ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μια μέρα στους δύο κόσμους του Λευτέρη Πανταζή

Ξεκινήσαμε από το Αιγάλεω και καταλήξαμε στη Βουλιαγμένη, ξεφυλλίζοντας το ψυχεδελικό σενάριο της ζωής του ΛΕ-ΠΑ.

Η ζωή του είναι σαν παραμύθι. Πρέπει να το επανέλαβε τουλάχιστον τρεις-τέσσερις φορές στο απόγευμα που περάσαμε μαζί για χάρη αυτής της συνέντευξης. Ο Λευτέρης Πανταζής έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Ήρθε από το Καζακστάν στην Ελλάδα, έζησε και εργάστηκε στο Αιγάλεω, ξεκίνησε από το μηδέν και μετά από πολλά χρόνια και πολλή δουλειά ήρθαν οι επιτυχίες, η δόξα και τα χρήματα. Οι γυναίκες έρχονταν και στο μεσοδιάστημα, γιατί αν λατρεύει κάτι περισσότερο κι από τον ίδιο του τον εαυτό, είναι το αντίθετο φύλο.

Η αλήθεια είναι πως είχα στο μυαλό μου πολύ καιρό να κάνω αυτή τη συνέντευξη. Ο Λευτέρης Πανταζής, άλλωστε, είναι ένας άνθρωπος που προκαλεί το ενδιαφέρον τόσο με τα τραγούδια του όσο και με τη ζωή του εκτός πίστας. Το ραντεβού μας δόθηκε στο Αιγάλεω, στη γειτονιά όπου μεγάλωσε κι έκανε τις πρώτες του δουλειές μέχρι να τον ανακαλύψουν και μπει στο χώρο της νύχτας.

(Φωτογραφίες-Videos: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου/Tourette Photography)

Μέχρι να φτάσω στο σημείο συνάντησης είχα σβήσει και ξαναγράψει αρκετές φορές τις ερωτήσεις που θα του έκανα. Έχει κάνει τόσα πολλά στη ζωή του που θες να τον ρωτήσεις για όλα και ο μόνος σου αντίπαλος είναι ο χρόνος. Στην περίπτωσή του, όμως, ήταν όλα διαφορετικά. Ενώ οι περισσότεροι καλλιτέχνες ‘στριμώχνονται’ από τις πολλές ερωτήσεις, ο Λευτέρης ζει γι’ αυτές. Θέλει να τον ρωτάς, θέλει να σου εξηγεί. Κι αυτό έκανε για περίπου τέσσερις ώρες, όσες δηλαδή μείναμε μαζί και μας ξενάγησε στους δύο κόσμους του.

Δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα. Ήρθε εδώ σε ηλικία εννέα ετών κυνηγώντας το όνειρο. Η οικογένεια Παγκοζίδη (όπως είναι το πραγματικό του όνομα, πριν το μετατρέψει σε ‘Πανταζής’) ζούσε σε μια περιοχή λίγο έξω από την Τασκένδη του Καζακστάν. “Η βιολογική μου μητέρα πέθανε όταν ήμουν ενός έτους, δεν την γνώρισα καθόλου. Ήταν 33 χρονών όταν πέθανε.

Ο μπαμπάς μου ξαναπαντρεύτηκε, έφερε μια άλλη γυναίκα σπίτι, την κυρία Αθηνά μας, επειδή ήμασταν πολύ μικρά εγώ και η αδερφή μου για να μας μεγαλώσει. Μετά έκανε άλλα δύο παιδιά, τα οποία ποτέ δεν τα ξεχώρισα, είναι αδέλφια μου κι αυτά”, μου είπε γυρνώντας πολλά χρόνια πίσω. 

Επίσης φρόντισε να με διορθώσει αφού δεν ήρθε στο Αιγάλεω με το που έφτασε η οικογένειά του στην Ελλάδα “Στον Κορυδαλλό πήγαμε. Εκεί πήγα και σχολείο και μετά πήγαμε στο Αιγάλεω. Στις γειτονιές του Κορυδαλλού και του Αιγάλεω μεγάλωσα”.

Στάση πρώτη: Αιγάλεω

Όσο έβγαιναν από το στόμα του οι παραπάνω κουβέντες, περπατούσαμε στους δρόμους γύρω από τη στάση του μετρό στο Αιγάλεω. Τι υπήρχε εδώ τότε; “Μια αλάνα ήταν όλο αυτό που βλέπεις, καμία σχέση με τώρα, παίζαμε ποδόσφαιρο εδώ”, μου εξήγησε συνεχίζοντας την ξενάγηση. Εκείνος όμως τα θυμάται όπως τα έζησε. Και δεν τα ξεχνάει ακόμη και τώρα. Έρχεται στο Αιγάλεω και φυσικά στηρίζει και οικονομικά την περιοχή. “Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός. Λίγο αφότου ήρθαμε στην Ελλάδα.

Η πρώτη μου δουλειά ήταν λούστρος ή καλύτερα να το πούμε στιλβωτής παπουτσιών. Ακούγεται πιο όμορφο

Συνάμα έφτιαχνα και ντιβανοκασέλες. Μετά, έχω δουλέψει σουβλατζής, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, πωλητής χαλιών, κατέληξα με μια κιθάρα κι ένα πιατάκι στα καφενεία. Και τι δεν έχω κάνει να λες”.

Αν τον άκουγες να τα λέει, θα καταλάβαινες πως είναι περήφανος για κάθε δουλειά που έχει κάνει. Δεν ντρέπεται και δεν μετανιώνει για καμία, αφού το έκανε για την οικογένειά του που είχε ανάγκη τα χρήματα.

Γι’ αυτό και όταν τον ρώτησα τι έκανε το πρώτο σημαντικό ποσό που έβγαλε όταν ήταν ακόμη παιδάκι μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: ΄Ήταν με το κασελάκι μου. Είχα μαζέψει 30 δραχμές. Γύρισα και τα έδωσα αμέσως στο σπίτι, όλα πήγαιναν στο σπίτι. Δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Δούλευε όλη η οικογένεια εκτός από τα μικρά τα αδέρφια μου για να αντέξουμε και να τα βγάλουμε πέρα”.

Όσο η βόλτα μας στο Αιγάλεω συνεχιζόταν, άρχισε να συμβαίνει κάτι που πραγματικά δεν το περίμενα. Ενώ περπατούσαμε με τον Λευτέρη, ο κόσμος, ο απλός κόσμος που βρισκόταν στα μαγαζιά ή στην πλατεία και τον αναγνώριζε, ήθελε να περπατήσει δίπλα του, να βγάλει μια φωτογραφία, να του σφίξει το χέρι, να τον φωνάξει “Λευτεράκη”.

Εκείνος το απολάμβανε. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε. Αυτός ο κόσμος τον έκανε αυτό που είναι σήμερα και προσπαθεί να τους το ανταποδώσει με κάθε τρόπο. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο τώρα, αλλά το έκανε πάντα.

Από τις ωραιότερες και πιο χαρακτηριστικές στιγμές της βόλτας μας ήταν μια κυρία 80 ετών που τον αποκάλεσε “Λευτεράκη”, ενώ στο επόμενο στενό συναντήσαμε ένα κοριτσάκι 8 ετών που φώναξε “Ο ΛΕ-ΠΑ”.

Είναι κάτι τέτοια σκηνικά που σου δίνουν αμέσως να καταλάβεις ποιος είναι ο Λευτέρης Πανταζής και τι έχει πετύχει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς όμως να αλλάξει καθόλου ως άνθρωπος.

Μου έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση το πόσο άνετος είναι με τον κόσμο, το πόσο τον γουστάρει και θέλει να είναι δίπλα του. Δεν το βρίσκεις εύκολα σε έναν καλλιτέχνη αυτό. Του αρέσει να τσαλακώνεται, να κάνει σαν μικρό παιδί.

Μετά το ευχάριστο διάλειμμα επέστρεψε δίπλα μου. “Που είχαμε μείνει; Α ναι. Από μωρό παιδί τραγουδούσα. Είχα δυο θείους εκεί στη Ρωσία. Ο ένας ήταν δάσκαλος μουσικής και ο άλλος τραγουδιστής.

Πάντα τους κρυφάκουγα, τους κρυφοκοίταζα. Μου είχαν κολλήσει από τότε το μικρόβιο. Μετά εδώ στην Ελλάδα τριγυρνούσα με το κασελάκι μου και την ώρα που γυάλιζα τα παπούτσια έλεγα και ένα τραγουδάκι και μου έδιναν και περισσότερες δραχμές”.

Πώς, όμως, ένα παιδάκι που έχει δουλεύει σαν λούστρος καταφέρνει να μπει από την κλειδαρότρυπα στο τραγούδι; “Τραγουδούσα πολύ και στο σχολείο. Σε μια γιορτή θυμάμαι με άκουσε ένας μπουζουκτσής, πατέρας μας συμμαθήτριάς μου κι εκεί με άρπαξε, μου έκανε πρόβες.

Ξαφνικά βρέθηκα στο ‘Λουζιτάνια’ στο Αιγάλεω. Ένα παιδί 13 ετών. Μην φανταστείς, έλεγα δυο-τρία τραγουδάκια

Δεν μπορούσα όμως να μην ρωτήσω και το πώς εμπνεύστηκε το επίθετό του, αφού όπως είπαμε δεν είναι το πραγματικό του.

“Ναι, στην ταυτότητα είμαι Παγκοζίδης και το Πανταζίδης είναι της γιαγιάς μου. Αυτό είχα στην αρχή όταν ξεκίνησα το τραγούδι. Όμως θυμάμαι σε μια εκπομπή στην ΕΡΤ2 “Μουσικές Διαδρομές με τη Μόιρα” ήταν ένας παραγωγός, δεν θυμάμαι το όνομά του και μου λέει ‘Πανταζίδης; Υπάρχει Καζατζίδης δεν έχεις μέλλον.

Πρέπει να το αλλάξεις’. Τι να αλλάξω άνθρωπέ μου, του λέω το όνομά μου; E, σκέφτηκα, σκέφτηκα και είπα τελικά να το αλλάξω, να το κόψω και έβγαλα το Πανταζής. Έχει και διπλή σημασία πάντα, ζεις”.

Στάση δεύτερη: Βουλιαγμένη

Η ώρα δίπλα στον Λευτέρη Πανταζή περνούσε τρομακτικά γρήγορα. Ο λόγος και οι κινήσεις του σε συνεπαίρνουν σε βαθμό που σε κάνουν να ξεχνιέσαι. Μπαίνεις στον κόσμο του και δεν θες να βγεις. Έπρεπε όμως να συνεχίσουμε με το δεύτερο κομμάτι της συνέντευξης. Είχαμε συμφωνήσει, λοιπόν, να φύγουμε από το Αιγάλεω και να πάμε στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη για τα υπόλοιπα. Να φύγουμε δηλαδή από τον έναν κόσμο του Λε-Πα και να μπούμε στον άλλον, σε αυτόν που ήρθε μετά τις επιτυχίες στο τραγούδι. Σε έναν κόσμο πιο μοναχικό, αλλά ασφαλώς πιο πλούσιο.

Ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία το να περπατάς δίπλα του στους δρόμους του Αιγάλεω με τον κόσμο να ακολουθεί από πίσω. Δεν συγκρίνεται όμως με τη συνέχεια.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του, μια υπέροχη Jaguar παλιάς κοπής. Ένα αυτοκίνητο που μόνο και μόνο που το οδηγάει εκείνος αποκτάει τριπλάσια αξία.

Κάθισα στη θέση του συνοδηγού. “Θα ακούσουμε τα καινούρια μου τραγούδια που βγαίνουν σε λίγες ημέρες να μου πεις τη γνώμη σου”, μου είπε και φυσικά έγνεψα καταφατικά. Βάλαμε τη μουσική στο τέρμα και κατευθυνθήκαμε προς τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής έγιναν πολλά, τα περισσότερα από τα οποία δεν περιγράφονται με λέξεις. Από τα highlights πάντως ήταν οι κόρνες των αυτοκινήτων που αναγνώριζαν τον οδηγό. Και ήταν πολλές.

Μετά από μια εξαιρετική διαδρομή φτάσαμε στην πολυτελέστατη τριώροφη οικία του στη Βουλιαγμένη. “Έγινε όπως το ονειρευόμουν”, μου είπε κλείνοντας τις πόρτες του αυτοκινήτου. Μου έκανε μια γρήγορη ξενάγηση στο σπίτι και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Δεν είναι μόνο η χλιδή, αλλά και η διακόσμηση, την οποία φυσικά επιμελήθηκε ο ίδιος, αφού θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα.

Στο τεράστιο σαλόνι του βρίσκονται δύο εξαιρετικοί πίνακες ζωγραφικής. Ένας στον οποίο απεικονίζεται ο ίδιος, με τα ‘μωρά’ δίπλα του να παίζουν μουσικά όργανα και λίγο πιο μακριά ακόμη ένας με την γυναίκα της ζωής του, την κόρη του Κωνσταντίνα.

Το αγαπημένο του πιάνο έχει επίσης περίοπτη θέση στο κέντρο του μεγάλου σαλονιού, ενώ στο τέλος του διαδρόμου, αν ανοίξεις τις μπαλκονόπορτες βλέπεις την πισίνα, “εδώ τη βγάζουμε τα καλοκαίρια, είναι το ησυχαστήριό μου. Ακούω το νερό και κοιμάμαι”.

Ακόμη ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν τα πολλά μπάνια που είχε το σπίτι. “Όταν ήρθαμε από το Καζακστάν ήμασταν έξι άτομα και περιμέναμε να μπούμε ένας – ένας στο μπάνιο στο μικρό σπιτάκι μας. Από τότε είπα πως στο δικό μου σπίτι θα κάνω τρία μπάνια. Τελικά έκανα εννιά εδώ. Το είχα απωθημένο”, μου είπε ο Λευτέρης, απαντώντας στο σχόλιό μου.

Από το μηδέν στην κορυφή

Ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο που είναι το γραφείο του. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζεις εκεί είναι οι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι του που κοσμούν τους τέσσερις τοίχους. Και είναι τόσοι πολλοί ώστε να γεμίσουν κάθε γωνιά.

Πήραμε θέση στον καναπέ μπροστά από την κεντρική βιβλιοθήκη του γραφείου του, εκεί όπου έχει ακόμη το κασελάκι του λούστρου. Για να θυμάται από πού ξεκίνησε. Ζήσαμε λοιπόν στο πρώτο μέρος της συνέντευξης τον Λευτέρη Πανταζή πριν γίνει τραγουδιστής. Πάμε τώρα στα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε σιγά σιγά να πιάνει μικρόφωνο και να κάνει όνομα.

“Δούλευα, με έδιωχναν, έκλαιγα. Η μάνα μου γκρίνιαζε, μου έλεγε στα ‘λεγα εγώ, έπρεπε να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος. Τώρα δε σε πληρώνουν. Εγώ εκεί. Πείσμα, επιμονή, υπομονή, όλα αυτά. Αφού να σκεφτείς όταν μου έβαλαν την ταμπέλα έξω από το Λουζιτάνια, πήρα το λεωφορείο Αιγάλεω-Χαϊδάρι τουλάχιστον επτά-οκτώ φορές συνεχόμενα για να περνάει το λεωφορείο και να βλέπω το όνομά μου.

Το είδα και το βράδυ στο όνειρό μου, ήταν πολύ μεγάλη η λαχτάρα μου. Όπως κι όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος και άκουσα τα τραγούδια για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο. Ήταν το 1979-80, είχα βγάλει το ‘Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας’. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ‘η Panivar παρουσιάζει τον Λευτέρη Πανταζή’ κι άκουσα τα τραγούδια μου, σταμάτησα δεξιά στο δρόμο και ο κόσμος έβλεπε ένα παιδάκι το οποίο έκλαιγε. Έκλαιγα από τη χαρά μου και από τον ενθουσιασμό που άκουγα τη φωνή μου”.

Μετά από εκείνον τον δίσκο, οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο Λευτέρης Πανταζής ήταν καταδικασμένος να πετύχει. “Θυμάμαι είχε έρθει ο Μίλτος Καρατζάς και ο Βλάσης Μπονάτσος για να με δουν ένα βράδυ.

Αφού με είδε στην πίστα ο Βλάσης ήρθε και μου είπε, εσύ θα γίνεις μεγάλη φίρμα

Το μεγάλο ‘μπαμ’ όμως έγινε πολύ αργότερα. Και κάπως έτσι μετά την ταραχή που προκάλεσε η ‘Ταραχή’ το 1989 ήρθε ο Διογένης, από τον οποίο πέρασε σχεδόν όλη η Ελλάδα για να τον δει.

“Όταν ήμουν λουστράκος γύριζα στη γειτονιά και έβαφα παπούτσια. Πρόεδρος στον Ατρόμητο Πειραιά ήταν ο Σπύρος ο Παπαθεοχάρης, οι οποίοι είχαν ένα ξενοδοχείο το Διογένης στον Πειραιά και στο υπόγειο είχαν ένα μπουζουκάδικο. Όπως του έβαφα τα παπούτσια του έλεγα, πρόεδρε, κυρ Σπύρο, εγώ μια μέρα μόλις μεγαλώσω, γίνω τραγουδιστής και γίνω πρώτο όνομα θα έρθω να τραγουδήσω στο Διογένη κι άμα δε στο γεμίζω το μαγαζί δεν θα με πληρώνεις.

‘Αντε ρε’ μου έλεγε και μου έριχνε και μια σφαλιάρα και πονούσα καμιά βδομάδα. Όμως το γυάλισμα έκανε 2 δραχμές και μου έδινε 50, για όλο το μήνα με πλήρωνε. Μετά από 25 χρόνια αυτός ήταν που με φώναξε μαζί με τον γιο του τον Γιάννη και μου είπε θα προχωρήσετε μαζί. Και δημιουργήθηκε το ‘Διογένης Παλάς’, χτίστηκε μαζί με εμένα και κάναμε τότε το ’90 την τεράστια επιτυχία με την Άννα Βίσση”.

Αν ξεχώριζε για ένα πράγμα ο Πανταζής (εκτός από τα τραγούδια του) ήταν και για το ντύσιμό του. Ήταν από τους πιο καλοντυμένους καλλιτέχνες της τότε εποχής. Και ακόμη δηλαδή είναι, όπως βλέπετε κι από τις φωτογραφίες της συνέντευξης “Έκανα μόδα τότε. Πήγαινα στην Ιταλία και έφερνα Byblos, Ferrer, Versace. Ήμουν ο πρώτος που έφερνε ρούχα και παπούτσια από το εξωτερικό και έραβα και εδώ. Μέχρι που σχεδίαζα ο ίδιος τα ρούχα που θα βάλω”.

Το σπίτι του είναι γεμάτο με ρούχα. Πραγματικά.

Του ζήτησα να μου δείξει την ντουλάπα του για να δω από κοντά μερικά κομμάτια, αλλά χρειάζεσαι χάρτη! Υπάρχουν δωμάτια που είναι λες και μπαίνεις σε πολυκατάστημα ρούχων. Αλήθεια, τι έχει ξοδέψει για να τα αποκτήσει όλα αυτά; “Πάρα πολλά λεφτά. Δεν με ενδιέφερε. Πάντα μου άρεσε να φοράω ωραία ρούχα. Ακόμη και τότε που δεν έπαιρνα ακόμη τρελά λεφτά, θυμάμαι ότι δούλευα δύο μήνες και μάζευα χρήματα για να πάρω ένα καλό κουστούμι”.

Τι σχέση όμως έχουν οι μισθοί που έπαιρναν τότε οι καλλιτέχνες με τους σημερινούς; “Καμία σχέση οι μισθοί με τη δεκαετία του ’80 ή έστω του 2000.

Έβγαζα πολλά λεφτά, αλλά τα ξόδευα

Δεν είχα ποτέ πολύ καλή σχέση με τα χρήματα. Η μητέρα του τα μάζευε. Εγώ όπως τα έπαιρνα, τα έδινα. Τι; Θα τα πάρουμε μαζί μας; Δούλευα, έκανα ένα ωραίο σπίτι, έχω περάσει καλά είμαι χορτασμένος άνθρωπος. Ακόμη δουλεύω, δεν έχω σταματήσει. Δουλεύω σαν σκυλί γιατί μου αρέσει η δουλειά, μου αρέσει να βγάζω τραγούδια. Είμαι ένα ζουζούνι που όλη μέρα γυρίζει. Κι ό,τι γυρίζει μυρίζει που λένε”.

Η γέννηση του ‘ΛΕ-ΠΑ’ και οι γυναίκες

Μιας και μου έδωσε την ασίστ δεν γινόταν να μην την αξιοποιήσω. Πώς βγήκε το περίφημο ‘Λε-Πα’ που πλέον γνωρίζουν ακόμη και οι πέτρες; “Ήμουν σε ένα ταξίδι στη Γαλλία. Και στο αεροδρόμιο βλέπω ξαφνικά μια κολόνια, Αλέν Ντελόν. ‘Μπα’, λέω. Αυτός είναι καλύτερος από εμένα; Θα βγάλω κι εγώ κολόνια. Γελάσαν οι φίλοι μου στην αρχή.

Πού να ήξεραν τι διαολάκι είμαι. Γύρισα στην Ελλάδα, βρήκα μια εταιρεία, βγάλαμε την κολόνια, η οποία λεγόταν Λευτέρης Πανταζής. Λέω, στις γυναίκες απευθυνόμαστε πρέπει να είναι διαφορετικό το όνομα. Μαζί με έναν φίλο μου διαφημιστή είπαμε να το κάνουμε με τα αρχικά του ονόματος και του επιθέτου, ΛΕ-ΠΑ. Έτσι γεννήθηκε. Μετά έγινε ρούχα, παπούτσια, αναπτήρες, σπίρτα, μέχρι και ρολόι”.

Σαν να λέμε άρχισε να αποκτάει τη φήμη ενός ροκ σταρ. Γιατί τέτοια ήταν. Ξεπέρασε τα σύνορα, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη. Έφτασε μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην πόρτα του Ταζ Μαχάλ, του περίφημου καζίνο του νυν Πλανητάρχη, Ντόναλντ Τραμπ “Έχω τραγουδήσει όπου υπάρχει ελληνισμός. Έχω πάει και στα καζίνο του Τραμπ πριν 20 χρόνια. Έχω μείνει στο ξενοδοχείο που έχει η γυναίκα του.

Ένας σκληρός και πολύ δυνατός επιχειρηματίας μου φάνηκε όταν γνωριστήκαμε. Ένας άνθρωπος που έχει πέσει έξω 2-3 φορές και έχει επανέλθει και τώρα είναι πρόεδρος της Αμερικής, δεν τον φοβάσαι. Έχει λίγο τρέλα, αλλά μόνο ένας τρελός μπορεί να σώσει μια κατάσταση”.

Όλοι όσοι γνωρίζουμε για τον Πανταζή, ξέρουμε πολύ καλά τι σχέση έχει με το αντίθετο φύλο. Δεν τον λένε άλλωστε άδικα τον Έλληνα ‘Σίλβιο Μπερλουσκόνι’ όσον αφορά την αγάπη του για τις γυναίκες. “Είναι μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Και ποιος δεν έχει αδυναμία; Είναι το άλλο μας μισό. Γυναίκα μας έφερε στον κόσμο. Γίνεται να μην τις αγαπάς; Εννιά μήνες σε έχει στην κοιλιά της, σε φέρνει στον κόσμο, γίνεσαι άνθρωπος και δημιουργείς.

Δεν γίνεται να μην αγαπάς τη γυναίκα σαν πλάσμα. Να μην την έχεις σαν τα μάτια σου

Από τη ζωή του έχουν περάσει πάρα πολλές γυναίκες. Άλλες έμειναν πολύ, άλλες λιγότερο. Αλήθεια, πόσες ήταν; “Μπα, που να θυμάμαι… Αυτές θυμούνται, οι άντρες δεν θυμόμαστε”. Για να τον βοηθήσω, του πέταξα τέσσερα ονόματα στο τραπέζι. Ζώζα Μεταξά, Άντζελα Δημητρίου, Καίτη Φίνου, Νάνσυ Αλεξιάδη. “Ναι και Σοφία Πέτρου και Ελένη, Παναγιώτα, Αλεξάνδρα, Ελισάβετ. Να είναι καλά όλες αυτές οι κυρίες που πέρασα όμορφα. Δεν έχω μετανιώσει ούτε μια στιγμή. Ούτε για τα καλά ούτε τα άσχημα. Αν σου έλεγα ότι όλα ήταν πλασμένα θεϊκά, ψέμματα θα ήταν. Κάνω δύσκολη δουλειά. Και με τη μάνα του παιδιού μου και την Καίτη και την Νάνσυ και την Άντζελα πέρασα πολύ ωραία και τις αγαπώ όλες.

Είμαι πολύ γεμάτος από όλο το υπόλοιπο 24ωρο που δουλεύω. Το διάλειμμά μου είναι η γυναίκα, την οποία την αγαπώ κι εκείνες τις λίγες ώρες της δίνω τα πάντα. Άλλες το δέχονται αυτό, την απουσία μου άλλες όχι. Άλλες σχέσεις κρατούσαν άλλες όχι. Χρειαζόταν πολύ γερό στομάχι για να με αντέξουν”.

 

Άρα γι’ αυτό ο Λε-Πα δεν παντρεύτηκε ποτέ; “Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος; Άμα είναι να παντρευτώ και να χωρίσω την άλλη ημέρα καλύτερα να μην το κάνω. Αφού δεν έχει γίνει μέχρι τώρα κάτι σημαίνει. Άμα είναι να γίνει όμως θα γίνει. Ας είναι και τώρα που έχω μεγαλώσει λιγάκι και έχω κλείσει τα 42! Καλοκαιράκια επειδή ξεκουράζομαι δεν τα χρεώνω στην ηλικία μου”.

Δόξα και χρήματα σε συνδυασμό με μια ακαταμάχητη πέραση στις γυναίκες σε τι μπορεί να σε οδηγήσει όμως; “Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες θέλαμε να κάνουμε το κατιτίς μας.

Μπορεί να είχα πάει και τότε με τέσσερις διαφορετικές κοπέλες σε μια μέρα, όλοι έχουμε κάνει τρέλες

Τον σταμάτησα. Βοηθούσε πάντα το ότι ήσουν διάσημος για να ρίξεις μια κοπέλα έτσι; “Οχι εγώ μιλάω τώρα πιο παλιά, στο ξεκίνημα τις καριέρας μου. Πριν γίνω ακόμη πρώτο όνομα. Ήθελα να λέω τότε, πήγα και με αυτή και με αυτή. Κάναμε και το εφέ”.

‘Άκυρα’ από γυναίκες όπως όλοι μας δεν γίνεται να μην έχεις δεχθεί. Έτσι δεν είναι; “Πολλά. Πραγματικά. Από εκεί σκληραγωγείσαι. Και πριν γίνω διάσημος και μετά. Δεν κατάλαβα. Τι σημαίνει ότι είμαι ο Πανταζής. Τι αλλάζει η μύτη; Το όνομα; Εντάξει τι έγινε; Για βγάλτο, όλο το υπόλοιπο δεν της αρέσει;”

Βασανιστείτε, μυστήρια πλάσματα, όλα τα μωρά στην πίστα είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που έχει ‘πατεντάρει’.

Για τις γυναίκες ο Λευτέρης έχει γράψει και έχει τραγουδήσει φοβερούς στίχους, αλλά έχει βγάλει και μερικές εκφράσεις που έχουν μείνει στην ιστορία.

“Αυτά είναι αυθόρμητα συνθήματα που μου βγαίνουν την ώρα που τραγουδάω. Κάτι ζουμπουρλούδικα μυστήρια πλάσματα που βλέπω πάνω στην πίστα μου το προκαλούν. Όλα αυτά έχουν γίνει μόδα”.

Ωραία όλα αυτά για τις γυναίκες της ζωής του. Εμείς όμως τι πρέπει να κάνουμε για να μπορέσουμε να ρίξουμε τη γυναίκα που μας αρέσει; “O άνδρας πρέπει να έχει θάρρος, θράσος και να μη φοβάται ρε παιδί μου, να ορμάει. Τώρα τα παιδιά φοβούνται να πλησιάσουν μια γυναίκα.

Η γυναίκα έχει πιο πολύ θάρρος, η οποία κακομοίρα περιμένει πώς και πώς να την κοιτάξει ένας άνδρας για να δώσει το έναυσμα να προχωρήσει και οι άνδρες φοβούνται. Πιο πολύ μιλάνε στα κινητά και στο facebook γιατί εκεί δεν τους βλέπουν και έχουν το θράσος. Από κοντά παθαίνουν κοκομπλόκο. Τι πρέπει να πεις σε ένα μωρό που το κοιτάς; Θα ήθελα να ταξιδέψω μέσα στα μάτια σου. Τόσο απλά”.

Τα τρομερά σκηνικά στα μπουζούκια

Ο Πανταζής είναι ένας τραγουδιστής που έχει ζήσει τα μπουζούκια στις καλύτερες μέρες τους. Ή όχι και στις τόσο καλές τους. Όπως και να ‘χει τα έχει ζήσει από μέσα κι απ’ έξω. Από την καλή κι από την ανάποδη. Επομένως δεν υπάρχει πιο κατάλληλος άνθρωπος για να μας πει ιστορίες για εκείνα τα χρόνια. Ιστορίες που δεν ακούς και συχνά.

“Τι να πρωτοθυμηθώ. Τότε στο Λουζιτάνια ήταν σκληρή η νύχτα και εγώ ήμουν ακόμα πιτσιρίκος. Βάραγαν άγρια τον κόσμο όταν δεν πλήρωνε. Κάτι φορτηγατζήδες από τη Λαμία και τη Λάρισα που σταματούσαν εκεί. Θυμάμαι οι τραγουδίστριες τους έκαναν κονσομασιόν κι αυτοί τα σπάγαν όλα. Στο τέλος δεν πλήρωναν. Κάτι θηρία, τους έκαναν μαύρους στο ξύλο. Τους έβλεπα να τους πετούν από το παράθυρο για να μην τους βρει και η αστυνομία εκεί. Και το μαχαίρι τότε έπαιζε πολύ, δεν υπήρχαν πιστόλια. Μαχαιριές”.

Υπάρχει όμως και μια ιστορία, η οποία όπως μου αποκάλυψε δεν θα διαγραφεί ποτέ από τη μνήμη του. Πώς άλλωστε να ξεχάσεις κάτι τόσο έντονο;“Τραγουδάω στο ‘Ιφιγένεια’ πάνω στη Συγγρού τότε. Είχα βγάλει ένα τραγουδάκι “δε θυμάμαι πως τη λένε”. Με μαλλάκια εγώ, όμορφος, αδύνατος.

Μπαίνει μια  πολύ ωραία γυναίκα, ξανθιά, πρώτη. Δεν έχω δει τον άλλο που ακολουθεί. Κι όπως τραγουδάω μου πετάει ένα λουλούδι. Το αρπάζω και της το επιστρέφω. Και βλέπω τον άλλο που έρχεται από πίσω, ξυρισμένος, με κουστούμι.

“Με κοιτάει, βγάζει ένα όπλο πάνω στο τραπέζι και μου κάνει νόημα να μιλήσουμε”.

“Δεν θυμάμαι πως με λένε” για εμένα είπα (γέλια). Έχασα τα λόγια μου, κρύφτηκα στο δεύτερο υπόγειο κάτω σε μια τουαλέτα. Ήρθε τα αφεντικό κάτω και μου λέει έλα γρήγορα θα μας σκοτώσει όλους. Βγήκε χτες από τη φυλακή, έχει σκοτώσει δύο! Σε εμένα έτυχε λέω; Πάω λοιπόν εκεί και μου λέει “Κάτσε. Θα πιείς;”. Λέω “δεν πίνω”, μου λέει “θα πιεις”. Μετά μου εξήγησε ότι είδε το σκηνικό και πώς φταίει η κοπέλα κι όχι εγώ. Παναγία μου είπα από μέσα μου, θα ζήσω και σήμερα”.

Τρομερά σκηνικά που όταν τα ακούς από τον ίδιο είναι εντελώς διαφορετικά από το να τα διαβάζεις. Όμως είχε κι άλλα να πει. “Εντάξει έχουν γίνει πολλά πράγματα. Έβγαζαν οι γυναίκες τα κοσμήματα που φορούσαν και τα χρυσαφικά και μου τα φοράγανε.

Μου ορμούσαν οι γυναίκες, ήθελαν ένα πουκάμισό μου. Mου έχουν σκίσει ρούχα

Ήθελαν κάτι δικό μου. Έπαιρνα πέντε χιλιάδες γράμματα τότε, δεν είχαμε ίντερνετ. Είχα προσλάβει δύο ανθρώπους μόνο και μόνο για να απαντούν στα γράμματα. Ο κόσμος ζήταγε ό,τι περίεργο και ό,τι εύκολο μπορείς να φανταστείς. Απ’ όλη την Ελλάδα έρχονταν κι από που υπάρχει ελληνισμός και ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα, ερχόταν για να δει από κοντά το φαινόμενο Λευτέρης Πανταζής.

Έτσι έλεγαν. Το φαινόμενο Λε-Πα. Πούλμαν από όλη τη χώρα κατέβαιναν για να με δουν. Έβγαζα τραγούδια που χτύπαγαν κατευθείαν στην καρδιά και το αγαπούσε αυτό ο κόσμος”.

Talent show, ταινίες, τραγούδια

Η συζήτηση με τον Πανταζή είναι σαν ένα ποτάμι. ‘Απαξ και την ξεκινήσεις δεν έχει γυρισμό. Θα σε παρασύρει και μπορεί να σε πάει σε αχαρτογράφητα νερά. Βγήκαμε λοιπόν εκτός σεναρίου και αρχίσαμε να αυτοσχεδιάζουμε. Ποια είναι η γνώμη του για τα talent shows που έχουν κατακλύσει τις οθόνες μας σήμερα;  “Καλά είναι κι αυτά. Τα παιδιά δεν θα σταματήσουν ποτέ να μαθαίνουν όργανα, να τραγουδάνε, να χορεύουν.

Για τα παιδιά, τα σόου αυτά είναι η ελπίδα. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Είναι ένας δρόμος που παρόλο που είναι δύσκολο να κάνει κάποιος καριέρα, είναι ένα σκαλοπάτι για την αναγνωρισημότητα. Να τον πλησιάσουν κάποιοι, να τον ακούσουν και να ξεκινήσει”. Εκείνος αν υπήρχαν αυτά τα σόου τότε, θα πήγαινε; “Μα είχαμε και τότε.

Είχαμε τους κινηματογράφους, αυτά ήταν τα talent show της εποχής

Φυσικά και πήγαινα. Κάθε Κυριακή έλεγαν έχουμε στον κινηματογράφο τα τάδε ταλέντα. Έτρεχα εγώ. Ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι ήταν το βραβείο. Έχω πάρει τζιν και μπλουζάκια, όλο πρώτος έβγαινα!”. Να και κάτι που δεν γνωρίζαμε. Άλλες εποχές.

Έχουμε δει το πρόσωπό του σε ρούχα, μπρελόκ, αναπτήρες, αλλά τον έχουμε δει και σε βιντεοταινίες. Την είχε δει και ηθοποιός; “Έχω παίξει και σε σήριαλ και σε βιντεοταινίες. Έχω παίξει και έχω τραγουδήσει και στο θέατρο. Θυμάμαι μου άρεσε πολύ το ’24 Ώρες Με Έναν Σταρ’ που γυρίσαμε το ’87. Μου έκαναν πρόταση και δέχθηκα. Όταν πουλάς και γίνεται χαμός με το όνομά σου έτσι είναι. Δεν έλεγα σχεδόν ποτέ όχι σε τίποτα”.

Ο ίδιος έχει υποδυθεί τον εαυτό του σε ταινία. Αν κάποια στιγμή όμως γινόταν η ζωή του ταινία και έπρεπε να πάρει το ρόλο άλλος, ποιον θα επέλεγε; “Πρέπει να βρουν έναν Βασιλάκη Καΐλα. Πρώτα να είναι λουστράκος, μετά πιο μεγάλος, μετά σαν εμένα. Θα ήθελα τον Γιάννη τον Μπέζο σε μεγάλη ηλικία που τραγουδάει κιόλας καλά και μου αρέσει πολύ”.

Μετά από τόσα χρόνια και εκατοντάδες τραγούδια, έχει μετανιώσει άραγε για κάποιο κομμάτι του; “Έχω πει και τραγούδι το οποίο κάποιους τους ενόχλησε. Όταν γράφτηκε όμως ήταν πολύ μπροστά σαν σκέψη. Δεν έχω μετανιώσει για κάποιο.

Ακόμη και το ‘το ‘πε ο παπαγάλος’ έχει την κουλτούρα του

Από τη στιγμή που το τραγουδάει ο κόσμος, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους και κασέτες, το άκουγαν όλοι παντού. Γιατί να υποτιμάμε το τραγούδι αυτό που το τραγούδησαν γενιές και το κάνουν ακόμα. Και να υμνούμε για παράδειγμα κάποιο του Τσιτσάνη; Όλα τραγούδια είναι. Μιλούν στην ψυχή του ανθρώπου”.

Αν αντιστρέψουμε την ερώτηση και ζητήσουμε τα δύο τραγούδια που έχει λατρέψει περισσότερο; Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; “Υπάρχουν δυο τραγούδια που είναι χαραγμένα στην καρδιά μου. ‘Το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου’ και το ‘Μια εμπειρία ακόμη λοιπόν’. Το πρώτο βγήκε και την εποχή που γεννήθηκε η κόρη μου, το είχε γράψει ο Νίκος Καρβέλας στην Αγγλία, ήμασταν μαζί τότε”.

Ποδόσφαιρο και πολιτική

Πού αλλού έχουμε δει τον Λε-Πα εκτός από την πίστα ή δίπλα σε όμορφες γυναίκες; Μα φυσικά στα επίσημα του γηπέδου του Πανιωνίου όταν τον ανέλαβε ως πρόεδρος το 2002. “Έπαιζα ποδόσφαιρο και πάντα μου άρεσε. Είχα μετοχές στην ΑΕΚ, στο Αιγάλεω, στον Απόλλωνα Καλαμαριάς.

Κάποια στιγμή μου έγινε μια πρόταση από ανθρώπους που βρίσκονταν στον Πανιώνιο κι επειδή ήταν από την Μ. Ασία που ήμασταν κι εμείς βγήκα μπροστά. Την νοικοκύρεψα την ΠΑΕ, βγήγαμε στην Ευρώπη δύο χρονιές. Έχασα και μερικά λεφτά τότε, γιατί αυτά πληρώνονται.

Είχε έρθει κι ο Ροναλντίνιο στη Νέα Σμύρνη. Μεγάλη τιμή. Ζήσαμε ωραία πράγματα

Έχω κάνει επίσης και πρόεδρος στη γυναικεία ομάδα μπάσκετ Εσπερίδες Καλλιθέας για τέσσερα χρόνια. Η καλύτερη ομάδα, 20 γυναίκες! Τέσσερις φορές πήραμε το πρωτάθλημα, τέσσερις φορές βγήκαμε στην Ευρώπη”.

Υπάρχει άραγε κάποια ιστορία από την πορεία του στον Πανιώνιο που θα του μείνει αξέχαστη; “Θυμάμαι είχα πάει στη Βαρκελώνη για το ματς με τη Μπαρτσελόνα και καθόμασταν μαζί με τον Χοάν Λαπόρτα, τον τότε πρόεδρο της ομάδας. Αφού ακούσαμε στο ‘Καμπ Νου’ τους ABBA, μετά τιμής ένεκεν είχα βγάλει τότε ένα τραγούδι ‘Έχω κολλήσει στα δυο σου μάτια’ και το έπαιξαν πριν τη σέντρα. Μπροστά σε 75.000 κόσμο, εκπληκτικό γήπεδο, χάσαμε 2-0, αλλά  πέρασα πολύ όμορφα. Όταν ήρθε κι ο Λαπόρτα στην Αθήνα πέρασε ωραία. Τον πήγα μπουζούκια και τα έσπασε όλα!”

Ο Πανταζής αποχώρησε το 2006 από τον Πανιώνιο, αλλά το γήπεδο πάντα παραμένει η μεγάλη του αγάπη. Έχει κάνει άλλωστε και πολλούς φίλους όλα αυτά τα χρόνια. “Με τον Ιβάν Σαββίδη ήμασταν φίλοι πολύ πριν πάει στον ΠΑΟΚ. Με είχε καλέσει πρώτη φορά στη Μόσχα σε μια μεγάλη συναυλία. Έρχεται με βλέπει, τραγούδησα στο γάμο του γιου του, έχουμε κάνει συναυλίες στη Ρωσία. Έχουμε πολύ καλή σχέση και έχουμε γεννηθεί και ίδια ημέρα στις 27 Μαρτίου. Όποτε βρίσκω χρόνο πάω και στον ΠΑΟΚ, αλλά και σε Ολυμπιακό, ΑΕΚ, Παναθηναϊκό. Δεν τα διαχωρίζω. Είμαι φίλαθλος, όχι οπαδός”.

Καλά όμως με τόσους φίλους, γνωστούς και μη, πώς και δεν έχει αποφασίσει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές; Τόσοι και τόσοι το έχουν κάνει. “Έχω φίλους Πρωθυπουργούς, Υπουργούς, βουλευτές. Με έχουν καλέσει κι ο Γέλτσιν κι ο Γκορμπατσόφ κι ο Πούτιν κι ο Καραμανλής, όλοι. Έχω πάει παντού.

Κατά καιρούς μου έχουν γίνει προτάσεις να κατέβω στην πολιτική

Απλά δεν είμαι έτοιμος. Δεν έχω κάνει τον κύκλο μου σαν τραγουδιστής. Η δική μας η κασέτα των καλλιτεχνών δίνει χαρά στον κόσμο, η δική τους όμως δεν δίνει χαρά, δίνει στεναχώρια”.

Η συζήτηση περί πολιτικής συνεχίστηκε αφού έδωσε το κατάλληλο πάτημα. Πώς βιώνει ο Λευτέρης Πανταζής την τωρινή κατάσταση; Ποια η γνώμη του για την πορεία της χώρας; “Η χειρότερη κατάσταση που μπορεί να ζήσει η Ελλάδα μας. Είμαστε σε αδιέξοδο. Για να συνέλθει η Ελλάδα θέλει πολλά χρόνια. Είμαστε πολύ χαμηλά, στον πάτο. Πρέπει να βγει ένας που να αγαπάει την πατρίδα, την Ελλάδα. Αυτά που λέει να τα τηρήσει μετά. Τώρα βγαίνουν λένε ψέμματα, ο κόσμος απογοητεύεται, του τάζουν ξανά και πάλι ψέμματα. Αυτό το πράγμα δεν μου αρέσει καθόλου”.

Ο ΛΕ-ΠΑ σήμερα

Έχει γράψει στο κοντέρ του πάνω από 40 χρόνια στις πίστες. Κι όμως συνεχίζει σαν να ξεκίνησε τώρα, παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε πριν λίγα χρόνια. “Ήταν πριν πέντε χρόνια που πέρασα ένα σοβαρό σοκ. Δεν κοιμόμουν καθόλου, δούλευα πάρα πολύ. Μόνο τέτοιο σοκ θα μπορούσα να αντιληφθώ τι γίνεται και να μαζευτώ. Έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό και χτύπησε στο κέντρο λόγου και μου πήρε τη φωνή. Καταλαβαίνεις τι έπαθα. Κι έτσι μαζεύτηκα. Άλλαξα συνήθειες”.

Πλέον ποια είναι η καθημερινότητα του Λευτέρη Πανταζή; “Βόλτες στους δρόμους, μέσα στον κόσμο, τραγούδια καινούρια, δημιουργία. Βγάζω καινούργιο δίσκο. Ένας καταπληκτικός δίσκος, δεν το λέω εγωιστικά. Είμαι πολύ δουλευταράς για να λέω ψέμματα στον κόσμο. Ένα χρόνο τον ψάχνω. Τραγούδια-παραγωγή Χριστόδουλος Σιγανός και Βαλεντίνο. Έχω γράψει κι εγώ πολλά τραγούδια στο CD που βγαίνει από την Heaven. Νομίζω είναι για όλα τα γούστα. Θα διασκεδάσει, θα κάνει μπαμ, θα γίνει χαμός, ταραχή!”

Η σχέση του με τα social media ποια είναι; “Τώρα το έχω ψιλομάθει, ψιλοχακάρω. Δε θα το μάθω πιο πολύ; Kαήκατε μετά”.

Με τα βιβλία; “Ξεκινάω βιβλία και μετά το παρατάω με παίρνει ο ύπνος μετά”.

Με τις ταινίες; “Βλέπω καμιά φορά, όταν έχω καλή παρέα. Μόνος μου χαζεύω στην τηλεόραση. Πιο πολύ όταν έχω παρεΐτσα. Να έχω και μια αγκαλίτσα με το μωρό. Και η αγκαλιά σεξ λέγεται. Βέβαια.

Να βλέπεις μια ωραία ταινία και να έχεις αγκαλιά το μωρό. Σεξ είναι κι αυτό. Δεν είναι απαραίτητα μόνο η συνουσία

Με την κόρη του; “Η Κωνσταντίνα είναι ένα ανήσυχο πνεύμα. Είναι 26 χρονών. Εμείς δεν τα κάναμε αυτά; Ανοίγει τα φτερά της θέλει να πετύχει και να αποδείξει πράγματα. Έχει σπουδάσει αυτό που κάνει και βλέπετε τώρα στο Your Face Sounds Familiar. Θέατρο, κινηματογράφο, σκηνοθεσία, της αρέσει να τσαλακώνεται, να χορεύει, να τραγουδάει. Με αυτά ασχολείται. Είμαι ικανοποιημένος γιατί για πολύ καιρό δεν ζητάει χρήματα. Όταν αρχίζει τις γαλιφιές ‘μπαμπάκα μου’ ωχ λέω χρήματα θέλει. Εκεί ξηλώνομαι κανονικά γιατί ο πατέρας εντάξει έχει αδυναμία στην κόρη”.

Η συνέντευξη σιγά σιγά έφτανε προς το τέλος της. Είχαμε συναντηθεί στις 17.30 και η ώρα ήταν ήδη 21.30. Δεν φαινόταν όμως να έχει δυσανασχετήσει καθόλου. Ίσα, ίσα είχε όρεξη να καθόμασταν άλλο τόσο. Σηκωθήκαμε από τον καναπέ και βγήκαμε για λίγο στο μπαλκόνι. Είχε νυχτώσει και η θέα της παραλίας από κάτω ήταν μαγική.

Αλήθεια Λευτέρη, μετά από τόσα χρήματα, γυναίκες και δόξα, υπάρχει κάτι που δεν έχεις κάνει; Τι άλλο θες από τη ζωή σου; Ήταν η απορία που είχα από την αρχή, αλλά έπρεπε να περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία.

“Τώρα ξεκινάω. Βάζω στόχους και έναν έναν τον φτάνω. Μετά πάω στον επόμενο. Δεν σταματάει η ζωή. Εμείς να είμαστε υγιείς να μπορούμε να ζούμε και να δημιουργούμε πράγματα. Γιατί όταν δεν έχεις δουλειά, δημιουργείς εργασία. Έτσι δεν είναι;”

Έτσι είναι. Και δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος για μια τέτοια συνέντευξη, μάθημα ζωής. Του λουστράκου που κατάφερε να γίνει σταρ. Είτε ακούς τη μουσική του είτε όχι, δεν έχεις παρά να τον παραδεχτείς.

* Το νέο τραγούδι του Λευτέρη Πανταζή, δια χειρός Χριστόδουλου Σιγανού και Βαλεντίνο, που μόλις κυκλοφόρησε.