφτά, λουλούδια, πιάτα, που να είχε κάνει κάποιος για σας;

Πολλά.

Θυμάμαι ένα φίλο ενός επιχειρηματία που είχε ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη. Αυτός έκανε την αφίσα του μαγαζιού, γενικά έκανε αυτές τις μεγάλες αφίσες που είχαν τότε αυτά τα μαγαζιά, ξέρεις. Τότε αυτός είχε αφήσει στο μαγαζί τρία εκατομμύρια, πολλά λεφτά. Όχι μόνο τα λεφτά για την αφίσα δεν έβγαλε, αλλά άφησε και παραπάνω στο αφεντικό. Αντί να πληρωθεί, πλήρωσε. Αλλά δεν είχε πρόβλημα εκείνος, τα έπαιρνε απ’ αλλού…


 

Θέλανε πολύ να τραγουδάτε το ’80 στα μαγαζιά τους.

Ναι. Θυμάμαι ένα βράδυ είχα πάει στη ‘Νεράιδα’ να δω τον Πάριο, ήμασταν μεγάλη παρέα, καθόμασταν σε ένα τραπέζι και γλεντάγαμε όπως όλοι. Και έρχονται κάποια στιγμή στο τραπέζι μου οι σερβιτόροι, με ένα εκατομμύριο στα χέρια ο καθένας και άρχισαν να μου τα πετάνε στο τραπέζι. Ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, τρία εκατομμύρια… Στο τέλος μαζευτήκανε δώδεκα εκατομμύρια δραχμές πάνω στο τραπέζι. Αυτός που το έκανε αυτό, ο Καραμπέρης, ήταν μεγάλος μάγκας, είχε τη ‘Νεράιδα’ και έτσι ήθελε να με κλείσει για την επόμενη χρονιά, να δώσουμε τα χέρια για να τραγουδήσω στο μαγαζί του. Εγώ δεν τον ήξερα τον άνθρωπο καλά, σαν πελάτης πήγα εκεί. Κι έδωσε να πούμε σε όλους τους σερβιτόρους από ένα εκατομμύριο και τους είπε “πηγαίνετε να τα πετάξετε ένα ένα στο τραπέζι του Μαργαρίτη”. Εννοείται ότι δεν τα πήρα εκείνο το βράδυ τα λεφτά.

Ήξερε όμως που τα έκανε αυτά, τα έκανε σε τραγουδιστές με τους οποίους όταν θα συνεργαζότανε, θα τα έβγαζε αυτά τα χρήματα, δεν θα τα έχανε.

Και το ‘βαλε κάτω, δεν ξαναπροσπάθησε;

Κανά χρόνο μετά, ήμουν πάλι στο μαγαζί και είχε πει σε έναν από την παρέα “την ώρα που είναι να φύγει ο Γιώργος, πες του να περάσει από το γραφείο μου”. Περνάω από το γραφείο, λέμε και δυο κουβέντες εκεί, ήξερε και τον πατέρα μου, μου λέει “χαιρετίσματα στον γέρο κι έτσι, εντάξει, θα τα πούμε”. Πάω έξω στο αμάξι εγώ λοιπόν να φύγω, για να πάω να δω και λίγο τον πατέρα μου στα Τρίκαλα και θα συνέχιζα μετά από εκεί για Αθήνα. Είναι 5 το πρωί τώρα, έτσι; Και έρχεται αυτός με ένα χασαπόχαρτο που έχει μέσα τυλιγμένα δυο εκατομμύρια και τα πετάει στου συνοδηγού μου το κάθισμα. Μόνος μου εγώ εν τω μεταξύ. “Πάρε λέει αυτήν τη μυζήθρα και δώσ’ την στον πατέρα σου να τη φάνε εκεί με τη μάνα σου”.

Οπότε φτάνω εγώ στα Τρίκαλα στο χωριό, με είδε η μάνα μου, “τι είναι αυτό μου λέει που βάζεις στο ψυγείο;”. Λέω “λίγη μυζήθρα, να έτσι ένας φίλος μου την έδωσε, ανοίχτε την αύριο και φάτε την”. Με παίρνει εμένα ο ύπνος και σιγά σιγά πάει η μάνα μου στο ψυγείο και το ανοίγει, και λέω σιγά, γιατί  εγώ είχα μια μάνα η οποία ήταν 40 χρόνια σε μια καρέκλα, δεν σηκωνόταν για να κάνει πράγματα, δεν μπορούσε… Αλλά την έβαλε ο διάολος με αυτό που είδε να βάζω στο ψυγείο. Κοιτάζει, λοιπόν, έρχεται μετά, με σκουντάει, μου κάνει “τι μυζήθρα μου λες, εδώ είναι εκατομμύρια μέσα”.

Για να δεις τι υπέροχοι άνθρωποι ήταν αυτοί, αλλά αυτά γινόντουσαν σε καλλιτέχνες, από τους οποίους γνώριζαν από χέρι ότι θα τα πάρουν αυτά τα λεφτά. Και τα διπλά ακόμη. Δεν τα κάνανε όπου να ‘ναι. Αυτό το περιστατικό το γράφω τώρα και στη βιογραφία μου.

Το κλεψα όμως τώρα εγώ, θα το βάλουμε στο άρθρο πρώτα.

Δεν πειράζει. Ο Μπαλαχούτης την ετοιμάζει, ο δημοσιογράφος, το έχει πει και στο ‘Στην υγειά μας’. Θα είναι δύο βιβλία. Το ένα είναι η αυτοβιογραφία μου. Το άλλο είναι μία υπόθεση πολλών χρόνων, σχεδόν 50 χρόνια. Είναι μια λατρεία, μια αγάπη που έχω γω ας πούμε σε γειτονικές χώρες, κι εκεί γράφω κάποια πράγματα, και κάποια περιστατικά και τι ζητάω και γιατί τώρα, και όχι τότε. Δεν θα πούμε τι είναι, δεν θα το πούμε ακόμα. Αλλά είναι έτοιμο αυτό περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή να το βγάλουμε.

Από βιβλία αυτοβιογραφίες διαβάζω, εμένα τα αγαπημένα μου είναι τα βιβλία των ανθρώπων της δουλειάς μου. Ο Τιτσανης, ο Μάρκος, ο Στελάρας, όλοι αυτοί έχουν ωραία βιβλία.

Προχθές ο Βαγγέλης ο Βενιζέλος μου χάρισε ένα δικό του βιβλίο, που να το διαβάσω αυτό, θέλω 5-6 χρόνια για να το τελειώσω, είναι 500 σελίδες (γέλια).


 

Προσπαθήσατε κι εσείς κάποτε να ανοίξετε ένα μαγαζί.

Κοίταξε να δεις, έμπαινα συνέταιρος. Τότε που δεν ήμουνα ακόμα γνωστός. Όποτε έμπαινα συνέταιρος τα ‘χανα. Όποτε όμως εγώ ήμουν μεροκάματο, παίρνανε όλοι λεφτά.

Έχετε κάνει δηλώσεις υπέρ της υιοθεσίας παιδιών από γκέι ζευγάρια και γενικά έχετε δείξει μία συμπάθεια προς την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, που δεν την συνηθίζουν οι λαϊκοί καλλιτέχνες της γενιάς σας. Έχει τύχει να σας πει κάποιος φίλος σας, θαυμαστής σας, θαμώνας στα καφενεία που συχνάζετε, οποιοσδήποτε: “γιατί ρε Γιώργο τα είπες αυτά τα πράγματα, να υιοθετούν παιδιά οι ομοφυλόφιλοι; Εμένα δεν μ’ αρέσουν αυτά, με απογοήτευσες.”.

Όχι, δεν βρέθηκε κανείς. Εμένα μου έδωσαν συγχαρητήρια γι’ αυτό.

Κοίτα, αν έχουν δυνάμεις τέτοιες και μέσα τους να πούμε αυτό το έχουν, και μπορούνε, γιατί όχι.

Δεν κατακρίνω αυτό το πράγμα, το να είσαι ομοφυλόφιλος. Πρώτα πρώτα έχω πει κι άλλα πράγματα εγώ, έχω πει ότι δεν είμαι εγώ καλύτερος από σένα. Ούτε εσύ από μένα. Δεν είμαι εγώ φίρμα κι εσύ δεν είσαι. Κι εσύ είσαι στον τομέα σου. Όταν γεννιόμαστε είναι κανά παιδί κακό, έχει κακίες το παιδάκι αυτό; Τίποτα δεν έχει. Είμαστε δυο παιδάκια αθώα κι έρχεται η ώρα και ξεχωρίζουμε κάποια πράγματα και λέμε “αυτός βγάζει απωθημένα”… Δεν ξέρεις όμως, έμπα λίγο στο πνεύμα του, έμπα λίγο στη λογική του, γιατί το κάνει αυτό το πράγμα; Ενώ μικρό παιδάκι δεν ήταν έτσι. Είναι πράγματα τα οποία τα φέρνει η ζωή, η κατάσταση. Δεν χρειάζονται οι κακίες. Έτσι μπορώ να στο πω αυτό εγώ, δεν ξέρω αν σε κάλυψα.

Έχετε κάνει φυλακή, δεν λέτε όμως ποτέ γιατί μπήκατε μέσα. Στην αυτοβιογραφία θα το πείτε;

Δεν έχω κάνει φυλακή, έχω κάνει ‘πέρασμα’. Άλλο φυλακή, άλλο πέρασμα.


 

Πώς ήταν η φυλακή τότε;

Εκείνα τα χρόνια, το 1976, ήταν πως να στο πω, ήταν ένα Νταχάου εκεί μέσα να πούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. ‘Εμπαινες μέσα στην 3η πτέρυγα και τίποτα, να έτσι κάθονταν άλλοι από δω, άλλοι ήταν έξω στο προαύλιο, και κανά καφέ άμα στον ψήνανε με εφημερίδα. Δεν είχε τίποτα εκεί μέσα, καμία δομή.

Ευτυχώς, εγώ εκεί μέσα είχα φίλους, τους είχα κάνει μέσα στη νύχτα. Σκέψου ότι μέχρι το 1976 που μπήκα, είχα ήδη 5-6 χρόνια που δούλευα στα μαγαζιά. Και τόσα χρόνια είχα χάσει κάποιους φίλους απ’ τη νύχτα, είχα χάσει τα ίχνη τους, δεν ήξερα που είναι. Και κάποια στιγμή αφού έκανα κι εγώ το ‘πέρασμα’ μου, βλέπω δυο φιλαράκια μέσα. “Εδώ είστε ρε και σας ψάχνω;”, τους λέω. Αμάν, μόλις με είδανε, “τι κάνεις εσύ εδώ, γιατί είσαι μέσα, εγώ έκανα το ένα, εγώ έκανα το άλλο”… Τέλος πάντων, να μη λέμε τώρα ονόματα, με ψήσανε κι ένα καφεδάκι μέσα στην 3η πτέρυγα…

Για τον Κορυδαλλό λέμε, έτσι;

Ναι. Υπάρχει η 1η πτέρυγα, η 2η, η 3η, η 4η ξέρω γω, είναι κατηγορίες. Η 2η είναι για λίγο πιο μικρά εγκλήματα. Η 3η είναι για τους βαρυποινίτες, και ούτω καθεξής. Για τότε όμως μιλάω, σήμερα δεν ξέρω πως είναι. Τέλος πάντων που λες, εγώ άνηκα στη 2η, αλλά δε πήγα στη 2η, πήγα στην 3η γιατί ήταν οι φίλοι μου εκεί. Και μου λέει ένας φύλακας “έλα δω, μην πας εκεί πέρα, είναι φονιάδες”, μου λέει. Του λέω “ποιοι φονιάδες; Αυτά τα παιδιά εδώ; Αυτά τα παιδιά είναι φονιάδες; Αυτοί είναι φίλοι μου ρε”.

Γι’ αυτό σου λέω, εκεί υπάρχουν αδικίες. Οι φυλακές γενικότερα, πόσο μάλλον ο Κορυδαλλός, είναι μεγάλο σχολείο. Θα μάθεις πράγματα από κει μέσα. Τα δειλινά πονάνε πολύ εκεί μέσα. Είναι βαριά πολύ.

Θα ξανακανατε συναυλία μέσα στη φυλακή, όπως το 2017;

Ε, ντάξει εγώ το ‘κανα, ας το κάνουν και οι άλλοι τώρα.


 

Πρόσφατα έφυγε και ο Αντώνης Ρεπάνης.

Με τον Ρεπάνη είχαμε κάνει πολλά τραγούδια και το μεγάλο ‘Μα τι λέω, τι λέω’. Αυτός ήτανε πολύ ευγενικός τραγουδιστής. Και αγαπητός σε όλους τους συνθέτες, τραγουδούσε και βυζαντινοτέτοια, έγραφε ωραία τραγούδια. Είχε όμως και τις δυσκολίες του.

Όπως;

Δεν έδινε εύκολα τραγούδια. Δεν ξέρω γιατί. Δεν έδωσε πολλά τραγούδια.

Είχατε κρατήσει επαφές;

Βεβαίως. Δεν είχαμε δουλέψει μαζί νύχτα, μόνο τραγούδια κάναμε, αλλά βλεπόμασταν τακτικά. Και στο νοσοκομείο ακόμα, τώρα, πριν 15-20 μέρες, ήμουνα κοντά του. Στο Λαϊκό ήτανε.

Αλλά πάμε παρακάτω, ας μη λέμε άλλα τέτοια τώρα. Αυτή είναι η ζωή. Δεν μπορεί να γλιτώσει κανένας από κει. Μόνο ο Θεούλης ξέρει πόσο θα αντέξει ο καθένας.

Είχα ρωτήσει τον Γιώργο Νταλάρα σε συνέντευξη αν πιστεύει ότι μπορεί να ραπάρει και μου είχε πει “με πληγώνεις, μουσικός είμαι, λέτε να μην μπορώ να πω δυο ρίμες σωστά”;

Είπε έτσι ο Γιώργος; Μπορεί… Άμα έχει βιβλίο μπροστά και διαβάζει… Αυτοί λένε πολλά λόγια ρε παιδί μου. Εφημερίδα ολόκληρη. (γέλια)

Εσείς θα μπορούσατε;

Εγώ δεν μπορώ, δεν μπορώ.. Καταρχάς βάζουν πολλά λόγια. Πω πωωωω… Εγώ, άντε μέχρι τρίτο στιχάκι να θυμάμαι, τέταρτο, ξέχασέ το.

Τι γνώμη έχετε για αυτή τη μουσική;

Το ραπ; Ε, εντάξει, είναι ένα είδος που εγώ, τους χειροκροτώ. Και πώς θυμούνται ρε παιδί μου τόσα λόγια; Τα γεννάνε εκείνη την ώρα; Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται… Είναι όπως με τους ηθοποιούς που σπουδάζουν ένα έργο και το κάνουν πρόβα να πούμε έξι μήνες για να το παρουσιάσουνε δέκα μέρες. Και να μην πάρουν και τίποτα, μπορεί να κατέβει στην τρίτη παράσταση. Πας όμως και τους βλέπεις και λες τι ωραίο είναι το έργο.

Φοβόμουν να ρωτήσω, λέω μήπως τους σνομπάρει ο Μαργαρίτης.

Εγώ; Όχι, εγώ δεν σνομπάρω. Μια χαρά είναι. Δεν είδες και στο δισκάδικο πριν που βλέπαμε τα cd του James Brown, ήταν υπέχοχος αυτός, υπέροχος. Από τραγουδιστής ακόμα, εδώ ερχόμουν και έπαιρνα δίσκους, εδώ μέσα που είμαστε τώρα, στο Μοναστηράκι.


 

Έχετε δώσει λεφτά για ξένο δίσκο;

Βεβαίως. Αυτά που σου είπα πριν, τα είχα αγοράσει. Και Tom Jones και απ’ όλα… Αλλά έγιναν πολλές κλοπές, μου άνοιξαν πολλές φορές το σπίτι μου και μου τους πήραν όλους, και σταμάτησα να αγοράζω. Έχω 20 χρόνια σχεδόν που δεν παίρνω τίποτα. Τέλος.

Το ένα το βιβλίο μάλιστα, που λέγαμε προηγουμένως ξεκινάει από μια κλοπή, που μου έγινε στη Γλυφάδα πριν από 30 χρόνια. Από εκεί ξεκινάει, από έναν δίσκο που γλίτωσε, όχι δικό μου, έναν δίσκο του Ζεκί Μουρέν του Τούρκου, του μεγαλύτερου τραγουδιστή της Τουρκίας. Δεν ζει πια. Ξέρεις ένα τραγούδι που έλεγε “Μανόλια”;

Δεν το ξέρω.

Που έλεγε “γλυκιά μου αγάπη έχε γειαααα”… Αυτό το έλεγα στα ελληνικά. Κανονικά πήγαινε (σ.σ. εδώ μου το τραγούδησε στα τούρκικα). Αυτόν τον δίσκο, λοιπόν, τον δάνεισα εγώ σε έναν γέροντα στη Γλυφάδα και την άλλη μέρα έγινε η κλοπή. Φύγανε όλα τα πράγματα μου, δίσκοι, μαγνητόφωνα της εποχής, οικονομίες δέκα χρόνων, λεφτά που μάζευα από όταν εργαζόμουν ακόμα σε οικοδομές. Και τελικά γλίτωσε μόνο αυτός ο δίσκος.

Και όταν γλίτωσε ο δίσκος αυτός, ήρθε η ώρα… Έγραφα εγώ μέχρι τότε σημειώματα, πώς έγινε το ένα, τι πέρασα μέχρι να φτάσω εδώ, τι έκανα, ήρθε η ώρα λοιπόν τότε και τα είδε ένας φίλος. “Τι είναι αυτά”, μου λέει; “Του λέω γράφω απ’ το 1970, μάλλον απ’ το 1964 κανονικά”… “Βιβλίο μου λέει θα το κάνουμε”. Κι έτσι άρχισε. Αλλά δεν μπορώ να στο δώσω να καταλάβεις. Αυτό είναι ένα πράγμα το οποίο ζητάω δηλαδή την αδελφοσύνη των λαών. Γενικότερα. Δεν θέλω ακόμα να πω περισσότερα.

Έχετε πει ότι το μεγάλο παράπονο σας είναι που δεν σπουδάσατε.

Κοίταξε να δεις τώρα. Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα παράπονο, κάτι δεν κατόρθωσε να κάνει. Έτσι κι εγώ. Τα ήθελα τα γράμματα, αλλά η κατάσταση δεν ήταν καλή τότε σε πολύ κόσμο. Και μία απ’ τις πάμφτωχες οικογένειες ήταν και η δική μου. Οπότε δεν υπήρχαν δυνατότητες να μπορέσουμε να σπουδάσουμε, να φτιάξουμε, να κάνουμε, κι έτσι μου έχει μείνει αυτό.

Θα ήθελα να είχα τελειώσει το γυμνάσιο, λύκειο, μέχρι εκεί. Δεν ήθελα να έχω τελειώσει πανεπιστήμιο, να έχω γίνει γιατρός, δικηγόρος, κτλ. Ήθελα απλά να είχα μάθει περισσότερα γράμματα.

Ήμουνα πολύ πιτσιρίκος όταν ήρθα στην Αθήνα, ήμουν 15 χρονών, σε μια ηλικία που ένα παιδί ούτε μπορεί να ξενυχτήσει ούτε τίποτα. Πρέπει να κάνει κάποιες δουλίτσες, να μπορέσει ας πούμε να βγάλει τα προς το ζην, το καθημερινό του. Τον εργάτη έκανα, δεν ήξερα τίποτα άλλο, γράμματα πολλά δεν είχα μάθει, ο καημός μου εμένα ήταν αλλού. Και όταν γνώρισα και τον Τσιτσάνη, από εκεί και πέρα για μένα σχολείο έγινε το λαϊκό τραγούδι.


 

Τα παιδιά σπούδασαν όμως.

Ναι. Ο γιος ακολουθεί το επάγγελμα του ηθοποιού. Εχει τελειώσει Οικονομικό Πειραιά, έχει κάνει 5-6 χρόνια κλασική κιθάρα στο ωδείο στον Σκαλκώτα, και από εδώ και πέρα, θα δούμε το μέλλον, θα τον κρίνει ο κόσμος. Δύσκολα χρόνια διάλεξε να κάνει το επάγγελμα αυτό.

Τι μουσική ακούνε;

Και πού να ξέρω γω, είμαι κοντά τους; (γέλια)

Εννοώ όσο μεγάλωναν, τι ακούγανε, τι cd αγόραζαν;

Άκουγαν όλο αυτό το ροκ το έντεχνο, αλλά ακούγανε και τα άλλα. Καταρχάς ξέρουν όλο το ρεμπέτικο. Γιατί μπαίνανε στο αμάξι μου και μόλις ακούγανε να βάζω εγώ τη ‘Φραγκοσυριανή’ ή τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’, φωνάζανε “αααα πάλι ρε μπαμπά τα ίδια”, γκρινιάζανε… Αλλά τα ξέρουν όλα τα τραγούδια. Το έχουν σπουδάσει και αυτό. Πολλά τραγούδια δεν τα ξέρανε και δικά μου μάλιστα, τα ακούσανε μετά, όταν έγιναν 15 χρονών. “Και αυτό δικό σου είναι;”, με ρωτάγανε.


 

Αν σας πουν ότι στις εκλογές που έρχονται θα ψηφίσουν ακροδεξιά, τι θα τους πείτε;

Άμα το θέλουνε, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

Δεν θα στεναχωριόσασταν;

Έχεις παιδιά;

Όχι.

Μόλις θα κάνεις, θα σου πω εγώ αν μπορείς να το επιβάλεις. Καταρχάς δεν είναι ωραίο πράγμα να λες στο παιδί σου “θα κάνεις αυτό”. Όχι, θα κάνει αυτό που θέλει αυτό, να φάει τα μούτρα του, και να το καταλάβει μετά για να γίνει και πιο άνθρωπος. Κατάλαβες τι λέω; Ωραία, την πήρες την απάντηση σου.

Με τον Κουτσούμπα είστε φίλοι; Είχε κυκλοφορήσει πολύ το βίντεο απ’ το Φεστιβάλ της ΚΝΕ που τραγουδούσατε και χόρευε ζεϊμπέκικο.

Ναι, είναι φίλος μου και μόνο στο ΚΚΕ θα βρούμε αλήθειες (σ.σ το είπε γελώντας και κλείνοντας το μάτι).

Κοίτα να δεις. Σαν τραγουδιστής ανήκω σε όλους τους Έλληνες. Πολιτικά όμως, όλοι μας κάπου ανήκουμε, έτσι δεν είναι; Κάτι ψηφίζουμε ρε παιδί μου, μην κρυβόμαστε και πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Εγώ όπου βρίσκω απλότητα, σεμνότητα και αλήθειες είμαι εκεί.

Τελευταία είμαστε φίλοι καλοί με τον Δημήτρη. Του τραγουδάω το ‘Κελί 33’, χορεύει κιόλας, αλλά μου κάνει εντύπωση ρε παιδί μου… Ο Δημήτρης ο Κουτσούμπας ενώ είναι από τη Λιβαδειά, και ποντιακό χορεύει και ζεϊμπέκικο χορεύει και συρτό και κρητικό. Εγώ δεν μπορώ να τα χορέψω όλα αυτά. Εκείνος τα χορεύει ωραία, τον είδα σε ποντιακό και τρελάθηκα.


 

Έχετε πει ότι είχατε θέμα με τον τζόγο. Ποιο είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχετε χάσει σε μια ζαριά;

Σε μια ζαριά έχασα 500 χιλιάρικα. Αυτό ήταν όταν τα ‘βγαζα όμως. Στην Αμερική τα ‘χασα, όχι εδώ. Εγώ πιο πολύ έπαιζα όταν δεν είχα γίνει γνωστός. Όταν δεν έχουμε λεφτά, ξέρεις τι κάνουμε; Λέμε “πάμε μήπως και δέσουμε”, και να μετά, κολλάς την αρρώστια…

Τι σημαίνει “να δέσουμε”;

Μήπως δέσεις ρε παιδί μου και πάρεις μια ζαριά και κερδίσεις κάτι, αυτό που λέμε, “κάτσε να ρίξω μια ζαριά ρε φίλε μου να δέσω”, έτσι το λέγαμε εμείς τότε, κατάλαβες; Εγώ όμως το ’70 έπαιρνα 5 χιλιάρικα το βράδυ, αυτά τα λεφτά που έχασα σε εκείνη τη ζαριά ήταν σαν να παίρνω 100 χιλιάρικα το βράδυ, κατάλαβες; Ήταν πολλά λεφτά για μένα.

Άμα όμως έφερνα καμιά καλή ζαριά, κατέληγα μετά στη Βουλιαγμένης τη λεωφόρο, όπου είχα τρεις τέσσερις καλές καβάτζες φυλαγμένες και έβαζα λεφτά από κάτω από πέτρες. Τα γράφω και στο βιβλίο αυτά. Εκεί κοντά σε μια καβάτζα μου ήταν που σκοτώσανε και τον Αλέξανδρο Παναγούλη και λέω σκοτώσανε γιατί είδα με τα μάτια μου πώς είχε μπει το αμάξι στη ράμπα.

Ήσασταν αυτόπτης μάρτυρας;

Ναι, ήμουν ανάμεσα στους 15-20 ανθρώπους που μαζεύτηκαν πρώτοι εκεί.

Κατέβαινα απ’ τη Γλυφάδα με ένα ταξί να πάω να παίξω μπαρμπούτι στην Ομόνοια. Βλέπω, λοιπόν, εκεί στο δέλτα που είναι η Βουλιαγμένης και η Ηλιουπόλεως η οδός, εκεί που είναι η στάση του Μετρό σήμερα, βλέπω κόσμο μαζεμένο και σταματάω, άγνωστος εγώ ακόμα τότε, πάω εκεί “τι έγινε παιδιά”, ρωτάω. “Άντε φύγε από δω”, μου λέει ένας αστυνομικός, “ακόμα δεν ξέρουμε εμείς τι έγινε, σε σένα θα το πούμε;”. Κάποια στιγμή κάνω έτσι και είδα το ασημί το αμάξι στη ράμπα, δεν ήξερα όμως ότι ήταν ο Παναγούλης αυτός, την άλλη μέρα μάθαμε από ραδιόφωνο και από την ΕΡΤ, ότι ήταν εκείνος μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο. Αλλά πως γίνεται τώρα ρε παιδί μου, πώς γύρισε το αμάξι έτσι εκεί, περίεργο.

Και όπως σου είπα, εγώ πάντα σταματούσα εκεί κοντά, γιατί είχα την πέτρα κι άφηνα κανά ψιλό από κάτω.

Και δεν τα είχε κλέψει ποτέ κανείς;

Ε, πού να ξέρει πού τα έκρυβα εγώ; Η Βουλιαγμένης τι νομίζεις ότι ήτανε το ’70; Ένα σπίτι εδώ, ένα σπίτι απέναντι κι ένα πιο πέρα. Πέτρες ήταν.


 

Η επίσκεψή σας σε προσφυγικό καταυλισμό στη Λέσβο, στο Καρά Τεπέ, είχε γίνει θέμα πριν από ένα χρόνο.

Είναι άτιμο πράμα ο ξεριζωμός, το να φεύγεις από την πατρίδα σου είναι ό, τι χειρότερο. Εκεί τους έχουν κάνει ένα χωριό στη Μυτιλήνη. Ήρθαν σε ένα μέρος που περνάνε καλά. Μπήκανε σε ένα χωριό ωραίο, με σπίτια, με δρόμους, μέχρι και τάβλι έχουν μέσα και παίζουνε, με κούνιες για τα παιδιά τους, τα είδα αυτά. Εγώ στο χωριό μου δεν είχα τέτοια, ούτε φως, ούτε να παίξω μπάλα, ούτε παπούτσια είχα να φορέσω. Αυτοί τα είχαν όλα. Τώρα θα μου πεις είμαστε και στο 2019. Μπήκα και είδα, τα παιδάκια κι αυτά εκεί, είδα τον ξεριζωμό. Μπήκα μαζί με τον πρόεδρο και είδα την όλη κατάσταση, τον ξεριζωμό, τα παιδάκια εκεί μέσα, και του έδωσα συγχαρητήρια και μπράβο τους, που τους είχαν σε πολύ καλή κατάσταση.

Λοιπόν, τι εννοώ εγώ τώρα. Μακάρι η πατρίδα μας, να είχε υποδομές και να μπορούσε ας πούμε να τους δώσει και του πουλιού το γάλα, αλλά δεν έχει και δεν έχουμε και τη δύναμη για να μπορέσουμε να τους κρατήσουμε εδώ αυτούς τους ανθρώπους. Θέλουμε, έχουμε φιλότιμο, το ‘χει ο Έλληνας το φιλότιμο, το μόνο καλό που έχει. Έχει και κακά ο Έλληνας, δεν είναι μονάχα το φιλότιμο…

Τι κακά έχει;

Χίλια δυο.

Ένα πείτε.

Δεν σταματάει κανένας να περάσει ο πεζός. Με έκανε μούσκεμα ο άλλος το πρωί. Εγώ σταμάτησα να περάσει ο κύριος με το αμάξι και αυτός περνάει και με κάνει μούσκεμα. Δεν φτάνει που δεν σταματάει να περάσω εγώ που είμαι πεζός, αλλά μου ρίχνει και νερά από πάνω. Λίγο πριν έρθω εδώ έγινε αυτό.

Εντάξει, δεν φαίνεται τίποτα στις φωτογραφίες πάντως, είμαστε εντάξει.

Ευτυχώς (γέλια). Δεν τραγούδησα πάντως μέσα στους πρόσφυγες, για να τελειώνουμε με τα προηγούμενα. Τραγούδησα επάνω σε ένα χώρο που γίνονται βραδιές. Αρκετά κοντά τους όμως, οπότε σίγουρα θα ακούγανε από απόσταση.

Στο εξωτερικό έχετε τραγουδήσει;

Ο πιο πολυταξιδεμένος τραγουδιστής είμαι.

Δεν εννοώ προς Ευρώπη, προς Αμερική. Εννοώ απ’ την άλλη πλευρά.

Αμέ. Έχω πάει στο Ισραήλ. Το Ισραήλ μας λατρεύει εμάς. Είμαι απ’ τους πρώτους τραγουδιστές που άνοιξαν την πόρτα στους υπόλοιπους Έλληνες τραγουδιστές, πήγα πρώτη φορά το 1983. Και εκεί που λες, μου έκανε εντύπωση να πούμε, πώς γίνεται αυτοί οι άνθρωποι, να ξέρουν τα τραγούδια όλα. Μέχρι που το τραγούδι μου, το ‘Μα τι λέω, τι λέω’, το είπε ένας απ’ τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που είχαν εκείνα τα χρόνια και έγραφε και το όνομά μου στην κασέτα του επάνω. Πρέπει λέω να χουμε μια συγγένεια, κάτι γίνεται. Μα να ξέρουν όλα τα τραγούδια μας;


 

Προηγουμένως στο δισκάδικο χαρήκατε που είδατε μία αφίσα της ΑΕΚ.

Είμαι ΑΕΚτσής, αλλά η πρώτη ομάδα που είδα πιτσιρίκος ήταν ο Ολυμπιακός, πήγα γήπεδο για να δω τον Γιώργο τον Σιδέρη, αυτόν τον μεγάλο παίχτη. Μετά έγινα ΑΕΚ, αλλά δεν είμαι πια φανατικός. Τότε όμως δεν ήμουν και καλός φίλαθλος μωρέ, έβριζα, έκανα, έφτιαχνα, δεν μπορούσα καθόλου, στεναχωριόμουνα.

Πηγαίνατε γήπεδο;

Ναι πήγαινα, μέχρι που μου έβαλαν χέρι οι φίλοι μου, μου λέγανε “είσαι επώνυμος, μη βρίζεις, μην κάνεις, σε βλέπει τόσος κόσμος να μιλάς έτσι”, οπότε πήρα δρόμο. Είχα 5-6 χρόνια γνωστός στο τραγούδι, όταν το ‘κοψα το γήπεδο.

Και βέβαια όμως χάρηκα με το περσινό πρωτάθλημα της ΑΕΚ, το είδα απ’ την τηλεόραση, αν και εγώ χαίρομαι με όλες τις ομάδες όταν παίζουν καλά. Τον τελευταίο καιρό μας στεναχώρησαν όλοι τους, και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, μέχρι που είπα να φύγουν αυτές οι ομάδες να πάνε στην επαρχία και να έρθουν οι επαρχιακές ομάδες εδώ. Έπαιζαν καλύτερα. Ο Πλατανιάς! Σκότωνε, πριν δυο χρόνια, θυμάσαι; Η Λαμία φέτος! Σκότωσε! Θέλω να σου πω ότι πολλές φορές οι ομάδες της επαρχίας παίζουν καλύτερα από εκείνες των Αθηνών.

Έχω και φίλους ποδοσφαιριστές. Εκείνα τα χρόνια και με τον Μαύρο έκανα παρέα, ερχότανε στα μαγαζιά, με άκουγε, πίναμε που και που και κανά ποτηράκι, με τον Αρδίζογλου πιο παλιά κάναμε παρέα, με τον Μίμη τον Παπαϊωάννου… Οι περισσότεροι όμως φίλοι μου είναι Παναθηναϊκοί. Πρώτος και καλύτερος ο Αντωνιάδης, με τον οποίο τα λέμε και τακτικά. Με τον Φυλακούρη επίσης τα λέγαμε, τον Δομάζο, τον Καρούλια, άλλος παιχταράς αυτός, με τον Βασίλη τον Κωνσταντίνου.

Προχτές βρεθήκαμε και με τον Καραγκούνη, ανταμώσαμε σε μια ταβέρνα.


 

Τι θα ακούσουμε την Τετάρτη στο Ίδρυμα ‘Σταύρος Νιάρχος’;

Το ‘Νιάρχος’ κάνει γενικά ωραία πράγματα. Εκείνο το βράδυ εκτός απ’ το δικό μου ρεπερτόριο μου, θα τραγουδήσω και κομμάτια των μεγάλων μας δημιουργών, ένα ποτ πουρί από Τσιτσάνη, Μάρκο μέχρι και Άκη Πάνου και Γιώργο Ζαμπέτα, τους πιο πιτσιρικάδες ας πούμε. Θα πούμε και Μητσάκη και Μίκη Θεοδωράκη και Νικολόπουλο, γενικά θα πούμε πολλά, να έρθει ο κόσμος να περάσουμε ωραία.

Και τελικά, μετά από τόσα χρόνια στο τραγούδι, πού καταλήγετε; Τι πρέπει να έχει ένας τραγουδιστής για να ξεχωρίσει;

Ο τραγουδιστής, με ‘τ’ κεφαλαίο που λέει κι ο Μπαλαχούτης ο φίλος μου, για να μπορέσει να περάσει, και να δείξει τα κότσια του, αν τα έχει καταρχάς και να τον αγαπήσει ο κόσμος και να τον τοποθετήσει στην πιο καλή γωνιά που έχει ο καθένας, πρέπει να έχει καρδιά, πρέπει να τραγουδάει, όπως μιλάει. Και να έχει και χρώμα η φωνή του και πάνω από όλα; Να έχει και ψυχή. Εάν αυτό το προσποιείται δεν θα αργήσει να πάει σπίτι του. Συνήθως αυτό κάνουνε. Προσποιούνται και μιμούνται.

Όλοι αυτοί πήγανε σπίτι τους, δεν έγραψε κανένας τους ιστορία. Όλοι αυτοί που γράψανε ιστορία, γιατί δεν είναι πολλοί, είναι πέντε έξι άτομα, μην νομίζεις ότι ήταν καμιά πενηνταριά, άντε δέκα να ήτανε οι μεγάλοι. Είχανε όμως δικό τους μονοπάτι εδώ στη φωνή, δικό τους χρώμα, τρόπο, ψυχή, λυγμούς, καημό, αυτά όλα πρέπει να τα έχεις.

Ο Γιώργος Μαργαρίτης θα εμφανιστεί την Τετάρτη 26 Ιουνίου στο Summer Nostos Festival, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το Summer Nostos Festival διοργανώνεται και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Exit mobile version