Η Μελισσάνθη Μάχουτ έχει σηκώσει το σπαθί της
Λίγο πριν την επιστροφή του Έτερος Εγώ, μιλάμε με τη Μελισσάνθη Μάχουτ για τη σειρά, για το χιτ της στο Netflix, για το social awareness και για τη μαγεία που έζησε στο Assassin's Creed.
- 7 ΔΕΚ 2020
Εκείνη είχε εικόνα, εγώ μόνο τον ήχο της. «Συγγνώμη, έχει χαλάσει το router μου στο σπίτι λόγω αναβαθμίσεων στη γειτονιά και είμαι με 4G, οπότε λέω να μην το επιβαρύνω και με το video», μου εξήγησε γρήγορα, πριν της πω κι εγώ τον πόνο μου για το ρεύμα που δεν είχα νωρίτερα εξαιτίας εργασιών στον φωταγωγό. Είναι ο κόσμος του Zoom και εμείς απλώς ζούμε πλέον σ’ αυτόν. Τουλάχιστον οι τεχνικές δυσκολίες που συχνά φέρνει μαζί βοηθούν για να σπάσει ο πάγος.
Τη δεύτερη φορά που μίλησα μαζί της ήταν πια φθινόπωρο και είχαμε κανονίσει φωτογράφηση. Είχε κολλήσει στο Σύνταγμα στον δρόμο της για το Μοναστηράκι και με ρωτούσε αν είχα παραγγείλει καφέ. Το τζιφάκι που είχε συνοδεύσει την ερώτηση στο Whatsapp ήταν ο Παπουτσωμένος Γάτος του ‘Shrek’ να εκλιπαρεί με τεράστια μάτια προσμονής, άρα σκέφτηκα πως μπορεί να χρειαζόταν να περάσουμε τον καφέ ενδοφλέβια. Όταν έφτασε τον άρπαξε πράγματι σαν σανίδα σωτηρίας, όμως δεν πιστεύω ότι θα την πρόδιδε η ενέργειά της άνευ espresso. Είχε έρθει για να απολαύσει τη διαδικασία και, όπως είχαμε ήδη συζητήσει άλλωστε, είναι πάντοτε ευγνώμων για ένα ευχάριστο σετ.
«Και του Τάσου Μπουλμέτη στον Νοτιά ήταν ένα καταπληκτικά ευχάριστο σετ», θυμάται. «Όταν ένας άνθρωπος έχει πολύ καθαρή εικόνα για το τι θέλει να κάνει και είναι πάρα πολύ ήρεμος και πράος και γαλήνιος, αυτό ξεκινάει από τον πυρήνα και μεταφέρεται σε όλους τους ανθρώπους που συνεργάζονται στο σετ του Έτερος Εγώ. Επειδή ο Σωτήρης είναι πολύ ήρεμος και γλυκύς σαν άνθρωπος, το μεταδίδει. Όποιος έρχεται να δουλέψει, έστω και για μία μέρα, περνάει πολύ όμορφα παρότι το context της σειράς είναι πολύ βαρύ. Είναι αστείο το πώς φεύγουν όλοι. Πασιχαρείς! Ο ίδιος και όλοι όσοι δουλεύουν μαζί του κολλήσανε επειδή συνεννοούνται και μιλούν την ίδια γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα είναι πολύ σπάνιο να πετύχεις να τη μιλούν τόσα άτομα μαζεμένα σε ένα σετ».
Αφού είχαν κάνει αίσθηση στη μεγάλη οθόνη ως είδος που σπανίως βλέπουμε από ελληνικές παραγωγές στον κινηματογράφο, οι ιστορίες εξιχνίασης υποθέσεων του εγκληματολόγου Δημήτρη Λαΐνη έγιναν με επιτυχία η πρώτη σειρά μυθοπλασίας της Cosmote TV. Η Τόνια που υποδύεται η Μάχουτ στη σειρά, θα γινόταν κατά τη μεταφορά αυτή η μοναδική δόση κανονικότητας στη σκοτεινή καθημερινότητα του ήρωα. «[Η Τόνια] είναι η βάση του [Λαΐνη] με την πραγματικότητα», συμφώνησε κι εκείνη όταν ανέφερα την παρατήρησή μου. «Προσφέρει μια ελαφράδα σε ένα τόσο βαρύ κλίμα. Σίγουρα κι εγώ προσπάθησα να το πάω προς εκείνη την κατεύθυνση, σε κάτι πιο προσιτό και πιο ανάλαφρο για να πάρεις μια ανάσα από όλη την ασχήμια εκείνου του κόσμου».
Η Μάχουτ ξεπεταγόταν από την οθόνη σε δυσανάλογο βαθμό συγκριτικά με το screentime της σε εκείνη την πρώτη σεζόν. Ο χαρακτήρας της είχε βρει διαστάσεις που ίσως δεν ήταν γραμμένες στο χαρτί, γιατί το ταλέντο δεν μετριέται πάντα σε καρέ και δευτερόλεπτα. Δεν μου έκανε λοιπόν εντύπωση όταν μου είπε πως ο ρόλος της Mita στο επόμενο χιτ της, το Eurovision Song Contest του Will Ferrell που σκαρφάλωσε στην κορυφή του Netflix σε Ελλάδα και Αμερική, δεν ήταν αρχικά όσο μεγάλος κατέληξε να είναι. Ως ελληνική συμμετοχή στη Eurovision της ταινίας, η Mita έμοιαζε σε πρώτη φάση πως θα ήταν απλώς εκεί για να σταθεί εμπόδιο στον έρωτα των δύο πρωταγωνιστών. Το σενάριο όμως μπήκε στον απρόσμενο κόπο να την παρουσιάσει πιο ώριμα.
«Ο ρόλος της Mita δεν ήταν να έχει αυτή την έκταση», εξηγεί. «Άρχισε να γράφεται κείμενο κατά τη διάρκεια της οντισιόν και μετά. Δεν ήξερα από πριν τον Dan Stevens, βρεθήκαμε στο πρώτο meeting που κάναμε με τον σκηνοθέτη για να συζητήσουμε τη σχέση μεταξύ των χαρακτήρων μας. Προέκυψε μια πολύ ωραία φιλία μέσα από όλο αυτό. Είναι ένα υπέροχο πλάσμα, πανέξυπνος, πάρα πολύ καλός στη δουλειά του, τρομερός επαγγελματίας, πάρα πολύ αστείος. Θέλαμε να σιγουρευτούμε ότι ήμασταν όλοι στο ίδιο μήκος κύματος και να πάρουμε μια απόφαση για το γιατί κάνουν ό,τι κάνουν αυτές οι δύο αλεπουδίτσες. Οπότε είχαμε βρεθεί αρκετές φορές για να το εξιχνιάσουμε και να το αναπτύξουμε ώστε να είναι κάτι που θα άρεσε στο κοινό και θα έβγαζε νόημα».
Στη φιλία που φαντάστηκαν τελικά, ο Ρώσος Alexander θα ένιωθε αρκετά άνετα με την Ελληνίδα συνάδελφό του ώστε να της αποκαλύψει τη σεξουαλικότητά του. Εκείνη με τη σειρά της θα πρότεινε στον gay φίλο της να έρθει μαζί της στη χώρα μας για να ζήσει πιο ελεύθερος. «Νομίζω ότι γίνονται σταθερά βήματα προς μια κατεύθυνση πιο ανθρώπινη στην Ελλάδα και ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες για την ευαισθητοποίηση που παλεύουμε να καθιερωθεί κάπως», συνέχισε.
«Για να υπάρξει μεγαλύτερη κατανόηση και μεγαλύτερη συμπερίληψη. Γίνεται με πολύ αργά βήματα, αλλά γίνεται».
Η πολιτική είναι ένας χώρος που ως τώρα δεν έχει μπορέσει να δει με αισιοδοξία, δεν είναι όμως και τυφλή στις αλλαγές. «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι κάνουμε τα ίδια λάθη και δεν μαθαίνουμε εύκολα, αυτό που θα πω όμως είναι ότι παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα social media, θεωρώ ότι έχουν κάνει κι ένα τρομερό καλό – την ευαισθητοποίηση που έχουν καταφέρει να εδραιώσουν, που υπάρχει ως ολόκληρη οντότητα ως κοινωνικό awareness παγκοσμίως. Νομίζω μπορούμε να το προσδώσουμε αρκετά στα social media αυτό. Δεν είναι αμιγώς πολιτικό, απλώς προκύπτει από τον μέσο άνθρωπο».
Από τα social media ξεκίνησε άλλωστε και το κίνημα του #MeToo που συντάραξε τη βιομηχανία της. «Έχουμε πάρα, μα πάρα, μα πάρα πολύ δρόμο στην Ελλάδα πάνω σ’ αυτό», αναγνωρίζει πριν τονίσει πως «όπως συμβαίνει με όλα, δεν είναι εύκολο να πάρεις ένα πράγμα και να το φορέσεις σε όλες τις κουλτούρες, σε όλους τους πολιτισμούς, χωρίς να πρέπει να λάβεις πολύ σοβαρά υπόψη σου την ιστορία του κάθε τόπου, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, την κουλτούρα, το background, όλα αυτά. Δεν μπορούμε να βάλουμε μια μπογιά πάνω σε όλα, αλίμονο, αυτό θα ήταν έγκλημα. Απλά θα πρέπει κι εμείς να ‘μαστε λίγο πιο ενημερωμένοι, ευαίσθητοι κι ευαισθητοποιημένοι, να ‘μαστε λίγο πιο προσεκτικοί. Με το #MeToo είμαστε ακόμα σε μια διαδικασία αφύπνισης και συνειδητοποίησης του προβλήματος. Θα τσαντιστεί πολύς κόσμος, θα φουντώσουν τα αίματα λίγο, θα ανάψει η κατάσταση. Σίγουρα θα γίνει αυτό, αλλά είναι κομμάτι της διαδικασίας. Αν δεν γίνει, δεν θα βρεθεί η μέση λύση. Και γι’ αυτήν πάμε, για το μέτρο».
Γεννημένη στον Καναδά αλλά μεγαλωμένη στην Πελοπόννησο, η συνύπαρξη των δύο κόσμων ήταν πάντοτε μέρος της ζωής της. «Τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα στον Καναδά, οπότε η παιδική ηλικία μου είναι συνδεδεμένη με τον Καναδά πολύ άρρηκτα. Μετά σπούδασα στο Εθνικό για τρία χρόνια στην Αθήνα και μετά στην Αγγλία για άλλα τρία χρόνια στη Σχολή Θεάτρου στο Λονδίνο». Αντίθετα με πολλούς συναδέλφους της όμως, οι σπουδές που ακολούθησε δεν ήταν απόρροια κάποιου παιδικού ονείρου. Η υποκριτική δεν είχε περάσει από το μυαλό της, αν και το περιβάλλον της φάνηκε πως περίμενε από καιρό αυτή την εξέλιξη. Το είχε μαρτυρήσει μάλλον η εμμονή της με τον κινηματογράφο. «Μπορεί να έβλεπα και 3 ή 4 ταινίες μέσα στην ημέρα», θυμάται. «Η μυθοπλασία υπήρχε πολύ έντονα, οπότε ίσως καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο σχολείο. Ταξίδευα αλλού».
Μπορεί να ταξίδευε, ήταν ωστόσο επιμελής μαθήτρια και είχε πάρει την απόφαση να αντιμετωπίσει τις Πανελλήνιες ως πρόκληση. Θα κοιτούσε πρώτα να δει αν μπορούσε να τα πάει καλά. Με το μηχανογραφικό θα έβλεπε αργότερα τι θα έκανε. Τελικά αυτό «θα συμπληρωνόταν σαν ΠΡΟΠΟ» και θα ακολουθούσαν οι εξετάσεις για τη δραματική.
«Τελειώνοντας δεν ένιωσα ότι είχα ό,τι χρειαζόταν, δεν αισθανόμουν άνετα με αυτό που είχα αφομοιώσει. Δεν το θεωρούσα επαρκές. Όχι λόγω της σχολής. Λόγω εμού. Οπότε προέκυψαν άλλα τρία χρόνια, έκανα οντισιόν και πέρασα στη σχολή του εξωτερικού. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η διαφορά ανάμεσα στις δύο σχολές τελικά. Στην Ελλάδα ήταν ‘σε πετάω στα βαθιά και θα δούμε αν θα κολυμπήσεις’ και στην Αγγλία σε παίρνουν απ’ το χεράκι και δεν σε αφήνουν (γέλια)».
Η άλλη της μεγάλη αγάπη έγινε η διδασκαλία. Τη γνώρισε όσο εργαζόταν ως φοιτήτρια στο φροντιστήριο Αγγλικών των γονιών της και είναι ακόμη κάτι που κάνει φιλικά όποτε της ζητηθεί βοήθεια. «Μπορεί να πήγαινα στο μάθημα πάρα πολύ κουρασμένη, μετά από πρόβες. Κάθε φορά που πήγαινα μπορεί να ήμουν πτώμα, αλλά μέσα στο μάθημα αποκτούσα κάπως αδιανόητη ενέργεια. Ήμουν άλλος άνθρωπος φεύγοντας. Μαθαίνεις από τα παιδιά, από την αμεσότητα και την ειλικρίνειά τους, από το φρένο που δεν βάζουν. Έλεγα θέλω κι άλλο, δεν μου ήταν κουραστικό. Προσπαθούσα κάποια στιγμή να καταλάβω αν οι γονείς μου το έκαναν επίτηδες που με έβαλαν να κάνω τα μαθήματα από μικρή για να καταλάβω την πλευρά των καθηγητών και συμμαζευτώ κι εγώ. Όπως και να ‘χει είμαι ευγνώμων και τυχερή που είχα αυτή την ευκαιρία».
Αρκετά μπερδεμένη μετά από έξι χρόνια σπουδών τελείως διαφορετικών προσεγγίσεων, χρειάστηκε περίπου ένα εξάμηνο για να ξεσκαρτάρει την πληροφορία που θα της ήταν πραγματικά χρήσιμη από αυτήν που δεν θα την εξυπηρετούσε ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Οι μεγάλες προσδοκίες που έρχονται συνήθως μετά την αποφοίτηση είχαν πάει σε δεύτερη μοίρα. Δεν βγήκε άλλωστε και σε εύκολες εποχές. «Ήταν και είναι δύσκολα», παραδέχεται, «αλλά επειδή δεν ήμουν δυστυχώς από τους ηθοποιούς που μπορούν να κάνουν πάρα πολλές παραστάσεις μέσα στη χρονιά – προφανώς δεν έχω αυτή τη συγκέντρωση, ούτε έχω μάλλον την ικανότητα ή τη δυνατότητα να το κάνω – ίσα-ίσα μου άρεσε πάρα πολύ το γεγονός ότι είχα τον χρόνο να ασχοληθώ εκτενώς με ένα πράγμα, ή δύο πράγματα. Με ενδιέφερε πιο πολύ να κάνω κάτι σε βάθος απ’ το να έχω περισσότερα. Αλλά και πάλι, αυτό έχει να κάνει με τη δική μου ανικανότητα (γέλια)».
Αυτοσαρκάζεται και γελάει ανοιχτά με τον εαυτό της, οπότε αντιλαμβάνεσαι εύκολα γιατί λάτρεψε τη διαδικασία του motion capture. Το έζησε ως Κασσάνδρα στο ‘Assassin’s Creed Odyssey’ και ανυπομονεί να το ξανακάνει. «Δεν υπάρχει το focus στο εγώ του ηθοποιού που είναι πάρα πολύ ευχάριστο», περιγράφει. «Πολύ δόκιμο να γίνεται κιόλας πολλές φορές. Δεν υπάρχει το ‘you don’t look the part’ που ακούμε οι ηθοποιοί. Δεν υφίσταται ως κόνσεπτ. Το focus είναι στη δουλειά σου, στη φαντασία σου, στο τι μπορείς να προσφέρεις. Δεν έχει να κάνει με το πώς δείχνεις. Δεν έχει καμία σημασία, χεστήκαμε. Δεν ενδιαφέρει κανέναν. Είναι ωραίο να μην έχεις θέμα με το image. Να σε αφορά μόνο το τι μπορείς να προσφέρεις, πώς μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο. Υπάρχει ο ανταγωνισμός του χώρου, το άγχος λόγω δουλειάς – γιατί δεν υπάρχει μονάχα το κομμάτι του εγωισμού, υπάρχει και το κομμάτι της επιβίωσης – και μπορεί να βγάλει άσχημες πλευρές στους ανθρώπους. Δικαιολογημένα μεν, αλλά δεν παύει να υπάρχει και μπορεί να κάνει τον χώρο λίγο στριμωγμένο και ενίοτε δυσάρεστο. Αυτή η δουλειά ήταν σαν ένα jump start για μένα».
Μετά από κάποιες ηχογραφήσεις δοκιμαστικών και χωρίς την παραμικρή ιδέα για την ταυτότητα και το μέγεθος του πρότζεκτ λόγω μυστικότητας, η Ubisoft τής αποκάλυψε ότι έψαχναν μία Ελληνίδα για έναν ρόλο στο παιχνίδι και της ζήτησε να πετάξει μέχρι τον Καναδά για οντισιόν. «Προφανώς επειδή ως τότε δεν γνώριζα τι γίνεται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός video game, δεν ήξερα γιατί χρειάζεται να υπάρχει κάμερα ή γιατί η οντισιόν έπρεπε να στηθεί θεατρικά», μου περιγράφει. «Ήμασταν σε ένα χώρο τώρα στο Quebec που ήταν σαν θέατρο, αλλά μπορούσαμε να κουνηθούμε μόνο σε ένα μικρό τετραγωνάκι, με κάμερες και μικρόφωνα γύρω-γύρω. Ήταν και γι’ αυτούς κομμάτι της οντισιόν για να καταλάβουν εάν μπορώ να ανταπεξέλθω». Τελικά όχι μόνο αντεπεξήλθε, αλλά η εσωτερική ζωή που ξέρει να δίνει στους χαρακτήρες της και η σωματικότητα του ρόλου τής χάρισαν μια υποψηφιότητα BAFTA για την ερμηνεία της στο παιχνίδι.
«Θεωρώ [την εμπειρία του motion capture] τόσο πιο ικανοποιητική από το θέατρο», μου λέει γελώντας διστακτικά. Η δήλωση δεν έκρυβε ενοχή, αλλά μάλλον ένιωθε πως για πολλούς έλεγε κάτι ανίερο. «Σου δίνει μια μοναδική ιδιότητα καθολικής μεταμόρφωσης εξ ολοκλήρου με τη φαντασία. Ο πιο εύστοχος παραλληλισμός ίσως που θα μπορούσα να βρω είναι πηγαίνοντας πίσω στα παιδικά χρόνια. Όταν ξεκάθαρα και μόνο με τη δύναμη της φαντασίας βρισκόσουν στο δωμάτιο, έπιανες ένα στιλό, ένα ξύλο, ένα κάτι, ήσουν απoλύτως πεπεισμένος ότι κρατάς ξίφος και φοράς πανοπλία, και ότι από κάτω έχει και λάβα. Είναι πάρα πολύ απελευθερωτικό γιατί δεν υπάρχει ακροατήριο και έχεις άπειρες δυνατότητες λάθους. Άμα σου πουν εκείνη την ώρα ‘είσαι ένα ένα εξωγήινο πλάσμα, το δέρμα σου έχει λέπια από τη δεξιά πλευρά και από την αριστερή βγάζει φωτιά’, λες τέλεια, πάμε. Δεν υπάρχει κάποιο φρένο σε αυτό. Αξιοποιώ τη φαντασία μου, το σώμα μου, την πιο αγνή μορφή αυτού που έχω μάθει να κάνω».
Στον κύκλο Κάθαρσις του Έτερος Εγώ θα επιστρέψει όπως ακριβώς τη μάθαμε, χωρίς περικεφαλαίες και εφέ, έχει όμως ήδη σηκώσει το σπαθί της.
Το δεύτερο μέρος της τηλεοπτικής ανθολογίας του Έτερος Εγώ με τίτλο Έτερος Εγώ – Κάθαρσις θα κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου αποκλειστικά στην COSMOTE TV. Τα 8 επεισόδια της σειράς θα κάνουν πρεμιέρα back-2-back στο COSMOTE SERIES MARATHON HD από τις 18.00 το απόγευμα, ενώ όλα τα επεισόδια θα είναι διαθέσιμα μέσα από τη δωρεάν, on demand υπηρεσία COSMOTE TV Plus. Από την Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου, το Έτερος Εγώ – Κάθαρσις θα προβάλλεται κάθε Δευτέρα στις 23.00 και στο COSMOTE SERIES HD.
Ευχαριστούμε το Buena Vista Social Bar για τη φιλοξενία.