ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μιχάλης Σαράντης: «Ποίηση είναι ο τρόπος που στέκεσαι απέναντι στη ζωή»

Λίγο πριν την έναρξη της καλοκαιρινής του περιοδείας με τα αριστοφανικά Βατράχια, ο γνωστός ηθοποιός μιλάει στο OneMan για το κρυπτικό σύμπαν του σατιρικού ποιητή, τα βατράχια που τρυπώνουν στο μυαλό και δε μας αφήνουν να ησυχάσουμε, το παιδί που συνεχίζει να είναι, το παιδί που μεγαλώνει στην αγκαλιά του.

Τα 16 από τα 38 χρόνια της ζωής του, ο Μιχάλης Σαράντης τα έχει περάσει παίζοντας κυρίως στο θέατρο (το 2015 τιμήθηκε με το Βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στη Φλαντρώ του Παντελή Χορν και στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη), αλλά και στον κινηματογράφο (Γυναίκες που περάσατε από εδώ του Σταύρου Τσιώλη, Απόστρατος του Ζαχαρία Μαυροειδή, μεταξύ άλλων) και στην τηλεόραση (Λόγω Τιμής, Η Φαμίλια και τα φετινά Νούμερα, ανάμεσα σε αρκετές ακόμα τηλεοπτικές συμμετοχές).

Το ραντεβού μας δόθηκε με αφορμή τη νέα θεατρική του δουλειά, με την οποία θα περιοδεύσει φέτος το καλοκαίρι στα ανοιχτά θέατρα της χώρας, με στάση και στην Επίδαυρο στις 28 και 29 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Θα παίξει στα Βατράχια του Αριστοφάνη. Την αρχαία κωμωδία που διαδραματίζεται στην Αθήνα μιας βαθιάς πολιτικής και πνευματικής κρίσης, κρίσης θεσμών και αξιών, όπου ο Διόνυσος, πατέρας και εμπνευστής του θεάτρου, αποφασίζει να ξεκινήσει το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο για να φέρει πίσω τον σπόρο της αναγέννησης, την ποίηση, ώστε να σώσει τον κόσμο που καταρρέει. Με συνοδοιπόρους τον Ξανθία και τον θόρυβο των βατράχων, μέσα από αλλεπάλληλες κωμικές και παράδοξες συναντήσεις φτάνει στον Άδη για να αναστήσει τον Ποιητή. Εκείνον που μπορεί να αναμετρηθεί με την επερχόμενη καταστροφή.

Με τον Μιχάλη συναντηθήκαμε ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου στο Θέατρο Κιβωτός επί της Πειραιώς. Εκεί, όπου γίνονται αυτή την περίοδο, οι πρόβες υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Έφης Μπίρμπα.

Κι ενώ η πρόβα έχει τελειώσει εδώ και κάποια λεπτά, εκείνος δεν είναι εκεί. Με ειδοποιεί ότι σε περίπτωση που φτάσω νωρίτερα, να μην ανησυχήσω που δε θα τον δω στο θέατρο. Θα έχει πεταχτεί να δει την 8,5 μηνών κόρη του, έστω και για λίγο, εκμεταλλευόμενος το ένα τέταρτο που μεσολάβησε από το τέλος της πρόβας μέχρι την προγραμματισμένη μας συνάντηση.

Ο ήχος της μηχανής προαναγγέλλει την άφιξή του.

«Ο Αριστοφάνης είναι κρυπτικός, γι’ αυτό και παρεξηγημένος. Έχει κλειδιά που μπορεί να μην τα βρεις, εάν μείνεις στο προφανές».

Δευτερόλεπτα μετά, μας βρίσκουν να μιλάμε για το νέο του ρόλο, τα Βατράχια του Αριστοφάνη και τα Βατράχια του σήμερα, την ευλογία του να κάνει τη δουλειά που αγαπά. Αλλά και για το παιδί που συνεχίζει να είναι, το παιδί που κρατά πλέον στην αγκαλιά του, τις αναμνήσεις του μεγαλώνοντας με τρεις μικρότερες αδερφές σε μία όμορφη οικογένεια, σαν την οικογένεια που θέλει να φτιάξει για τη σύντροφό του και την κόρη τους.

Η πρώτη σου επαφή με τον Αριστοφάνη ήταν το 2016, όταν έκαναν πρεμιέρα οι Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου. Πώς είναι η επιστροφή στο σύμπαν του μεγάλου κωμικού της αρχαιότητας, αυτή τη φορά με τα Βατράχια;

Ενδιαφέρουσα, δύσβατη, όλο κρυψώνες και περιπετειώδης. Ο Αριστοφάνης είναι κρυπτικός, γι’ αυτό και παρεξηγημένος. Δεν είναι εύκολο να διαβάσεις ένα έργο του και να αντιληφθείς τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις, τις εικόνες και τη δράση της ιστορίας αμέσως. Έχει κλειδιά που μπορεί να μην τα βρεις εάν μείνεις στο προφανές. Κάτι σπουδαίο, κάτι μεγαλύτερο διακυβεύεται συνέχεια, αλλά υπόγεια.

Ευτυχώς, για εμάς, η Έφη (Μπίρμπα) έθεσε αυτό το ζήτημα νωρίς στην πρόβα με αποτέλεσμα να κοιτάμε υπό αυτή τη σκοπιά το έργο από την αρχή. Και είναι και ένας βασικός πυλώνας της οπτικής της σε σχέση με την παράσταση, γεγονός που προσωπικά με γοητεύει πολύ.

Το φοβερό με τον Αριστοφάνη για να καταλήξω, είτε όταν οι ήρωες του αναζητούν την ουτοπία στον ουρανό, όπως στους Όρνιθες, είτε όταν ψάχνουν να βρουν τη σωτηρία κάτω από τη γη, όπως στα Βατράχια, είναι ότι μιλάει μέσα από μία ελαφρότητα και μία βαθιά κωμικότητα για τα πιο πυρηνικά θέματα της ζωής και της ύπαρξης μας.

Στα Βατράχια, για ποια πράγματα μιλάει;

Ψάχνει συνέχεια τι ή ποιος θα μας σώσει από τον ζόφο που δημιουργούμε ως κοινωνία, από τον ζόφο που αφήνουμε να κατακλύσει το μέσα μας, που μας τραβάει όλο και πιο κάτω και από τον οποίο παλεύουμε -όχι πάντα- να δραπετεύσουμε. Να βρούμε από πού να πιαστούμε για να βγει η μέρα, από μία σάχλα ή από κάτι παλίμψηστο. Μπορεί να λέω και μπούρδες, με συγχωρείς. Μερικές φορές οι λέξεις δε φτάνουν.

Από τότε που ξεκινήσαμε τις αναγνώσεις και μετέπειτα τις πρόβες, τριβελίζει στο μυαλό μου το ερώτημα ποιον θα ανέβαζα εγώ από τον Άδη στον πάνω κόσμο για να μας σώσει. Έλα όμως που δεν έχω απάντηση.

Ίσως, γιατί τελικά ο σωτήρας δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά κάτι άλλο; Δεν είναι ο ποιητής, δηλαδή αλλά αυτό που συμβολίζει;

Είναι ίσως η ποιητική μας πλευρά που έχει χαθεί; Που τη σνομπάρουμε συνέχεια; Το να αφουγκραζόμαστε τους γύρω μας, να τους ακούμε και όχι να φέρουμε τον εαυτό μας δεξιά και αριστερά κωφεύοντας; Να είμαστε ευγενείς; Το να είσαι ευγενικός και όχι αγενής και μαλάκας δεν είναι μια μορφή ποίησης; Δεν είναι μόνο οι στίχοι ποίηση. Ποίηση είναι ο τρόπος που στέκεσαι απέναντι στη ζωή. Γι’ αυτή την ποίηση μιλάει ο Αριστοφάνης. Για τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε, για το γεγονός ότι έχουμε αφεθεί στη φαιδρή, την ασύδοτη και την κυνική πλευρά μας και δε λογαριάζουμε ακόμα και το θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Από τότε που ξεκινήσαμε τις αναγνώσεις και μετέπειτα τις πρόβες, τριβελίζει στο μυαλό μου το ερώτημα ποιον θα ανέβαζα εγώ από τον Άδη στον πάνω κόσμο για να μας σώσει. Έλα όμως που δεν έχω απάντηση».

Στο έργο κάτι θυσιάζεται όμως για να έρθουν ξανά οι Αθηναίοι σε επαφή με την ποιητική τους πλευρά και κατ’ επέκταση με τη σωτηρία τους.

Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και στην κανονική ζωή; Αργά ή γρήγορα συνειδητοποιείς ότι θέλει κόπο και θυσίες η φάση τίποτα δεν είναι εύκολο.

Εν προκειμένω, θυσιάζεται ο άνθρωπος, ο ρόλος που κρατώ, ο Ξανθίας. Ο Διόνυσος, τον οποίο υποδύεται ο Άρης Σερβετάλης, θα μπορούσε να επιτελέσει την αποστολή και μόνος του, αλλά δεν το κάνει. Βασικά δεν ξέρω αν θα μπορούσε μόνος του. Έχει ανάγκη τον άνθρωπο. Πρέπει να μαρτυρήσει μαζί με τον Θεό και ο άνθρωπος, ο καθ’ ομοίωσιν του, ο οποίος γνωρίζοντας ότι αν πατήσει το πόδι του στον Άδη θα πεθάνει, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, πράγμα που φυσικά δε θέλει καθόλου.

Η αλληγορία και η ύπαρξη του ντουέτου, αντί για μία μονάδα, με συγκινεί πολύ. Αυτή η «κατάβαση» στον Κάτω κόσμο που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας και στην οποία γίνεται ένας χαμός από γκάφες και κωμικές καταστάσεις φυσικά, κάτι κουνάει μέσα μου έντονα.

Ως προς τη σχέση σου με τον θάνατο εννοείς;

Ναι. Δε συνδέομαι με τον θάνατο με τον μακάβριο τρόπο με τον οποίο ίσως μπορεί να συνδέεται πολύς κόσμος που πιθανότητα να μην έχει βιώσει σημαντικές απώλειες στη μέχρι τώρα ζωή του. Έχω χάσει και τους δύο γονείς μου, έχω χάσει καλούς φίλους πολύ νωρίς και άδικα και για να είμαι εγώ καλά και για να σκέφτομαι τους νεκρούς μου με χαμόγελο και παρηγοριά την απώλειά τους την έχω μέσα μου όπως ο Αριστοφάνης αυτή του Ξανθία ως μετάβαση δηλαδή.

Τα Βατράχια τι συμβολίζουν;

Σε δραματουργικό επίπεδο είναι το «κύκνειο άσμα» του Διονύσου και του Ξανθία για να κατέβουν Κάτω. Μόνο που είναι τραγουδισμένο από βατράχια, όχι από κύκνους.

Ο ήχος που βγάζουν τα βατράχια όταν κωάζουν δεν είναι φιλικός. Είναι εκκωφαντικός, αποκρουστικός, σε φέρνει σε δύσκολη θέση. Σαν αυτές τις άσχημες, ύπουλες σκέψεις, που ξαφνικά εκεί που κάθεσαι τρυπώνουν όλες μαζί στο μυαλό σου μαζί με φόβους, άγχη, ενοχές και προβληματισμούς, ουρλιάζουν και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι το κεφάλι σου θα σπάσει. Σε κάνουν να χάνεις προς στιγμήν τον εαυτό σου και το κέντρο σου. Να μην μπορείς να αφουγκραστείς ποιος είσαι. Είμαστε γεμάτοι από βατράχια, που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε.

Πώς ησυχάζεις από τα βατράχια σου;

Έχω την τύχη να κάνω μία δουλειά που με κινητοποιεί συνεχώς, που πολύ συχνά λειτουργεί λυτρωτικά και κάτι μετασχηματίζει μέσα μου, παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των προβών μερικές φορές τα βατράχια ηχούν ακόμα πιο εκκωφαντικά στο κεφάλι μου.

Έχω επίσης εδώ και λίγους μήνες και την ευλογία να έχω μία υπέροχη κόρη και να τη μεγαλώνω με έναν υπέροχο άνθρωπο. Είναι το πιο δύσκολο και ταυτόχρονα, το πιο μαγικό πράγμα που μου έχει συμβεί. Υποτίθεται ότι έχουμε κεκτημένη εμπειρία ως ενήλικες, αλλά δεν είναι τίποτα ούτε εύκολο, ούτε δεδομένο. Παιδιά είμαστε και εμείς, απλώς μεγάλα.

«Το να μεγαλώνω ένα παιδί είναι το πιο δύσκολο και ταυτόχρονα, το πιο μαγικό πράγμα που μου έχει συμβεί».

Νιώθεις γενικότερα ότι δεν έχεις χάσει το παιδί μέσα σου;

Όσο κι αν αλλάζουν τα πάντα όσο και αν ωριμάζω μεγαλώνοντας, είμαι αυτό το παιδί που βλέπω στις φωτογραφίες από το σχολείο. Και στα 80 μου αν φτάσω έτσι θέλω να αισθάνομαι. Όπως ο Γιάννης Βογιάτζης ας πούμε και η Ξένια Καλογεροπούλου, δύο άνθρωποι που εκτιμώ αφάνταστα πολύ και με τους οποίους έχω την τύχη να έχω συχνή επαφή. Τους ακούω και ανοίγει η ψυχή μου, γιατί ακούω δυο μεγάλα, υπέροχα παιδιά. Με τα προβλήματα τους φυσικά και την κούραση τους, αλλά παιδιά. Με όρεξη, με ενθουσιασμό για τα επόμενα τους σχέδια για την επόμενη τους μέρα. Το παιδί εκεί είναι, μέσα μας.

Η γνωριμία με το θέατρο πώς έγινε;

Μέσα από τις σχολικές παραστάσεις μπήκε ένα πρώτο, μικρό σποράκι. Το δεύτερο και το μεγαλύτερο ήρθε όταν τέλειωσα το σχολείο. Δεν ήμουν καθόλου καλός μαθητής στο Λύκειο και όπως πολλά παιδιά δεν ήξερα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου.

Ένας φίλος μού είπε ότι θα γραφτεί σε σχολή υποκριτικής και του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου. Λίγο καιρό πριν είχα γνωρίσει τον Απόστολο Χαντζαρά και τον Νίκο Κυριακόπουλο, ζωγράφοι και οι δυο, που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα στην Καλών Τεχνών. Ήταν εκείνοι που με μύησαν στην Τέχνη, τους το οφείλω.

Στο σπίτι υπήρχαν καλλιτεχνικά ερεθίσματα;

Ακούγαμε πολύ ωραίες μουσικές. Ακόμα τις ακούω μες στο κεφάλι μου. Γενικά, την ευαισθησία μου δεν την καπέλωσε τίποτα και κανένας όταν ήμουν παιδί, έφηβος. Δε μεγάλωσα σε μία οικογένεια που τα αγόρια έπρεπε να είναι κάπως και τα κορίτσια -έχω τρεις μικρότερες αδερφές- κάπως αλλιώς. Δε μεγαλώσαμε στερεοτυπικά, ούτε με αυστηρότητα. Αντιθέτως, με πολλή αγάπη.

Ο πατέρας μου ήταν ένας φανταστικός άνθρωπος, η μητέρα μου επίσης. Και οι δύο μας μεγάλωσαν με τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες μας σε πρώτο πλάνο.

Είναι το παράδειγμα για το μεγάλωμα της κόρης σου;

Είναι δυνατόν να μην είναι; Με τα σωστά και τα λάθη τους, έκαναν παραπάνω από το καλύτερο που μπορούσαν. Κι εγώ κάνω λάθη, είναι αναπόφευκτο, κανείς δε γεννιέται καλός γονιός. Η αγάπη τους ήταν απλόχερη όμως, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όσο τους σκέφτομαι, αντιλαμβάνομαι ότι ήταν και το πιο συγκινητικό.

Μακάρι να μεγαλώσω κι εγώ το ίδιο όμορφα το παιδί μου. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται.

INFO:

***

Βατράχια

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Έφη Μπίρμπα

Διασκευή: Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης, Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Μιχάλης Σαράντης, Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής.

Προπώληση εδώ.