Μια ωδή στον μεγάλο αδικημένο Στίβεν Τζέραρντ
- 3 ΜΑΡ 2015
Αν η ζωή του Στίβεν Τζέραρντ γίνει ποτέ ταινία, τότε θα πρόκεται είτε για μια ιστορία δύναμης και έμπνευσης που θα εστιάζει στον τελικό του Champions League το 2005, είτε θα αποτελεί ένα δράμα με τραγικό τέλος που θα επικεντρώνεται στο μοιραίο του λάθος στο περσινό παιχνίδι με την Τσέλσι. Για τον μεγάλο αρχηγό της Λίβερπουλ τα τελευταία 12 χρόνια, αξίζουν μόνο δάκρυα συγκίνησης και όχι στεναχώριας, όσο κι αν η αδικία της ζωής απέναντί του είναι πολύ μεγάλη για να την αγνοήσω.
Όντας φίλαθλος του Ολυμπιακού στην Ελλάδα και υποστηρικτής της Λίβερπουλ στην Αγγλία, η σχέση μου με τον Στίβεν Τζέραρντ δοκιμάστηκε έντονα τον Δεκέμβρη του 2004, όταν ο αρχηγός των «reds» νίκησε με εκείνο το ασύλληπτο σουτ τον Νικοπολίδη αφήνοντας έξω την -εν Ελλάδι- ομάδα μου. Οκ, δεν θα σου κρύψω ότι ίσως του έριξα και μερικές κατάρες εκείνο το βράδυ, επηρεασμένος από τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής. Κατάρες που όμως μετάνιωσα μόλις λίγους μήνες αργότερα κι ελπίζω να μην λειτούργησαν αναδρομικά με δέκα σχεδόν χρόνια καθυστέρηση.
Ήταν πια Μάιος του 2005 όταν ο μεγάλος Στίβι έπαιρνε από το χεράκι την αγαπημένη του ομάδα, όταν εκείνη είχε βρεθεί πίσω στο σκορ με 3-0 από τη Μίλαν στον τελικό της Κωνσταντινούπολης. Στο ημίχρονο αποφάσισε να διώξει τον Μπενίτες από τα αποδυτήρια και με τον ηγετικό του λόγο ενέπνευσε την ανατροπή, σκοράροντας το πρώτο γκολ και βγαίνοντας MVP του τελικού. Αυτό ήταν, όσα έγιναν τον περασμένο Δεκέμβρη είχαν ήδη ξεχαστεί και ο ποδοσφαιριστής αυτός ήταν στο μυαλό μου ένας τεράστιος μύθος. Ένας αρχηγός με όλη τη σημασία της λέξης, ένας πραγματικός ηγέτης που κατάφερε να οδηγήσει την ομάδα που αγαπάει στην κορυφή της Ευρώπης, πετυχαίνοντας κάτι που έμοιαζε σε όλους αδύνατο. Ή τουλάχιστον έμοιαζε αδύνατο σε όλους εκτός από εκείνον και τους χιλιάδες οπαδούς της Λίβερπουλ που δεν σταμάτησαν δευτερόλεπτο να τραγουδάνε το «You’ll Never Walk Alone» στις κερκίδες. Οι φωνές αυτές μίλησαν στην καρδιά του αρχηγού που απέδειξε ότι είναι ένας από αυτούς μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Εκείνο το βράδυ ο Στίβεν Τζέραρντ μετατράπηκε από ένας ποιοτικός ποδοσφαιριστής στο κέντρο της Λίβερπουλ, σε μια εμβληματική φιγούρα που λατρεύουν όλοι οι Λιβερπούλιανς -και όχι μόνο- ανά τον κόσμο. Στον παίκτη που όσο βρίσκεται στο γήπεδο γνωρίζεις ότι μπορεί με μια κίνηση, μια πάσα, ένα σουτ, μια κραυγή πάθους, να ανατρέψει τα δεδομένα, ξεσηκώνοντας το KOP, αναγκάζοντας το να τραγουδήσει για ακόμη μια φορά το ανατριχιαστικό σύνθημα προς τιμήν του.
Με τον Τζέραρντ αρχηγό η Λίβερπουλ κατέκτησε και το κύπελλο Αγγλίας το 2006 με τον ίδιο να βγάζει και πάλι τα κάστανα από τη φωτιά σκοράροντας στον τελικό με τη Γουεστ Χαμ δυο γκολ. Πήρε ακόμα το Λιγκ Καπ, το Σούπερ Καπ της UEFA κι οδήγησε τους συμπαίκτες του σε ακόμα έναν τελικό Champions League το 2007. Το χατ-τρικ με αντίπαλο τη «μισητή» συμπολίτισσα Έβερτον το 2012 απλά μεγάλωσε λιγάκι περισσότερο τον ήδη τεράστιο μύθο του.
Για να φτάσουμε στην περσινή σεζόν. Με τον ίδιο να αποτελεί τον απόλυτο ηγέτη τόσο εντός όσο και εκτός και γηπέδου, η Λίβερπουλ παίζει καταπληκτικό ποδόσφαιρο και δείχνει ικανή να φτάσει στην κατάκτηση του μεγάλου άπιαστου ονείρου του Τζέραρντ, της Premier League. Είτε είσαι, είτε δεν είσαι φίλος της Λίβερπουλ δεν γίνεται να μην ανατρίχιασες όταν είδες τον Τζέραρντ να αγκαλιάζει τους συμπαίκτες του φωνάζοντας ότι δεν πρέπει να αφήσουν αυτή την ευκαιρία να τους γλιστρήσει, δευτερόλεπτα μετά τη νίκη επί της Μάντσεστερ Σίτι. Εκείνο το απόγευμα ένιωθες ότι μέσα από τις φωνές του Στίβι έβρισκε έκφραση ολόκληρη η πόλη. Μέσα από τον μεγάλο αρχηγό τους έβλεπαν το όνειρο του πρωταθλήματος να πλησιάζει έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια. Ένα πρωτάθλημα που θα ήταν το πρώτο του Τζέραρντ έπειτα από 17 χρόνια στην ομάδα κι εκείνο το ντεμπούτο του σε ηλικία 18 ετών με αντίπαλο τη Μπλάκμπερν. Ένα κερασάκι στην τούρτα, μια δικαίωση για αυτή την τεράστια προσωπικότητα της Λίβερπουλ και του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Και τότε, ήρθε το «μαύρο» εκείνο μεσημέρι με αντίπαλο την Τσέλσι και συγκεκριμένα αυτή η φάση που πολύ φοβάμαι ότι θα τον στοιχειώνει πλέον για πάντα:
δημιουργώντας αντιδράσεις όπως αυτή:
Ή αυτή:
Ε πες μου τώρα, δεν είναι άδικο αυτό;
Ένα απλό γλίστρημα, κι ο άνθρωπος αυτός αντί να αποτελεί συνώνυμο των λέξεων ποιότητα και προσωπικότητα, έφτασε να μνημονεύεται κάθε φορά που κάποιος γλιστράει. Πέφτει η Madonna πάνω στη σκηνή;; Να ‘τα πάλι τα αστεία με τον Τζέραρντ, τόσους μήνες μετά. Ε όχι ρε παιδιά. Όχι.
Πες μου ειλικρινά, όταν είδες αυτή τη σκηνή, δεν σκέφτηκες ότι ποτέ στη ζωή σου δεν θα ήθελες να βρεθείς στη θέση του Τζέραρντ; Ενός ποδοσφαιριστή και άνδρα που δυο εβδομάδες πριν πιθανώς και να ζήλευες, καθώς έμοιαζε να τα έχει όλα. Έπαιζε στην αγαπημένη του ομάδα, όλοι τον λάτρευαν και έμοιαζε να βρίσκεται μια ανάσα από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου, ενός ονείρου που ο ίδιος, άθελα του, κλώτσησε.
Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη του πόσο μεγάλος αρχηγός είναι ο Τζέραρντ από τα όσα ακολούθησαν του λάθους του στο παιχνίδι με την Τσέλσι. Ο Στίβι όχι μόνο δεν κρύφτηκε αλλά για ακόμη μια φορά στην καριέρα του βγήκε μπροστά και πήγε να σώσει την κατάσταση. Τον φαντάζομαι να μην βλέπει καν τους συμπαίκτες του αλλά μόνο την αντίπαλη εστία, σουτάροντας διαρκώς προς αυτήν, σαν να σκέφτεται «δεν γίνεται να τελειώσει έτσι, θα δώσω και πάλι τη λύση, θα το διορθώσω». Δυστυχώς δεν τα κατάφερε και ο τίτλος χάθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα. Η λέξη αδικία μοιάζει λίγη για να περιγράψει την κατάσταση.
Κι αυτή δεν υπήρξε η μοναδική αδικία στην μεγάλη καριέρα του Τζέραρντ. Δυστυχώς το ξέρει κι ο ίδιος, ότι έπαιξε στη Λίβερπουλ τη λάθος εποχή, με τους λάθος συμπαίκτες, τους λάθος προπονητές και ιδιοκτήτες. Έπεσε πάνω στην παντοδυναμία της United, την αναγέννηση της Άρσεναλ και τα δισεκατομμύρια των Τσέλσι και Σίτι. Επί αρχηγίας Τζέραρντ, η μισητή για τους «κόκκινους» Γιουνάιτεντ ξεπέρασε τη Λίβερπουλ σε πρωταθλήματα. Όλα στραβά δηλαδή. Πάλι καλά που δεν σήκωσε την κούπα κι η Έβερτον, κερδίζοντας την τελευταία αγωνιστική τη Λίβερπουλ με γκάφα του Τζέραρντ ή δεν γκρεμίστηκε το Άνφιλντ σε κάποιο σεισμό να λέμε.
Ο ίδιος όμως έδινε πάντα αυτό που μπορούσε και με το παραπάνω, υπήρξε για όλους ο ιδανικός συμπαίκτης. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιον ποδοσφαιριστή της Λίβερπουλ να μιλάει με άσχημα λόγια για εκείνον. Ολόκληρος Ζιντάν τον χαρακτήρισε ως έναν από τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών. Πες μου όμως, ειλικρινά. Αν σε ρωτούσα να μου πεις τους μεγαλύτερους παίκτες που έχεις δει να αγωνίζονται δεν θα έβαζες τον Τζέραρντ μέσα, έτσι; Θα τον τοποθετούσες ανάμεσα στις μεγαλύτερες σημαίες, όχι όμως στους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές. Αν είχε σηκώσει όμως 4-5 πρωταθλήματα, δεν θα το σκεφτόσουν δευτερόλεπτο.
Ακόμα και στη σύγκριση με τις υπόλοιπες μεγάλες σύγχρονες σημαίες όμως, ο Στίβεν Τζέραρντ και πάλι αδικείται. Τότι, Πουγιόλ, Ραούλ, Μαλντίνι, Γκιγκς, όλοι τους σήκωσαν έστω ένα πρωτάθλημα με την αγαπημένη τους ομάδα. Ο Στίβι κανένα. Λες και το ήθελε έτσι η μοίρα ώστε να μην δώσει αυτή τη μεγάλη χαρά σε έναν από τους σπουδαιότερους παίκτες που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα της Λίβερπουλ. Το γεγονός βέβαια ότι ο Τζέραρντ αποτελεί ήδη μια από τις σημαντικότερες φιγούρες στην ιστορία της Λίβερπουλ, δίχως να έχει σηκώσει ούτε ένα πρωτάθλημα, δείχνει πόσο σπουδαίος υπήρξε. Ίσως μάλιστα να είναι όλες αυτές οι δυσκολίες που τον καθιστούν ακόμη σπουδαιότερο. Το 2013, οι φίλοι της Λίβερπουλ τον ψήφισαν στην πρώτη θέση των 100 προσωπικοτήτων που κατάφεραν να συγκλονίσουν το KOP. Στην πρώτη θέση, πανω από παίκτες όπως ο Νταγκλίς με πολλά πρωταθλήματα τοσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής. Αυτό για μένα λέει πολλά για την επίδραση του Στίβι που κατάφερε να μιλήσει στην καρδιά και τη ψυχή των οπαδών μιας τεράστιας ομάδας που έχει ζήσει στο παρελθόν τεράστιες στιγμές.
Έπειτα από 17 χρόνια ο μεγάλος αρχηγός αποφάσισε να αφήσει τη Λίβερπουλ για τα χρήματα των Λος ‘Αντζελες Γκάλαξυ και νομίζω ότι αφού δεν έμελλε να κλείσει την καριέρα του εκεί όπου την ξεκίνησε, τότε θα έπρεπε να φύγει νωρίτερα. Του άξιζε να δοκιμάσει δίπλα σε κορυφαίους συμπαίκτες, του άξιζε η χαρά ενός πρωταθλήματος. Φυσικά το να σηκώσει το MLS δεν νομίζω ότι είναι μια προοπτική που τον κάνει να ανατριχιάζει. Μέσα σε όλα είχε και την ατυχία να γεννηθεί Άγγλος, αγωνιζόμενος σε μια εθνική ομάδα που έχει πάει την έννοια της γκάφας και του loser σε νέα επίπεδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τζέραρντ θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους ποιοτικότερους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα της Λίβερπουλ και ως μια από τις εμβληματικότερες φιγούρες της. Είναι κρίμα όμως ότι σε όλες τις μελλοντικές αναφορές, ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει πάντοτε δίπλα στο όνομα του κάποια μεγάλα «αλλά» (και τη λέξη slip). Σε έναν τόσο μεγάλο ποδοσφαιριστή και άνθρωπο θα άξιζε ένα τέλος που θα βλέπαμε σε ταινίες: Κάποιο από τα πολλά σουτ που εξαπέλυσε τυφλωμένος από το πείσμα στο μοιραίο παιχνίδι με την Τσέλσι θα έβρισκε δίχτυα και θα γινόταν ξανά ήρωας, εκπληρώνοντας το παιδικό του όνειρο. Δυστυχώς όμως άλλο πραγματικότητα κι άλλο οι ταινίες. Ρωτήστε και τον Γιάννη Ιωαννίδη.
Λένε ότι στη ζωή, ό,τι δίνεις παίρνεις. Δυστυχώς ο Τζέραρντ έδωσε ιδρώτα, αίμα, δάκρυα και αγάπη στη Λίβερπουλ κι ενώ πήρε πολλά πίσω, δεν πήρε αυτό που ήθελε περισσότερο. Δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον, ωστόσο το ενδεχόμενο να φορέσει ξανά τη φανέλα της Λίβερπουλ σε κάποια διακοπή του αμερικάνικου πρωταθλήματος δεν είναι μακρινό. Μακάρι τότε, έστω και στα 37, να αξιωθεί να ζήσει ένα πρωτάθλημα και να δακρύσει σηκώνοντας τη μοναδική κούπα που του λείπει στον ουρανό του Άνφιλντ. Τότε δεν θα μιλάμε για έναν αδικημένο ποδοσφαιριστή αλλά για έναν σπάνιο αρχηγό που έζησε το παραμύθι που του άξιζε και δεν είδε την ευκαιρία να γλιστράει μπροστά του. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, θα νιώθω πάντοτε ότι η μοίρα κάτι του χρωστάει. Και δυστυχώς, κάτι μου λέει ότι θα το νιώθει και ο ίδιος.